Βόρεια Εύβοια: Τρία χρόνια μετά τις καταστροφικές φωτιές, αναγεννάται από τις στάχτες της (φωτ.)
11/07/2024 07:00
11/07/2024 07:00
Τρία χρόνια μετά τον εφιάλτη του Αυγούστου του 2021 η Βόρεια Εύβοια συνεχίζει να αναγεννάται μέσα από τις στάχτες της και τα μηνύματα είναι αισιόδοξα, ο δρόμος όμως ακόμα μακρύς.
Η βόλτα στα βουνά των δύο δήμων που επλήγησαν, Ιστιαίας - Αιδηψού και Μαντουδίου - Αγίας Άννας - Λίμνης, δημιουργεί ακόμα ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια τα κουφάρια των δέντρων που υπενθυμίζουν τον εφιάλτη και σε κάνουν να ανατριχιάζεις στην ιδέα της κόλασης που πέρασε και διέλυσε τα πάντα στο διάβα της, και από την άλλη καταπράσινα βλαστάρια παντού, που δίνουν ελπίδα πως και πάλι η ζωή θα νικήσει.
Η περιβαλλοντική καταστροφή που υπέστη το νησί είναι τεράστια. Ήταν 3 Αυγούστου 2021 όταν ξέσπασε το πρώτο μέτωπο το οποίο πολύ γρήγορα έφυγε εκτός ελέγχου. Το αποτέλεσμα ήταν η περιοχή να καίγεται αδιάκοπα για 10 ημέρες, αφήνοντας πίσω της ανυπολόγιστα τραύματα στη φύση και τους κατοίκους.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά, ο τόπος έχει γεμίσει πάλι πράσινο και οι τοπικές κοινωνίες βρίσκουν και πάλι τους ρυθμούς τους.
Σύμφωνα με τον δήμαρχο Ιστιαίας - Αιδηψού, Γιάννη Κοντζιά, ο οποίος περιγράφει εκείνες τις ημέρες το λιγότερο ως εφιαλτικές, συνολικά, και στους δύο δήμους, κάηκαν 522.000 στρέμματα δασικών και αγροτικών εκτάσεων αλλά και αρκετές κατοικίες.
«Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι μέχρι το 2021 ήταν η μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά στη χώρα αλλά και το τι ρόλο έπαιζε αυτή η έκταση για τη ζωή των ανθρώπων» εξηγεί στο makthes.gr o δήμαρχος. «Όταν είσαι σε ένα νησί και η φωτιά ξεκινά από τη μια θάλασσα και σβήνει στην άλλη, ουσιαστικά αποτελειώνεται ένας ολόκληρος τόπος. Περιβαλλοντικά η καταστροφή είναι τεράστια με μεγάλες προεκτάσεις πάνω στην οικονομία, την κοινωνία αλλά και την ψυχή των ανθρώπων. Υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν από το δάσος και μέσα σε αυτό. Ήταν το φυσικό μας περιβάλλον και η ισορροπία αυτή χάθηκε».
Όπως τονίζει ο δήμαρχος, στον δήμο Ιστιαίας - Αιδηψού, καταστράφηκαν πολύ λίγα σπίτια συγκριτικά με τον έταιρο δήμο και τα περισσότερα στο χωριό τη Κοκκινομηλιάς το οποίο εκκενώθηκε.
Στα υπόλοιπα χωριά του δήμου υπήρξε μια… ειρηνική ανυπακοή. «Κάτσαμε όλοι να σώσουμε τα σπίτια μας και τελικά το καταφέραμε, πράγμα που μας δίνει και μια δύναμη όχι μόνο γιατί οι άνθρωποι δεν έχασαν τα σπίτια τους, αλλά γιατί δίνει και ένα μεγάλο μήνυμα αλληλεγγύης και ένωσης όλων των ανθρώπων που εκείνες τις ημέρες παραμέρισαν τις διαφορές τους και βρέθηκαν δίπλα - δίπλα να πολεμούν αυτή την ασύμμετρη απειλή, τις φωτιές που κατέκαιγαν τα πάντα».
Σημειώνει επίσης πως σε ό,τι αφορά τα σπίτια, αυτά που κάηκαν ήταν κυρίως εξοχικές κατοικίες, ενώ για όσους έχασαν μόνιμες κατοικίες βρέθηκε λύση σχετικά γρήγορα. «Οι αποζημιώσεις άργησαν αλλά ήρθαν και άρα δεν είναι το πρόβλημα πια η στέγαση αλλά το περιβάλλον, εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Από τη μια η φύση ανακάμπτει οργιωδώς και το δάσος επιστρέφει, από την άλλη θέλει πολλή δουλειά για να είναι υγιές. Πρέπει να έχουμε τα αισθητήριά μας σε εγρήγορση» προσθέτει. Επιπλέον, τονίζει πως πλέον είναι πολύ ισχυρός ο πλημμυρικός κίνδυνος. «Πληγήκαμε αρκετές φορές έκτοτε από πλημμύρες, και από τον Daniel και τον Εlias τον περασμένο Σεπτέμβριο. Βέβαια τα ύψη της βροχής ήταν βιβλικά, δεν οφείλεται μόνο στις πυρκαγιές η ζημιά αλλά ειδικά για το χωριό των Βουβών που σχεδόν ‘θάφτηκε’ στη λάσπη και τα φερτά υλικά, κυρίως φταίει η πυρκαγιά που κατέστρεψε όλο το φυσικό περιβάλλον του χωριού» προσθέτει.
Ο κ. Κοντζιάς παραμένει πολύ αισιόδοξος για το μέλλον του τόπου καθώς η οικονομία και η κοινωνία βρίσκουν και πάλι τους ρυθμούς τους. «Δείξαμε ότι είμαστε δυνατοί και είμαι περήφανος για τους δημότες μας» εξηγεί και τονίζει πως παρά την καταστροφή δεν έφυγαν από την περιοχή. «Είναι πολύ σημαντικό το ότι είμαστε ακόμα εδώ και η κοινωνία στέκεται όρθια. Γεννάται μια ευκαιρία να δούμε τα πράγματα αλλιώς και να στήσουμε ένα νέο μοντέλο οικονομίας με σεβασμό στη φύση που θα είναι βιώσιμο μέσα σε αυτό το περιβάλλον όπως αυτό αναγεννηθεί. Ένα μοντέλο που θα εξασφαλίζει την αειφορία του περιβάλλοντος και την βιωσιμότητα της οικονομίας» προσθέτει.
Σε ό,τι αφορά το δάσος, αυτό από τον πρώτο μήνα άρχισα να αναγεννάται πολύ γρήγορα λόγω της γονιμότητας του εδάφους, των πολλών βροχών αλλά και της ίδιας της φύσης των δασών.
«Από την πρώτη στιγμή το δάσος είχε αρχίσει να ανακάμπτει και τώρα υπάρχουν δέντρα μέχρι και δύο μέτρα ύψος. Θέλει 20 χρόνια με ανθρώπινη παρέμβαση για να ανακάμψει πλήρως το δάσος» τονίζει ο κ. Κοντζιάς.
Σήμερα, «τρέχουν» προγράμματα δασοπροστασίας που, όπως σημειώνει ο κ. Κοντζιάς, αν υπήρχαν πριν την καταστροφή μπορεί και να είχε αποφευχθεί το μεγάλο μέγεθος της. Υπάρχει επίσης το πρόγραμμα αντινερο εκτεταμένα έργα διάνοιξης ζωνών ακόμα και διαχειριστικών μελετών για τα εναπομείναντα δάση.
Επιπλέον γίνεται τεράστια δουλειά στην αντιπλημμυρική θωράκιση και σε επίπεδο πολιτείας που έχει αναλάβει τον ορεινό όγκο και σε επίπεδο περιφέρειες που αναλαμβάνει τις πεδινές κοίτες των ποταμών αλλά και στον πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης με έργα θωράκισης των οικισμών.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία, ο δήμαρχος εξηγεί πως στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ρητινοσυλλέκτες έχασαν τις δουλειές τους για πάντα. «Η φωτιά, σε όλες τις περιφέρειες, αναδυκνείει πολλά ζωτικά προβλήματα της επαρχίας: Η ύπαιθρος ερημώνεται, τα ορεινά χωριά χάνουν τον πληθυσμό τους, όλο και λιγότεροι ασχολούνται με τις δασικές εργασίες και τη γη. Ουσιαστικά έφθινε ο πληθυσμός και κάτι που θα ζούσαμε σε 50 χρόνια επιταχύνθηκε από την πυρκαγιά» λέει χαρακτηριστικά. Οι μελισσοκόμοι είναι σε καλύτερη κατάσταση αλλά και αυτοί υπέστησαν μεγάλη ζημιά καθώς χάθηκε η ισορροπία και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής πευκόμελου της χώρας. Οι 5.500 μελισσοκόμοι που έφταναν ετησίως τις κυψέλες τους στη Βόρεια Εύβοια δεν πηγαίνουν πια ενώ το εναπομείναν δάσος φτάνει ίσα ίσα για να συντηρήσει τους ντόπιους μελισσοκόμους.
Παρόλα αυτά η κατάσταση βελτιώθηκε καθώς υπήρξαν μέτρα από την πολιτεία η οποία στήριξε κυρίως όσους ζούσανε από το δάσος και κυρίως τους ρητινοσυλλέκτες οι οποίοι καταστράφηκαν εντελώς καθώς στηρίζονταν αποκλειστικά από αυτό. Πολλοί εξ αυτών θα συνταξιοδοτηθούν με αυτά τα προγράμματα και άλλοι θα στηριχθούν μέχρι να βρουν άλλο επάγγελμα. Σημαντική ήταν επίσης η στήριξη από την πολιτεία σε διάφορα επίπεδα και κυρίως στον τουρισμό καθώς εκτός από το voucher έγινε και μια καμπάνια διαφήμισης και στήριξης του τουριστικού προϊόντος της περιοχής που είχε θετικά αποτελέσματα.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αιδηψού και Β. Εύβοιας, Θεόδωρος Ρουμελιώτης σημειώνει πως τουριστικά το 2021 είχε ξεκινήσει πάρα πολύ καλά, με τον Ιούνιο και τον Ιούλιο εκείνου του καλοκαιριού να κυμαίνονται σε πληρότητες κοντά στο 80% μόνο στην Β. Εύβοια. Όπως εξηγεί, με την έναρξη της πυρκαγιάς όλα άδειασαν όπως ήταν φυσικό, τα ξενοδοχεία λειτουργούσαν για να περιθάλπουν τους πυρόπληκτους και όλο αυτό δημιούργησε φόβο και μεγάλη ζημιά σε όλη την περιοχή. Στην Αιδηψό τα ξενοδοχεία δεν έπαθαν ζημιές, εν αντιθέσει με κάποιες ξενοδοχειακές μονάδες στην Αγία Άννα και τη Λίμνη. «Δυστυχώς εκείνη τη χρονιά τη χάσαμε γιατί και μετά την πυρκαγιά ο κόσμος δε μπορούσε να έρθει η κατάσταση ήταν αποπνικτική, πολλοί δεν ήθελαν να αντικρίσουν την καταστροφή και είναι λογικό» τονίζει στο makthes.gr.
Τα επόμενα χρόνια ο τουρισμός βοήθησε πολύ στην αναβάθμιση της περιοχής. Τα κρατικά προγράμματα όπως το North Evia Pass και ο κοινωνικός τουρισμός της ΔΥΠΑ, έπαιξαν μεγάλο ρόλο σε αυτό καθώς πολλοί νέοι επισκέφθηκαν την περιοχή, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έρχονταν, εξηγεί ο κ. Ρουμελιώτης ο οποίος είναι πολύ αισιόδοξος για τη φετινή σεζόν. Ο τουρισμός της περιοχής αποτελείται στην πλειοψηφία από Έλληνες και Βαλκάνιους και κυρίως επισκέπτες από Σερβία, Βόρεια Μακεδονία και Ρουμανία.
«Φέτος ίσως φτάσουμε και σε νούμερα του 2019 που ήταν η καλύτερη χρονιά πανελληνίως νομίζω. Τα μηνύματα που έχουμε από τον Μάιο μέχρι σήμερα αλλά και οι προκρατήσεις μέχρι τον Σεπτέμβρη δείχνουν ότι θα πάμε πάρα πολύ καλά και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα κρατικά προγράμματα» καταλήγει ο κ. Ρουμελιώτης.
* Οι φωτογραφίες είναι από την Επαρχιακή Οδό Χαλκίδας - Αιδηψού στις 5 Ιουλίου 2024
Τρία χρόνια μετά τον εφιάλτη του Αυγούστου του 2021 η Βόρεια Εύβοια συνεχίζει να αναγεννάται μέσα από τις στάχτες της και τα μηνύματα είναι αισιόδοξα, ο δρόμος όμως ακόμα μακρύς.
Η βόλτα στα βουνά των δύο δήμων που επλήγησαν, Ιστιαίας - Αιδηψού και Μαντουδίου - Αγίας Άννας - Λίμνης, δημιουργεί ακόμα ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια τα κουφάρια των δέντρων που υπενθυμίζουν τον εφιάλτη και σε κάνουν να ανατριχιάζεις στην ιδέα της κόλασης που πέρασε και διέλυσε τα πάντα στο διάβα της, και από την άλλη καταπράσινα βλαστάρια παντού, που δίνουν ελπίδα πως και πάλι η ζωή θα νικήσει.
Η περιβαλλοντική καταστροφή που υπέστη το νησί είναι τεράστια. Ήταν 3 Αυγούστου 2021 όταν ξέσπασε το πρώτο μέτωπο το οποίο πολύ γρήγορα έφυγε εκτός ελέγχου. Το αποτέλεσμα ήταν η περιοχή να καίγεται αδιάκοπα για 10 ημέρες, αφήνοντας πίσω της ανυπολόγιστα τραύματα στη φύση και τους κατοίκους.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά, ο τόπος έχει γεμίσει πάλι πράσινο και οι τοπικές κοινωνίες βρίσκουν και πάλι τους ρυθμούς τους.
Σύμφωνα με τον δήμαρχο Ιστιαίας - Αιδηψού, Γιάννη Κοντζιά, ο οποίος περιγράφει εκείνες τις ημέρες το λιγότερο ως εφιαλτικές, συνολικά, και στους δύο δήμους, κάηκαν 522.000 στρέμματα δασικών και αγροτικών εκτάσεων αλλά και αρκετές κατοικίες.
«Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι μέχρι το 2021 ήταν η μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά στη χώρα αλλά και το τι ρόλο έπαιζε αυτή η έκταση για τη ζωή των ανθρώπων» εξηγεί στο makthes.gr o δήμαρχος. «Όταν είσαι σε ένα νησί και η φωτιά ξεκινά από τη μια θάλασσα και σβήνει στην άλλη, ουσιαστικά αποτελειώνεται ένας ολόκληρος τόπος. Περιβαλλοντικά η καταστροφή είναι τεράστια με μεγάλες προεκτάσεις πάνω στην οικονομία, την κοινωνία αλλά και την ψυχή των ανθρώπων. Υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν από το δάσος και μέσα σε αυτό. Ήταν το φυσικό μας περιβάλλον και η ισορροπία αυτή χάθηκε».
Όπως τονίζει ο δήμαρχος, στον δήμο Ιστιαίας - Αιδηψού, καταστράφηκαν πολύ λίγα σπίτια συγκριτικά με τον έταιρο δήμο και τα περισσότερα στο χωριό τη Κοκκινομηλιάς το οποίο εκκενώθηκε.
Στα υπόλοιπα χωριά του δήμου υπήρξε μια… ειρηνική ανυπακοή. «Κάτσαμε όλοι να σώσουμε τα σπίτια μας και τελικά το καταφέραμε, πράγμα που μας δίνει και μια δύναμη όχι μόνο γιατί οι άνθρωποι δεν έχασαν τα σπίτια τους, αλλά γιατί δίνει και ένα μεγάλο μήνυμα αλληλεγγύης και ένωσης όλων των ανθρώπων που εκείνες τις ημέρες παραμέρισαν τις διαφορές τους και βρέθηκαν δίπλα - δίπλα να πολεμούν αυτή την ασύμμετρη απειλή, τις φωτιές που κατέκαιγαν τα πάντα».
Σημειώνει επίσης πως σε ό,τι αφορά τα σπίτια, αυτά που κάηκαν ήταν κυρίως εξοχικές κατοικίες, ενώ για όσους έχασαν μόνιμες κατοικίες βρέθηκε λύση σχετικά γρήγορα. «Οι αποζημιώσεις άργησαν αλλά ήρθαν και άρα δεν είναι το πρόβλημα πια η στέγαση αλλά το περιβάλλον, εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Από τη μια η φύση ανακάμπτει οργιωδώς και το δάσος επιστρέφει, από την άλλη θέλει πολλή δουλειά για να είναι υγιές. Πρέπει να έχουμε τα αισθητήριά μας σε εγρήγορση» προσθέτει. Επιπλέον, τονίζει πως πλέον είναι πολύ ισχυρός ο πλημμυρικός κίνδυνος. «Πληγήκαμε αρκετές φορές έκτοτε από πλημμύρες, και από τον Daniel και τον Εlias τον περασμένο Σεπτέμβριο. Βέβαια τα ύψη της βροχής ήταν βιβλικά, δεν οφείλεται μόνο στις πυρκαγιές η ζημιά αλλά ειδικά για το χωριό των Βουβών που σχεδόν ‘θάφτηκε’ στη λάσπη και τα φερτά υλικά, κυρίως φταίει η πυρκαγιά που κατέστρεψε όλο το φυσικό περιβάλλον του χωριού» προσθέτει.
Ο κ. Κοντζιάς παραμένει πολύ αισιόδοξος για το μέλλον του τόπου καθώς η οικονομία και η κοινωνία βρίσκουν και πάλι τους ρυθμούς τους. «Δείξαμε ότι είμαστε δυνατοί και είμαι περήφανος για τους δημότες μας» εξηγεί και τονίζει πως παρά την καταστροφή δεν έφυγαν από την περιοχή. «Είναι πολύ σημαντικό το ότι είμαστε ακόμα εδώ και η κοινωνία στέκεται όρθια. Γεννάται μια ευκαιρία να δούμε τα πράγματα αλλιώς και να στήσουμε ένα νέο μοντέλο οικονομίας με σεβασμό στη φύση που θα είναι βιώσιμο μέσα σε αυτό το περιβάλλον όπως αυτό αναγεννηθεί. Ένα μοντέλο που θα εξασφαλίζει την αειφορία του περιβάλλοντος και την βιωσιμότητα της οικονομίας» προσθέτει.
Σε ό,τι αφορά το δάσος, αυτό από τον πρώτο μήνα άρχισα να αναγεννάται πολύ γρήγορα λόγω της γονιμότητας του εδάφους, των πολλών βροχών αλλά και της ίδιας της φύσης των δασών.
«Από την πρώτη στιγμή το δάσος είχε αρχίσει να ανακάμπτει και τώρα υπάρχουν δέντρα μέχρι και δύο μέτρα ύψος. Θέλει 20 χρόνια με ανθρώπινη παρέμβαση για να ανακάμψει πλήρως το δάσος» τονίζει ο κ. Κοντζιάς.
Σήμερα, «τρέχουν» προγράμματα δασοπροστασίας που, όπως σημειώνει ο κ. Κοντζιάς, αν υπήρχαν πριν την καταστροφή μπορεί και να είχε αποφευχθεί το μεγάλο μέγεθος της. Υπάρχει επίσης το πρόγραμμα αντινερο εκτεταμένα έργα διάνοιξης ζωνών ακόμα και διαχειριστικών μελετών για τα εναπομείναντα δάση.
Επιπλέον γίνεται τεράστια δουλειά στην αντιπλημμυρική θωράκιση και σε επίπεδο πολιτείας που έχει αναλάβει τον ορεινό όγκο και σε επίπεδο περιφέρειες που αναλαμβάνει τις πεδινές κοίτες των ποταμών αλλά και στον πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης με έργα θωράκισης των οικισμών.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία, ο δήμαρχος εξηγεί πως στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ρητινοσυλλέκτες έχασαν τις δουλειές τους για πάντα. «Η φωτιά, σε όλες τις περιφέρειες, αναδυκνείει πολλά ζωτικά προβλήματα της επαρχίας: Η ύπαιθρος ερημώνεται, τα ορεινά χωριά χάνουν τον πληθυσμό τους, όλο και λιγότεροι ασχολούνται με τις δασικές εργασίες και τη γη. Ουσιαστικά έφθινε ο πληθυσμός και κάτι που θα ζούσαμε σε 50 χρόνια επιταχύνθηκε από την πυρκαγιά» λέει χαρακτηριστικά. Οι μελισσοκόμοι είναι σε καλύτερη κατάσταση αλλά και αυτοί υπέστησαν μεγάλη ζημιά καθώς χάθηκε η ισορροπία και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής πευκόμελου της χώρας. Οι 5.500 μελισσοκόμοι που έφταναν ετησίως τις κυψέλες τους στη Βόρεια Εύβοια δεν πηγαίνουν πια ενώ το εναπομείναν δάσος φτάνει ίσα ίσα για να συντηρήσει τους ντόπιους μελισσοκόμους.
Παρόλα αυτά η κατάσταση βελτιώθηκε καθώς υπήρξαν μέτρα από την πολιτεία η οποία στήριξε κυρίως όσους ζούσανε από το δάσος και κυρίως τους ρητινοσυλλέκτες οι οποίοι καταστράφηκαν εντελώς καθώς στηρίζονταν αποκλειστικά από αυτό. Πολλοί εξ αυτών θα συνταξιοδοτηθούν με αυτά τα προγράμματα και άλλοι θα στηριχθούν μέχρι να βρουν άλλο επάγγελμα. Σημαντική ήταν επίσης η στήριξη από την πολιτεία σε διάφορα επίπεδα και κυρίως στον τουρισμό καθώς εκτός από το voucher έγινε και μια καμπάνια διαφήμισης και στήριξης του τουριστικού προϊόντος της περιοχής που είχε θετικά αποτελέσματα.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αιδηψού και Β. Εύβοιας, Θεόδωρος Ρουμελιώτης σημειώνει πως τουριστικά το 2021 είχε ξεκινήσει πάρα πολύ καλά, με τον Ιούνιο και τον Ιούλιο εκείνου του καλοκαιριού να κυμαίνονται σε πληρότητες κοντά στο 80% μόνο στην Β. Εύβοια. Όπως εξηγεί, με την έναρξη της πυρκαγιάς όλα άδειασαν όπως ήταν φυσικό, τα ξενοδοχεία λειτουργούσαν για να περιθάλπουν τους πυρόπληκτους και όλο αυτό δημιούργησε φόβο και μεγάλη ζημιά σε όλη την περιοχή. Στην Αιδηψό τα ξενοδοχεία δεν έπαθαν ζημιές, εν αντιθέσει με κάποιες ξενοδοχειακές μονάδες στην Αγία Άννα και τη Λίμνη. «Δυστυχώς εκείνη τη χρονιά τη χάσαμε γιατί και μετά την πυρκαγιά ο κόσμος δε μπορούσε να έρθει η κατάσταση ήταν αποπνικτική, πολλοί δεν ήθελαν να αντικρίσουν την καταστροφή και είναι λογικό» τονίζει στο makthes.gr.
Τα επόμενα χρόνια ο τουρισμός βοήθησε πολύ στην αναβάθμιση της περιοχής. Τα κρατικά προγράμματα όπως το North Evia Pass και ο κοινωνικός τουρισμός της ΔΥΠΑ, έπαιξαν μεγάλο ρόλο σε αυτό καθώς πολλοί νέοι επισκέφθηκαν την περιοχή, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έρχονταν, εξηγεί ο κ. Ρουμελιώτης ο οποίος είναι πολύ αισιόδοξος για τη φετινή σεζόν. Ο τουρισμός της περιοχής αποτελείται στην πλειοψηφία από Έλληνες και Βαλκάνιους και κυρίως επισκέπτες από Σερβία, Βόρεια Μακεδονία και Ρουμανία.
«Φέτος ίσως φτάσουμε και σε νούμερα του 2019 που ήταν η καλύτερη χρονιά πανελληνίως νομίζω. Τα μηνύματα που έχουμε από τον Μάιο μέχρι σήμερα αλλά και οι προκρατήσεις μέχρι τον Σεπτέμβρη δείχνουν ότι θα πάμε πάρα πολύ καλά και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα κρατικά προγράμματα» καταλήγει ο κ. Ρουμελιώτης.
* Οι φωτογραφίες είναι από την Επαρχιακή Οδό Χαλκίδας - Αιδηψού στις 5 Ιουλίου 2024
ΣΧΟΛΙΑ