ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο νέος "πτωχευτικός" νόμος: Η πτώχευση-ο τελευταίος(;) σταθμός

 09/03/2021 16:00

Με το άρθρο αυτό ολοκληρώνεται μια ενότητα αρθρογραφίας που σκοπό είχε την καλύτερη κατανόηση του νέου «πτωχευτικού» νόμου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε από τις βασικές πρόνοιες και καινοτομίες του, την αναγκαιότητα, το ρυθμιστικό πεδίο και τη σημασία του. Προχωρήσαμε στις επιμέρους προβλέψεις του. Πρώτος σταθμός η έγκαιρη προειδοποίηση. Ακολούθησε ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών και η διαδικασία της εξυγίανσης. Κλείνουμε, προσώρας, με αυτό που λογικώς αναμένουμε από κάθε πτωχευτικό νόμο (και που, εν τέλει, δεν αποτελεί παρά μόνον μια ενότητά του): την πτώχευση (: άρθρα 75 έως 211 του ν. 4738/2020).

Περιοριζόμαστε, κατ’ ανάγκη, στα κρισιμότερα: στην ανάδειξη, δηλαδή, της βούλησης του νομοθέτη όσον αφορά το σκοπό της πτώχευσης αλλά και των μέσων επίτευξής του.

Ο σκοπός της πτώχευσης και διαδικασία ρευστοποίησης.

Γενικά

Ως «προγραμματικός» σκοπός της πτώχευσης εξαγγέλλεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη. Με ποια, όμως, μέσα εξυπηρετείται;

Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος στοχεύει ρητά και αποκλειστικά, στην άμεση ρευστοποίηση, μέσω της οποίας αναμένεται να επιτευχθεί η «ταχεία επιστροφή παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις». Ο νέος «πτωχευτικός» νόμος όμως στερεί, από πιστωτές και οφειλέτη, το δικαίωμα να επιλέξουν την ανόρθωση της επιχείρησης του και να τερματίσουν, με τον τρόπο αυτό, την κηρυχθείσα πτώχευση.

Στο πλαίσιο του νέου «πτωχευτικού» νόμου, ο σύνδικος (τον οποίο έχει δικαίωμα να υποδείξει ο πιστωτής) προβαίνει «αμελλητί» στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη. Αρκεί, απλώς, να έχει ολοκληρώσει την απογραφή του (ενεργητικού).

Μετά (δε) την ολοκλήρωση της απογραφής (και) του παθητικού (:«εξέλεγξη πιστώσεων»), ο σύνδικος προβαίνει στη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού στους πιστωτές. Το προϊόν της ρευστοποίησης θα διανεμηθεί, ύστερα από την αφαίρεση των αναγκαίων δαπανών, στους πιστωτές.

Τα δύο είδη ρευστοποίησης

Όπως γνωρίζουμε, σε ρευστοποίηση υπόκειται είτε το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη (ή επιμέρους λειτουργικά της σύνολα) είτε τα κατ’ ιδίαν στοιχεία της.

Η ρευστοποίηση όμως του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη υπόκειται σε (ενίοτε δυσχερείς να επιτευχθούν) προϋποθέσεις. Μοιάζει, εκ του αποτελέσματος, να καταλήγουμε στην (ευκολότερη) ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων ως κανόνα-και υπό το καθεστώς του νέου νόμου.

Η συνέλευση, ωστόσο, των πιστωτών διατηρεί τον τελευταίο λόγο: αυτή είναι που θα εγκρίνει (ή όχι) την εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη ως συνόλου (ή επιμέρους λειτουργικών της συνόλων).

Είναι ενδεχόμενο να αξιολογήσει (:η συνέλευση των πιστωτών) πως δεν είναι συμφέρουσα η προσφορά που κατατέθηκε στο πλαίσιο του αναγκαίου δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού (που διενεργείται με μέριμνα του συνδίκου). Θα οδηγηθούμε τότε, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, στη ρευστοποίηση (μεν) των κατ’ ιδίαν (δε) περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Η ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων

Στην περίπτωση της ρευστοποίησης κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας διενεργείται, αντί του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, (ηλεκτρονικός πλέον) πλειστηριασμός.

Αν ο πλειστηριασμός αποβεί άγονος, θα επαναληφθεί με μειωμένη τιμή πρώτης προσφοράς. Αν αποβεί εκ νέου άγονος, εναπόκειται στην κρίση του εισηγητή η πλειστηρίαση χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς-πριν το εκπλειστηριαζόμενο καταλήξει, τελικά, στο Δημόσιο.

Οι πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου

Το εύρος εφαρμογής.

Είναι γνωστό πως το επιχειρηματικό βάρος (που αναλαμβάνουν) και το οικονομικό αποτύπωμα που έχουν οι «μικρές» επιχειρήσεις στη χώρα μας (και όχι μόνον), μοιάζει αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους τους. Το κεφάλαιο λοιπόν του νέου νόμου που τις αφορά, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο νέος νόμος διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού πλαισίου των «μικρών» πτωχεύσεων. Υπάγονται, πλέον, σε αυτές οι μικρές οντότητες. Σ’ αυτές εντάσσονται οι επιχειρήσεις που δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: (α) Σύνολο ενεργητικού: 4εκ.€, (β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 8εκ.€ και (γ) Μέσος όρος απασχολουμένων: 50 άτομα.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο τεράστιο αριθμό επιχειρήσεων αφορά και τι αντίκτυπο έχει αυτό στην οικονομία.

Τα «διαδικαστικά» και οι προϋποθέσεις

Στις «μικρές» λοιπόν πτωχεύσεις, αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, αντί του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είναι αρμόδιο για τις λοιπές.

Αξιοσημείωτο είναι το θεσπιζόμενο (και καινοφανές) τεκμήριο παύσης πληρωμών. Πληρούται όταν παραμένει ανεξόφλητο το 60% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του οφειλέτη προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (αντί του 40% που ισχύει για τις λοιπές πτωχεύσεις).

Η σχετική αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, γεγονός που συνιστά σημαντική αλλαγή.

Η ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη

Η ρευστοποίηση στην προκειμένη περίπτωση αφορά, αποκλειστικά, τη ρευστοποίηση των επιμέρους περιουσιακών του στοιχείων. Όχι την περιουσία ή επιχείρησή του εν συνόλω ούτε επιμέρους λειτουργικές τους ενότητες.

Προκειμένου όμως να κριθεί αν περιουσία του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη: (α) τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της και (β) τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη-πέραν των εύλογων δαπανών διαβίωσης. Αν αυτά δεν επαρκούν, τότε ούτε σύνδικος διορίζεται. Διατάσσεται από τον εισηγητή, απλώς, η καταχώριση των στοιχείων του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Επέρχονται, με τον τρόπο αυτό, οι προβλεπόμενες συνέπειες.

Οι υφιστάμενες (γενικές) ρυθμίσεις απλοποιούνται. Ο σύνδικος απολαμβάνει μεγαλύτερη ελευθερία. Διατηρεί, στο πλαίσιο αυτό, τη δυνατότητα να ενεργεί χωρίς την άδεια του εισηγητή.

Το χρονικό εύρος της όλης διαδικασίας και η επιτάχυνσή της

Η σχετική διαδικασία (θα πρέπει να) εξελίσσεται ταχύτατα. Στην περίπτωση που μετά την παρέλευση ενός έτους από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους της καθυστέρησης.

Η ταχύτητα, ασφαλώς, με την οποία εκτυλίσσεται η πτωχευτική διαδικασία είναι στοιχείο σημαντικό. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν για τις μικρές, ειδικά, επιχειρήσεις λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια κατά το στάδιο, ήδη, της πρόληψης της αφερεγγυότητας. Η απάντηση είναι, δυστυχώς, αρνητική. Και υπό την έννοια αυτή ο (διακηρυγμένος) «ολιστικός» χαρακτήρας του νομοθετήματος πλήττεται. Μαζί με αυτόν: η οικονομία και οι άνθρωποι.

Θα πρέπει, κατ’ ακολουθίαν, να θεωρήσουμε αναγκαίο (και αποδεχθούμε) πως οι μικρές επιχειρήσεις έχουν ανάγκη ιδιαίτερης ενίσχυσης για να προστρέξουν στα (και αξιοποιήσουν τα) αναγκαία, ήδη νομοθετημένα, εργαλεία για την αποτροπή της πτώχευσής τους.

Εξίσου επιτακτική ανάγκη, με την ταχεία διεκπεραίωση της-αν, παρ΄ ελπίδα, επέλθει.

Η χρήση των εργαλείων που ο νέος «πτωχευτικός» νόμος παρέχει δεν αποτελεί καθήκον του νομοθέτη. Εκείνος περιορίζεται να τα παράσχει˙ ήδη το έπραξε. Η σκυτάλη πέρασε στα δικά μας χέρια (:επιχειρήσεις, νομικοί παραστάτες, σύνδικοι, δικαιοσύνη). Σ΄ εμάς, κατά τούτο, απόκειται (στο μέτρο της αρμοδιότητας και εμπλοκής ενός εκάστου) η βέλτιστη δυνατή αξιοποίησή τους.

Μόνον τότε η πτώχευση θα αποδειχθεί, όπως οι επιχειρήσεις και η εθνική οικονομία έχουν ανάγκη, ένας «σταθμός μετεπιβίβασης» στη διαδικασία του επιχειρείν. Ένας σταθμός σημαντικός μεν όχι όμως τερματικός. Ένας σταθμός που θα παρέχει, εν τέλει, τη δυνατότητα στον επιχειρηματία για μια νέα διαδρομή˙ ενδεχομένως: στροφή ή ανα-στροφή.

Ο καλόπιστος και έντιμος, εξάλλου, επιχειρηματίας (αλλά και η επιχειρηματικότητα εν γένει) δικαιούται (αλλά και αξίζει) μια, ουσιαστική, δεύτερη ευκαιρία.

Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποδειχθεί πως δεν αποτελεί απλή διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του έλληνα νομοθέτη.

Μόνον τότε η δεύτερη ευκαιρία θα αποτελέσει εργαλείο χρηστικό για την απομείωση του ιδιωτικού χρέους˙ εργαλείο ανάκαμψης και ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας.

*Το άρθρο που δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 7 Μαρτίου 2021 σε πλήρη μορφή