ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ξεχάσαμε γρήγορα τον "καταναλωτικό πατριωτισμό" μας

Οι εισαγωγές αγγίζουν τα προ κρίσης επίπεδα - Ρεπορτάζ της "ΜτΚ"

 01/05/2019 11:00

Ξεχάσαμε γρήγορα τον "καταναλωτικό πατριωτισμό" μας

Σοφία Χριστοφορίδου

Στα χρόνια της κρίσης οι ελληνικές επιχειρήσεις «αναγκάστηκαν» να στραφούν στις εξαγωγές. Ανοίχτηκαν σε νέες αγορές, δοκιμάστηκαν στον ανταγωνισμό και τα προϊόντα τους βρήκαν μια θέση στα ράφια των σουπερμάρκετ. 

Ταυτόχρονα, στην κορύφωση της κρίσης αναπτύχθηκε και ένας «καταναλωτικός πατριωτισμός» υπέρ των ελληνικών προϊόντων. Ενώ όμως οι επιχειρήσεις συνεχίζουν την εξαγωγική προσπάθεια, η τάση των καταναλωτών να προτιμούν τα ελληνικά προϊόντα ατόνησε και τα εισαγόμενα προϊόντα επέστρεψαν στο τραπέζι της οικογένειας.

Στο εμπορικό ισοζύγιο η ζυγαριά γέρνει μονίμως υπέρ των εισαγωγών. Δύο τρόποι υπάρχουν, για να κλείσει η ψαλίδα: είτε να εξάγουμε περισσότερα είτε να εισάγουμε λιγότερα. 

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς την πορεία αυτών των μεγεθών. Το 2008, πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ήταν 21,2 δισ. ευρώ όταν για τα εισαγόμενα προϊόντα πληρώσαμε 63,8 δισ. ευρώ -δηλαδή το άνοιγμα της ψαλίδας ήταν πάνω από 42 δισ. ευρώ. 

Όσο η κρίση συμπίεζε τη ζήτηση στο εσωτερικό (και οι δυνατότητες του κράτους να δαπανά δημόσιο χρήμα) οι επιχειρήσεις άρχισαν να στρέφονται στις αγορές του εξωτερικού, ενώ ταυτόχρονα οι καταναλωτές άρχισαν να περιορίζουν τις δαπάνες τους. Έτσι, το 2013, στο αποκορύφωμα της κρίσης, οι εξαγωγές είχαν ξεπεράσει τα 27 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές είχαν μειωθεί σε 47 δισ., δηλαδή το άνοιγμα της ψαλίδας είχε περιοριστεί σε 20 δισ. από τα 40 δισ. το 2008. 

Οι εξαγωγές συνέχισαν τη θετική τους πορεία και το 2014, αλλά τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αξιοσημείωτη μείωση (25,8 δισ. και 25,4 δισ.) καθώς οι εξαγωγικές επιχειρήσεις δέχθηκαν σημαντικό πλήγμα λόγω των capital controls. 

Ταυτόχρονα όμως, την ίδια περίοδο, μειώνονταν και οι εισαγωγές 43,6 δισ. και 44, δισ.). Τα τελευταία δύο χρόνια σημειώθηκαν διαδοχικά ρεκόρ εξαγωγών (28,8 δισ. το 2017 και 33,4 δισ. το 20018), ταυτόχρονα όμως «εκτοξεύτηκαν» και οι εισαγωγές. 

Ενώ τα χρόνια της κρίσης είχαν περιοριστεί ακόμα και στα 45 δισ., από το 2017 ξεπέρασαν και πάλι το όριο των 50 δισ. Πέρσι δε ξοδέψαμε πάνω από 55 δισ. ευρώ σε εισαγόμενα προϊόντα, πλησιάζοντας και πάλι τα προ κρίσης επίπεδα. Κοινώς με τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης επιστρέψαμε και πάλι στα παλιά.

Επτά δισ. ευρώ για ρούχα και τρόφιμα εισαγωγής

Πολλά από τα εισαγόμενα προϊόντα είναι απαραίτητα ως πρώτη ύλη για την ελληνική βιομηχανία, είτε για να καταναλωθούν στην εγχώρια αγορά είτε για να εξαχθούν. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πετρελαιοειδή, που επεξεργάζονται στα ελληνικά διυλιστήρια και επανεξάγονται. Άλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του ΣΕΒΕ, η κατηγορία «Ορυκτά καύσιμα, λάδια και ασφαλτώδεις ύλες» είναι στην πρώτη θέση τόσο των εισαγόμενων (αξία εισαγωγών 16 δισ. πέρσι, με μερίδιο 29% του συνόλου των εισαγωγών) όσο και των εξαγόμενων προϊόντων (11,4 δισ., 34%).

Το ίδιο ισχύει και για την κατηγορία «Λέβητες, μηχανές, συσκευές» (4 δισ. εισαγωγές, 1,6 εξαγωγές) και «Μηχανές, συσκευές» (3 δισ. εισαγωγές, 1 δισ. εξαγωγές), καθώς και τα φαρμακευτικά προϊόντα (2,8 δισ. εισαγωγές, 1,4 εξαγωγές).

Πέρσι οι Έλληνες πλήρωσαν 2,3 δισ. ευρώ για αυτοκίνητα και παντός είδους οχήματα, έπειτα από ένα σερί επτά ετών που η δαπάνη αυτή ήταν κάτω των 2 δισ. ευρώ -και αυτό εξηγείται εν μέρει από την αύξηση ρεκόρ στην τουριστική κίνηση και την ανάγκη ανανέωσης του στόλου των εταιρειών ενοικίασης αυτοκινήτων.

Μόνο για είδη διατροφής ξοδέψαμε συνολικά πάνω από 4 δισ. ευρώ. Από αυτά το 1,16 δισ. ευρώ ήταν για εισαγόμενα κρέατα και 800.000 ευρώ για γαλακτοκομικά, τα 470.000 για ψάρια και 280.000 για λάδια!

Για καφέ, τσιγάρα και ποτά ξοδέψαμε συνολικά σχεδόν 1 δισ. ευρώ. Από όλες αυτές τις δαπάνες, μόνο αυτές για τα κρέατα και τα γαλακτοκομικά παρέμειναν σταθερές κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς πρόκειται για πάγιες ανάγκες που δεν καλύπτονται από την ελληνική παραγωγή.

Σχεδόν τρία δισ. δαπανήσαμε για εισαγόμενα ρούχα (1,7 δισ. ευρώ), παπούτσια (600 εκατ. ευρώ) και καλλυντικά (600 εκατ. ευρώ). Στα χρόνια της κρίσης κάναμε περικοπές σε αυτά τα είδη κατά περίπου 750 εκατ. (το 2012) αλλά μετά το 2017 επανήλθαμε στις παλιές κακές συνήθειες.

Το ελληνικό ρούχο ανακάμπτει

Πάντως ο κλάδος του ενδύματος φαίνεται να ανακάμπτει στα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), που βασίζονται σε επεξεργασία στατιστικών της Eurostat, κατά το πρώτο δίμηνο του έτους η αξία των ελληνικών εξαγωγών ενδυμάτων έφτασε τα 163 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 39,8% έναντι του 2018, οπότε διαμορφώθηκε 116 εκατ. ευρώ. 

Η πολύ καλή πορεία του πρώτου διμήνου του 2019 αποτελεί συνέχεια τόσο του 2017 όσο και του 2018: τη συγκεκριμένη διετία οι εξαγωγές ενδυμάτων κατέγραψαν αθροιστικά αύξηση 25%. Οριακά αυξημένες ήταν οι εξαγωγές και της κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες ανήλθαν σε 61,5 εκατ. ευρώ. Εντυπωσιακή αύξηση καταγράφηκε στις εξαγωγές ελληνικού βαμβακιού, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 122,6 εκατ., αυξημένη κατά 60% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2018. 

Συνολικά οι εξαγωγές της αλυσίδας ένδυσης - κλωστοϋφαντουργίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτογενούς παραγωγής (βαμβακιού), κατέγραψαν αύξηση 36,4% (σε αξία) το πρώτο δίμηνο του 2019. 

Η αξία εξαγωγών ανήλθε σε 347 εκατ. ευρώ έναντι 254 εκατ. στο πρώτο δίμηνο του 2018. Αντίθετη με την πορεία των εξαγωγών είναι η κατάσταση στην εγχώρια αγορά. 

Το πρώτο δίμηνο οι πωλήσεις τόσο της χονδρικής όσο και της λιανικής παρουσιάζουν πτώση. Η μείωση στις πωλήσεις χονδρικής κυμαίνεται σε ποσοστό 6,8%, ενώ οι λιανικές πωλήσεις είναι μειωμένες κατά 9,8%. Όπως διαπιστώνεται, η κατανάλωση στην εγχώρια αγορά εξακολουθεί να συρρικνώνεται λόγω της οικονομικής αδυναμίας των καταναλωτών.

Εξαγωγές: Σπάζουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο

Οι ελληνικές εξαγωγές καταγράφουν έντονα ανοδική πορεία στα χρόνια της κρίσης. Μέσα σε μια δεκαετία η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε πάνω από 15 δισ. ευρώ, φτάνοντας από 18 δισ. το 2009 σε 33,4 δισ. ευρώ πέρσι! Μόνο από το 2017 στο 2018 ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών ήταν 16%. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές της Ελλάδας αυξήθηκαν πέρυσι σε 33,4 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 28,9 δισ. το 2017, αυτές αντιπροσωπεύουν μόλις το 18,1% του ΑΕΠ, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 33,4%.

Στη Μακεδονία η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε από 4,3 δισ. ευρώ το 2013 σε 4,6 δισ. ευρώ το 2017. Στην κορυφή των εξαγώγιμων προϊόντων πλην πετρελαιοειδών (που είναι στην πρώτη θέση λόγω του διυλιστηρίου των ΕΛΠΕ) είναι τα παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών (κυρίως κομπόστες και μεταποιημένα τρόφιμα), όπου μάλιστα καταγράφεται μια αύξηση άνω των 100 εκατ. (από 729 εκατ. ευρώ το 2013 σε 846 εκατ. το 2017) αλλά και τα νωπά φρούτα (όπου όπως η πορεία είναι ελαφρά καθοδική (-2%) με την αξία των εξαγωγών το 2017 να διαμορφώνεται στα 338 εκατ. ευρώ. 

Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν οι κατηγορίες «λέβητές, μηχανές, συσκευές» με 257 εκατ. ευρώ (από 207 εκατ. το 2013) και τα ενδύματα με 230 εκατ. (269 εκατ. το 2013).

            ΠΙΝΑΚΑΣ

Εξαγωγές και εισαγωγές τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης

(Αξία σε δισ. ευρώ)

2018

2017

2016

2015

2014

2013

2012

2011

2010

2009

2008

Εξαγωγές

33,4

28,8

25,4

25,8

27,1

27,3

25,5

24,3

21,3

18

21,2

Εισαγωγές

55,1

50,3

44,1

43,6

48,3

47

49,5

48,9

52,1

53,1

63,8

Πηγή: Eurostat, Επεξεργασία: Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών, ΣΕΒΕ

Από τον «Λαλάκη τον εισαγόμενο» στα «Ελλαδικά μας»

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε και αρχίζουν να εισρέουν τα πρώτα κοινοτικά κονδύλια και αρχίζει μια μακρά περίοδος ευημερίας, οι Έλληνες στρέφονται μετά μανίας στα εισαγόμενα προϊόντα. Τότε, με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Προώθησης Ελληνικών Προϊόντων γεννιέται η καμπάνια «Ο επιμένων ελλη-νικά» με πρωταγωνιστή τον «Λαλάκη τον εισαγόμενο».

«Αγοράζοντας ξένα προϊόντα, την πληρώνουμε όλοι», έλεγε το σχετικό διαφημιστικό σλόγκαν. Και την πληρώσαμε, όπως αποδείχθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα. Εξάλλου το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ήταν το ένα από τα «δίδυμα ελλείμματα», μαζί με το δημοσιονομικό που οδήγησαν τη χώρα μας εκτός αγορών και… εντός κρίσης.

Το 2010, με το ξέσπασμα της κρίσης, δημιουργήθηκε το κίνημα πολιτών «Καταναλώνουμε ό,τι παράγουμε», το οποίο στήριξαν προσωπικότητες από την τοπική αυτοδιοίκηση, τα ΑΕΙ, τους δικηγορικούς, ιατρικούς και τεχνικούς συλλόγους και επιμελητήρια, μαζί με τους προέδρους των συνδικαλιστικών οργάνων εργαζομένων και εργοδοτών, πρόεδρους εμπορικών και επαγγελματικών επιμελητηρίων, ομοσπονδιών, συλλόγων και συνδέσμων του εμπορίου και της αγοράς κτλ. 

Το σύνθημα «ντύνομαι ελληνικά, τρώω ελληνικά, κάνω τουρισμό ελληνικά» εκτυπώθηκε από αφίσες μέχρι σακούλες σουπερμάρκετ. Πολλές εταιρείες άρχισαν να βάζουν την ελληνική σημαία στις συσκευασίες των προϊόντων τους, για να τα ξεχωρίζουν και να τα προτιμούν οι καταναλωτές.

Τότε αναπτύχθηκε ένας πρωτοφανής «καταναλωτικός πατριωτισμός». Οι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν με φανατισμό ελληνικές μπίρες στις ταβέρνες και ελληνικά τρόφιμα στα σουπερμάρκετ. Ήταν και ένας τρόπος… αλληλεγγύης και αντίστασης. Να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας στην Ελλάδα και να τιμωρηθούν οι ξένοι που φέρονταν τόσο σκληρά στη χώρα μας. Ήταν μια πραγματική ελληνοφρένεια!

Μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες έκαναν εκτεταμένες διαφημιστικές καμπάνιες για να προβάλουν ότι στηρίζουν τα ελληνικά προϊόντα και τους έλληνες παραγωγούς. Σύμφωνα με μια μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) από το 2010 έως το 2013 το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων στις πωλήσεις των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ αυξήθηκε κατά περίπου 5% (από 55% σε 60%), ποσοστό που μεταφράζεται σε 225 εκατ. ευρώ. Πάνω από επτά στους δέκα καταναλωτές δήλωναν ότι επιλέγουν περισσότερα ελληνικά προϊόντα, προκειμένου να στηρίξουν την ελληνική οικονομία.

Σταδιακά τέτοιου είδους καμπάνιες ατόνησαν. Η τελευταία ανανέωση περιεχομένου στην ιστοσελίδα του κινήματος «Καταναλώνω ό,τι παράγω» είναι το 2013, αν και όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς η καμπάνια συνεχίζεται με εκδηλώσεις στην περιφέρεια.

Η πιο πρόσφατη προσπάθεια να αναδειχθούν τα ελληνικά προϊόντα είναι η ένωση «Ελλά-δικά μας», ένα δίκτυο 52 ελληνικών επιχειρήσεων που έχει στόχο την ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων και της προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν οι ελληνικής ιδιοκτησίας παραγωγικές - μεταποιητικές επιχειρήσεις προς όφελος της ανάπτυξης και της ευημερίας της χώρας. Η συμμετοχή στην πρωτοβουλία και η χρήση του σήματος «ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ» απαιτούν ειδική πιστοποίηση και έλεγχο που διεξάγει αποκλειστικά η εταιρεία ελέγχων και πιστοποιήσεων EUROCERT A.Ε βάσει ειδικού προτύπου απαιτήσεων με συγκεκριμένα και μετρήσιμα κριτήρια.

Φοβάμαι ότι επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος

konstantopouulos.jpg

Του Γιώργου Κωνσταντόπουλου

Προέδρου του ΣΕΒΕ

Ο επαναπροσδιορισμός του παραγωγικού μοντέλου της χώρας πρέπει να γίνει η βάση της πολιτικής μας τα επόμενα χρόνια. Το «παράγω και εξάγω» δεν είναι λεκτικό πυροτέχνημα. Για να εξάγουμε πρέπει πρώτα να παράγουμε, δημιουργώντας μια πλατιά συμμαχία του κόσμου της παραγωγής και της εξωστρέφειας. Πολύ φοβάμαι ότι τα λάθη του παρελθόντος επαναλαμβάνονται πάλι. Αρνούμαστε να παράξουμε, καταναλώνοντας μόνο ό,τι παράγεται στο εξωτερικό και αυτό φαίνεται από τους πρώτους δείκτες εισαγωγών που αυξήθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2019 μόλις φάνηκε μια μικρή αύξηση της κατανάλωσης.

Η ελληνική οικονομία βίωσε μία βαθιά κρίση την τελευταία δεκαετία, η οποία είχε αποτέλεσμα την απώλεια του ¼ του ΑΕΠ μας. Η συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς έστρεψε τις ελληνικές επιχειρήσεις στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών κατά 85,5% από το 2009 έως το 2018, στηρίζοντας την οικονομία σε μία δύσκολη περίοδο. Μάλιστα, το 2018 πετύχαμε μία ιστορική επίδοση - ρεκόρ, με τις εξαγωγές μας να ξεπερνούν για πρώτη φορά τα 30 δισ. και να ανέρχονται σε 33,4 δισ., ενώ η ανοδική αυτή τάση συνεχίζεται και τους δύο πρώτους μήνες του 2019 με τις εξαγωγές μας να σημειώνουν άνοδο κατά 224,9 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2018. Στον ΣΕΒΕ πιστεύουμε ότι και το 2019 θα είναι ακόμη μία θετική χρονιά για τις ελληνικές εξαγωγές.

Η εξωστρέφεια όμως είναι μία σύνθετη και απαιτητική διαδικασία και οι παθογένειες του παρελθόντος συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της εξαγωγικής δραστηριότητας. Βλέπουμε συνεχώς τις εισαγωγές να αυξάνονται υπέρμετρα, επιδεινώνοντας το ήδη μεγάλο εμπορικό μας έλλειμμα. Η αντικατάσταση αυτών των προϊόντων με ελληνικά προϊόντα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Παράλληλα, οι χρηματοδοτικές ευκαιρίες είναι περιορισμένες ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ το κόστος χρήματος για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα υψηλό, με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστικές διεθνώς. Επίσης, η φορολογία στερεί πολύτιμους πόρους από τους εξαγωγείς τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ανθρώπινων πόρων. Αν συνυπολογίσουμε το συνεχώς μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό πλαίσιο, το οποίο στερείται στρατηγικού πλάνου, καταλαβαίνουμε ότι οι εξαγωγείς στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στις δυνατότητές τους.

Η ζήτηση των ελληνικών προϊόντων αυξάνεται συνεχώς από κάθε γωνιά του πλανήτη και οι έλληνες επιχειρηματίες κατάφεραν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο και να κερδίσουν τις διεθνείς αγορές. Για να συνεχιστεί η τάση αυτή πρέπει να στηρίξουμε τα ελληνικά προϊόντα και τις υπηρεσίες μας και να εστιάσουμε στις εξαγωγές μέσω ενός στρατηγικού πλάνου εξωστρέφειας. Στον ΣΕΒΕ πιστεύουμε πολύ στους εξαγωγείς της χώρας και στις δυνατότητές τους, γι’ αυτό στεκόμαστε αρωγός στην προσπάθεια ανάδειξης των ελληνικών προϊόντων και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 27-28 Απριλίου 2019

Στα χρόνια της κρίσης οι ελληνικές επιχειρήσεις «αναγκάστηκαν» να στραφούν στις εξαγωγές. Ανοίχτηκαν σε νέες αγορές, δοκιμάστηκαν στον ανταγωνισμό και τα προϊόντα τους βρήκαν μια θέση στα ράφια των σουπερμάρκετ. 

Ταυτόχρονα, στην κορύφωση της κρίσης αναπτύχθηκε και ένας «καταναλωτικός πατριωτισμός» υπέρ των ελληνικών προϊόντων. Ενώ όμως οι επιχειρήσεις συνεχίζουν την εξαγωγική προσπάθεια, η τάση των καταναλωτών να προτιμούν τα ελληνικά προϊόντα ατόνησε και τα εισαγόμενα προϊόντα επέστρεψαν στο τραπέζι της οικογένειας.

Στο εμπορικό ισοζύγιο η ζυγαριά γέρνει μονίμως υπέρ των εισαγωγών. Δύο τρόποι υπάρχουν, για να κλείσει η ψαλίδα: είτε να εξάγουμε περισσότερα είτε να εισάγουμε λιγότερα. 

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς την πορεία αυτών των μεγεθών. Το 2008, πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ήταν 21,2 δισ. ευρώ όταν για τα εισαγόμενα προϊόντα πληρώσαμε 63,8 δισ. ευρώ -δηλαδή το άνοιγμα της ψαλίδας ήταν πάνω από 42 δισ. ευρώ. 

Όσο η κρίση συμπίεζε τη ζήτηση στο εσωτερικό (και οι δυνατότητες του κράτους να δαπανά δημόσιο χρήμα) οι επιχειρήσεις άρχισαν να στρέφονται στις αγορές του εξωτερικού, ενώ ταυτόχρονα οι καταναλωτές άρχισαν να περιορίζουν τις δαπάνες τους. Έτσι, το 2013, στο αποκορύφωμα της κρίσης, οι εξαγωγές είχαν ξεπεράσει τα 27 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές είχαν μειωθεί σε 47 δισ., δηλαδή το άνοιγμα της ψαλίδας είχε περιοριστεί σε 20 δισ. από τα 40 δισ. το 2008. 

Οι εξαγωγές συνέχισαν τη θετική τους πορεία και το 2014, αλλά τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αξιοσημείωτη μείωση (25,8 δισ. και 25,4 δισ.) καθώς οι εξαγωγικές επιχειρήσεις δέχθηκαν σημαντικό πλήγμα λόγω των capital controls. 

Ταυτόχρονα όμως, την ίδια περίοδο, μειώνονταν και οι εισαγωγές 43,6 δισ. και 44, δισ.). Τα τελευταία δύο χρόνια σημειώθηκαν διαδοχικά ρεκόρ εξαγωγών (28,8 δισ. το 2017 και 33,4 δισ. το 20018), ταυτόχρονα όμως «εκτοξεύτηκαν» και οι εισαγωγές. 

Ενώ τα χρόνια της κρίσης είχαν περιοριστεί ακόμα και στα 45 δισ., από το 2017 ξεπέρασαν και πάλι το όριο των 50 δισ. Πέρσι δε ξοδέψαμε πάνω από 55 δισ. ευρώ σε εισαγόμενα προϊόντα, πλησιάζοντας και πάλι τα προ κρίσης επίπεδα. Κοινώς με τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης επιστρέψαμε και πάλι στα παλιά.

Επτά δισ. ευρώ για ρούχα και τρόφιμα εισαγωγής

Πολλά από τα εισαγόμενα προϊόντα είναι απαραίτητα ως πρώτη ύλη για την ελληνική βιομηχανία, είτε για να καταναλωθούν στην εγχώρια αγορά είτε για να εξαχθούν. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πετρελαιοειδή, που επεξεργάζονται στα ελληνικά διυλιστήρια και επανεξάγονται. Άλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του ΣΕΒΕ, η κατηγορία «Ορυκτά καύσιμα, λάδια και ασφαλτώδεις ύλες» είναι στην πρώτη θέση τόσο των εισαγόμενων (αξία εισαγωγών 16 δισ. πέρσι, με μερίδιο 29% του συνόλου των εισαγωγών) όσο και των εξαγόμενων προϊόντων (11,4 δισ., 34%).

Το ίδιο ισχύει και για την κατηγορία «Λέβητες, μηχανές, συσκευές» (4 δισ. εισαγωγές, 1,6 εξαγωγές) και «Μηχανές, συσκευές» (3 δισ. εισαγωγές, 1 δισ. εξαγωγές), καθώς και τα φαρμακευτικά προϊόντα (2,8 δισ. εισαγωγές, 1,4 εξαγωγές).

Πέρσι οι Έλληνες πλήρωσαν 2,3 δισ. ευρώ για αυτοκίνητα και παντός είδους οχήματα, έπειτα από ένα σερί επτά ετών που η δαπάνη αυτή ήταν κάτω των 2 δισ. ευρώ -και αυτό εξηγείται εν μέρει από την αύξηση ρεκόρ στην τουριστική κίνηση και την ανάγκη ανανέωσης του στόλου των εταιρειών ενοικίασης αυτοκινήτων.

Μόνο για είδη διατροφής ξοδέψαμε συνολικά πάνω από 4 δισ. ευρώ. Από αυτά το 1,16 δισ. ευρώ ήταν για εισαγόμενα κρέατα και 800.000 ευρώ για γαλακτοκομικά, τα 470.000 για ψάρια και 280.000 για λάδια!

Για καφέ, τσιγάρα και ποτά ξοδέψαμε συνολικά σχεδόν 1 δισ. ευρώ. Από όλες αυτές τις δαπάνες, μόνο αυτές για τα κρέατα και τα γαλακτοκομικά παρέμειναν σταθερές κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς πρόκειται για πάγιες ανάγκες που δεν καλύπτονται από την ελληνική παραγωγή.

Σχεδόν τρία δισ. δαπανήσαμε για εισαγόμενα ρούχα (1,7 δισ. ευρώ), παπούτσια (600 εκατ. ευρώ) και καλλυντικά (600 εκατ. ευρώ). Στα χρόνια της κρίσης κάναμε περικοπές σε αυτά τα είδη κατά περίπου 750 εκατ. (το 2012) αλλά μετά το 2017 επανήλθαμε στις παλιές κακές συνήθειες.

Το ελληνικό ρούχο ανακάμπτει

Πάντως ο κλάδος του ενδύματος φαίνεται να ανακάμπτει στα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), που βασίζονται σε επεξεργασία στατιστικών της Eurostat, κατά το πρώτο δίμηνο του έτους η αξία των ελληνικών εξαγωγών ενδυμάτων έφτασε τα 163 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση κατά 39,8% έναντι του 2018, οπότε διαμορφώθηκε 116 εκατ. ευρώ. 

Η πολύ καλή πορεία του πρώτου διμήνου του 2019 αποτελεί συνέχεια τόσο του 2017 όσο και του 2018: τη συγκεκριμένη διετία οι εξαγωγές ενδυμάτων κατέγραψαν αθροιστικά αύξηση 25%. Οριακά αυξημένες ήταν οι εξαγωγές και της κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες ανήλθαν σε 61,5 εκατ. ευρώ. Εντυπωσιακή αύξηση καταγράφηκε στις εξαγωγές ελληνικού βαμβακιού, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 122,6 εκατ., αυξημένη κατά 60% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2018. 

Συνολικά οι εξαγωγές της αλυσίδας ένδυσης - κλωστοϋφαντουργίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτογενούς παραγωγής (βαμβακιού), κατέγραψαν αύξηση 36,4% (σε αξία) το πρώτο δίμηνο του 2019. 

Η αξία εξαγωγών ανήλθε σε 347 εκατ. ευρώ έναντι 254 εκατ. στο πρώτο δίμηνο του 2018. Αντίθετη με την πορεία των εξαγωγών είναι η κατάσταση στην εγχώρια αγορά. 

Το πρώτο δίμηνο οι πωλήσεις τόσο της χονδρικής όσο και της λιανικής παρουσιάζουν πτώση. Η μείωση στις πωλήσεις χονδρικής κυμαίνεται σε ποσοστό 6,8%, ενώ οι λιανικές πωλήσεις είναι μειωμένες κατά 9,8%. Όπως διαπιστώνεται, η κατανάλωση στην εγχώρια αγορά εξακολουθεί να συρρικνώνεται λόγω της οικονομικής αδυναμίας των καταναλωτών.

Εξαγωγές: Σπάζουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο

Οι ελληνικές εξαγωγές καταγράφουν έντονα ανοδική πορεία στα χρόνια της κρίσης. Μέσα σε μια δεκαετία η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε πάνω από 15 δισ. ευρώ, φτάνοντας από 18 δισ. το 2009 σε 33,4 δισ. ευρώ πέρσι! Μόνο από το 2017 στο 2018 ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών ήταν 16%. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές της Ελλάδας αυξήθηκαν πέρυσι σε 33,4 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 28,9 δισ. το 2017, αυτές αντιπροσωπεύουν μόλις το 18,1% του ΑΕΠ, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 33,4%.

Στη Μακεδονία η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε από 4,3 δισ. ευρώ το 2013 σε 4,6 δισ. ευρώ το 2017. Στην κορυφή των εξαγώγιμων προϊόντων πλην πετρελαιοειδών (που είναι στην πρώτη θέση λόγω του διυλιστηρίου των ΕΛΠΕ) είναι τα παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών (κυρίως κομπόστες και μεταποιημένα τρόφιμα), όπου μάλιστα καταγράφεται μια αύξηση άνω των 100 εκατ. (από 729 εκατ. ευρώ το 2013 σε 846 εκατ. το 2017) αλλά και τα νωπά φρούτα (όπου όπως η πορεία είναι ελαφρά καθοδική (-2%) με την αξία των εξαγωγών το 2017 να διαμορφώνεται στα 338 εκατ. ευρώ. 

Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν οι κατηγορίες «λέβητές, μηχανές, συσκευές» με 257 εκατ. ευρώ (από 207 εκατ. το 2013) και τα ενδύματα με 230 εκατ. (269 εκατ. το 2013).

            ΠΙΝΑΚΑΣ

Εξαγωγές και εισαγωγές τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης

(Αξία σε δισ. ευρώ)

2018

2017

2016

2015

2014

2013

2012

2011

2010

2009

2008

Εξαγωγές

33,4

28,8

25,4

25,8

27,1

27,3

25,5

24,3

21,3

18

21,2

Εισαγωγές

55,1

50,3

44,1

43,6

48,3

47

49,5

48,9

52,1

53,1

63,8

Πηγή: Eurostat, Επεξεργασία: Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών, ΣΕΒΕ

Από τον «Λαλάκη τον εισαγόμενο» στα «Ελλαδικά μας»

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε και αρχίζουν να εισρέουν τα πρώτα κοινοτικά κονδύλια και αρχίζει μια μακρά περίοδος ευημερίας, οι Έλληνες στρέφονται μετά μανίας στα εισαγόμενα προϊόντα. Τότε, με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Προώθησης Ελληνικών Προϊόντων γεννιέται η καμπάνια «Ο επιμένων ελλη-νικά» με πρωταγωνιστή τον «Λαλάκη τον εισαγόμενο».

«Αγοράζοντας ξένα προϊόντα, την πληρώνουμε όλοι», έλεγε το σχετικό διαφημιστικό σλόγκαν. Και την πληρώσαμε, όπως αποδείχθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα. Εξάλλου το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ήταν το ένα από τα «δίδυμα ελλείμματα», μαζί με το δημοσιονομικό που οδήγησαν τη χώρα μας εκτός αγορών και… εντός κρίσης.

Το 2010, με το ξέσπασμα της κρίσης, δημιουργήθηκε το κίνημα πολιτών «Καταναλώνουμε ό,τι παράγουμε», το οποίο στήριξαν προσωπικότητες από την τοπική αυτοδιοίκηση, τα ΑΕΙ, τους δικηγορικούς, ιατρικούς και τεχνικούς συλλόγους και επιμελητήρια, μαζί με τους προέδρους των συνδικαλιστικών οργάνων εργαζομένων και εργοδοτών, πρόεδρους εμπορικών και επαγγελματικών επιμελητηρίων, ομοσπονδιών, συλλόγων και συνδέσμων του εμπορίου και της αγοράς κτλ. 

Το σύνθημα «ντύνομαι ελληνικά, τρώω ελληνικά, κάνω τουρισμό ελληνικά» εκτυπώθηκε από αφίσες μέχρι σακούλες σουπερμάρκετ. Πολλές εταιρείες άρχισαν να βάζουν την ελληνική σημαία στις συσκευασίες των προϊόντων τους, για να τα ξεχωρίζουν και να τα προτιμούν οι καταναλωτές.

Τότε αναπτύχθηκε ένας πρωτοφανής «καταναλωτικός πατριωτισμός». Οι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν με φανατισμό ελληνικές μπίρες στις ταβέρνες και ελληνικά τρόφιμα στα σουπερμάρκετ. Ήταν και ένας τρόπος… αλληλεγγύης και αντίστασης. Να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας στην Ελλάδα και να τιμωρηθούν οι ξένοι που φέρονταν τόσο σκληρά στη χώρα μας. Ήταν μια πραγματική ελληνοφρένεια!

Μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες έκαναν εκτεταμένες διαφημιστικές καμπάνιες για να προβάλουν ότι στηρίζουν τα ελληνικά προϊόντα και τους έλληνες παραγωγούς. Σύμφωνα με μια μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) από το 2010 έως το 2013 το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων στις πωλήσεις των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ αυξήθηκε κατά περίπου 5% (από 55% σε 60%), ποσοστό που μεταφράζεται σε 225 εκατ. ευρώ. Πάνω από επτά στους δέκα καταναλωτές δήλωναν ότι επιλέγουν περισσότερα ελληνικά προϊόντα, προκειμένου να στηρίξουν την ελληνική οικονομία.

Σταδιακά τέτοιου είδους καμπάνιες ατόνησαν. Η τελευταία ανανέωση περιεχομένου στην ιστοσελίδα του κινήματος «Καταναλώνω ό,τι παράγω» είναι το 2013, αν και όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς η καμπάνια συνεχίζεται με εκδηλώσεις στην περιφέρεια.

Η πιο πρόσφατη προσπάθεια να αναδειχθούν τα ελληνικά προϊόντα είναι η ένωση «Ελλά-δικά μας», ένα δίκτυο 52 ελληνικών επιχειρήσεων που έχει στόχο την ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων και της προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν οι ελληνικής ιδιοκτησίας παραγωγικές - μεταποιητικές επιχειρήσεις προς όφελος της ανάπτυξης και της ευημερίας της χώρας. Η συμμετοχή στην πρωτοβουλία και η χρήση του σήματος «ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ» απαιτούν ειδική πιστοποίηση και έλεγχο που διεξάγει αποκλειστικά η εταιρεία ελέγχων και πιστοποιήσεων EUROCERT A.Ε βάσει ειδικού προτύπου απαιτήσεων με συγκεκριμένα και μετρήσιμα κριτήρια.

Φοβάμαι ότι επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος

konstantopouulos.jpg

Του Γιώργου Κωνσταντόπουλου

Προέδρου του ΣΕΒΕ

Ο επαναπροσδιορισμός του παραγωγικού μοντέλου της χώρας πρέπει να γίνει η βάση της πολιτικής μας τα επόμενα χρόνια. Το «παράγω και εξάγω» δεν είναι λεκτικό πυροτέχνημα. Για να εξάγουμε πρέπει πρώτα να παράγουμε, δημιουργώντας μια πλατιά συμμαχία του κόσμου της παραγωγής και της εξωστρέφειας. Πολύ φοβάμαι ότι τα λάθη του παρελθόντος επαναλαμβάνονται πάλι. Αρνούμαστε να παράξουμε, καταναλώνοντας μόνο ό,τι παράγεται στο εξωτερικό και αυτό φαίνεται από τους πρώτους δείκτες εισαγωγών που αυξήθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2019 μόλις φάνηκε μια μικρή αύξηση της κατανάλωσης.

Η ελληνική οικονομία βίωσε μία βαθιά κρίση την τελευταία δεκαετία, η οποία είχε αποτέλεσμα την απώλεια του ¼ του ΑΕΠ μας. Η συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς έστρεψε τις ελληνικές επιχειρήσεις στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών κατά 85,5% από το 2009 έως το 2018, στηρίζοντας την οικονομία σε μία δύσκολη περίοδο. Μάλιστα, το 2018 πετύχαμε μία ιστορική επίδοση - ρεκόρ, με τις εξαγωγές μας να ξεπερνούν για πρώτη φορά τα 30 δισ. και να ανέρχονται σε 33,4 δισ., ενώ η ανοδική αυτή τάση συνεχίζεται και τους δύο πρώτους μήνες του 2019 με τις εξαγωγές μας να σημειώνουν άνοδο κατά 224,9 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2018. Στον ΣΕΒΕ πιστεύουμε ότι και το 2019 θα είναι ακόμη μία θετική χρονιά για τις ελληνικές εξαγωγές.

Η εξωστρέφεια όμως είναι μία σύνθετη και απαιτητική διαδικασία και οι παθογένειες του παρελθόντος συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της εξαγωγικής δραστηριότητας. Βλέπουμε συνεχώς τις εισαγωγές να αυξάνονται υπέρμετρα, επιδεινώνοντας το ήδη μεγάλο εμπορικό μας έλλειμμα. Η αντικατάσταση αυτών των προϊόντων με ελληνικά προϊόντα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Παράλληλα, οι χρηματοδοτικές ευκαιρίες είναι περιορισμένες ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ το κόστος χρήματος για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα υψηλό, με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστικές διεθνώς. Επίσης, η φορολογία στερεί πολύτιμους πόρους από τους εξαγωγείς τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ανθρώπινων πόρων. Αν συνυπολογίσουμε το συνεχώς μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό πλαίσιο, το οποίο στερείται στρατηγικού πλάνου, καταλαβαίνουμε ότι οι εξαγωγείς στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στις δυνατότητές τους.

Η ζήτηση των ελληνικών προϊόντων αυξάνεται συνεχώς από κάθε γωνιά του πλανήτη και οι έλληνες επιχειρηματίες κατάφεραν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο και να κερδίσουν τις διεθνείς αγορές. Για να συνεχιστεί η τάση αυτή πρέπει να στηρίξουμε τα ελληνικά προϊόντα και τις υπηρεσίες μας και να εστιάσουμε στις εξαγωγές μέσω ενός στρατηγικού πλάνου εξωστρέφειας. Στον ΣΕΒΕ πιστεύουμε πολύ στους εξαγωγείς της χώρας και στις δυνατότητές τους, γι’ αυτό στεκόμαστε αρωγός στην προσπάθεια ανάδειξης των ελληνικών προϊόντων και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 27-28 Απριλίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία