Φοροδιαφυγή: Πώς χάνονται τέσσερις ΕΝΦΙΑ τον χρόνο
19/05/2024 11:15
19/05/2024 11:15
Όταν η συζήτηση επικεντρώνεται στη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Έξι στους δέκα επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους και εννέα στους δέκα αγρότες εμφανίζονται στην Εφορία με ετήσια εισοδήματα που δεν υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ.
Αν πιστέψουμε τις φορολογικές δηλώσεις, αναφέρουν «Τα Νέα» η Ελλάδα δεν έχει πλούσιους. Ατομικό εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ δηλώνουν λιγότεροι από 27.000 πολίτες σε σύνολο 8,9 εκατ. φορολογουμένων, ενώ οι τέσσερις στους δέκα εμφανίζονται να ζουν με 5.000 ευρώ τον χρόνο.
Από το σύνολο των περίπου 330.000 νομικών προσώπων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μόλις 18.335 δηλώνουν φορολογητέα κέρδη άνω των 150.000 ευρώ. Αντίθετα, 209.578 επιχειρήσεις ή 6 στις 10 δηλώνουν ζημιές ή μηδενικά κέρδη.
Η χώρα «μετράει» περίπου 9 εκατομμύρια φορολογουμένους οι οποίοι συμπληρώνουν κάθε χρόνο 6,6 εκατομμύρια δηλώσεις και δηλώνουν εισοδήματα 91,67 δισ. ευρώ τα οποία μαζί με τα τεκμήρια αγγίζουν τα 97 δισ. ευρώ και σηκώνουν φορολογικά βάρη 10 δισ. ευρώ. Από τα 91,67 δισ. ευρώ εισοδημάτων που δήλωσαν το 2023 τα φυσικά πρόσωπα, τα 70,17 δισ. ευρώ (78,5%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις και μόλις τα 5,13 δισ. ευρώ (5,6%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7,5% αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα).
Τα βάρη δεν μοιράζονται αναλογικά. Σε σύνολο 8,9 εκατομμυρίων φορολογουμένων, οι 990.000 εμφανίζουν ατομικό φορολογητέο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ τον χρόνο και πληρώνουν το 69% του συνόλου των φόρων, ενώ στο μέτωπο των νομικών προσώπων μόλις 317 επιχειρήσεις πλήρωσαν το 41% του συνόλου των φόρων.
Τι δείχνουν όλα αυτά τα στοιχεία; Ότι η πλειονότητα των φορολογουμένων ζει με πενιχρά εισοδήματα ή ότι μεγάλο μέρος των πραγματικών εισοδημάτων είναι άφαντο στην Εφορία.
Η «γκρίζα οικονομία»
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις η φοροδιαφυγή στη χώρα κυμαίνεται στα 8 με 10 δισ. ευρώ τον χρόνο με την παραοικονομία να είναι πολλαπλάσια και να κινείται στην περιοχή των 40 με 45 δισ. ευρώ. Ο όγκος της παραοικονομίας περιλαμβάνει μια σειρά από αδήλωτες, «κρυφές» συναλλαγές σε όλη την οικονομική δραστηριότητα, από λαθρεμπόριο μέχρι τα ιδιαίτερα μαθήματα και την ταβέρνα που δεν κόβει αποδείξεις.
Η συνολική εικόνα της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, να εκτιμά ότι η «γκρίζα οικονομία» ανέρχεται περίπου στο 20,9% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας.
Η απόσταση που υπάρχει μεταξύ καταναλωτικών δαπανών και δηλωθέντων εισοδημάτων αποδίδεται στον υψηλό πληθωρισμό, τη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία
Αν συγκρίνει κανείς το ετήσιο εισόδημα που δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα στην ΑΑΔΕ με την τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι η καταναλωτική δαπάνη είναι πολύ υψηλότερη. Οπως έχει δηλώσει ο Γιάννης Στουρνάρας η διαφορά αυτή, η οποία διαχρονικά στην περίοδο 2015-2021 κυμαίνεται μεταξύ 36 και 49 δισ. ευρώ, αποτελεί ένδειξη της παραοικονομίας. Αν και η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή δεν είναι ταυτόσημες έννοιες, μπορεί όμως να χρησιμεύσει ως δείκτης του μεγέθους της φοροδιαφυγής.
Το 2021 η καταναλωτική δαπάνη σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματα ήταν υψηλότερη κατά περίπου 40 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 η διαφορά έφτασε στα 47 δισ. ευρώ.
Η απόσταση που υπάρχει μεταξύ καταναλωτικών δαπανών και δηλωθέντων εισοδημάτων αποδίδεται στον υψηλό πληθωρισμό, τη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία. Ωστόσο υπάρχει και η παράμετρος των φοροαπαλλαγών και άλλων αδήλωτων αφορολόγητων εισοδημάτων, τα οποία προφανώς μπαίνουν στην κατανάλωση δεν καταγράφονται όμως στα συνολικά δηλωθέντα φορολογητέα εισοδήματα.
Τα τελευταία χρόνια με τα μέτρα, τις παρεμβάσεις, τη διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και να νέα ελεγκτικά «όπλα» η φοροδιαφυγή έχει περιοριστεί αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καθώς μόνο από τις απώλειες του ΦΠΑ η χώρα χάνει έναν ΕΝΦΙΑ κάθε χρόνο. Συνολικά από τη φοροδιαφυγή κάθε χρόνο χάνουμε έσοδα που αντιστοιχούν σε 3 με 4 ΕΝΦΙΑ.
Τα πραγματικά μεγέθη
Σε έκθεση της Eurobank για την παραοικονομία στην Ελλάδα, οι οικονομικοί αναλυτές της τράπεζας εκτιμούν ότι το μέγεθος της παραοικονομίας διαμορφώνεται στα 40 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η συνολική παραοικονομία είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από τους παραπάνω υπολογισμούς:
1. Σε αυτούς τους υπολογισμούς δεν περιλαμβάνεται η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των νομικών προσώπων. Ενδείξεις για αυτά τα μεγέθη παρέχονται τόσο από την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων συγκριτικά με τα καθαρά κέρδη που δηλώνουν.
2. Το μέγεθος του αποκαλούμενου «κενού ΦΠΑ», το οποίο – παρά την αισθητή υποχώρησή του την περασμένη δεκαετία – παραμένει αναλογικά το τρίτο υψηλότερο στην ευρωζώνη και υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ 27. Αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος των αποθεμάτων, καθιστά πιθανή μία συστηματική υποεκτίμηση της δαπάνης λόγω ατελούς συμπερίληψης της φοροδιαφυγής.
3. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΑΑΔΕ, οι οποίες αν και τυπικά δεν αποτελούν τμήμα της σκιώδους οικονομίας, επιδεινώνουν τις συνέπειές της.
Κενό ΦΠΑ
Σύμφωνα με τη μελέτη της Eurobank η φοροδιαφυγή στους άμεσους φόρους είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από τη φοροδιαφυγή στους έμμεσους φόρους, όπως οι δεύτεροι προσεγγίζονται από το κενό ΦΠΑ.
Το κενό ΦΠΑ, δηλαδή τα χρήματα που χάνει το Δημόσιο από τη μη είσπραξη ΦΠΑ, έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια καθώς από το 23%, όπως το υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2018, περιορίστηκε στο 17,8% το 2021, τώρα έχει μειωθεί περίπου στο 15% και στόχος της κυβέρνησης είναι να φτάσει στο 9% έως το 2027.
Τον περασμένο Νοέμβριο η Κομισιόν δημοσίευσε έκθεση που παρουσίαζε το έλλειμμα του ΦΠΑ για το 2021 στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με αυτήν η Ελλάδα κατέλαβε την τρίτη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ με το μεγαλύτερο έλλειμμα ΦΠΑ, με τη Ρουμανία να καταλαμβάνει την πρώτη θέση με ποσοστό 36,7% και τη Μάλτα στη δεύτερη θέση με 25,7%. Το «κενό ΦΠΑ» στην Ελλάδα ανήλθε σε 3,231 δισ. ευρώ καταγράφοντας μείωση της τάξεως του 3,2% σε σχέση με το 2020, όπου το έλλειμμα ΦΠΑ ανήλθε σε 3,426 δισ. ευρώ.
Όταν η συζήτηση επικεντρώνεται στη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Έξι στους δέκα επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους και εννέα στους δέκα αγρότες εμφανίζονται στην Εφορία με ετήσια εισοδήματα που δεν υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ.
Αν πιστέψουμε τις φορολογικές δηλώσεις, αναφέρουν «Τα Νέα» η Ελλάδα δεν έχει πλούσιους. Ατομικό εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ δηλώνουν λιγότεροι από 27.000 πολίτες σε σύνολο 8,9 εκατ. φορολογουμένων, ενώ οι τέσσερις στους δέκα εμφανίζονται να ζουν με 5.000 ευρώ τον χρόνο.
Από το σύνολο των περίπου 330.000 νομικών προσώπων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μόλις 18.335 δηλώνουν φορολογητέα κέρδη άνω των 150.000 ευρώ. Αντίθετα, 209.578 επιχειρήσεις ή 6 στις 10 δηλώνουν ζημιές ή μηδενικά κέρδη.
Η χώρα «μετράει» περίπου 9 εκατομμύρια φορολογουμένους οι οποίοι συμπληρώνουν κάθε χρόνο 6,6 εκατομμύρια δηλώσεις και δηλώνουν εισοδήματα 91,67 δισ. ευρώ τα οποία μαζί με τα τεκμήρια αγγίζουν τα 97 δισ. ευρώ και σηκώνουν φορολογικά βάρη 10 δισ. ευρώ. Από τα 91,67 δισ. ευρώ εισοδημάτων που δήλωσαν το 2023 τα φυσικά πρόσωπα, τα 70,17 δισ. ευρώ (78,5%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις και μόλις τα 5,13 δισ. ευρώ (5,6%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7,5% αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα).
Τα βάρη δεν μοιράζονται αναλογικά. Σε σύνολο 8,9 εκατομμυρίων φορολογουμένων, οι 990.000 εμφανίζουν ατομικό φορολογητέο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ τον χρόνο και πληρώνουν το 69% του συνόλου των φόρων, ενώ στο μέτωπο των νομικών προσώπων μόλις 317 επιχειρήσεις πλήρωσαν το 41% του συνόλου των φόρων.
Τι δείχνουν όλα αυτά τα στοιχεία; Ότι η πλειονότητα των φορολογουμένων ζει με πενιχρά εισοδήματα ή ότι μεγάλο μέρος των πραγματικών εισοδημάτων είναι άφαντο στην Εφορία.
Η «γκρίζα οικονομία»
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις η φοροδιαφυγή στη χώρα κυμαίνεται στα 8 με 10 δισ. ευρώ τον χρόνο με την παραοικονομία να είναι πολλαπλάσια και να κινείται στην περιοχή των 40 με 45 δισ. ευρώ. Ο όγκος της παραοικονομίας περιλαμβάνει μια σειρά από αδήλωτες, «κρυφές» συναλλαγές σε όλη την οικονομική δραστηριότητα, από λαθρεμπόριο μέχρι τα ιδιαίτερα μαθήματα και την ταβέρνα που δεν κόβει αποδείξεις.
Η συνολική εικόνα της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, να εκτιμά ότι η «γκρίζα οικονομία» ανέρχεται περίπου στο 20,9% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας.
Η απόσταση που υπάρχει μεταξύ καταναλωτικών δαπανών και δηλωθέντων εισοδημάτων αποδίδεται στον υψηλό πληθωρισμό, τη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία
Αν συγκρίνει κανείς το ετήσιο εισόδημα που δηλώνουν τα φυσικά πρόσωπα στην ΑΑΔΕ με την τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι η καταναλωτική δαπάνη είναι πολύ υψηλότερη. Οπως έχει δηλώσει ο Γιάννης Στουρνάρας η διαφορά αυτή, η οποία διαχρονικά στην περίοδο 2015-2021 κυμαίνεται μεταξύ 36 και 49 δισ. ευρώ, αποτελεί ένδειξη της παραοικονομίας. Αν και η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή δεν είναι ταυτόσημες έννοιες, μπορεί όμως να χρησιμεύσει ως δείκτης του μεγέθους της φοροδιαφυγής.
Το 2021 η καταναλωτική δαπάνη σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματα ήταν υψηλότερη κατά περίπου 40 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 η διαφορά έφτασε στα 47 δισ. ευρώ.
Η απόσταση που υπάρχει μεταξύ καταναλωτικών δαπανών και δηλωθέντων εισοδημάτων αποδίδεται στον υψηλό πληθωρισμό, τη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία. Ωστόσο υπάρχει και η παράμετρος των φοροαπαλλαγών και άλλων αδήλωτων αφορολόγητων εισοδημάτων, τα οποία προφανώς μπαίνουν στην κατανάλωση δεν καταγράφονται όμως στα συνολικά δηλωθέντα φορολογητέα εισοδήματα.
Τα τελευταία χρόνια με τα μέτρα, τις παρεμβάσεις, τη διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και να νέα ελεγκτικά «όπλα» η φοροδιαφυγή έχει περιοριστεί αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καθώς μόνο από τις απώλειες του ΦΠΑ η χώρα χάνει έναν ΕΝΦΙΑ κάθε χρόνο. Συνολικά από τη φοροδιαφυγή κάθε χρόνο χάνουμε έσοδα που αντιστοιχούν σε 3 με 4 ΕΝΦΙΑ.
Τα πραγματικά μεγέθη
Σε έκθεση της Eurobank για την παραοικονομία στην Ελλάδα, οι οικονομικοί αναλυτές της τράπεζας εκτιμούν ότι το μέγεθος της παραοικονομίας διαμορφώνεται στα 40 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η συνολική παραοικονομία είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από τους παραπάνω υπολογισμούς:
1. Σε αυτούς τους υπολογισμούς δεν περιλαμβάνεται η φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των νομικών προσώπων. Ενδείξεις για αυτά τα μεγέθη παρέχονται τόσο από την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων συγκριτικά με τα καθαρά κέρδη που δηλώνουν.
2. Το μέγεθος του αποκαλούμενου «κενού ΦΠΑ», το οποίο – παρά την αισθητή υποχώρησή του την περασμένη δεκαετία – παραμένει αναλογικά το τρίτο υψηλότερο στην ευρωζώνη και υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ 27. Αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος των αποθεμάτων, καθιστά πιθανή μία συστηματική υποεκτίμηση της δαπάνης λόγω ατελούς συμπερίληψης της φοροδιαφυγής.
3. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την ΑΑΔΕ, οι οποίες αν και τυπικά δεν αποτελούν τμήμα της σκιώδους οικονομίας, επιδεινώνουν τις συνέπειές της.
Κενό ΦΠΑ
Σύμφωνα με τη μελέτη της Eurobank η φοροδιαφυγή στους άμεσους φόρους είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από τη φοροδιαφυγή στους έμμεσους φόρους, όπως οι δεύτεροι προσεγγίζονται από το κενό ΦΠΑ.
Το κενό ΦΠΑ, δηλαδή τα χρήματα που χάνει το Δημόσιο από τη μη είσπραξη ΦΠΑ, έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια καθώς από το 23%, όπως το υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2018, περιορίστηκε στο 17,8% το 2021, τώρα έχει μειωθεί περίπου στο 15% και στόχος της κυβέρνησης είναι να φτάσει στο 9% έως το 2027.
Τον περασμένο Νοέμβριο η Κομισιόν δημοσίευσε έκθεση που παρουσίαζε το έλλειμμα του ΦΠΑ για το 2021 στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με αυτήν η Ελλάδα κατέλαβε την τρίτη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ με το μεγαλύτερο έλλειμμα ΦΠΑ, με τη Ρουμανία να καταλαμβάνει την πρώτη θέση με ποσοστό 36,7% και τη Μάλτα στη δεύτερη θέση με 25,7%. Το «κενό ΦΠΑ» στην Ελλάδα ανήλθε σε 3,231 δισ. ευρώ καταγράφοντας μείωση της τάξεως του 3,2% σε σχέση με το 2020, όπου το έλλειμμα ΦΠΑ ανήλθε σε 3,426 δισ. ευρώ.
ΣΧΟΛΙΑ