ΑΠΟΨΕΙΣ

Εκλογές 21ης Μαΐου: Πώς φτάσαμε στο 40% - 20%, τι θα συμβεί την επόμενη μέρα

Για κάποιους αναλυτές το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα θεωρείται ως το τέλος του κύκλου της μεταπολίτευσης

 22/05/2023 11:51

Εκλογές 21ης Μαΐου: Πώς φτάσαμε στο 40% - 20%, τι θα συμβεί την επόμενη μέρα
Φωτογραφία από τη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση Eurokinissi.gr

Νίκος Ηλιάδης

nikos-hliadis-Q3Ac6.jpg

Εντέλει η κάλπη διέψευσε τις δημοσκοπήσεις, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που υπαινίσσονταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ

Το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα υπήρξε πολλαπλά εντυπωσιακό και ως τέτοιο ήταν πολύ φυσικό να μην μπορέσει να αποτυπωθεί σε όλες του τις διαστάσεις, στις έρευνες κοινής γνώμης. Για κάποιους αναλυτές το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα θεωρείται ως το τέλος του κύκλου της μεταπολίτευσης. 

Η εκτίμηση αυτή εδράζεται στο γεγονός ότι διπλό σκορ μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος έχει να καταγραφεί από τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του 1974 όταν η πρωτοεμφανιζόμενη τότε ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή συγκέντρωνε 54,37% έναντι 20,42% της Ένωσης Κέντρου Νέες Δυνάμεις του Γιώργου Μαύρου. 

Κατά σύμπτωση, τρίτο κόμμα και τότε ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με 13,58%. Οι εκλογές της 21ης Μαΐου μπορούν πάντως σίγουρα να θεωρηθούν ως το κλείσιμο του μνημονιακού κύκλου και επιστροφή σε μια μορφή “κανονικότητας”. 

Ό,τι ξεκίνησε τον Μάιο του 2012, όταν αναδιατάχθηκε το δικομματικό πολιτικό σύστημα που κυριάρχησε στη μεταπολίτευση, χθες φάνηκε να κλείνει τον κύκλο του· και είναι πολύ πιθανό πλέον, στις εκλογές οι οποίες θα γίνουν, πιθανότατα στις 25 Ιουνίου, να σημειωθεί περαιτέρω διόρθωση, όσον αφορά τους συσχετισμούς στο χώρο της αντιπολίτευσης.

Η Νέα Δημοκρατία κατήγαγε χθες έναν θρίαμβο, απροσδόκητο ακόμη και για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι η δεύτερη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία που κυβερνών κόμμα καταφέρνει να αυξήσει τα ποσοστά του έπειτα από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί το 2000 όταν το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη έφτασε στο 43,8% από 41,5% που είχε πάρει το 1996 με τη διαφορά όμως, ότι η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή εκτοξεύτηκε κι αυτή στο 42,74% από 38,12%. 

Πολλούς λόγους μπορεί να απαριθμήσει κανείς για να εξηγήσει τον “γαλάζιο” εκλογικό θρίαμβο. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη υλοποίησε τα περισσότερα απ' όσα είχε εξαγγείλει το 2019, άρα ικανοποίησε σε μεγάλο βαθμό τους ψηφοφόρους της. Είχε σαφή πρόταση διακυβέρνησης, επιδιώκοντας την αυτοδυναμία, καθώς και συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Επιπλέον, κατά την κρίσιμη προεκλογική περίοδο ο κ. Μητσοτάκης απέφυγε τα λάθη, κινήθηκε με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, κρατώντας χαμηλούς τόνους.

Στον αντίποδα ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη εκλογική κατάρρευση, χάνοντας σχεδόν το 40% της εκλογικής του δύναμης σε σχέση με το 2019. Είναι η δεύτερη φορά που κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποχωρεί σε ποσοστά σε σχέση με προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Είχε συμβεί και το 2007 με το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, μόνο που τότε η υποχώρηση ήταν μόλις 3,5%. 

Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ είναι το αποτέλεσμα της κάκιστης στρατηγικής που ακολούθησε όλα τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την περίοδο μετά τα Τέμπη. Ο Αλέξης Τσίπρας κινήθηκε με συνταγή 2012 μόνο που στο μεταξύ, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η τοξικότητα, οι επιθέσεις, ο άκρατος λαϊκισμός ήταν συνταγή επιτυχίας για την Ελλάδα των μνημονίων, αλλά όχι για το σήμερα. Επιπλέον, καμία αντιπολίτευση δεν μπορεί να κερδίσει ποτέ εκλογές εάν δεν έχει σαφή και πειστική πρόταση διακυβέρνησης. Στο μείζον αυτό ζήτημα ο κ. Τσίπρας φάνηκε να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, μιλώντας πότε για προοδευτική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, πότε για κυβέρνηση των ηττημένων, άλλοτε για κυβέρνηση με ψήφο ανοχής και τις τελευταίες μέρες και για βραχύβια κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Με μία φράση, ο κ. Τσίπρας κατά τον τελευταίο προεκλογικό μήνα τα έκανε όλα λάθος. Και το πλήρωσε.

Στους κερδισμένους των χθεσινών εκλογών είναι ασφαλώς ο Νίκος Ανδρουλάκης του οποίου η προεκλογική τακτική υψηλού ρίσκου, “ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας”, δικαιώθηκε. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε το πολυπόθητο για εκείνο, διψήφιο ποσοστό καθιστώντας το κόμμα διακριτό πόλο, ικανό μάλιστα να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά του στις επόμενες εκλογές.

Θετικό υπήρξε το αποτέλεσμα και για το ΚΚΕ το οποίο αύξησε τα ποσοστά του από το 5,3% στο 7,2%. Στον αντίποδα, στους ηττημένους των εκλογών είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης ο οποίος, παρά τη συμπόρευση με τη Λαϊκή Ενότητα, δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή. Τελικά το déjà vu του 2015 που επιχείρησε, τρόμαξε πολλούς περισσότερους απ' όσους προσέλκυσε. Εξυπνότερα κινήθηκε, εντός του ίδιου πλαισίου η Ζωή Κωνσταντοπούλου η οποία δικαιούται να αισιοδοξεί ότι στις επόμενες εκλογές η Πλεύση Ελευθερίας μπορεί να μπει στη Βουλή.

Σε επίπεδο προσώπων η χθεσινή κάλπη ανέδειξε τα εξής:

1. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Εξασφαλίζει μια ισχυρή αυτοδυναμία στις 25 Ιουνίου και έχει έναν καθαρό ορίζοντα τετραετίας να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, έχοντας μάλιστα απέναντί του μια ανίσχυρη αντιπολίτευση. Παράλληλα, είναι κυρίαρχος και στο κόμμα του και έχει πλέον λυμένα τα χέρια του να προχωρήσει σε όποιες αλλαγές κρίνει εκείνος, ακόμη και σε επανίδρυση της Νέας Δημοκρατίας, ενδεχομένως και με άλλο όνομα.

2. Ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται πλέον με την πλάτη στον τοίχο καθώς είναι ο κύριος υπεύθυνος της οδυνηρής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ. Απεδείχθη πολύ ικανός στην περίοδο της μνημονιακής αναμπουμπούλας, αλλά πολύ λίγος σε συνθήκες κανονικότητας. Έχοντας ήδη 15 χρόνια στην αρχηγία και μετρώντας και τέσσερις σερί ήττες από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, πολύ δύσκολα μπορεί να συνεχίσει ως επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν τις επόμενες ημέρες δεν δείξει ο ίδιος διάθεση να αναλάβει τις ευθύνες του, δεν αποκλείεται στις εκλογές της 25ης Ιουνίου ο ΣΥΡΙΖΑ να βυθιστεί ακόμη περισσότερο.

3. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δικαιούται να θέσει τον πήχη για το κόμμα του ακόμη ψηλότερα, φιλοδοξώντας στις εκλογές που έρχονται, αν όχι να καλύψει την απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον να την περιορίσει στο ελάχιστο δυνατόν.

Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου το πιθανότερο είναι η ΝΔ να ανεβάσει τα ποσοστά της, επιτυγχάνοντας ισχυρότερη αυτοδυναμία, εκτός εάν κάποιοι ψηφοφόροι της, θεωρώντας πλέον βέβαιη την αυτοδυναμία, προτιμήσουν τις παραλίες ή μετακινηθούν προς κάποια μικρότερα κόμματα που θα βρίσκονται δεξιότερα. Αυτοί είναι οι κίνδυνοι τους οποίους θα κληθεί να διαχειριστεί ο κ. Μητσοτάκης.

Ο κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η περαιτέρω αποσυσπείρωσή του και η σταδιακή υποχώρησή του σε προμνημονιακά ποσοστά. Υπό το βάρος της βαριάς εκλογικής ήττας ορισμένοι ψηφοφόροι του ενδέχεται είτε να απέχουν είτε να μετακινηθούν προς το ΠΑΣΟΚ, από το οποίο είχαν μεταπηδήσει στον ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια. Ίσως ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι να αναλάβει άμεσα τις ευθύνες του ο κ. Τσίπρας. Να βγει και να δηλώσει ότι θα οδηγήσει εκείνος το κόμμα στις εκλογές της 25ης Ιουνίου και στη συνέχεια θα παραιτηθεί. 

Σε διαφορετική περίπτωση, στο βιογραφικό του, εκτός από τη συμβολή του στην εκρηκτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο οδήγησε ως το Μέγαρο Μαξίμου, θα καταγραφεί και η ευθύνη του για την επιστροφή στα “πέτρινα χρόνια”.

nikos-hliadis-Q3Ac6.jpg

Εντέλει η κάλπη διέψευσε τις δημοσκοπήσεις, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που υπαινίσσονταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ

Το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα υπήρξε πολλαπλά εντυπωσιακό και ως τέτοιο ήταν πολύ φυσικό να μην μπορέσει να αποτυπωθεί σε όλες του τις διαστάσεις, στις έρευνες κοινής γνώμης. Για κάποιους αναλυτές το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα θεωρείται ως το τέλος του κύκλου της μεταπολίτευσης. 

Η εκτίμηση αυτή εδράζεται στο γεγονός ότι διπλό σκορ μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος έχει να καταγραφεί από τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές του 1974 όταν η πρωτοεμφανιζόμενη τότε ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή συγκέντρωνε 54,37% έναντι 20,42% της Ένωσης Κέντρου Νέες Δυνάμεις του Γιώργου Μαύρου. 

Κατά σύμπτωση, τρίτο κόμμα και τότε ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με 13,58%. Οι εκλογές της 21ης Μαΐου μπορούν πάντως σίγουρα να θεωρηθούν ως το κλείσιμο του μνημονιακού κύκλου και επιστροφή σε μια μορφή “κανονικότητας”. 

Ό,τι ξεκίνησε τον Μάιο του 2012, όταν αναδιατάχθηκε το δικομματικό πολιτικό σύστημα που κυριάρχησε στη μεταπολίτευση, χθες φάνηκε να κλείνει τον κύκλο του· και είναι πολύ πιθανό πλέον, στις εκλογές οι οποίες θα γίνουν, πιθανότατα στις 25 Ιουνίου, να σημειωθεί περαιτέρω διόρθωση, όσον αφορά τους συσχετισμούς στο χώρο της αντιπολίτευσης.

Η Νέα Δημοκρατία κατήγαγε χθες έναν θρίαμβο, απροσδόκητο ακόμη και για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι η δεύτερη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία που κυβερνών κόμμα καταφέρνει να αυξήσει τα ποσοστά του έπειτα από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί το 2000 όταν το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη έφτασε στο 43,8% από 41,5% που είχε πάρει το 1996 με τη διαφορά όμως, ότι η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή εκτοξεύτηκε κι αυτή στο 42,74% από 38,12%. 

Πολλούς λόγους μπορεί να απαριθμήσει κανείς για να εξηγήσει τον “γαλάζιο” εκλογικό θρίαμβο. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη υλοποίησε τα περισσότερα απ' όσα είχε εξαγγείλει το 2019, άρα ικανοποίησε σε μεγάλο βαθμό τους ψηφοφόρους της. Είχε σαφή πρόταση διακυβέρνησης, επιδιώκοντας την αυτοδυναμία, καθώς και συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Επιπλέον, κατά την κρίσιμη προεκλογική περίοδο ο κ. Μητσοτάκης απέφυγε τα λάθη, κινήθηκε με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, κρατώντας χαμηλούς τόνους.

Στον αντίποδα ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη εκλογική κατάρρευση, χάνοντας σχεδόν το 40% της εκλογικής του δύναμης σε σχέση με το 2019. Είναι η δεύτερη φορά που κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποχωρεί σε ποσοστά σε σχέση με προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Είχε συμβεί και το 2007 με το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, μόνο που τότε η υποχώρηση ήταν μόλις 3,5%. 

Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ είναι το αποτέλεσμα της κάκιστης στρατηγικής που ακολούθησε όλα τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την περίοδο μετά τα Τέμπη. Ο Αλέξης Τσίπρας κινήθηκε με συνταγή 2012 μόνο που στο μεταξύ, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η τοξικότητα, οι επιθέσεις, ο άκρατος λαϊκισμός ήταν συνταγή επιτυχίας για την Ελλάδα των μνημονίων, αλλά όχι για το σήμερα. Επιπλέον, καμία αντιπολίτευση δεν μπορεί να κερδίσει ποτέ εκλογές εάν δεν έχει σαφή και πειστική πρόταση διακυβέρνησης. Στο μείζον αυτό ζήτημα ο κ. Τσίπρας φάνηκε να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, μιλώντας πότε για προοδευτική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, πότε για κυβέρνηση των ηττημένων, άλλοτε για κυβέρνηση με ψήφο ανοχής και τις τελευταίες μέρες και για βραχύβια κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Με μία φράση, ο κ. Τσίπρας κατά τον τελευταίο προεκλογικό μήνα τα έκανε όλα λάθος. Και το πλήρωσε.

Στους κερδισμένους των χθεσινών εκλογών είναι ασφαλώς ο Νίκος Ανδρουλάκης του οποίου η προεκλογική τακτική υψηλού ρίσκου, “ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας”, δικαιώθηκε. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε το πολυπόθητο για εκείνο, διψήφιο ποσοστό καθιστώντας το κόμμα διακριτό πόλο, ικανό μάλιστα να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά του στις επόμενες εκλογές.

Θετικό υπήρξε το αποτέλεσμα και για το ΚΚΕ το οποίο αύξησε τα ποσοστά του από το 5,3% στο 7,2%. Στον αντίποδα, στους ηττημένους των εκλογών είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης ο οποίος, παρά τη συμπόρευση με τη Λαϊκή Ενότητα, δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή. Τελικά το déjà vu του 2015 που επιχείρησε, τρόμαξε πολλούς περισσότερους απ' όσους προσέλκυσε. Εξυπνότερα κινήθηκε, εντός του ίδιου πλαισίου η Ζωή Κωνσταντοπούλου η οποία δικαιούται να αισιοδοξεί ότι στις επόμενες εκλογές η Πλεύση Ελευθερίας μπορεί να μπει στη Βουλή.

Σε επίπεδο προσώπων η χθεσινή κάλπη ανέδειξε τα εξής:

1. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Εξασφαλίζει μια ισχυρή αυτοδυναμία στις 25 Ιουνίου και έχει έναν καθαρό ορίζοντα τετραετίας να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, έχοντας μάλιστα απέναντί του μια ανίσχυρη αντιπολίτευση. Παράλληλα, είναι κυρίαρχος και στο κόμμα του και έχει πλέον λυμένα τα χέρια του να προχωρήσει σε όποιες αλλαγές κρίνει εκείνος, ακόμη και σε επανίδρυση της Νέας Δημοκρατίας, ενδεχομένως και με άλλο όνομα.

2. Ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται πλέον με την πλάτη στον τοίχο καθώς είναι ο κύριος υπεύθυνος της οδυνηρής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ. Απεδείχθη πολύ ικανός στην περίοδο της μνημονιακής αναμπουμπούλας, αλλά πολύ λίγος σε συνθήκες κανονικότητας. Έχοντας ήδη 15 χρόνια στην αρχηγία και μετρώντας και τέσσερις σερί ήττες από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, πολύ δύσκολα μπορεί να συνεχίσει ως επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν τις επόμενες ημέρες δεν δείξει ο ίδιος διάθεση να αναλάβει τις ευθύνες του, δεν αποκλείεται στις εκλογές της 25ης Ιουνίου ο ΣΥΡΙΖΑ να βυθιστεί ακόμη περισσότερο.

3. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δικαιούται να θέσει τον πήχη για το κόμμα του ακόμη ψηλότερα, φιλοδοξώντας στις εκλογές που έρχονται, αν όχι να καλύψει την απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον να την περιορίσει στο ελάχιστο δυνατόν.

Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου το πιθανότερο είναι η ΝΔ να ανεβάσει τα ποσοστά της, επιτυγχάνοντας ισχυρότερη αυτοδυναμία, εκτός εάν κάποιοι ψηφοφόροι της, θεωρώντας πλέον βέβαιη την αυτοδυναμία, προτιμήσουν τις παραλίες ή μετακινηθούν προς κάποια μικρότερα κόμματα που θα βρίσκονται δεξιότερα. Αυτοί είναι οι κίνδυνοι τους οποίους θα κληθεί να διαχειριστεί ο κ. Μητσοτάκης.

Ο κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η περαιτέρω αποσυσπείρωσή του και η σταδιακή υποχώρησή του σε προμνημονιακά ποσοστά. Υπό το βάρος της βαριάς εκλογικής ήττας ορισμένοι ψηφοφόροι του ενδέχεται είτε να απέχουν είτε να μετακινηθούν προς το ΠΑΣΟΚ, από το οποίο είχαν μεταπηδήσει στον ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια. Ίσως ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι να αναλάβει άμεσα τις ευθύνες του ο κ. Τσίπρας. Να βγει και να δηλώσει ότι θα οδηγήσει εκείνος το κόμμα στις εκλογές της 25ης Ιουνίου και στη συνέχεια θα παραιτηθεί. 

Σε διαφορετική περίπτωση, στο βιογραφικό του, εκτός από τη συμβολή του στην εκρηκτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο οδήγησε ως το Μέγαρο Μαξίμου, θα καταγραφεί και η ευθύνη του για την επιστροφή στα “πέτρινα χρόνια”.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία