Ζητείται φορολογική παιδεία και συνείδηση. Του Φάνη Ουγγρίνη
25/06/2024 07:00
25/06/2024 07:00
Τελείωσε η άνοιξη, μπαίνει το καλοκαίρι, και μαζί με τα φρούτα της εποχής έρχεται το ετήσιο δράμα: η υποβολή φορολογικών δηλώσεων. Εξυπακούεται ότι μόνο ως δράμα μπορεί να περιγραφεί, αν τουλάχιστον κρίνουμε το θέμα μέσα από προσωπικές αφηγήσεις και δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Για μία ακόμη χρονιά, ιδιώτες θα μιλούν γλαφυρά περί νέων βαρών και αδιεξόδων, απολαμβάνοντας το ποτό ή το φαγητό τους. Την ίδια στιγμή, κανάλια, ιστοσελίδες και εφημερίδες θα πλημμυρίζουν από σχετικά δημοσιεύματα, με ιδιαίτερη έμφαση στο πότε θα πληρωθούν οι δόσεις, στο πόσοι Έλληνες πληρώνουν και πόσοι όχι, στο τι δηλώνουν διάφορες ομάδες πληθυσμού, στο πώς θα τιμωρηθούν οι παρατυπίες κ.λπ. Στις επόμενες ημέρες πολλοί θα (ξανα)αναφερθούν σε επιμέρους στοιχεία του φαινομένου, όμως ελάχιστοι θα εστιάσουν στο γιατί υπάρχει.
Πριν γράψω περισσότερα, θα αποπειραθώ να αντικρούσω ορισμένες συνήθεις παρανοήσεις, που μόνο περιττή ένταση προκαλούν. Καταρχάς, η πολυσυζητημένη παραοικονομία σε μεγάλο βαθμό περιλαμβάνει παραπτώματα του κοινού ποινικού δικαίου, σαν το λαθρεμπόριο, τη σωματεμπορία, την κλεπταποδοχή, τους εκβιασμούς, την τοκογλυφία και τις δωροληψίες.
Η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων αποτελεί πρωτίστως καθήκον της αστυνομίας και των δικαστηρίων, και δευτερευόντως της ΑΑΔΕ. Στη συνέχεια, ετησίως πληροφορούμαστε για εκατομμύρια αφορολόγητων Ελλήνων. Πράγματι, πάμπολλοι συμπολίτες μας δεν καταβάλλουν φόρο εισοδήματος, ευρισκόμενοι κάτω από το αφορολόγητο όριο των 10.000 € (~55% των περσινών εκκαθαριστικών). Εξ αυτών, κάποιοι όντως έχουν μηδενικά ή εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα (κυρίως χαμηλοσυνταξιούχοι, άνεργες σύζυγοι και νεαρά τέκνα), ενώ άλλοι αποκρύπτουν υπαρκτά έσοδα.
Ωστόσο, ουδείς είναι εντελώς αφορολόγητος, διότι όλοι καταβάλλουμε έμμεσους φόρους δια της καθημερινής μας κατανάλωσης. Με απλά λόγια, όλοι φορολογούμαστε μέσω των λογαριασμών στο σούπερ μάρκετ, στο βενζινάδικο, στο ρεύμα, στο τηλέφωνο κοκ, με τα αντίστοιχα κρατικά έσοδα να ισοδυναμούν εκείνων από τη φορολόγηση νομικών και φυσικών προσώπων. Θα πρέπει μάλιστα να τονιστεί πως η έμμεση φορολόγηση επιβαρύνει αναλογικά πολύ περισσότερο τους χαμηλοεισοδηματίες, ειδικά τους ειλικρινείς.
Έτερο στερεότυπο αφορά την ηθική και νομική εξίσωση όλων των φοροφυγάδων, λες και η πράξη τους χαρακτηρίζεται από την ίδια ακριβώς απαξία. Λες και η μη έκδοση απόδειξης από έναν γιατρό ή υδραυλικό ισοδυναμεί με την υφαρπαγή ΦΠΑ που πραγματοποιεί κάθε εστιατόριο που δεν εκδίδει τίποτε παραπάνω από δελτία παραγγελίας, με την παρακράτηση φόρων καυσίμων από όσα πρατήρια πωλούν νοθευμένα ή λαθραία, ή με την κανονικότατη κλοπή από οποιαδήποτε επιχείρηση εισπράττει μέσω POS τραπέζης εξωτερικού. Σύγχυση υφίσταται και γύρω από τις αρνητικές επιπτώσεις της φοροδιαφυγής • άλλη βλάβη προκαλεί η μεγάλη, της οποίας τα ωφελήματα καταλήγουν αυτούσια στην αλλοδαπή (πχ λόγω τριγωνικών συναλλαγών), και άλλη η μικρή, που διατηρεί χρήματα στην εσωτερική αγορά όπου σταδιακά φορολογούνται.
Τέλος, κλασικό στερεότυπο είναι εκείνο για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων σε σχέση με αυτά των μισθωτών. Οι δεύτεροι όντως δεν μπορούν να κρύψουν κάτι (εκτός από… μαύρες υπερωρίες και συμπληρωματική απασχόληση αλλού), όμως οι πρώτοι εκπίπτουν δικαιολογήσιμες δαπάνες αποδεικνυόμενες από παραστατικά, κοινώς φοροαποφεύγουν νομίμως. Διαδοχικές κυβερνήσεις επιδιώκουν να αυξήσουν την φορολογητέα ύλη, και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με το… άσπρισμα μεγάλου μέρους της παραοικονομίας, το οποίο προϋποθέτει περισσότερη διαφάνεια στις συναλλαγές, άρα περισσότερα τιμολόγια, δελτία αποστολής, αποδείξεις λιανικής και -δυστυχώς- τεκμαρτά έσοδα για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Κατά συνέπεια, γίνεται τακτική χρήση (συχνότατα υπερβολική και παράτυπη) αυτών των ρυθμίσεων ώστε να μειώνονται τα εμφανιζόμενα κέρδη, ασκώντας θετική επίδραση στους έμμεσους φόρους και στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Πάντως όλες οι παραπάνω πρακτικές ούτε νέες είναι, ούτε αποκλειστικά ελληνικές.
Ομολογουμένως η διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας έχει κυριολεκτικά πατήσει πάνω στη φοροδιαφυγή. Οι ραγιάδες, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν διατηρώντας την ιδιοπροσωπία τους, απέφευγαν στο μέτρο του δυνατού τον κεφαλικό φόρο, το γνωστό χαράτσι. Για όσους δεν έχετε ασχοληθεί, η διαδικασία ήταν η εξής: ο Σουλτάνος μεταβίβαζε έναντι κυμαινόμενου αντιτίμου (ανάλογα με την παραγωγικότητα της χρονιάς) τα δικαιώματα είσπραξης των φόρων σε μεγαλοπαράγοντες, ενίοτε Φαναριώτες, τους χαρατζιμπάσηδες. Αυτοί τα μεταπωλούσαν σε υπεργολάβους (χαρατζίδες), οι οποίοι με τη σειρά τους αναλάμβαναν να εισπράξουν το χαράτσι από τους γκιαούρηδες υπό την προστασία φρουρών. Χρησιμοποιώντας εκφοβισμό και βία, οι χαρατζίδες κατά κανόνα εισέπρατταν ποσά μεγαλύτερα όσων έπρεπε να αποδώσουν, και φυσικά καρπώνονταν τη διαφορά. Εφόσον οι εξαθλιωμένοι Έλληνες ήθελαν οπωσδήποτε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό χωρίς να λιμοκτονησουν, μόνος τρόπος ήταν η απόκρυψη εισοδημάτων. Βέβαια για τους πλούσιους χριστιανούς εμπόρους, καραβοκύρηδες (περιστασιακά πειρατές) και βιοτέχνες η αποφυγή καταβολής του υψηλότερου αλάς δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση. Εκείνοι λοιπόν έπρεπε να καταφεύγουν και στο γνωστό μας μπαχτσίσι.
Θέλοντας να χτίσει σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, ο Καποδίστριας προσπάθησε να αποκαταστήσει τον κύριο λόγο μακροημέρευσης του Βυζαντίου: έναν αξιόπιστο φορολογικό μηχανισμό. Ευνόητη η σκέψη του, όμως υπέπεσε στο ίδιο σφάλμα με την οθωμανικη διοίκηση: αποπειράθηκε να επιβάλλει φορολόγηση σε καχύποπτους ακτήμονες αγρότες, δίχως να συνειδητοποιεί πως η ασήκωτη φορολογία αποτέλεσε βασικό κίνητρο για την Επανάσταση. Με συνοδεία ξενόφωνων χωροφυλάκων, οι φοροεισπράκτορες του Καποδίστρια απαιτούσαν χρήματα από ανθρώπους που δεν είχαν ακόμη διαπιστώσει οποιαδήποτε βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο • μπορεί μεν να είχαν ξεφορτωθεί τους Τούρκους, αλλά παρέμεναν πάμπτωχοι σε έναν τόπο πρωτόγονο, εντελώς τριτοκοσμικό σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια. Αν και τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι κοτζαμπάσηδες, ο Κυβερνήτης δεν ήταν δημοφιλής ούτε στους χωρικούς της Πελοποννήσου και της Ρούμελης. Φοροδιαφυγή και μπαχτσίσι διασώθηκαν.
Στο σημείο αυτό ίσως θεωρείτε πως το κείμενο μου προσπαθεί να δικαιολογήσει τους φοροφυγάδες βάσει ιστορικών επιχειρημάτων. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ τη φοροδιαφυγή αντικοινωνική συμπεριφορά στρεφόμενη κατά του συνόλου, παντελώς αδικαιολόγητη. Πρέπει όμως να αιτιολογηθεί, ώστε να αντιμετωπιστεί με ρεαλισμό. Η πάταξή της αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση περαιτέρω μείωσης των φόρων, και παρακάμπτω αόριστους ισχυρισμούς του είδους «αν δεν υπήρχαν τα… μαύρα θα μας είχαν ξετινάξει τα μνημόνια» επειδή ποτέ δεν συνοδεύτηκαν από πειστικά αριθμητικά τεκμήρια. Εντούτοις, όσοι επιδιώκουν να μην πληρώνουν φόρους λειτουργούν ατομιστικά μα ορθολογικά, όπως ακριβώς έπρατταν και οι πρόγονοί μας. Κρατώντας τα χρήματα για τον εαυτό του, ο φοροφυγάς αποκτά πολλαπλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα • διαθέτει περισσότερο κεφάλαιο για να επενδύσει στη δραστηριότητά του • η οικογένειά του χαίρει καλύτερης υγείας και μόρφωσης • η αυξημένη ρευστότητα του επιτρέπει ισχυρότερη κοινωνική δικτύωση. Αντίθετα, ο ειλικρινής φορολογούμενος όχι απλώς δεν απολαμβάνει όσα ο φοροφυγάς, μα βρίσκεται και σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα: η τυπικότητα προκαλεί επιβάρυνση των πωλήσεων και της λειτουργίας της επιχείρησής του με ΦΠΑ και ασφαλιστικές εισφορές, η δε οικονομική του στενότητα του απαγορεύει να καταφύγει στον ιδιωτικό τομέα για υπηρεσίες (παιδεία, υγεία) που το κράτος παρέχει πλημμελέστατα. Τούτων λεχθέντων, η φοροδιαφυγή δεν επιτρέπεται να γίνεται αποδεκτή επειδή υπονομεύει το κοινωνικό συμβόλαιο. Εξαιτίας της, στοιχειώδεις δημόσιες υπηρεσίες δεν μπορούν να προσφέρονται, οι θεσμοί χάνουν το κύρος τους, οι υποδομές καταστρέφονται, οι πολίτες μάχονται μεταξύ τους. Ωστόσο το κοινωνικό συμβόλαιο βασίζεται σε κάτι παραπάνω, σε κάτι που αμέλησαν πολλοί διάδοχοι του Καποδίστρια: στην ανταποδοτικότητα των φόρων.
No taxation without representation δήλωναν οι εξεγερμένοι της Βοστώνης, όταν πετούσαν το υπερδασμολογημένο τσάι στη θάλασσα. Η αμερικανική επανάσταση είχε κυρίως φορολογικά κίνητρα, καθώς ούτε οι άποικοι αποδέχονταν να χαρατσώνονται δίχως να επωφελούνται από δημόσιες επενδύσεις και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας εντοπίζεται στο ότι εκεί οι αρχές υπήρξαν και παραμένουν αυστηρότατες ως προς τα φορολογικά ζητήματα, ενώ σε αντάλλαγμα προσφέρουν αξιοπρεπείς υπηρεσίες στον λαό έναντι μάλλον χαμηλής φορολογίας, εφαρμόζοντας τακτική μαστιγίου και καρότου. Αν και τώρα διανύουν περίοδο παρακμής, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε τη διαχρονική σοβαρότητα των αμερικανών όσον αφορά τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τη γραφειοκρατία, την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια τάξη. Ακόμη και η κρατική περίθαλψη σε όσους αδυνατούν να απευθύνονται στην ιδιωτική ουσιαστικά δεν υστερεί της αντίστοιχης δικής μας. Παραπλήσια λειτουργούν οι κορυφαίοι ανά τον πλανήτη, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Ουρουγουάη και Βόρεια Ευρώπη: η φορολογία εκεί είναι μεν υψηλότερη, μα υψηλότερης ποιότητας είναι και οι κρατικές παροχές. Στην Ελλάδα απολαμβάνουμε σχεδόν τριτοκοσμικές παροχές έναντι σκανδιναβικής φορολογίας.
Φτάνουμε έτσι στο δια ταύτα. Φορολογική παιδεία και συνείδηση δεν είναι αυτονόητες, πρέπει να κατακτώνται, όπως άλλωστε συμβαίνει στα πλέον ανεπτυγμένα κράτη. Επιδιώκοντας ανοδική εξελικτική πορεία, η Ελλάδα οφείλει να ακολουθήσει το πρότυπο των εν λόγω κρατών, και αυτό βασίζεται σε αναλογικά ορθή φορολόγηση. Η αναλογικότητα εν πολλοίς εξαρτάται από την ανταποδοτικότητα των φόρων, και στη δική μας περίπτωση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητική. Άρα θα πρέπει να βρεθεί ένα νέο μείγμα πολιτικών, με μειωμένους συντελεστές ικανούς να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα του επιχειρείν και την αγοραστική δύναμη των πολιτών, με περισσότερη δικαιοσύνη που θα νομιμοποιήσει ηθικά την όποια αυστηροποίηση των πολιτικών, με αποδοτικότερη στόχευση των λαμβανομένων μέτρων, και με ρεαλιστική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Πέραν των ατυχών επιβαρύνσεων στην ενέργεια, εξελίσσεται όντως μια λελογισμένη μείωση επιβαρύνσεων σε κέρδη, εργασία, εισοδήματα και περιουσία, η δε ψηφιοποίηση σταδιακά βελτιώνει τον φορολογικό μηχανισμό. Στις παρεχόμενες υπηρεσίες υπάρχει ακόμα πάρα πολλή δουλειά να γίνει. Θα γίνει;
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23.06.2024Τελείωσε η άνοιξη, μπαίνει το καλοκαίρι, και μαζί με τα φρούτα της εποχής έρχεται το ετήσιο δράμα: η υποβολή φορολογικών δηλώσεων. Εξυπακούεται ότι μόνο ως δράμα μπορεί να περιγραφεί, αν τουλάχιστον κρίνουμε το θέμα μέσα από προσωπικές αφηγήσεις και δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Για μία ακόμη χρονιά, ιδιώτες θα μιλούν γλαφυρά περί νέων βαρών και αδιεξόδων, απολαμβάνοντας το ποτό ή το φαγητό τους. Την ίδια στιγμή, κανάλια, ιστοσελίδες και εφημερίδες θα πλημμυρίζουν από σχετικά δημοσιεύματα, με ιδιαίτερη έμφαση στο πότε θα πληρωθούν οι δόσεις, στο πόσοι Έλληνες πληρώνουν και πόσοι όχι, στο τι δηλώνουν διάφορες ομάδες πληθυσμού, στο πώς θα τιμωρηθούν οι παρατυπίες κ.λπ. Στις επόμενες ημέρες πολλοί θα (ξανα)αναφερθούν σε επιμέρους στοιχεία του φαινομένου, όμως ελάχιστοι θα εστιάσουν στο γιατί υπάρχει.
Πριν γράψω περισσότερα, θα αποπειραθώ να αντικρούσω ορισμένες συνήθεις παρανοήσεις, που μόνο περιττή ένταση προκαλούν. Καταρχάς, η πολυσυζητημένη παραοικονομία σε μεγάλο βαθμό περιλαμβάνει παραπτώματα του κοινού ποινικού δικαίου, σαν το λαθρεμπόριο, τη σωματεμπορία, την κλεπταποδοχή, τους εκβιασμούς, την τοκογλυφία και τις δωροληψίες.
Η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων αποτελεί πρωτίστως καθήκον της αστυνομίας και των δικαστηρίων, και δευτερευόντως της ΑΑΔΕ. Στη συνέχεια, ετησίως πληροφορούμαστε για εκατομμύρια αφορολόγητων Ελλήνων. Πράγματι, πάμπολλοι συμπολίτες μας δεν καταβάλλουν φόρο εισοδήματος, ευρισκόμενοι κάτω από το αφορολόγητο όριο των 10.000 € (~55% των περσινών εκκαθαριστικών). Εξ αυτών, κάποιοι όντως έχουν μηδενικά ή εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα (κυρίως χαμηλοσυνταξιούχοι, άνεργες σύζυγοι και νεαρά τέκνα), ενώ άλλοι αποκρύπτουν υπαρκτά έσοδα.
Ωστόσο, ουδείς είναι εντελώς αφορολόγητος, διότι όλοι καταβάλλουμε έμμεσους φόρους δια της καθημερινής μας κατανάλωσης. Με απλά λόγια, όλοι φορολογούμαστε μέσω των λογαριασμών στο σούπερ μάρκετ, στο βενζινάδικο, στο ρεύμα, στο τηλέφωνο κοκ, με τα αντίστοιχα κρατικά έσοδα να ισοδυναμούν εκείνων από τη φορολόγηση νομικών και φυσικών προσώπων. Θα πρέπει μάλιστα να τονιστεί πως η έμμεση φορολόγηση επιβαρύνει αναλογικά πολύ περισσότερο τους χαμηλοεισοδηματίες, ειδικά τους ειλικρινείς.
Έτερο στερεότυπο αφορά την ηθική και νομική εξίσωση όλων των φοροφυγάδων, λες και η πράξη τους χαρακτηρίζεται από την ίδια ακριβώς απαξία. Λες και η μη έκδοση απόδειξης από έναν γιατρό ή υδραυλικό ισοδυναμεί με την υφαρπαγή ΦΠΑ που πραγματοποιεί κάθε εστιατόριο που δεν εκδίδει τίποτε παραπάνω από δελτία παραγγελίας, με την παρακράτηση φόρων καυσίμων από όσα πρατήρια πωλούν νοθευμένα ή λαθραία, ή με την κανονικότατη κλοπή από οποιαδήποτε επιχείρηση εισπράττει μέσω POS τραπέζης εξωτερικού. Σύγχυση υφίσταται και γύρω από τις αρνητικές επιπτώσεις της φοροδιαφυγής • άλλη βλάβη προκαλεί η μεγάλη, της οποίας τα ωφελήματα καταλήγουν αυτούσια στην αλλοδαπή (πχ λόγω τριγωνικών συναλλαγών), και άλλη η μικρή, που διατηρεί χρήματα στην εσωτερική αγορά όπου σταδιακά φορολογούνται.
Τέλος, κλασικό στερεότυπο είναι εκείνο για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων σε σχέση με αυτά των μισθωτών. Οι δεύτεροι όντως δεν μπορούν να κρύψουν κάτι (εκτός από… μαύρες υπερωρίες και συμπληρωματική απασχόληση αλλού), όμως οι πρώτοι εκπίπτουν δικαιολογήσιμες δαπάνες αποδεικνυόμενες από παραστατικά, κοινώς φοροαποφεύγουν νομίμως. Διαδοχικές κυβερνήσεις επιδιώκουν να αυξήσουν την φορολογητέα ύλη, και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με το… άσπρισμα μεγάλου μέρους της παραοικονομίας, το οποίο προϋποθέτει περισσότερη διαφάνεια στις συναλλαγές, άρα περισσότερα τιμολόγια, δελτία αποστολής, αποδείξεις λιανικής και -δυστυχώς- τεκμαρτά έσοδα για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Κατά συνέπεια, γίνεται τακτική χρήση (συχνότατα υπερβολική και παράτυπη) αυτών των ρυθμίσεων ώστε να μειώνονται τα εμφανιζόμενα κέρδη, ασκώντας θετική επίδραση στους έμμεσους φόρους και στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Πάντως όλες οι παραπάνω πρακτικές ούτε νέες είναι, ούτε αποκλειστικά ελληνικές.
Ομολογουμένως η διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας έχει κυριολεκτικά πατήσει πάνω στη φοροδιαφυγή. Οι ραγιάδες, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν διατηρώντας την ιδιοπροσωπία τους, απέφευγαν στο μέτρο του δυνατού τον κεφαλικό φόρο, το γνωστό χαράτσι. Για όσους δεν έχετε ασχοληθεί, η διαδικασία ήταν η εξής: ο Σουλτάνος μεταβίβαζε έναντι κυμαινόμενου αντιτίμου (ανάλογα με την παραγωγικότητα της χρονιάς) τα δικαιώματα είσπραξης των φόρων σε μεγαλοπαράγοντες, ενίοτε Φαναριώτες, τους χαρατζιμπάσηδες. Αυτοί τα μεταπωλούσαν σε υπεργολάβους (χαρατζίδες), οι οποίοι με τη σειρά τους αναλάμβαναν να εισπράξουν το χαράτσι από τους γκιαούρηδες υπό την προστασία φρουρών. Χρησιμοποιώντας εκφοβισμό και βία, οι χαρατζίδες κατά κανόνα εισέπρατταν ποσά μεγαλύτερα όσων έπρεπε να αποδώσουν, και φυσικά καρπώνονταν τη διαφορά. Εφόσον οι εξαθλιωμένοι Έλληνες ήθελαν οπωσδήποτε να αποφύγουν τον εξισλαμισμό χωρίς να λιμοκτονησουν, μόνος τρόπος ήταν η απόκρυψη εισοδημάτων. Βέβαια για τους πλούσιους χριστιανούς εμπόρους, καραβοκύρηδες (περιστασιακά πειρατές) και βιοτέχνες η αποφυγή καταβολής του υψηλότερου αλάς δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση. Εκείνοι λοιπόν έπρεπε να καταφεύγουν και στο γνωστό μας μπαχτσίσι.
Θέλοντας να χτίσει σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, ο Καποδίστριας προσπάθησε να αποκαταστήσει τον κύριο λόγο μακροημέρευσης του Βυζαντίου: έναν αξιόπιστο φορολογικό μηχανισμό. Ευνόητη η σκέψη του, όμως υπέπεσε στο ίδιο σφάλμα με την οθωμανικη διοίκηση: αποπειράθηκε να επιβάλλει φορολόγηση σε καχύποπτους ακτήμονες αγρότες, δίχως να συνειδητοποιεί πως η ασήκωτη φορολογία αποτέλεσε βασικό κίνητρο για την Επανάσταση. Με συνοδεία ξενόφωνων χωροφυλάκων, οι φοροεισπράκτορες του Καποδίστρια απαιτούσαν χρήματα από ανθρώπους που δεν είχαν ακόμη διαπιστώσει οποιαδήποτε βελτίωση στο βιοτικό τους επίπεδο • μπορεί μεν να είχαν ξεφορτωθεί τους Τούρκους, αλλά παρέμεναν πάμπτωχοι σε έναν τόπο πρωτόγονο, εντελώς τριτοκοσμικό σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια. Αν και τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι κοτζαμπάσηδες, ο Κυβερνήτης δεν ήταν δημοφιλής ούτε στους χωρικούς της Πελοποννήσου και της Ρούμελης. Φοροδιαφυγή και μπαχτσίσι διασώθηκαν.
Στο σημείο αυτό ίσως θεωρείτε πως το κείμενο μου προσπαθεί να δικαιολογήσει τους φοροφυγάδες βάσει ιστορικών επιχειρημάτων. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ τη φοροδιαφυγή αντικοινωνική συμπεριφορά στρεφόμενη κατά του συνόλου, παντελώς αδικαιολόγητη. Πρέπει όμως να αιτιολογηθεί, ώστε να αντιμετωπιστεί με ρεαλισμό. Η πάταξή της αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση περαιτέρω μείωσης των φόρων, και παρακάμπτω αόριστους ισχυρισμούς του είδους «αν δεν υπήρχαν τα… μαύρα θα μας είχαν ξετινάξει τα μνημόνια» επειδή ποτέ δεν συνοδεύτηκαν από πειστικά αριθμητικά τεκμήρια. Εντούτοις, όσοι επιδιώκουν να μην πληρώνουν φόρους λειτουργούν ατομιστικά μα ορθολογικά, όπως ακριβώς έπρατταν και οι πρόγονοί μας. Κρατώντας τα χρήματα για τον εαυτό του, ο φοροφυγάς αποκτά πολλαπλό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα • διαθέτει περισσότερο κεφάλαιο για να επενδύσει στη δραστηριότητά του • η οικογένειά του χαίρει καλύτερης υγείας και μόρφωσης • η αυξημένη ρευστότητα του επιτρέπει ισχυρότερη κοινωνική δικτύωση. Αντίθετα, ο ειλικρινής φορολογούμενος όχι απλώς δεν απολαμβάνει όσα ο φοροφυγάς, μα βρίσκεται και σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα: η τυπικότητα προκαλεί επιβάρυνση των πωλήσεων και της λειτουργίας της επιχείρησής του με ΦΠΑ και ασφαλιστικές εισφορές, η δε οικονομική του στενότητα του απαγορεύει να καταφύγει στον ιδιωτικό τομέα για υπηρεσίες (παιδεία, υγεία) που το κράτος παρέχει πλημμελέστατα. Τούτων λεχθέντων, η φοροδιαφυγή δεν επιτρέπεται να γίνεται αποδεκτή επειδή υπονομεύει το κοινωνικό συμβόλαιο. Εξαιτίας της, στοιχειώδεις δημόσιες υπηρεσίες δεν μπορούν να προσφέρονται, οι θεσμοί χάνουν το κύρος τους, οι υποδομές καταστρέφονται, οι πολίτες μάχονται μεταξύ τους. Ωστόσο το κοινωνικό συμβόλαιο βασίζεται σε κάτι παραπάνω, σε κάτι που αμέλησαν πολλοί διάδοχοι του Καποδίστρια: στην ανταποδοτικότητα των φόρων.
No taxation without representation δήλωναν οι εξεγερμένοι της Βοστώνης, όταν πετούσαν το υπερδασμολογημένο τσάι στη θάλασσα. Η αμερικανική επανάσταση είχε κυρίως φορολογικά κίνητρα, καθώς ούτε οι άποικοι αποδέχονταν να χαρατσώνονται δίχως να επωφελούνται από δημόσιες επενδύσεις και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας εντοπίζεται στο ότι εκεί οι αρχές υπήρξαν και παραμένουν αυστηρότατες ως προς τα φορολογικά ζητήματα, ενώ σε αντάλλαγμα προσφέρουν αξιοπρεπείς υπηρεσίες στον λαό έναντι μάλλον χαμηλής φορολογίας, εφαρμόζοντας τακτική μαστιγίου και καρότου. Αν και τώρα διανύουν περίοδο παρακμής, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε τη διαχρονική σοβαρότητα των αμερικανών όσον αφορά τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τη γραφειοκρατία, την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια τάξη. Ακόμη και η κρατική περίθαλψη σε όσους αδυνατούν να απευθύνονται στην ιδιωτική ουσιαστικά δεν υστερεί της αντίστοιχης δικής μας. Παραπλήσια λειτουργούν οι κορυφαίοι ανά τον πλανήτη, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Ουρουγουάη και Βόρεια Ευρώπη: η φορολογία εκεί είναι μεν υψηλότερη, μα υψηλότερης ποιότητας είναι και οι κρατικές παροχές. Στην Ελλάδα απολαμβάνουμε σχεδόν τριτοκοσμικές παροχές έναντι σκανδιναβικής φορολογίας.
Φτάνουμε έτσι στο δια ταύτα. Φορολογική παιδεία και συνείδηση δεν είναι αυτονόητες, πρέπει να κατακτώνται, όπως άλλωστε συμβαίνει στα πλέον ανεπτυγμένα κράτη. Επιδιώκοντας ανοδική εξελικτική πορεία, η Ελλάδα οφείλει να ακολουθήσει το πρότυπο των εν λόγω κρατών, και αυτό βασίζεται σε αναλογικά ορθή φορολόγηση. Η αναλογικότητα εν πολλοίς εξαρτάται από την ανταποδοτικότητα των φόρων, και στη δική μας περίπτωση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ικανοποιητική. Άρα θα πρέπει να βρεθεί ένα νέο μείγμα πολιτικών, με μειωμένους συντελεστές ικανούς να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα του επιχειρείν και την αγοραστική δύναμη των πολιτών, με περισσότερη δικαιοσύνη που θα νομιμοποιήσει ηθικά την όποια αυστηροποίηση των πολιτικών, με αποδοτικότερη στόχευση των λαμβανομένων μέτρων, και με ρεαλιστική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Πέραν των ατυχών επιβαρύνσεων στην ενέργεια, εξελίσσεται όντως μια λελογισμένη μείωση επιβαρύνσεων σε κέρδη, εργασία, εισοδήματα και περιουσία, η δε ψηφιοποίηση σταδιακά βελτιώνει τον φορολογικό μηχανισμό. Στις παρεχόμενες υπηρεσίες υπάρχει ακόμα πάρα πολλή δουλειά να γίνει. Θα γίνει;
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23.06.2024
ΣΧΟΛΙΑ