«Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για μας» - Οργή και λυγμοί στη δίκη για το Μάτι
13/12/2022 12:43
13/12/2022 12:43
Με λυγμούς, μάρτυρας στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι περιέγραψε στο δικαστήριο ότι αναγκάστηκε να αφήσει την μητέρα του να καεί για να σώσει την γυναίκα και το παιδί του. Σε πλήρη ανυπαρξία του κράτους και χαοτικές καταστάσεις αναφέρθηκαν άλλοι μάρτυρες που καταθέτουν από το πρωί για όσα έγιναν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 στην Ανατολική Αττική.
«Κάντε ό,τι νομίζετε» ήταν η απάντηση που έλαβαν πολίτες όταν τηλεφώνησαν στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, ενώ η φωτιά κατέβαινε απειλητικά στο Μάτι, σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο κ. Ορέστης Τζίντζας. Ο μάρτυρας ήταν διακοπές στην Πάρο όταν τύλιξε η φωτιά τον οικισμό του Νέου Βουτζά όπου έκανε διακοπές η μητέρα του. Το επόμενο πρωί που έφθασε στην Αθήνα έμαθε πως η μητέρα του είχε απανθρακωθεί μαζί με έναν γείτονά της.
Ο κ. Θανάσης Μωραϊτης κατέθεσε πως στην προσπάθειά του να σώσει την 92χρονη μητέρα του, άρπαξε ο ίδιος φωτιά στην πλάτη και αναγκάστηκε να την αφήσει να καεί για να τρέξει να βρει την γυναίκα και το παιδί του που μόλις πριν λίγα λεπτά τους είχε πει να φύγουν.
Εν μέσω λυγμών, που δεν μπορούσε να σταματήσει, ο μάρτυρας κατέθεσε για τη συγκλονιστική στιγμή που πήρε απόφαση να αφήσει την μητέρα του καθώς και όσα έγιναν την ημέρα που δεν θα ξεχάσει ποτέ: «Έχουμε ζήσει πολλές φωτιές στην περιοχή. Δεν είδα πουθενά κανένα πυροσβεστικό όχημα, όπως υπήρχαν παλιά. …Κάποια στιγμή ακούσαμε από περιοίκους για κάποια φωτιά κοντά σε εμάς. Την είδαμε στην Καλλιτεχνούπολη, ήταν αρκετά μικρή. Σκεφτήκαμε με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες ότι η Πυροσβεστική θα κάνει κάτι. Με άλλα λόγια η κατάσταση φαινόταν στην αρχή ότι ήταν υπό έλεγχο. Δυστυχώς στις 5:50 μμ πήρε διαστάσεις. Μετά από λίγο πέρασε ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος που έκανε μία-δύο ρίψεις και έφυγε. Δεν είδαμε κανένα πυροσβεστικό, καμία σειρήνα να μας ειδοποιήσει ότι η φωτιά πήρε διστάσεις. Όταν πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος σε 1,5 λεπτό είχε φτάσει το σπίτι μας. Εμείς είχαμε φορτώσει το αμάξι να φύγουμε. Δυστυχώς, μέσα στον πανικό χάθηκαν τα κλειδιά του αυτοκίνητου και είχε κοπεί το ρεύμα... Μπήκαμε στο αμάξι. Δεν έβρισκα όμως τα κλειδιά και είπα στη γυναίκα μου και το παιδί να φύγουν και ότι εγώ θα μείνω πίσω να σώσω τη μητέρα μου, ήταν 92 ετών. Προσπαθούσα να τη βγάλω από το αμάξι και ενώ είχα αρχίσει να καίγομαι στην πλάτη. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τη βγάλω, σκέφτηκα ότι είχα μια οικογένεια. Την άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένειά μου. Αυτή είναι μία κατάσταση που δεν πρέπει κανείς να ζήσει… Πρόλαβα τους δικούς μου στην άκρη του δρόμου και τρέξαμε προς την παραλία. Στην Ποσειδώνος είδαμε το πρώτο πυροσβεστικό αλλά εκεί που ήταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Φτάσαμε στην παραλία και μπήκαμε στο νερό. Άρχισε να βρέχει φωτιά. Αυτό κράτησε ένα μισάωρο. Υπήρχε φοβερά πυκνός καπνός και προσπαθούσαμε να ξεπλένουμε στόμα και ρουθούνια στη θάλασσα. Μείναμε έτσι τρεις ώρες. Όταν μας παρέλαβαν τα καΐκια ήταν 9 το βράδυ. Μας φόρτωσαν τα καΐκια και ήμασταν όλοι στην αρχή υποθερμίας. Μας έβγαλαν στη Ραφήνα. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο εκεί».
Οργισμένος ο μάρτυρας τόνισε πως οι ισχυρισμοί στελεχών της τότε κυβέρνησης ότι δεν ήξεραν για νεκρούς ήταν ψέμα. «Έχω χάσει πλέον την εμπιστοσύνη μου στον θεσμό του ελληνικού κράτους. Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για μας, που κοστολογεί την ανθρωπινή ζωή με 10.000 ευρώ. Τοποθετεί ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης, οι οποίο δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Κανείς μας δεν άξιζε να περάσει αυτό», σημείωσε.
Στην δική του περιγραφή, ο κ. Ορέστης Τζίντζας είπε πως ενημερώθηκε από τη σύζυγό του γείτονά τους στον Νέο Βουτζά ότι δεν υπήρχε καμία ενημέρωση των πολιτών για εκκένωση και πως είχαν καλέσει στην Πυροσβεστική και η απάντηση που πήραν ήταν: «Κάντε ό,τι νομίζετε».
Σύμφωνα με τον μάρτυρα, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής είπαν ότι ενώ η φωτιά τους έζωνε, είδαν μόνο ένα ελικόπτερο να κάνει ρίψη. Η μητέρα του μαζί με γείτονά της μπήκαν στο αμάξι να φύγουν. Την επομένη και ενώ η μητέρα του με τον οδηγό του αυτοκινήτου ήταν αγνοούμενοι όλη τη νύχτα, ο μάρτυρας έφθασε στην περιοχή. «Περίπου 600 μέτρα από το σπίτι, είδα το αυτοκίνητο να είναι στην άκρη του δρόμου. Μας είπαν ότι βρέθηκαν δυο πτώματα, ένα στη θέση του οδηγού και ένα στη θέση του συνοδηγού. Ειδοποιήθηκα ότι η μητέρα μου και ο κ. Βασίλης, ο γείτονάς μας, είναι αγνοούμενοι. Γύρισα το επόμενο το πρωί, θεωρώντας ότι η μητέρα μου είναι αγνοούμενη…. Έδωσα δείγμα dna και έγινε η ταυτοποίηση. Ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, υπήρχε χρόνος να αντιδράσουν», επεσήμανε.
Ακόμη ένας μάρτυρας που έχασε την μητέρα του, ο κ. Δημήτρης Σιαπέρας, κατέθεσε πως την ίδια ώρα που συγγενής του είχε μιλήσει για τον χαμό της γυναίκας, η επίσημη θέση της κυβέρνησης ήταν πως «δεν υπάρχουν νεκροί».
Ο μάρτυρας, ο οποίος μίλησε για «πλήρη ασυνεννοησία», υπογράμμισε πως όταν βρήκε τη μητέρα του «δεν ήταν απανθρακωμένη. Τη βρήκα αλλοιωμένη. Η φωτιά είχε περάσει τόσο γρήγορα... Πήγα στους πυροσβέστες για βοήθεια. Καμία ανταπόκριση. Ο ξάδελφός μου είχε μιλήσει live στο δελτίο του Ant1 και είπε: «Βρήκαμε τη θεία μου απανθρακωμένη και αυτό την ώρα που λέγανε ότι δεν υπήρχαν νεκροί. Θέλω να το αναφέρω αυτό για την ιστορία».
Η αδελφή του μάρτυρα, κ. Κωνσταντίνα Σιαπέρα, κατέθεσε: «Την βρήκε ο αδελφός μου στο σπίτι του θείου μου... Η μητέρα μου δεν είχε καεί, είχε περάσει το θερμικό κύμα και έτσι είχε πεθάνει. Αιτία θανάτου ήταν «θερμικά εγκαύματα». Ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν έφυγαν. Μου είπε ότι δεν τους ειδοποίησαν, ότι δεν υπήρχε κανείς. Ότι ζητούσε βοήθεια και δεν υπήρχε κανείς. Κανένα σχέδιο. Άδικα έφυγαν τόσοι άνθρωποι. Στην Κινέτα, που ήταν η θεία μου, είχαν πάρει εντολή για εκκένωση, δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο διαφορετική ενημέρωση».
Η δίκη συνεχίζεται με καταθέσεις και άλλων μαρτύρων.
Με λυγμούς, μάρτυρας στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι περιέγραψε στο δικαστήριο ότι αναγκάστηκε να αφήσει την μητέρα του να καεί για να σώσει την γυναίκα και το παιδί του. Σε πλήρη ανυπαρξία του κράτους και χαοτικές καταστάσεις αναφέρθηκαν άλλοι μάρτυρες που καταθέτουν από το πρωί για όσα έγιναν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 στην Ανατολική Αττική.
«Κάντε ό,τι νομίζετε» ήταν η απάντηση που έλαβαν πολίτες όταν τηλεφώνησαν στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, ενώ η φωτιά κατέβαινε απειλητικά στο Μάτι, σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο κ. Ορέστης Τζίντζας. Ο μάρτυρας ήταν διακοπές στην Πάρο όταν τύλιξε η φωτιά τον οικισμό του Νέου Βουτζά όπου έκανε διακοπές η μητέρα του. Το επόμενο πρωί που έφθασε στην Αθήνα έμαθε πως η μητέρα του είχε απανθρακωθεί μαζί με έναν γείτονά της.
Ο κ. Θανάσης Μωραϊτης κατέθεσε πως στην προσπάθειά του να σώσει την 92χρονη μητέρα του, άρπαξε ο ίδιος φωτιά στην πλάτη και αναγκάστηκε να την αφήσει να καεί για να τρέξει να βρει την γυναίκα και το παιδί του που μόλις πριν λίγα λεπτά τους είχε πει να φύγουν.
Εν μέσω λυγμών, που δεν μπορούσε να σταματήσει, ο μάρτυρας κατέθεσε για τη συγκλονιστική στιγμή που πήρε απόφαση να αφήσει την μητέρα του καθώς και όσα έγιναν την ημέρα που δεν θα ξεχάσει ποτέ: «Έχουμε ζήσει πολλές φωτιές στην περιοχή. Δεν είδα πουθενά κανένα πυροσβεστικό όχημα, όπως υπήρχαν παλιά. …Κάποια στιγμή ακούσαμε από περιοίκους για κάποια φωτιά κοντά σε εμάς. Την είδαμε στην Καλλιτεχνούπολη, ήταν αρκετά μικρή. Σκεφτήκαμε με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες ότι η Πυροσβεστική θα κάνει κάτι. Με άλλα λόγια η κατάσταση φαινόταν στην αρχή ότι ήταν υπό έλεγχο. Δυστυχώς στις 5:50 μμ πήρε διαστάσεις. Μετά από λίγο πέρασε ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος που έκανε μία-δύο ρίψεις και έφυγε. Δεν είδαμε κανένα πυροσβεστικό, καμία σειρήνα να μας ειδοποιήσει ότι η φωτιά πήρε διστάσεις. Όταν πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος σε 1,5 λεπτό είχε φτάσει το σπίτι μας. Εμείς είχαμε φορτώσει το αμάξι να φύγουμε. Δυστυχώς, μέσα στον πανικό χάθηκαν τα κλειδιά του αυτοκίνητου και είχε κοπεί το ρεύμα... Μπήκαμε στο αμάξι. Δεν έβρισκα όμως τα κλειδιά και είπα στη γυναίκα μου και το παιδί να φύγουν και ότι εγώ θα μείνω πίσω να σώσω τη μητέρα μου, ήταν 92 ετών. Προσπαθούσα να τη βγάλω από το αμάξι και ενώ είχα αρχίσει να καίγομαι στην πλάτη. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τη βγάλω, σκέφτηκα ότι είχα μια οικογένεια. Την άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένειά μου. Αυτή είναι μία κατάσταση που δεν πρέπει κανείς να ζήσει… Πρόλαβα τους δικούς μου στην άκρη του δρόμου και τρέξαμε προς την παραλία. Στην Ποσειδώνος είδαμε το πρώτο πυροσβεστικό αλλά εκεί που ήταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Φτάσαμε στην παραλία και μπήκαμε στο νερό. Άρχισε να βρέχει φωτιά. Αυτό κράτησε ένα μισάωρο. Υπήρχε φοβερά πυκνός καπνός και προσπαθούσαμε να ξεπλένουμε στόμα και ρουθούνια στη θάλασσα. Μείναμε έτσι τρεις ώρες. Όταν μας παρέλαβαν τα καΐκια ήταν 9 το βράδυ. Μας φόρτωσαν τα καΐκια και ήμασταν όλοι στην αρχή υποθερμίας. Μας έβγαλαν στη Ραφήνα. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο εκεί».
Οργισμένος ο μάρτυρας τόνισε πως οι ισχυρισμοί στελεχών της τότε κυβέρνησης ότι δεν ήξεραν για νεκρούς ήταν ψέμα. «Έχω χάσει πλέον την εμπιστοσύνη μου στον θεσμό του ελληνικού κράτους. Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για μας, που κοστολογεί την ανθρωπινή ζωή με 10.000 ευρώ. Τοποθετεί ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης, οι οποίο δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Κανείς μας δεν άξιζε να περάσει αυτό», σημείωσε.
Στην δική του περιγραφή, ο κ. Ορέστης Τζίντζας είπε πως ενημερώθηκε από τη σύζυγό του γείτονά τους στον Νέο Βουτζά ότι δεν υπήρχε καμία ενημέρωση των πολιτών για εκκένωση και πως είχαν καλέσει στην Πυροσβεστική και η απάντηση που πήραν ήταν: «Κάντε ό,τι νομίζετε».
Σύμφωνα με τον μάρτυρα, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής είπαν ότι ενώ η φωτιά τους έζωνε, είδαν μόνο ένα ελικόπτερο να κάνει ρίψη. Η μητέρα του μαζί με γείτονά της μπήκαν στο αμάξι να φύγουν. Την επομένη και ενώ η μητέρα του με τον οδηγό του αυτοκινήτου ήταν αγνοούμενοι όλη τη νύχτα, ο μάρτυρας έφθασε στην περιοχή. «Περίπου 600 μέτρα από το σπίτι, είδα το αυτοκίνητο να είναι στην άκρη του δρόμου. Μας είπαν ότι βρέθηκαν δυο πτώματα, ένα στη θέση του οδηγού και ένα στη θέση του συνοδηγού. Ειδοποιήθηκα ότι η μητέρα μου και ο κ. Βασίλης, ο γείτονάς μας, είναι αγνοούμενοι. Γύρισα το επόμενο το πρωί, θεωρώντας ότι η μητέρα μου είναι αγνοούμενη…. Έδωσα δείγμα dna και έγινε η ταυτοποίηση. Ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, υπήρχε χρόνος να αντιδράσουν», επεσήμανε.
Ακόμη ένας μάρτυρας που έχασε την μητέρα του, ο κ. Δημήτρης Σιαπέρας, κατέθεσε πως την ίδια ώρα που συγγενής του είχε μιλήσει για τον χαμό της γυναίκας, η επίσημη θέση της κυβέρνησης ήταν πως «δεν υπάρχουν νεκροί».
Ο μάρτυρας, ο οποίος μίλησε για «πλήρη ασυνεννοησία», υπογράμμισε πως όταν βρήκε τη μητέρα του «δεν ήταν απανθρακωμένη. Τη βρήκα αλλοιωμένη. Η φωτιά είχε περάσει τόσο γρήγορα... Πήγα στους πυροσβέστες για βοήθεια. Καμία ανταπόκριση. Ο ξάδελφός μου είχε μιλήσει live στο δελτίο του Ant1 και είπε: «Βρήκαμε τη θεία μου απανθρακωμένη και αυτό την ώρα που λέγανε ότι δεν υπήρχαν νεκροί. Θέλω να το αναφέρω αυτό για την ιστορία».
Η αδελφή του μάρτυρα, κ. Κωνσταντίνα Σιαπέρα, κατέθεσε: «Την βρήκε ο αδελφός μου στο σπίτι του θείου μου... Η μητέρα μου δεν είχε καεί, είχε περάσει το θερμικό κύμα και έτσι είχε πεθάνει. Αιτία θανάτου ήταν «θερμικά εγκαύματα». Ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν έφυγαν. Μου είπε ότι δεν τους ειδοποίησαν, ότι δεν υπήρχε κανείς. Ότι ζητούσε βοήθεια και δεν υπήρχε κανείς. Κανένα σχέδιο. Άδικα έφυγαν τόσοι άνθρωποι. Στην Κινέτα, που ήταν η θεία μου, είχαν πάρει εντολή για εκκένωση, δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο διαφορετική ενημέρωση».
Η δίκη συνεχίζεται με καταθέσεις και άλλων μαρτύρων.
ΣΧΟΛΙΑ