ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ενεργειακός εφιάλτης στο δρόμο με τις… ανατιμήσεις

Αυξήσεις φωτιά σε ρεύμα, αέριο, βασικά αγαθά «καίνε» τους καταναλωτές - Ο πρόεδρος του ΒΕΘ, Αναστάσιος Καπνοπώλης, περιγράφει με μελανά χρώματα την εικόνα της αγοράς

 31/01/2022 07:00

Ενεργειακός εφιάλτης στο δρόμο με τις… ανατιμήσεις

Στέφανος Μαχτσίρας

Ισχυρούς κλυδωνισμούς στα θεμέλια της οικονομικής δραστηριότητας, αφόρητες πιέσεις στα πορτοφόλια των νοικοκυριών και φόβους για μοιραία πισωγυρίσματα στην τροχιά ανάκαμψης της οικονομίας προκαλεί το συνεχιζόμενο ράλι που καταγράφουν οι τιμές ρεύματος, φυσικού αερίου, πετρελαίου και πρώτων υλών. Οι ανατιμήσεις φωτιά αν συνδυαστούν και με την μόνιμη… αβεβαιότητα που γεννά η πανδημία και οι μεταλλάξεις της συνθέτουν ένα εκρηκτικό κι επικίνδυνο μείγμα.

Σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο, ο πρωτογενής τομέας (βιοτεχνίες, βιομηχανίες, μεταποίηση) δοκιμάζεται σκληρά καθώς το ξέφρενο ράλι του κόστους ενέργειας εκτοξεύει τις λειτουργικές δαπάνες ενώ μέρος του κύματος αυξήσεων (και στις πρώτες ύλες) αναπόφευκτα θα περάσει στους καταναλωτές για να μείνουν όρθιες οι επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρομεσαίοι δεν έχουν σχεδόν κανένα περιθώριο να υψώσουν τείχος ανοσίας στην… πανδημία ανατιμήσεων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητά τους και κατ’ επέκταση η επιβίωσή τους.

Την στιγμή που ο πληθωρισμός απογειώνεται (ξεπέρασε το 5% τον Δεκέμβριο), ακολουθώντας αντίστοιχη πορεία και τον Ιανουάριο, το κύμα ακρίβειας απειλεί να πνίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με τους λογαριασμούς ρεύματος και αερίου που αντικρίζουν οι καταναλωτές να προκαλούν πολλαπλά… ηλεκτροσόκ, παρά τις επιδοτήσεις που καλύπτουν ένα μέρος του επιπλέον κόστους.

Παράλληλα, οι αυξήσεις σε βασικά καταναλωτικά αγαθά αγγίζουν ακόμα και το 20% με το καλάθι της νοικοκυράς να είναι πλέον… ασήκωτο. Οι τιμές τράβηξαν την ανηφόρα καθώς καταγράφονται, πέρα από την ενέργεια, ανατιμήσεις σε: αρνί-κατσίκι (21,3%), ελαιόλαδο (18,5%), άλλα βρώσιμα έλαια (16,7%), πατάτες (11,9%), νωπά ψάρια (9,8%), ψωμί (4,3%), καφές (3,9%) και τυριά (3,5%).

Υπό αυτό το πρίσμα, η ανησυχία στο οικονομικό επιτελείο είναι έντονη με το ξέφρενο ράλι των τιμών να απειλεί με εκτροχιασμό ιδιωτική κατανάλωση (οι πολίτες θα περιοριστούν στις αγορές των απολύτως αναγκαίων) και επενδύσεις οι οποίες μπορεί να φρενάρουν ελέω της συνεχούς ανόδου στο κόστος των πρώτων υλών. Κλειδί για να αποτραπούν οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις είναι η διάρκεια του φαινομένου της ακρίβειας αλλά και τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα ληφθούν για να τεθεί υπό σχετικό έλεγχο η κατάσταση.

«Μεγαλύτερες επιδοτήσεις και μείωση ΦΠΑ»

«Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης γίνεται καθημερινά αποδέκτης της ανησυχίας των μελών του, τα οποία βλέπουν την άνοδο των τιμών ενέργειας, πρώτων υλών αλλά και μεταφορικών να τορπιλίζουν τους προϋπολογισμούς τους με αποτέλεσμα να αγωνιούν για το αν θα καταφέρουν να επιβιώσουν επιχειρηματικά. Το ΒΕΘ διαπιστώνοντας τη ζοφερή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική οικονομία και ειδικότερα στις βιοτεχνικές επιχειρήσεις, πρόσφατα, ζήτησε με επιστολή του, προς τα συναρμόδια υπουργεία, από την κυβέρνηση να μεριμνήσει για τη διατήρηση του αναπτυξιακού ρυθμού στην οικονομία, τη στήριξη των επιχειρήσεων με κάθε τρόπο και την προστασία των ευάλωτων συμπολιτών μας», σημειώνει ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου, Αναστάσιος Καπνοπώλης.

«Αναμφίβολα τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα που έχει προκαλέσει η ενεργειακή κρίση, που είναι άγνωστο μέχρι πότε θα διαρκέσει. Εκτιμώ πως η κυβέρνηση πρέπει να ξαναδεί το θέμα του ενεργειακού κόστους, λαμβάνοντας μια σειρά μέτρων και επιδοτώντας με μεγαλύτερο ποσό τους λογαριασμούς του ρεύματος, καθώς με όσα ισχύουν σήμερα οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να αποπληρώσουν τις ήδη φορτωμένες υποχρεώσεις τους», συμπληρώνει.

«Αναμφίβολα, όσο καλές προθέσεις και να υπάρχουν είναι αδύνατον μετά από τις συνεχείς ανατιμήσεις οι επιχειρηματίες να συγκρατήσουν τις αυξήσεις και να μην τις περάσουν στο καταναλωτές», τονίζει παραθέτοντας τα μέτρα που προτείνει το ΒΕΘ για να μπει φρένο στις αναπόφευκτες αυξήσεις των τιμών.

1. Μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τη διαγραφή χρεών που δημιουργήθηκαν κατά την πανδημία.

2. Επιδότηση του κόστους κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος από τις επιχειρήσεις διότι σε πάρα πολλές από αυτές αποτελεί βασικότατο συντελεστή του κόστους των παραγόμενων προϊόντων τους.

3. Μείωση του ΦΠΑ σε όλα τα βασικά αγαθά και μεταφορά τους από το 13% στο 6%.

4. Επιδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων, μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ, ώστε να παράγουν μέρος του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν.

5. Ειδική χρηματοδοτική μέριμνα για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις για προμήθεια α΄ υλών και προετοιμασία παραγγελιών προς εξαγωγή.

6. Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα των επαγγελματικών αυτοκινήτων.

7. Κυβερνητική μέριμνα για άνοιγμα της στρόφιγγας του τραπεζικού συστήματος για στήριξη της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Ο κ. Καπνοπώλης αναφέρεται και στον εντεινόμενο αποκλεισμό των ΜμΕ από το τραπεζικό σύστημα. «Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αφορά το συντριπτικό ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στην αναγκαία προσπάθεια τους να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, οι συστημικές τράπεζες πούλησαν με έκπτωση έναν τεράστιο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων σε τρίτους επενδυτές, οι οποίοι με τη σειρά τους ανέθεσαν σε εταιρίες διαχείρισης τον ομολογουμένως δύσκολο ρόλο της ρύθμισης των υποχρεώσεων με τους πιστούχους. Τους τελευταίους μήνες όμως, διαπιστώνοντας ότι και οι εταιρίες αδυνατούν να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις, στρέφονται στην εκ νέου πώληση των δανείων, με ακόμη μεγαλύτερη έκπτωση», εξηγεί.

«Όσο το ιδιοκτησιακό καθεστώς περνά από χέρι σε χέρι, σε όλο και χαμηλότερες τιμές, το ύψος και η χρονική διάρκεια των υποχρεώσεων παραμένουν αμείωτα και αφόρητα για ιδιώτες και επιχειρηματίες, με αποτέλεσμα να παραμένουν σε παραγωγική αδυναμία, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα αναχρηματοδότησης. Το υπάρχον μοντέλο δεν είναι βιώσιμο για κανέναν από τους αντισυμβαλλόμενους. Οι ιδιοκτήτες των δανείων επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους με μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι πιστούχοι είναι πλήρως αποκομμένοι από την τραπεζική χρηματοδότηση και αρκετά από τα παρεχόμενα χρηματοδοτικά εργαλεία, αδυνατώντας να επιστρέψουν στην παραγωγική διαδικασία. Για τις εταιρίες διαχείρισης τα κίνητρα μπορεί να είναι μόνο οικονομικά, για τους επιχειρηματίες εκείνους που δεν ανήκουν στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, το πιο χρήσιμο κίνητρο είναι ο χρόνος και πιο συγκεκριμένα, η επιτάχυνση των διαδικασιών για τη στοχευμένη και τελεσφόρο ρύθμιση των δανειακών τους υποχρεώσεων», καταλήγει.

Η ακρίβεια «ροκανίζει» σταθερά τα εισοδήματα

Σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης για τα νοικοκυριά, που λαμβάνει δραματικές διαστάσεις στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, αλλά και αρνητικές επιδόσεις στην απασχόληση, καταγράφει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, επισημαίνοντας ότι η ακρίβεια «ροκάνισε» το 10,4% του κατώτατου μισθού, ενώ σε περιπτώσεις εργαζομένων με μερική απασχόληση, οι απώλειες άγγιξαν το 13,7% του μέσου μισθού τους.

Αναλυτικά, στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ με τίτλο «Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας», οι επιστημονικοί συνεργάτες της Συνομοσπονδίας χαρακτηρίζουν «τοξικό κοκτέιλ» το κύμα ακρίβειας σε συνδυασμό με την υγειονομική κρίση και τις επιπτώσεις του προγράμματος οικονομικής αναπροσαρμογής, καθώς:

* Η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω του κύματος ακρίβειας συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021. Ειδικότερα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Τον ίδιο μήνα το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα απώλεσε περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση.

* Το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Δεν θα υποχωρήσουν εύκολα οι τιμές…

Με υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ρεύματος θα πρέπει να μάθουν να ζουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού το τρίτο τρίμηνο του 2021, το οποίο έφερε την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη σε επίπεδα προ πανδημίας (αύξηση 3% σε σχέση με το 2020).

Αναλύοντας τις τιμές φυσικού αερίου βάσει των προθεσμιακών τιμών του ολλανδικού κόμβου ΤΤF, η έκθεση της Επιτροπής διαπιστώνει ότι «οι τυπικές τιμές δεκαετίας (στην περιοχή των 15-25 ευρώ/MWh) δεν είναι πιθανό να επιστρέψουν στα επόμενα δύο-τρία χρόνια». Για τις τιμές λιανικής φυσικού αερίου, εκτιμά ότι τους επόμενους μήνες αναμένεται περαιτέρω αύξηση, καθώς δεν έχουν περάσει στην κατανάλωση οι υψηλές τιμές του τέταρτου τριμήνου 2021. Αντίστοιχα θα κινηθούν και οι τιμές ηλεκτρισμού, οι οποίες επηρεάζονται από τις τιμές φυσικού αερίου και τις τιμές των CO2, η μέση τιμή των οποίων διαμορφώθηκε στο τρίτο τρίμηνο στα 57 ευρώ/τόνος, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 169%.

Η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην Ευρώπη διαμορφώθηκε στα 105 ευρώ/MWh, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 211%. Ακριβότερη αγορά στο γ΄ τρίμηνο αναδείχθηκε η Ιρλανδία με μέση τιμή 157 ευρώ/MWh, δεύτερη το Ηνωμένο Βασίλειο με τιμή 152 ευρώ/MWh και τρίτη η Ιταλία με τιμή 125 ευρώ/MWh. Aκολουθεί η Ελλάδα με τιμή 119,4 ευρώ/MWh και οι χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου με λίγο πάνω από τα 118 ευρώ/MWh.

Τα στοιχεία της έκθεσης αποτυπώνουν και τις χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος, το οποίο εμφανίζεται εξαιρετικά ευάλωτο στις διακυμάνσεις του εισαγόμενου φυσικού αερίου, εξαιτίας της οριακής επάρκειας και του ακριβού μείγματος καυσίμου. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ στην οποία η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 24%, την ώρα που σε όλες τις άλλες χώρες μειώθηκε προς αντιστάθμιση του υψηλού κόστους και μάλιστα σε κάποιες με εντυπωσιακά ποσοστά, όπως στην Ολλανδία κατά 49%, στη Γαλλία κατά 46%, στη Γερμανία κατά 30% και στην Ισπανία κατά 21%.

«Τσιμπάνε» οι τιμές εισαγωγών στη βιομηχανία

Στο πλαίσιο αυτό, αύξηση 25% σημείωσε ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Νοέμβριο του 2021 σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2020, διατηρούμενος σε υψηλά επίπεδα, αλλά χαμηλότερα από τις τιμές-ρεκόρ του Οκτωβρίου. Η διατήρηση του εν λόγω δείκτη σε υψηλά επίπεδα προμηνύει αν μη τι άλλο τη συνέχιση των ανατιμήσεων σε σειρά προϊόντων.

Η αύξηση του γενικού δείκτη τιμών εισαγωγών κατά 25% τον Νοέμβριο του 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Νοεμβρίου του 2020, οφείλεται στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός Ευρωζώνης κατά 37,1% και στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες της Ευρωζώνης κατά 6,8%.

Η αύξηση του γενικού δείκτη κατά 25% οφείλεται κυρίως στις παρακάτω αυξήσεις στους επιμέρους κλάδους της βιομηχανίας: κατά 85,3% στην παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου, κατά 64% στην άντληση αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, κατά 30,3% στην παραγωγή βασικών μετάλλων, κατά 10,3% στην παραγωγή χημικών ουσιών και προϊόντων, κατά 8,1% στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικών και οπτικών προϊόντων, κατά 6,8% στη φαρμακοβιομηχανία, κατά 5,2% στη χαρτοποιία, κατά 4,2% στην κλωστοϋφαντουργία, κατά 3,4% στη βιομηχανία τροφίμων, κατά 3,1% στην κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, κατά 2,6% στην κατασκευή προϊόντων από ελαστικό (καουτσούκ) και πλαστικές ύλες, και κατά 2,2% στην κατασκευή μηχανοκίνητων οχημάτων, ρυμουλκούμενων και ημιρυμουλκούμενων οχημάτων.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30.01.2022

Ισχυρούς κλυδωνισμούς στα θεμέλια της οικονομικής δραστηριότητας, αφόρητες πιέσεις στα πορτοφόλια των νοικοκυριών και φόβους για μοιραία πισωγυρίσματα στην τροχιά ανάκαμψης της οικονομίας προκαλεί το συνεχιζόμενο ράλι που καταγράφουν οι τιμές ρεύματος, φυσικού αερίου, πετρελαίου και πρώτων υλών. Οι ανατιμήσεις φωτιά αν συνδυαστούν και με την μόνιμη… αβεβαιότητα που γεννά η πανδημία και οι μεταλλάξεις της συνθέτουν ένα εκρηκτικό κι επικίνδυνο μείγμα.

Σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο, ο πρωτογενής τομέας (βιοτεχνίες, βιομηχανίες, μεταποίηση) δοκιμάζεται σκληρά καθώς το ξέφρενο ράλι του κόστους ενέργειας εκτοξεύει τις λειτουργικές δαπάνες ενώ μέρος του κύματος αυξήσεων (και στις πρώτες ύλες) αναπόφευκτα θα περάσει στους καταναλωτές για να μείνουν όρθιες οι επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρομεσαίοι δεν έχουν σχεδόν κανένα περιθώριο να υψώσουν τείχος ανοσίας στην… πανδημία ανατιμήσεων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητά τους και κατ’ επέκταση η επιβίωσή τους.

Την στιγμή που ο πληθωρισμός απογειώνεται (ξεπέρασε το 5% τον Δεκέμβριο), ακολουθώντας αντίστοιχη πορεία και τον Ιανουάριο, το κύμα ακρίβειας απειλεί να πνίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με τους λογαριασμούς ρεύματος και αερίου που αντικρίζουν οι καταναλωτές να προκαλούν πολλαπλά… ηλεκτροσόκ, παρά τις επιδοτήσεις που καλύπτουν ένα μέρος του επιπλέον κόστους.

Παράλληλα, οι αυξήσεις σε βασικά καταναλωτικά αγαθά αγγίζουν ακόμα και το 20% με το καλάθι της νοικοκυράς να είναι πλέον… ασήκωτο. Οι τιμές τράβηξαν την ανηφόρα καθώς καταγράφονται, πέρα από την ενέργεια, ανατιμήσεις σε: αρνί-κατσίκι (21,3%), ελαιόλαδο (18,5%), άλλα βρώσιμα έλαια (16,7%), πατάτες (11,9%), νωπά ψάρια (9,8%), ψωμί (4,3%), καφές (3,9%) και τυριά (3,5%).

Υπό αυτό το πρίσμα, η ανησυχία στο οικονομικό επιτελείο είναι έντονη με το ξέφρενο ράλι των τιμών να απειλεί με εκτροχιασμό ιδιωτική κατανάλωση (οι πολίτες θα περιοριστούν στις αγορές των απολύτως αναγκαίων) και επενδύσεις οι οποίες μπορεί να φρενάρουν ελέω της συνεχούς ανόδου στο κόστος των πρώτων υλών. Κλειδί για να αποτραπούν οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις είναι η διάρκεια του φαινομένου της ακρίβειας αλλά και τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα ληφθούν για να τεθεί υπό σχετικό έλεγχο η κατάσταση.

«Μεγαλύτερες επιδοτήσεις και μείωση ΦΠΑ»

«Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης γίνεται καθημερινά αποδέκτης της ανησυχίας των μελών του, τα οποία βλέπουν την άνοδο των τιμών ενέργειας, πρώτων υλών αλλά και μεταφορικών να τορπιλίζουν τους προϋπολογισμούς τους με αποτέλεσμα να αγωνιούν για το αν θα καταφέρουν να επιβιώσουν επιχειρηματικά. Το ΒΕΘ διαπιστώνοντας τη ζοφερή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική οικονομία και ειδικότερα στις βιοτεχνικές επιχειρήσεις, πρόσφατα, ζήτησε με επιστολή του, προς τα συναρμόδια υπουργεία, από την κυβέρνηση να μεριμνήσει για τη διατήρηση του αναπτυξιακού ρυθμού στην οικονομία, τη στήριξη των επιχειρήσεων με κάθε τρόπο και την προστασία των ευάλωτων συμπολιτών μας», σημειώνει ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου, Αναστάσιος Καπνοπώλης.

«Αναμφίβολα τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα που έχει προκαλέσει η ενεργειακή κρίση, που είναι άγνωστο μέχρι πότε θα διαρκέσει. Εκτιμώ πως η κυβέρνηση πρέπει να ξαναδεί το θέμα του ενεργειακού κόστους, λαμβάνοντας μια σειρά μέτρων και επιδοτώντας με μεγαλύτερο ποσό τους λογαριασμούς του ρεύματος, καθώς με όσα ισχύουν σήμερα οι επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να αποπληρώσουν τις ήδη φορτωμένες υποχρεώσεις τους», συμπληρώνει.

«Αναμφίβολα, όσο καλές προθέσεις και να υπάρχουν είναι αδύνατον μετά από τις συνεχείς ανατιμήσεις οι επιχειρηματίες να συγκρατήσουν τις αυξήσεις και να μην τις περάσουν στο καταναλωτές», τονίζει παραθέτοντας τα μέτρα που προτείνει το ΒΕΘ για να μπει φρένο στις αναπόφευκτες αυξήσεις των τιμών.

1. Μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τη διαγραφή χρεών που δημιουργήθηκαν κατά την πανδημία.

2. Επιδότηση του κόστους κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος από τις επιχειρήσεις διότι σε πάρα πολλές από αυτές αποτελεί βασικότατο συντελεστή του κόστους των παραγόμενων προϊόντων τους.

3. Μείωση του ΦΠΑ σε όλα τα βασικά αγαθά και μεταφορά τους από το 13% στο 6%.

4. Επιδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων, μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ, ώστε να παράγουν μέρος του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν.

5. Ειδική χρηματοδοτική μέριμνα για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις για προμήθεια α΄ υλών και προετοιμασία παραγγελιών προς εξαγωγή.

6. Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα των επαγγελματικών αυτοκινήτων.

7. Κυβερνητική μέριμνα για άνοιγμα της στρόφιγγας του τραπεζικού συστήματος για στήριξη της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Ο κ. Καπνοπώλης αναφέρεται και στον εντεινόμενο αποκλεισμό των ΜμΕ από το τραπεζικό σύστημα. «Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αφορά το συντριπτικό ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στην αναγκαία προσπάθεια τους να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, οι συστημικές τράπεζες πούλησαν με έκπτωση έναν τεράστιο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων σε τρίτους επενδυτές, οι οποίοι με τη σειρά τους ανέθεσαν σε εταιρίες διαχείρισης τον ομολογουμένως δύσκολο ρόλο της ρύθμισης των υποχρεώσεων με τους πιστούχους. Τους τελευταίους μήνες όμως, διαπιστώνοντας ότι και οι εταιρίες αδυνατούν να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις, στρέφονται στην εκ νέου πώληση των δανείων, με ακόμη μεγαλύτερη έκπτωση», εξηγεί.

«Όσο το ιδιοκτησιακό καθεστώς περνά από χέρι σε χέρι, σε όλο και χαμηλότερες τιμές, το ύψος και η χρονική διάρκεια των υποχρεώσεων παραμένουν αμείωτα και αφόρητα για ιδιώτες και επιχειρηματίες, με αποτέλεσμα να παραμένουν σε παραγωγική αδυναμία, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα αναχρηματοδότησης. Το υπάρχον μοντέλο δεν είναι βιώσιμο για κανέναν από τους αντισυμβαλλόμενους. Οι ιδιοκτήτες των δανείων επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους με μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι πιστούχοι είναι πλήρως αποκομμένοι από την τραπεζική χρηματοδότηση και αρκετά από τα παρεχόμενα χρηματοδοτικά εργαλεία, αδυνατώντας να επιστρέψουν στην παραγωγική διαδικασία. Για τις εταιρίες διαχείρισης τα κίνητρα μπορεί να είναι μόνο οικονομικά, για τους επιχειρηματίες εκείνους που δεν ανήκουν στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, το πιο χρήσιμο κίνητρο είναι ο χρόνος και πιο συγκεκριμένα, η επιτάχυνση των διαδικασιών για τη στοχευμένη και τελεσφόρο ρύθμιση των δανειακών τους υποχρεώσεων», καταλήγει.

Η ακρίβεια «ροκανίζει» σταθερά τα εισοδήματα

Σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης για τα νοικοκυριά, που λαμβάνει δραματικές διαστάσεις στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, αλλά και αρνητικές επιδόσεις στην απασχόληση, καταγράφει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, επισημαίνοντας ότι η ακρίβεια «ροκάνισε» το 10,4% του κατώτατου μισθού, ενώ σε περιπτώσεις εργαζομένων με μερική απασχόληση, οι απώλειες άγγιξαν το 13,7% του μέσου μισθού τους.

Αναλυτικά, στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ με τίτλο «Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας», οι επιστημονικοί συνεργάτες της Συνομοσπονδίας χαρακτηρίζουν «τοξικό κοκτέιλ» το κύμα ακρίβειας σε συνδυασμό με την υγειονομική κρίση και τις επιπτώσεις του προγράμματος οικονομικής αναπροσαρμογής, καθώς:

* Η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω του κύματος ακρίβειας συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021. Ειδικότερα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Τον ίδιο μήνα το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα απώλεσε περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση.

* Το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Δεν θα υποχωρήσουν εύκολα οι τιμές…

Με υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ρεύματος θα πρέπει να μάθουν να ζουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού το τρίτο τρίμηνο του 2021, το οποίο έφερε την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη σε επίπεδα προ πανδημίας (αύξηση 3% σε σχέση με το 2020).

Αναλύοντας τις τιμές φυσικού αερίου βάσει των προθεσμιακών τιμών του ολλανδικού κόμβου ΤΤF, η έκθεση της Επιτροπής διαπιστώνει ότι «οι τυπικές τιμές δεκαετίας (στην περιοχή των 15-25 ευρώ/MWh) δεν είναι πιθανό να επιστρέψουν στα επόμενα δύο-τρία χρόνια». Για τις τιμές λιανικής φυσικού αερίου, εκτιμά ότι τους επόμενους μήνες αναμένεται περαιτέρω αύξηση, καθώς δεν έχουν περάσει στην κατανάλωση οι υψηλές τιμές του τέταρτου τριμήνου 2021. Αντίστοιχα θα κινηθούν και οι τιμές ηλεκτρισμού, οι οποίες επηρεάζονται από τις τιμές φυσικού αερίου και τις τιμές των CO2, η μέση τιμή των οποίων διαμορφώθηκε στο τρίτο τρίμηνο στα 57 ευρώ/τόνος, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 169%.

Η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην Ευρώπη διαμορφώθηκε στα 105 ευρώ/MWh, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 211%. Ακριβότερη αγορά στο γ΄ τρίμηνο αναδείχθηκε η Ιρλανδία με μέση τιμή 157 ευρώ/MWh, δεύτερη το Ηνωμένο Βασίλειο με τιμή 152 ευρώ/MWh και τρίτη η Ιταλία με τιμή 125 ευρώ/MWh. Aκολουθεί η Ελλάδα με τιμή 119,4 ευρώ/MWh και οι χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου με λίγο πάνω από τα 118 ευρώ/MWh.

Τα στοιχεία της έκθεσης αποτυπώνουν και τις χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος, το οποίο εμφανίζεται εξαιρετικά ευάλωτο στις διακυμάνσεις του εισαγόμενου φυσικού αερίου, εξαιτίας της οριακής επάρκειας και του ακριβού μείγματος καυσίμου. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ στην οποία η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 24%, την ώρα που σε όλες τις άλλες χώρες μειώθηκε προς αντιστάθμιση του υψηλού κόστους και μάλιστα σε κάποιες με εντυπωσιακά ποσοστά, όπως στην Ολλανδία κατά 49%, στη Γαλλία κατά 46%, στη Γερμανία κατά 30% και στην Ισπανία κατά 21%.

«Τσιμπάνε» οι τιμές εισαγωγών στη βιομηχανία

Στο πλαίσιο αυτό, αύξηση 25% σημείωσε ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Νοέμβριο του 2021 σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2020, διατηρούμενος σε υψηλά επίπεδα, αλλά χαμηλότερα από τις τιμές-ρεκόρ του Οκτωβρίου. Η διατήρηση του εν λόγω δείκτη σε υψηλά επίπεδα προμηνύει αν μη τι άλλο τη συνέχιση των ανατιμήσεων σε σειρά προϊόντων.

Η αύξηση του γενικού δείκτη τιμών εισαγωγών κατά 25% τον Νοέμβριο του 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Νοεμβρίου του 2020, οφείλεται στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός Ευρωζώνης κατά 37,1% και στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες της Ευρωζώνης κατά 6,8%.

Η αύξηση του γενικού δείκτη κατά 25% οφείλεται κυρίως στις παρακάτω αυξήσεις στους επιμέρους κλάδους της βιομηχανίας: κατά 85,3% στην παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου, κατά 64% στην άντληση αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, κατά 30,3% στην παραγωγή βασικών μετάλλων, κατά 10,3% στην παραγωγή χημικών ουσιών και προϊόντων, κατά 8,1% στην κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικών και οπτικών προϊόντων, κατά 6,8% στη φαρμακοβιομηχανία, κατά 5,2% στη χαρτοποιία, κατά 4,2% στην κλωστοϋφαντουργία, κατά 3,4% στη βιομηχανία τροφίμων, κατά 3,1% στην κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, κατά 2,6% στην κατασκευή προϊόντων από ελαστικό (καουτσούκ) και πλαστικές ύλες, και κατά 2,2% στην κατασκευή μηχανοκίνητων οχημάτων, ρυμουλκούμενων και ημιρυμουλκούμενων οχημάτων.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30.01.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία