Ζήσης Βρύζας: Η φιλία με τον Καντάφι, ο Ζαγοράκης και ο ΠΑΟΚ

 25/12/2009 00:00

Ζήσης Βρύζας: Η φιλία με τον Καντάφι, ο Ζαγοράκης και ο ΠΑΟΚ
vryzas_zagorakis_vathos_act_485xΑπό τη φανέλα με το 9 στον προεδρικό θώκο του Δικέφαλου

Του Γιώργου Κουβεντίδη
kouventidis@makthes.gr

Στην περιφέρεια, πολλώ δε μάλλον στο Χρυσοχώρι της Καβάλας, εκείνα τα χρόνια το ποδόσφαιρο ήταν "ένας τρόπος να ξεδώσεις", όπως λέει ο ίδιος. Καθόλου παράξενο που το μικρόβιο του ποδοσφαίρου τον "χτύπησε" από πολύ μικρό, έστω κι αν στο δρόμο υπήρχαν πολλά εμπόδια. Στο σπίτι, για παράδειγμα, δεν συμφωνούσαν όλοι με την επιλογή του. Οι μητέρες πάντα προτιμούν το σχολείο. Πάντα το καταλάβαινε, άλλωστε ήταν καλός μαθητής και ήθελε να σπουδάσει. Σήμερα που σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αυτό είναι το παράπονό του. "Θα ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο, ήθελα να αναπτύξω λίγο το πνεύμα". Τότε όμως όλα γυρνούσαν γύρω από το ποδόσφαιρο και οι πατεράδες είναι συνήθως αυτοί που βάζουν... πλάτη. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για τον Ζήση Βρύζα...
Κι η υπογραφή του πατέρα του ήταν αρκετή για να βγει το πρώτο δελτίο, στον Απόλλωνα Χρυσοχωρίου, στα 13 του χρόνια. Τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η πορεία θα έφτανε μέχρι την κορυφή της Ευρώπης, όταν το καλοκαίρι του 2004 κατέκτησε το Euro.
To παράσημό του πάντως δεν ήταν οι τίτλοι. Το Euro άλλωστε ήταν ο μοναδικός τίτλος που κέρδισε στην καριέρα του. Μηχανή των γκολ δεν υπήρξε ποτέ, έστω κι αν πέτυχε ιστορικά γκολ. Όπως αυτό με τη Ρωσία στο Euro, που αν δεν το πετύχαινε, η ιστορία θα είχε γραφεί πολύ διαφορετικά, ή το χρυσό γκολ στο Χάιμπουρι, το μοναδικό του στα ευρωπαϊκά κύπελλα, που έδωσε στον ΠΑΟΚ μια πρόκριση που έμεινε στην ιστορία.
Τα γκολ δεν ήταν ο λόγος που απʼ όπου κι αν πέρασε δεν τον ξέχασαν γρήγορα. Ίσως γιατί "η δουλειά που κάνω στο γήπεδο και η όλη πορεία μου δείχνουν ότι ήμουν ένας πολύ χρήσιμος παίκτης για οποιαδήποτε ομάδα", όπως λέει κι ο ίδιος.

"ΣΚΑΣΤΟΣ"
Στον ΠΑΟΚ ήρθε με πέντε χρόνια καθυστέρηση, μια και το 1991, όταν ήρθε στον Άγιο Βασίλειο "σκαστός" από το σπίτι, για να δοκιμαστεί, κέρδισε απλά "ένα δελτίο στους ερασιτέχνες". Η Ξάνθη τον έκανε επαγγελματία στα 17 του, έδωσε 5.000.000 δρχ. στην ομάδα του χωριού του και τον πήρε. Στην Τούμπα κανείς δεν μπορεί να πει ότι λατρεύτηκε ως ποδοσφαιριστής, για αυτό και κανείς δεν στεναχωρήθηκε, όταν το 2000 ο ΠΑΟΚ τον πούλησε στη Περούτζια έναντι 100.000.000 δρχ., κάτι που τον πλήγωσε.  Όπως είπε αργότερα, "εγώ πίστευα ότι ήμουν καλύτερος απʼ όσους έπαιζαν στον ΠΑΟΚ".

ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Στην Τούμπα έζησε χρόνια με την αμφισβήτηση και πέρασε δύσκολες στιγμές. Κανείς δεν ξέρει, για παράδειγμα, ότι το 1997 υπηρετούσε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία, έβγαινε με υπηρεσιακό σημείωμα (πολλές φορές άυπνος) για προπόνηση και αγώνες κι επέστρεφε στο στρατόπεδο, ενώ στο Χάιμπουρι πήγε με άδεια... Για ένα διάστημα, μάλιστα, έκανε και σκοπιές σε φυλάκιο στη Νέα Μεσήμβρια. Ακριβώς δίπλα στο σημείο που κατασκευάζεται τώρα το αθλητικό κέντρο του ΠΑΟΚ!

ΚΑΝΤΑΦΙ
Στην Ιταλία βρήκε τον ρόλο του στο γήπεδο, έκανε αξιοπρόσεκτη καριέρα (στην Περούτζια, στη Φιορεντίνα, που τον αγόρασε με 2.500.000 ευρώ, και στην Τορίνο) και μόνο φίλους. Ένας απʼ αυτούς, ο υιός Καντάφι. Συμπαίκτες στην Περούτζια, ο Αλ Σααντί Καντάφι είχε αρνηθεί να παίξει σε παιχνίδι του Ιντερτότο, αν ο Σέρσε Κόσμι δεν ξεκινούσε και τον Βρύζα. Από την Ιταλία έφυγε κερδισμένος.  Όχι μόνο γιατί έπαιξε σε υψηλό επίπεδο ή γιατί "εκεί βρήκα ηρεμία και συνθήκες να δουλέψω στα όριά μου και να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να μπω στη διαδικασία πρωταθλητισμού", αλλά και γιατί τον βοήθησε να δει από άλλο πρίσμα το ποδόσφαιρο, να κερδίσει εμπειρίες, παραστάσεις σε υψηλό επίπεδο και γνωριμίες, που του είναι χρήσιμες σήμερα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Το καλοκαίρι του 2007 επέστρεψε στην Τούμπα, όπου βρήκε παλιούς του φίλους. Όπως τον Ζαγοράκη, που γνωρίζονται από τα ξερά της Καβάλας, ή τον Γεωργιάδη, με τον οποίο ήταν συμπαίκτες από τη μεικτή παίδων της ΕΠΣ Καβάλας. Επέστρεψε ως παίκτης αρχικά, για να κλείσει την καριέρα του, αλλά με τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι γρήγορα θα ανέβει στα γραφεία. Στις 6 Ιανουαρίου 2008 έπεσαν οι τίτλοι τέλος της καριέρας του ποδοσφαιριστή Βρύζα, σε ένα παιχνίδι με τη Λάρισα, όπου γνώρισε την αποθέωση και υποκλίθηκε μπροστά στη Θύρα 4. Την επόμενη μέρα ξεκίνησε η καριέρα του τεχνικού διευθυντή Βρύζα. Μέσα σε ενάμιση χρόνο βοήθησε σημαντικά στη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής ομάδας. Και πριν από δύο μήνες ξεκίνησε και η καριέρα του προέδρου Βρύζα, που πήρε από τον Ζαγοράκη τη σκυτάλη, για να οδηγήσει τον ΠΑΟΚ εκεί που εκείνη η παρέα φαντάστηκε το καλοκαίρι του 2007.



Τίναξε την μπάνκα στον αέρα

Πώς ο Μπατατούδης τον "έκλεψε" από τα χέρια του Κόκκαλη και του Βαρδινογιάννη

Στις 30 Μαΐου 1996 ο Ζήσης Βρύζας ήταν η πρώτη μεγάλη μεταγραφή του Γιώργου Μπατατούδη, που είχε αναλάβει πριν από τέσσερις μήνες τον ΠΑΟΚ. Ο τότε ιδιοκτήτης της ΠΑΕ ήθελε ένα μεγάλο “μπαμ” για να δώσει το στίγμα του στην εποχή των παχιών αγελάδων και με συνοπτικές διαδικασίες απέκτησε το πιο καυτό όνομα εκείνης της εποχής. Στα 23 του χρόνια, με 31 γκολ στην Ξάνθη, ο Βρύζας ήταν το μήλον της Έριδος για τους μεγάλους της Αθήνας. Ο ίδιος είχε μιλήσει τόσο με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη όσο και με τον Γιώργο Λούβαρη, η Ξάνθη περίμενε προσφορές. Ξαφνικά, μπήκε στη μέση ο Μπατατούδης και τίναξε την μπάνκα στον αέρα, προσφέροντας 390 εκατομμύρια δραχμές. Στην Ξάνθη πρόσφερε 250 εκατομμύρια και στον ίδιο τον Βρύζα 140 εκατομμύρια για συμβόλαιο τεσσάρων χρόνων, ποσά τεράστια, για την εποχή. Στις 11 το πρωί έπεσαν οι υπογραφές στα γραφεία της Βιαμάρ, στην Αθήνα, το απόγευμα ο Βρύζας έφτασε στην Τούμπα και γνώρισε την αποθέωση από τους φίλους του ΠΑΟΚ που τον περίμεναν.



Η βαριά "καμπάνα" και η εξομολόγηση

Δύο περιστατικά που θα του μείνουν αξέχαστα

Η σεμνότητα, η ευγένεια και οι χαμηλοί τόνοι ανέκαθεν χαρακτήριζαν τον Ζήση Βρύζα στα σχεδόν είκοσι χρόνια που πέρασε στα γήπεδα. Ποτέ δεν τον άκουσε κανείς να σηκώνει τη φωνή του. Υπήρξαν όμως και δύο περιστατικά που είναι απλά η εξαίρεση στον κανόνα. Στη σεζόν 1994-95, σε ένα παιχνίδι Απόλλωνα Αθηνών - Ξάνθης, αποβλήθηκε από τον διαιτητή Θανάση Ζαχαριάδη και τιμωρήθηκε σε δεύτερο βαθμό με 12 αγωνιστικές αποκλεισμό (πρωτόδικα είχε αθωωθεί λόγω κακής σύνταξης φύλλου αγώνα) γιατί τον εξύβρισε όταν πήγε στον πάγκο. Τρία χρόνια αργότερα, ως παίκτης του ΠΑΟΚ, πλέον, διαπληκτίστηκε με τον τρίτο τερματοφύλακα, Θέμελη, στην τελευταία προπόνηση πριν από παιχνίδι με Ολυμπιακό στην Τούμπα (18/10/1997). Ο Αναστασιάδης τον απέκλεισε από την 18άδα και του ζήτησε να “εξομολογηθεί” για να τον δεχτεί στην ομάδα. Αφού δεν το έκανε, τον απέκλεισε και από την αποστολή τού αγώνα με την Ατλέτικο στη Μαδρίτη. Ύστερα από παρότρυνση των συμπαικτών του, ο Βρύζας είπε ότι “εξομολογήθηκε” κι έτσι επέστρεψε στους αγώνες.
vryzas_zagorakis_vathos_act_485xΑπό τη φανέλα με το 9 στον προεδρικό θώκο του Δικέφαλου

Του Γιώργου Κουβεντίδη
kouventidis@makthes.gr

Στην περιφέρεια, πολλώ δε μάλλον στο Χρυσοχώρι της Καβάλας, εκείνα τα χρόνια το ποδόσφαιρο ήταν "ένας τρόπος να ξεδώσεις", όπως λέει ο ίδιος. Καθόλου παράξενο που το μικρόβιο του ποδοσφαίρου τον "χτύπησε" από πολύ μικρό, έστω κι αν στο δρόμο υπήρχαν πολλά εμπόδια. Στο σπίτι, για παράδειγμα, δεν συμφωνούσαν όλοι με την επιλογή του. Οι μητέρες πάντα προτιμούν το σχολείο. Πάντα το καταλάβαινε, άλλωστε ήταν καλός μαθητής και ήθελε να σπουδάσει. Σήμερα που σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αυτό είναι το παράπονό του. "Θα ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο, ήθελα να αναπτύξω λίγο το πνεύμα". Τότε όμως όλα γυρνούσαν γύρω από το ποδόσφαιρο και οι πατεράδες είναι συνήθως αυτοί που βάζουν... πλάτη. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για τον Ζήση Βρύζα...
Κι η υπογραφή του πατέρα του ήταν αρκετή για να βγει το πρώτο δελτίο, στον Απόλλωνα Χρυσοχωρίου, στα 13 του χρόνια. Τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η πορεία θα έφτανε μέχρι την κορυφή της Ευρώπης, όταν το καλοκαίρι του 2004 κατέκτησε το Euro.
To παράσημό του πάντως δεν ήταν οι τίτλοι. Το Euro άλλωστε ήταν ο μοναδικός τίτλος που κέρδισε στην καριέρα του. Μηχανή των γκολ δεν υπήρξε ποτέ, έστω κι αν πέτυχε ιστορικά γκολ. Όπως αυτό με τη Ρωσία στο Euro, που αν δεν το πετύχαινε, η ιστορία θα είχε γραφεί πολύ διαφορετικά, ή το χρυσό γκολ στο Χάιμπουρι, το μοναδικό του στα ευρωπαϊκά κύπελλα, που έδωσε στον ΠΑΟΚ μια πρόκριση που έμεινε στην ιστορία.
Τα γκολ δεν ήταν ο λόγος που απʼ όπου κι αν πέρασε δεν τον ξέχασαν γρήγορα. Ίσως γιατί "η δουλειά που κάνω στο γήπεδο και η όλη πορεία μου δείχνουν ότι ήμουν ένας πολύ χρήσιμος παίκτης για οποιαδήποτε ομάδα", όπως λέει κι ο ίδιος.

"ΣΚΑΣΤΟΣ"
Στον ΠΑΟΚ ήρθε με πέντε χρόνια καθυστέρηση, μια και το 1991, όταν ήρθε στον Άγιο Βασίλειο "σκαστός" από το σπίτι, για να δοκιμαστεί, κέρδισε απλά "ένα δελτίο στους ερασιτέχνες". Η Ξάνθη τον έκανε επαγγελματία στα 17 του, έδωσε 5.000.000 δρχ. στην ομάδα του χωριού του και τον πήρε. Στην Τούμπα κανείς δεν μπορεί να πει ότι λατρεύτηκε ως ποδοσφαιριστής, για αυτό και κανείς δεν στεναχωρήθηκε, όταν το 2000 ο ΠΑΟΚ τον πούλησε στη Περούτζια έναντι 100.000.000 δρχ., κάτι που τον πλήγωσε.  Όπως είπε αργότερα, "εγώ πίστευα ότι ήμουν καλύτερος απʼ όσους έπαιζαν στον ΠΑΟΚ".

ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Στην Τούμπα έζησε χρόνια με την αμφισβήτηση και πέρασε δύσκολες στιγμές. Κανείς δεν ξέρει, για παράδειγμα, ότι το 1997 υπηρετούσε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία, έβγαινε με υπηρεσιακό σημείωμα (πολλές φορές άυπνος) για προπόνηση και αγώνες κι επέστρεφε στο στρατόπεδο, ενώ στο Χάιμπουρι πήγε με άδεια... Για ένα διάστημα, μάλιστα, έκανε και σκοπιές σε φυλάκιο στη Νέα Μεσήμβρια. Ακριβώς δίπλα στο σημείο που κατασκευάζεται τώρα το αθλητικό κέντρο του ΠΑΟΚ!

ΚΑΝΤΑΦΙ
Στην Ιταλία βρήκε τον ρόλο του στο γήπεδο, έκανε αξιοπρόσεκτη καριέρα (στην Περούτζια, στη Φιορεντίνα, που τον αγόρασε με 2.500.000 ευρώ, και στην Τορίνο) και μόνο φίλους. Ένας απʼ αυτούς, ο υιός Καντάφι. Συμπαίκτες στην Περούτζια, ο Αλ Σααντί Καντάφι είχε αρνηθεί να παίξει σε παιχνίδι του Ιντερτότο, αν ο Σέρσε Κόσμι δεν ξεκινούσε και τον Βρύζα. Από την Ιταλία έφυγε κερδισμένος.  Όχι μόνο γιατί έπαιξε σε υψηλό επίπεδο ή γιατί "εκεί βρήκα ηρεμία και συνθήκες να δουλέψω στα όριά μου και να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να μπω στη διαδικασία πρωταθλητισμού", αλλά και γιατί τον βοήθησε να δει από άλλο πρίσμα το ποδόσφαιρο, να κερδίσει εμπειρίες, παραστάσεις σε υψηλό επίπεδο και γνωριμίες, που του είναι χρήσιμες σήμερα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Το καλοκαίρι του 2007 επέστρεψε στην Τούμπα, όπου βρήκε παλιούς του φίλους. Όπως τον Ζαγοράκη, που γνωρίζονται από τα ξερά της Καβάλας, ή τον Γεωργιάδη, με τον οποίο ήταν συμπαίκτες από τη μεικτή παίδων της ΕΠΣ Καβάλας. Επέστρεψε ως παίκτης αρχικά, για να κλείσει την καριέρα του, αλλά με τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού του ότι γρήγορα θα ανέβει στα γραφεία. Στις 6 Ιανουαρίου 2008 έπεσαν οι τίτλοι τέλος της καριέρας του ποδοσφαιριστή Βρύζα, σε ένα παιχνίδι με τη Λάρισα, όπου γνώρισε την αποθέωση και υποκλίθηκε μπροστά στη Θύρα 4. Την επόμενη μέρα ξεκίνησε η καριέρα του τεχνικού διευθυντή Βρύζα. Μέσα σε ενάμιση χρόνο βοήθησε σημαντικά στη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής ομάδας. Και πριν από δύο μήνες ξεκίνησε και η καριέρα του προέδρου Βρύζα, που πήρε από τον Ζαγοράκη τη σκυτάλη, για να οδηγήσει τον ΠΑΟΚ εκεί που εκείνη η παρέα φαντάστηκε το καλοκαίρι του 2007.



Τίναξε την μπάνκα στον αέρα

Πώς ο Μπατατούδης τον "έκλεψε" από τα χέρια του Κόκκαλη και του Βαρδινογιάννη

Στις 30 Μαΐου 1996 ο Ζήσης Βρύζας ήταν η πρώτη μεγάλη μεταγραφή του Γιώργου Μπατατούδη, που είχε αναλάβει πριν από τέσσερις μήνες τον ΠΑΟΚ. Ο τότε ιδιοκτήτης της ΠΑΕ ήθελε ένα μεγάλο “μπαμ” για να δώσει το στίγμα του στην εποχή των παχιών αγελάδων και με συνοπτικές διαδικασίες απέκτησε το πιο καυτό όνομα εκείνης της εποχής. Στα 23 του χρόνια, με 31 γκολ στην Ξάνθη, ο Βρύζας ήταν το μήλον της Έριδος για τους μεγάλους της Αθήνας. Ο ίδιος είχε μιλήσει τόσο με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη όσο και με τον Γιώργο Λούβαρη, η Ξάνθη περίμενε προσφορές. Ξαφνικά, μπήκε στη μέση ο Μπατατούδης και τίναξε την μπάνκα στον αέρα, προσφέροντας 390 εκατομμύρια δραχμές. Στην Ξάνθη πρόσφερε 250 εκατομμύρια και στον ίδιο τον Βρύζα 140 εκατομμύρια για συμβόλαιο τεσσάρων χρόνων, ποσά τεράστια, για την εποχή. Στις 11 το πρωί έπεσαν οι υπογραφές στα γραφεία της Βιαμάρ, στην Αθήνα, το απόγευμα ο Βρύζας έφτασε στην Τούμπα και γνώρισε την αποθέωση από τους φίλους του ΠΑΟΚ που τον περίμεναν.



Η βαριά "καμπάνα" και η εξομολόγηση

Δύο περιστατικά που θα του μείνουν αξέχαστα

Η σεμνότητα, η ευγένεια και οι χαμηλοί τόνοι ανέκαθεν χαρακτήριζαν τον Ζήση Βρύζα στα σχεδόν είκοσι χρόνια που πέρασε στα γήπεδα. Ποτέ δεν τον άκουσε κανείς να σηκώνει τη φωνή του. Υπήρξαν όμως και δύο περιστατικά που είναι απλά η εξαίρεση στον κανόνα. Στη σεζόν 1994-95, σε ένα παιχνίδι Απόλλωνα Αθηνών - Ξάνθης, αποβλήθηκε από τον διαιτητή Θανάση Ζαχαριάδη και τιμωρήθηκε σε δεύτερο βαθμό με 12 αγωνιστικές αποκλεισμό (πρωτόδικα είχε αθωωθεί λόγω κακής σύνταξης φύλλου αγώνα) γιατί τον εξύβρισε όταν πήγε στον πάγκο. Τρία χρόνια αργότερα, ως παίκτης του ΠΑΟΚ, πλέον, διαπληκτίστηκε με τον τρίτο τερματοφύλακα, Θέμελη, στην τελευταία προπόνηση πριν από παιχνίδι με Ολυμπιακό στην Τούμπα (18/10/1997). Ο Αναστασιάδης τον απέκλεισε από την 18άδα και του ζήτησε να “εξομολογηθεί” για να τον δεχτεί στην ομάδα. Αφού δεν το έκανε, τον απέκλεισε και από την αποστολή τού αγώνα με την Ατλέτικο στη Μαδρίτη. Ύστερα από παρότρυνση των συμπαικτών του, ο Βρύζας είπε ότι “εξομολογήθηκε” κι έτσι επέστρεψε στους αγώνες.
Επιλέξτε Κατηγορία