Ένα άλυτο μυστήριο αποτελεί ο αριθμός των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στον νομό Καβάλας μιας και στις πλατφόρμες είναι αναρτημένο μόνο ένα κλάσμα όσων φαίνεται να λειτουργούν σε κάθε περιοχή. Τα διαμερίσματα τύπου Airbnb αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο κάθε χρόνο, παράλληλα με την αύξηση των συμβατικών καταλυμάτων, όσο η περιοχή σπάει το ένα ρεκόρ τουρισμού μετά το άλλο. Η ανοικοδόμηση και οι μετατροπές κινούνται με φρενήρεις ρυθμούς και η τουριστική ανάπτυξη έχει προκαλέσει απότομη επαγγελματική στροφή για χιλιάδες κατοίκους του νομού, οι οποίοι ζουν πλέον μόνο από τον τουρισμό.
Το δυναμικό των καταλυμάτων στην ΠΕ Καβάλας δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που υπήρχε μία δεκαετία. Την περίοδο 2010-2013, τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης στην περιοχή ήταν μετρημένα στα δάχτυλα. Το 2017 σημειώνεται η «έκρηξη» στα Airbnb σε Καβάλα και Θάσο, η οποία ανακόπηκε προσωρινά την περίοδο 2020-2021 αλλά συνεχίζει ακάθεκτα από τη σεζόν του 2022 και μετά. Ταυτόχρονα με τα χιλιάδες σπίτια που μετατράπηκαν σε ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης, αυξήθηκε κατακόρυφα και η ανοικοδόμηση «κανονικών» καταλυμάτων, τόσο σε ήδη αναπτυγμένες περιοχές (Ν. Πέραμος, Ν. Ηρακλείτσα κ.ά.) όσο και σε περιοχές που άλλαξαν ξαφνικά χαρακτήρα. Το ήσυχο Παλιό που για δεκαετίες ήταν ο οικισμός των εξοχικών των Καβαλιωτών, ή το πάλαι ποτέ ψαροχώρι της Κεραμωτής που αποτελούσε απλώς «πέρασμα» για τις ορδές τουριστών προς τη Θάσο, είναι πλέον δύο από τους δημοφιλέστερους προορισμούς στον νομό. Σήμερα στο Παλιό και τη βόρεια Θάσο, καταγράφονται οι υψηλότερες τιμές ανά διανυκτέρευση.
Στις εποχές προ Airbnb, η ηπειρωτική Καβάλα διέθετε πάνω από 5.000 κλίνες ξενοδοχείων και ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων ενώ η Θάσος πλησίαζε τις 25.000 κλίνες. Σήμερα, δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη πηγή, είτε από δημόσιο φορέα ή από ιδιωτικό οργανισμό, που να αποτυπώνει με ακρίβεια τον αριθμό των διαθέσιμων κλινών ως άθροισμα των συμβατικών καταλυμάτων και των Airbnb. Οι εκτιμήσεις χαρακτηρίζονται από ένα χαοτικό εύρος, από 50 έως 90 χιλιάδες κλίνες.
«Φως» στα πραγματικά δεδομένα μπορούν να ρίξουν πλατφόρμες κρατήσεων όπως η booking.com όμως μόνο εν μέρει. Για παράδειγμα, στη Θάσο το 2014 υπήρχαν περί τις 200 καταχωρήσεις, το 2017 έφτασαν τις 1.000 ενώ το 2024 πλησιάζουν τις 2.000. Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται στο σύνολο των διαθέσιμων καταλυμάτων όλων των τύπων (ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, σπίτια κ.λπ.).
Σήμερα η πλατφόρμα περιλαμβάνει καταχωρήσεις 3.800 καταλυμάτων μόνο στην παραλιακή ζώνη του νομού Καβάλας, με το 51% να αντιστοιχεί στη Θάσο, το 21% στην πόλη της Καβάλας, 6% στο Παλιό, 13% στις περιοχές Νέας Ηρακλείτσας και Νέας Περάμου, 5% στην περιοχή Κάριανης και παραλίας Οφρυνίου και 4% στην Κεραμωτή. Εκατοντάδες επιπλέον καταλύματα λειτουργούν στην ενδοχώρα του νομού, ακόμη και σε ορεινά χωριά. Οι αριθμοί των εγγραφών, ειδικά στην παραλιακή ζώνη, αμφισβητούνται σχεδόν από κάθε τοπικό παράγοντα της τουριστικής αγοράς αφού είναι απίθανο π.χ. η ραγδαία αναπτυσσόμενη Παραλία Οφρυνίου να διαθέτει μόνο 130 καταλύματα ή η πρωτεύουσα του νομού να διαθέτει μόνο 800, όπως δείχνει η βασική πλατφόρμα κρατήσεων.
«Κάθε χρόνο προστίθενται 700 νέα υδρόμετρα για κατοικίες βραχυχρόνιας μίσθωσης στον δήμο Καβάλας» λέει στη «ΜτΚ» ο πρόεδρος της τοπικής ΔΕΥΑ, Απόστολος Χρόνης. Όπως εξηγεί, η συντριπτική πλειοψηφία των αιτήσεων που χειρίζεται η δημοτική επιχείρηση σχετίζεται με τοποθέτηση επιπλέον υδρομέτρων, από 2 έως και 6 ή 7, εκεί όπου μέχρι πρότινος υπήρχε μόνο 1. Πρόκειται στην ουσία για παλιά διαμερίσματα ή μονοκατοικίες που αγοράστηκαν, «έσπασαν» σε μικρά στούντιο των 20-25 τ.μ. και τα εκμεταλλεύονται νέοι ιδιοκτήτες για βραχυχρόνια εκμίσθωση. Η τοποθέτηση των επιπλέον υδρομέτρων είναι η λύση που επιλέγει συνήθως ένας ιδιοκτήτης πολλαπλών διαμερισμάτων, ώστε να αποφύγει τη συνολική χρέωση του νερού με την υψηλή κλίμακα τιμολόγησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΥΑ Καβάλας, η πόλη απέκτησε περισσότερες από 2.000 κατοικίες τύπου Airbnb μόνο την τελευταία τριετία. Αν όμως στις πλατφόρμες εμφανίζονται μόνο οι 800, πώς λαμβάνουν κρατήσεις και «γεμίζουν» οι υπόλοιπες 1.200;
Την απάντηση δίνει Καβαλιώτης επαγγελματίας, που τα τελευταία επτά χρόνια έχει ως κύριο επάγγελμά του την εκμετάλλευση καταλυμάτων, έχοντας κάνει κανονικά έναρξη στην εφορία. Όπως εξηγεί, ένας ιδιώτης που λειτουργεί νομίμως, πρέπει από τον τζίρο των διαμερισμάτων του να καταβάλλει 15-20% για προμήθειες στην πλατφόρμα των κρατήσεων. Το υπόλοιπο εισόδημα φορολογείται με την αυτοτελή φορολόγηση των εισοδημάτων από ενοίκια, η οποία είναι χαμηλή (15%) για εισοδήματα έως 12.000 ανά έτος. Από εκεί και πέρα, όμως εκτοξεύεται στο 35% και 45%. Δηλαδή ένας ιδιοκτήτης οροφοδιαμερίσματος το οποίο έχει μετατραπεί σε 4 στούντιο, από την εκμετάλλευσή του το καλοκαίρι και ενδεχομένως από οχτάμηνη εκμίσθωση το χειμώνα σε φοιτητές ή εκπαιδευτικούς, μπορεί να φτάσει να έχει π.χ. έως 60.000 τζίρο το έτος και να πρέπει να δώσει γύρω στις 12.000-14.000 ευρώ σε φόρους.
Το κόλπο με τους Βαλκάνιους
Ο ίδιος περιγράφει το κόλπο που βρήκαν πολλοί Έλληνες σε συνεργασία με Βαλκάνιους για να αποφύγουν τη μεγάλη φορολογία αλλά και τους περιορισμούς που μπήκαν με τη νομοθεσία στη βραχυχρόνια μίσθωση: «Εκμισθώνουν ένα ολόκληρο ακίνητο σε ιδιώτη ή εταιρεία, που εδρεύει συνήθως στη Βουλγαρία, σπανιότερα στη Ρουμανία. Δηλώνουν μικρό μίσθωμα, πάντα κάτω από την πρώτη κλίμακα φόρου. Συμφωνούν να παίρνουν ένα επιπλέον ποσό ‘στο χέρι’, δηλαδή ‘μαύρα’. Οι Βαλκάνιοι μεσάζοντες δέχονται κρατήσεις από ομοεθνείς τους, στους οποίους υπεκμισθώνουν το ακίνητο, και φορολογούνται στη χώρα τους, με τα εκεί δεδομένα, πάντα μόνο για όσες κρατήσεις δηλώνουν. Έτσι χιλιάδες Έλληνες ιδιοκτήτες ακινήτων στην περιοχή μας έχουν αδήλωτο εισόδημα, το οποίο οι ελληνικές αρχές δεν έχουν τρόπο να εντοπίσουν».
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 25.08.2024