Δεκάδες τηλέφωνα καθημερινά για αλλαγές κλειδαριών
«Δεκάδες τηλέφωνα για αλλαγές κλειδαριών δεχόμαστε καθημερινά…» μου λέει ο κλειδαράς κουνώντας παράλληλα πέρα δώθε το κεφάλι όταν του διηγούμαι τα καθέκαστα από το πρόσφατο «χτύπημα» σε συγγενικό μου πρόσωπο: «δηλαδή, είναι θέμα χρόνου να μπούνε και στο σπίτι μας και μάλιστα να τους καλοδεχτούμε…» μειδιά.
Την προηγούμενη Κυριακή μεσημέρι -ζέστη στην πόλη- και η ηλικιωμένη γυναίκα με το μπαστούνι της επιστρέφει με αργά βήματα στο σπίτι της. Είναι σχετικά πρόσφατα εγχειρισμένη -αρθροπλαστική- στο πόδι, συν το σάκχαρο που την καταβάλει και τα λοιπά προβλήματα υγείας που συνοδεύουν τις μεγαλύτερες ηλικίες τις μετατρέπουν σε εύκολα θύματα στα νύχια των επιτηδείων. Φυσικά και την παρακολουθούν.
Καιρό τώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην οικοδομή της -κέντρο καράκεντρο- τον τελευταίο μήνα οι ένοικοι είδαν κάποιες φορές δύο γυναίκες να βιδώνουνε λάμπες έξω από τα διαμερίσματά τους και οι τύπισσες γίνανε «λούης» όταν ρωτήθηκαν από πού προέκυψε αυτό ενδιαφέρον.
Ανυποψίαστη λοιπόν, ανοίγει με το κλειδί την εξώπορτα της πολυκατοικίας, σπρώχνει με το χέρι που κρατάει το μπαστούνι, κατάκοπη μπαίνει μέσα στη δροσιά του ισογείου ενώ σκέφτεται ότι έχει να ανέβει 15 σκαλιά ένα-ένα προσεκτικά για να πάρει το ασανσέρ.
Τότε εμφανίζεται από το υπόγειο όπου βρίσκονται τα υδρόμετρα ένας τύπος γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα, ντυμένος με πολιτικά ρούχα κάπως ατημέλητα που παραπέμπουν ότι κάποια εργασία κάνει, κρατά στα χέρια του αποδείξεις της ΔΕΗ και μιλά στο τηλέφωνο λέγοντας ότι: «μην ανησυχείτε μόλις τα έλεγξα, έρχομαι επάνω. Το φως θα επανέλθει κανονικά.
Α, μόλις μπήκε και μία ένοικος… ‘ένοικος αυτής της οικοδομής είστε κυρία μου;’». Της απευθύνει τον λόγο. Γνέφει ναι και κουρασμένη καθώς είναι το ψιθυρίζει κιόλας «ναι, ναι». «Πολύ ωραία θα μας εξυπηρετήσει για λίγη ώρα». «Εγώ;» λέει εκείνη ψελλίζοντας και σαστισμένη. «Μην ανησυχείτε σε 5 λεπτά θα έχουν όλα τελειώσει».
Την ακολουθεί στο ασανσέρ: «Ξέρετε υπάρχει πρόβλημα με την ΔΕΗ, είμαι υπάλληλος -δείχνει τις αποδείξεις της ΔΕΗ- δυστυχώς με έφεραν εδώ κυριακάτικα να δω γιατί έχετε πρόβλημα στην πολυκατοικία, θα μπω μαζί σας στο ασανσέρ γιατί μπορεί να μείνει, ξέρετε δεν λειτουργεί σωστά αυτή τη στιγμή και το ελέγχω, οπότε αν συμβεί κάτι αμέσως θα το επαναλειτουργήσω». «Φυσικά και μπείτε, αρκεί να γίνει η δουλειά» λέει ανακουφισμένη γιατί νιώθει ασφάλεια ότι δεν θα κλειστεί στο ασανσέρ.
Κατάκοπη -είχε πάει να ψωνίσει κάποια απαραίτητα που της έλλειπαν από ένα μίνι μάρκετ που είναι ανοιχτό τις Κυριακές- μπήκε μαζί του στο ασανσέρ: «Αχ, ευτυχώς που είστε εδώ, ξέρετε είμαι εγχειρισμένη και άρρωστη, πρέπει να βάλω την ινσουλίνη και φανταστείτε να μην λειτουργούσε το ασανσέρ. Τι θα έκανα…». Ευχαριστημένη για την αίσια έκβαση πατάει το κουμπί για τον όροφό της. Πίσω της βγαίνει ο ελαφρώς ευτραφείς τύπος και το τηλέφωνο ξαναχτυπάει: «Ναι, φυσικά, φυσικά θα πω στην κυρία, πώς λέγεστε;». «Κ.». «Θα πω στην κυρία Κ. να το δούμε και από το σπίτι της». «Ποιος είναι; Σας είπα είμαι άρρωστη γυναίκα…». «Από τον επάνω όροφο…». «Ο Δ;». Της έδωσε το τηλέφωνο»: «Έλα βρε αγόρι μου, αφού ξέρεις ότι είμαι εγχειρισμένη, γιατί δεν είπατε κάποιον άλλον να βοηθήσει;». Ούτε άκουσε την απάντηση, ο τύπος ξαναπήρε το τηλέφωνο, διαβεβαίωσε τον συνομιλητή του -(παύλα) συνεργό του- ότι «δεν θα πάρει πάνω από 3 λεπτά και μπήκε μέσα στο σπίτι. Αμέσως εντόπισε τον ηλεκτρικό πίνακα και άρχισε να ανεβοκατεβάζει τα κουμπιά, ενώ δίχως να κλείσει πίσω του την εξώπορτα του σπιτιού -από εκεί μπήκε σβέλτα και ο συνεργός δίχως η γυναίκα να τον πάρει χαμπάρι- την οδήγησε στην κουζίνα και έβγαλε από τα ντουλάπια κατσαρόλες που τις γέμισε βιαστικά με νερό και στη συνέχεια δίχως να σταματήσει να μιλάει για το πρόβλημα της ΔΕΗ με λόγια ακατάληπτα στα αυτιά της, τις τοποθέτησε στα μάτια της κουζίνας λέγοντας της πόσο τυχερή στάθηκε που με την βοήθειά του οτιδήποτε αξίας υπάρχει μέσα στο σπίτι και με την τακτική που ακολουθούνε -αναβοσβήνοντας δηλαδή τα φώτα από τον ηλεκτρικό πίνακα, βάζοντας και βγάζοντας ασταμάτητα τις κατσαρόλες στα μάτια της κουζίνας τα οποία επίσης αναβόσβηναν, γεμίζοντας και αδειάζοντας νερά- όλα αυτά δεν θα αρπάξουν φωτιά από το αέριο που διαχέεται στην ατμόσφαιρα.
Ακολουθούσε τις εντολές του πειθήνια. Η γυναίκα άρχισε να λιγώνεται, της ερχότανε να λιποθυμήσει, πιάστηκε από μία καρέκλα «λίγο νερό, παρακαλώ» της έδωσε. «Ευχαριστώ. Δεν είμαι καλά κύριέ μου, δεν με βλέπετε σας παρακαλώ να φύγετε». Έβγαλε από τις τσέπες του κάτι αλουμινόχαρτα και της ζήτησε να τυλίξει μέσα σε αυτά ό,τι χρήματα και κοσμήματα υπήρχαν στο σπίτι. Στην άκρη του μυαλού της κάτι δεν ταίριαζε, κάτι πήγαινε στραβά, μα ήταν ανήμπορη να το εντοπίσει. Μορφωμένη γυναίκα, με πτυχίο και μεταπτυχιακό, εργαζόμενη μητέρα, γιαγιά, γυναίκα που αγωνίστηκε εκείνα τα χρόνια για τα δικαιώματά της, εθελόντρια, καλλιτέχνης, γυναίκα που στη ζωή της βγήκε μπροστά. «Τι στο καλό γίνεται;» σκεφτόταν στο πίσω μέρος του μυαλού της, μα υπερίσχυε η σωματική ανάγκη που εξασθενούσε την σκέψη της.
Η ντουλάπα του δωματίου
Τον οδήγησε στην ντουλάπα του δωματίου της όπου τα φύλαγε. Χρήματα και κοσμήματα. Μέσα σε αυτά, κειμήλια ετών από την προ-προγιαγιά, από γενιές ανθρώπων που χάθηκαν στο χθες και όμως αυτά συνέχισαν να υπάρχουν για να πάνε στην κόρη, στην εγγονή. Άνοιξε τα κουτιά και τα έβγαλε όλα έξω. Τα τοποθέτησε προσεχτικά για να μην λιώσουν, έβαλε σε άλλο αλουμινόχαρτο αυτά της συναισθηματικής αξίας, σε άλλο τα νεότερα κοσμήματα και σε άλλο τα χαρτονομίσματα.
Ο τύπος δεν τα πείραξε -εκείνη χαλάρωσε- περπάτησαν μαζί ως την κουζίνα. Η γυναίκα βέβαιη ότι παρέμεναν τυλιγμένα στο δωμάτιό της, αυτός βέβαιος ότι ο συνεργός του είχε κάνει φτερά μαζί τους. Χαιρετήθηκαν στην πόρτα. «Να είστε καλά που διορθώσατε την βλάβη. Σας εξήγησα ότι είμαι εγχειρισμένη γι’ αυτό και ήμουν κάπως απότομη…». «Δεν πειράζει κυρία μου, να είστε γερή. Γρήγορη ανάρρωση». Έφυγε.
Η γυναίκα έκανε την ένεση ινσουλίνης, έβαλε κάτι πρόχειρα να φάει για να ξαπλώσει και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Τότε αντίκρισε με δέος τις ντουλάπες ορθάνοιχτες, τα συρτάρια βγαλμένα, τα κουτιά από τα κοσμήματα ανοιχτά και πεταμένα στο πάτωμα. Ό, τι δεν είχε αξία γι’ αυτούς, επίσης πεταμένο.
Για να προσέχετε
Την ιστορία σας την διηγούμαι για να προσέχετε, αν και την ίδια ακριβώς ιστορία, χωρίς να αλλάζει ούτε κόμμα την ξανάκουσα και φοβάμαι ότι θα την ξανακούσω. Όπως και δεκάδες παραπλήσιες με θύματα κυρίως ηλικιωμένους. Χρειάζονται δραστικά μέτρα και συνεχής ενημέρωση. Ο πολίτης πρέπει να αισθάνεται και να είναι ασφαλής.
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 28-29.10.2023