Εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων: Η διασφάλιση(;) των μετόχων μειοψηφίας
Το καταστατικό μιας εταιρείας είναι ο «νόμος» που διέπει (συμπληρωματικά με το εκάστοτε ισχύον θεσμικό πλαίσιο) τη λειτουργία της. Το καταστατικό όμως δεν αρκεί, πάντοτε, για τη ρύθμιση του συνόλου των συναφών σχέσεων. Ιδίως εκείνων που αναπτύσσονται μεταξύ των μετόχων. Παρουσιάζεται, τότε, η ανάγκη για πρόσθετες συμφωνίες. Συμφωνίες που είτε κινούνται στα όρια του νόμου είτε δεν είναι επιθυμητό να έχουν δημοσιότητα. Μιλάμε, στην περίπτωση αυτή, για εξωεταιρικές (παραεταιρικές ή εξωκαταστατικές) συμφωνίες. Ποια όμως η αξία τους; Ποια η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει ο νόμος και η νομολογία στις συγκεκριμένες συμφωνίες;
Το συγκεκριμένο θέμα μοιάζει (και είναι) τεράστιο. Ας επιχειρήσουμε, όμως, μία σύντομη και ουσιαστική προσέγγισή του. Υπό το πρίσμα, ιδίως, της ΑΕ.
Η έννοια των εξωεταιρικών συμφωνιών
Εξωεταιρικές συμφωνίες, κατά τη νομολογία, είναι οι «αυτοτελείς, γραπτές ή προφορικές δεσμεύσεις ενοχικής φύσης, που υποχρεώνουν τους συμβληθέντες (και μόνο αυτούς) σε ορισμένη συμπεριφορά πέρα από την έναντι της εταιρείας συμπεριφορά που επιβάλλουν οι καταστατικές διατάξεις και ο νόμος».
Από τα πλέον συνήθη παραδείγματα τέτοιων συμφωνιών είναι εκείνες που αναφέρονται στην άσκηση, προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, του δικαιώματος ψήφου στη Γενική Συνέλευση και στο διοικητικό συμβούλιο.
Οι στοχεύσεις. Τα εξυπηρετούμενα συμφέροντα
Οι εξωεταιρικές συμφωνίες δεν συνάπτονται για να προάγουν τα συμφέροντα της εταιρείας. Κεντρική στόχευση τους αποτελεί η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των συμβαλλομένων μετόχων. Κατά βάση των μειοψηφούντων. Οι μειοψηφούντες λοιπόν είναι εκείνοι που, κατά κανόνα, θα αξιώσουν τη σύναψή της. Ως προαπαιτούμενο για την είσοδό τους στην εταιρεία και τη διασφάλιση της επένδυσής τους. Ως εχέγγυο λειτουργίας της εταιρείας με βάση συγκεκριμένους, προσυμφωνημένους, κανόνες. Ως μέσο δέσμευσης των πλειοψηφούντων προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ως εργαλείο δημιουργίας ισχυρών μειοψηφιών -με δικαιώματα διευρυμένα σε σχέση με εκείνα που από το νόμο και το καταστατικό αναγνωρίζονται στους μετόχους μειοψηφίας. Ως «καταστατικό χάρτη» των συμπραττόντων, με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών μειοψηφιών (ή πλειοψηφίας) και απόλαυσης των συναφών-αναλογούντων δικαιωμάτων.
Το νομικό καθεστώς των εξωεταιρικών συμφωνιών
Οι εξωεταιρικές συμφωνίες δεν καλύπτονται από αυτοτελή νομοθετική ρύθμιση.
Δεν προβλέπονται και δεν κατοχυρώνονται από ειδική διάταξη νόμου.
Παρόλα αυτά, η συνομολόγηση και ρύθμιση τέτοιων συμφωνιών είναι, καταρχήν, επιτρεπτή. Επαφίεται στην ελευθερία των συμβάσεων. Ελεύθερα λοιπόν, κατά βάση, μπορεί να διαμορφωθεί το περιεχόμενό τους. Ελεύθερες επίσης και οι επιμέρους ρυθμίσεις, που θέτουν τις κυρώσεις για την περίπτωση της παραβίασής τους.
Η εξασφάλιση της τήρησης εξωεταιρικής συμφωνίας
Η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας δημιουργεί αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του παραβάτη.
Δεν είναι ασύνηθες να συνομολογείται, επιπρόσθετα -για τη διασφάλιση της πιστής εφαρμογής της, ποινική ρήτρα. Η αντισυμβατική συμπεριφορά επιφέρει την κατάπτωσή της. Το δικαστήριο όμως είναι τελικά εκείνο που θα αποφασίσει την κατάπτωσή της ή μη. Επίσης, την ενδεχόμενη μείωσή της στο «προσήκον μέτρο».
Η τήρηση μιας εξωεταιρικής συμφωνίας είναι δυνατό να επιδιωχθεί και με άλλα, πρόσθετα, μέτρα.
Η ισχύς και δεσμευτικότητα των εξωεταιρικών συμφωνιών
Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι ενοχικές φύσεως. Διέπονται, ως εκ τούτου, από το αστικό δίκαιο.
Αναφορικά με τη σχέση μεταξύ αυτών και των καταστατικών προβλέψεων έχουν διατυπωθεί, στη θεωρία, δύο διακριτές απόψεις. Κατά την κρατούσα (:«θεωρία του χωρισμού»), οι εξωεταιρικές συμφωνίες, λόγω τις διαφορετικής τους νομικής φύσης, βαίνουν παράλληλα προς τις καταστατικές ρυθμίσεις. Οι καταστατικές ρυθμίσεις, κατά την ίδια θεωρία, είναι εκείνες που υπερισχύουν έναντι των εξωεταιρικών.
Οι συνέπειες (και αξιώσεις) από την παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας
Είναι σημαντικός ο, κατά τα προαναφερθέντα, ενοχικός χαρακτήρας των εξωεταιρικών συμφωνιών. Η εκάστοτε εξωεταιρική συμφωνία των μετόχων, «…ισχύει μεταξύ των σ’ αυτή συμβληθέντων, μη έχουσα συνέπειες εταιρικού δικαίου και μη δεσμεύουσα…» όσους δεν έχουν συμβληθεί.
Οι αξιώσεις, επομένως, που εγείρονται σε περιπτώσεις παραβίασής τους αφορούν την καταβολή αποζημίωσης. Και την κατάπτωση, αυτονοήτως, ποινικής ρήτρας -εφόσον μία τέτοια έχει συνομολογηθεί.
Στις περιπτώσεις που μέσω των εξωεταιρικών συμφωνιών επιδιώκεται η προάσπιση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, ο μειοψηφών μέτοχος δεν έχει το δικαίωμα, σε περίπτωση παραβίασης, να επιδιώξει την εκτέλεσή τους. Στο σημείο αυτό, ακριβώς, εστιάζεται και ο κίνδυνος που διατρέχει ο καλόπιστος συμβαλλόμενος σε μία εξωεταιρική συμφωνία. Να την παραβιάσει, δηλαδή, σκοπίμως ο κακόπιστος χωρίς να καθίσταται εφικτό να εξαναγκαστεί δικαστικά η εφαρμογή της.
Γίνεται όμως δεκτό πως η παραβίαση εξωεταιρικής συμφωνίας είναι δυνατό να επιφέρει ακυρότητα απόφασης γενικής συνέλευσης των μετόχων που ελήφθη κατά παράβασή της. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί νομολογιακά η ακυρότητα απόφασης γενικής συνέλευσης των μετόχων ένεκα (καταχρηστικής) παραβίασης εξωεταιρικής συμφωνίας.
Η εγκυρότητα (και ακυρότητα) εξωεταιρικών συμφωνιών
Οι εξωεταιρικές συμφωνίες, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι (καταρχήν) επιτρεπτές. Θεμελιώνονται νομοθετικά στην ελευθερία των συμβάσεων. Το περιεχόμενο τους επαφίεται στη βούληση των συμβαλλομένων.
Αυτονοήτως, λοιπόν, οι εξωεταιρικές συμφωνίες ελέγχονται ως προς το κύρος τους, όπως και κάθε σύμβαση. Ισχύουν δηλαδή, και στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι ακυρωσίας λόγω πλάνης, απάτης και απειλής. Βεβαίως και οι λόγοι ακυρότητας. Δεν νοείται, λ.χ., να αντίκεινται στα χρηστά ήθη.
Παράλληλα, όμως, οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι έγκυρες, εφόσον δεν παραβιάζουν διατάξεις του καταστατικού, του εταιρικού δικαίου ή άλλες δημόσιας τάξης.
Έχει κριθεί νομολογιακά, λ.χ., πως η «…υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη».
Ειδικά: το θέμα της ομοφωνίας
Ένα από τα θέματα που, όχι σπάνια, απασχολεί τους μετόχους μειοψηφίας είναι η (δυνατότητα ή μη) αξίωσης ομοφωνίας. Έχει κριθεί πως η υποχρέωση «… ομοφωνίας στη λήψη των αποφάσεων για ζητήματα αρμοδιότητας και λειτουργίας τόσο της γ.σ. όσο και του δ.σ. αντιβαίνει στην έννοια των χρηστών ηθών... και… περιορίζει υπέρμετρα την ελεύθερη άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων από τους μετόχους».
Ο νόμος και το καταστατικό μίας (ανώνυμης) εταιρείας δεν είναι πάντοτε εφικτό να καλύψουν τις σύνθετες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μετόχων της. Να διασφαλίσουν τις πάντοτε επιθυμητές, μεταξύ τους, ισορροπίες. Να διαχειριστούν επιτυχώς προβλήματα που είναι δυνατό να αναφυούν στο μέλλον. Να απαντήσουν (παρόντες ή/και μελλοντικούς) προβληματισμούς.
Οι εξωεταιρικές συμφωνίες είναι εκείνες που επιχειρούν να δώσουν λύσεις. Η δεσμευτικότητά τους όμως μοιάζει (και είναι) σε νομικό επίπεδο περιορισμένη.
Η προσπάθεια ενίσχυσής τους είναι δυνατό να αποβεί, εντέλει, σε βάρος εκείνου τα δικαιώματα του οποίου στοχεύει να διασφαλίσει.
Οι διατάξεις τους αποδεικνύονται, πάντοτε, κρίσιμες.
Οι διατυπώσεις τους επίσης.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23 Αυγούστου 2020