Φάκελος κακοποίηση: Σεξουαλικά εγκλήματα κατά ανηλίκων
28/02/2021 19:30
28/02/2021 19:30
Η ζωή και η ιστορία μέχρι τώρα έχουν δείξει ότι τα εγκλήματα σεξουαλικής φύσεως ή γενετήσιας ελευθερίας, όπως χαρακτηρίζονται, περιβάλλονταν από ένα πέπλο σιωπής. Μέχρι τώρα τα θύματα, είτε από αυτοενοχοποίηση είτε από βαρύ τραυματισμό, είτε επειδή, λόγω του αποδεικτικού μας συστήματος, αναγκάζονται να ανακαλέσουν στη μνήμη τους και να επαναλάβουν λεπτομέρειες φρικιαστικών πράξεων που έζησαν, επέλεγαν συχνά να κρατηθούν στη σιωπή.
Μετά την αρχή της Σοφίας Μπεκατώρου που ενθάρρυνε πολλούς να μιλήσουν γιγαντώνοντας το ελληνικό #MeToo ήρθαν στο φως ειδεχθή εγκλήματα σεξουαλικής βίας, πολλά σε βάρος παιδιών και ανηλίκων. Έτσι, «τώρα η κοινωνία αρχίζει να ωριμάζει», όπως τονίζει στη «ΜτΚ» η διδάκτωρ νομικής, τ. αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Γιάννα Παναγοπούλου.
Η ίδια μιλά και για τις ποινές που επισείουν τέτοιου είδους πράξεις. «Για το έγκλημα του βιασμού προβλέπεται ποινή από 10 έως 15 χρόνια. Όταν ενήλικος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο που δεν έχει συμπληρώσει τα 12 χρόνια η κατώτατη ποινή είναι 10 χρόνια με ανώτατο πλαίσιο τα 15 χρόνια. Εάν όμως ο ανήλικος έχει συμπληρώσει τα 12 αλλά όχι τα 14 χρόνια το κατώτατο όριο της ποινής πέφτει και γίνεται από 5 έως 15 χρόνια. Εάν, τέλος, ο ανήλικος έχει συμπληρώσει τα 14 χρόνια εκεί η ποινή κυμαίνεται από 5 έως 10 χρόνια», τονίζει η νομικός.
Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι όταν ένας ανήλικος συμπληρώσει τα 15 έτη και συνευρεθεί σεξουαλικά με έναν ενήλικο με τη συναίνεσή του, τότε δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα. «Εκτός από την περίπτωση που έχουμε κατάχρηση ανηλίκου, αδίκημα που ούτως ή άλλως είναι κακουργηματικού χαρακτήρα», τονίζει η κ. Παναγοπούλου.
Ποινές δηλαδή επιβάλλονται όταν μεταξύ ενήλικου και ανήλικου υπάρχει μία ιδιαίτερη σχέση, εκπαιδευτική, συγγενική, εξάρτησης κ.ά. «Στην περίπτωση για παράδειγμα που ο ανήλικος έχει μεν συμπληρώσει τα 15 χρόνια αλλά υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης δράστη και ανηλίκου, τότε πρόκειται για κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια που είναι κακούργημα» συμπληρώνει.
Παραγραφή και επαναπροσδιορισμός του θεσμικού πλαισίου
Ο νόμος ορίζει ότι η παραγραφή ενός κακουργήματος για το οποίο προβλέπεται ποινή κάθειρξης ορισμένου χρόνου είναι 15 χρόνια από την τέλεσή του. Κάποιοι όμως τον τελευταίο καιρό, μετά από όλα όσα καταγγέλλονται, μιλούν για επαναπροσδιορισμό του θεσμικού πλαισίου με αύξηση του ορίου ηλικίας αλλά και του χρόνου παραγραφής. «Άκουσα και εγώ ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης σκέφτεται να επεκτείνει την παραγραφή τέτοιων κακουργημάτων. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη που ειδικά για τα εγκλήματα τα οποία σχετίζονται με ανηλίκους η παραγραφή έχει άλλο πλαίσιο και ξεκινάει μετά την ενηλικίωση του θύματος. Στην Ελλάδα που έτος ενηλικίωσης είναι το 18ο η παραγραφή θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αρχίζει από αυτή την ηλικία και μετά, και για τα πλημμελήματα. Επίσης, ίσως ο χρόνος θα έπρεπε από 15 να αυξηθεί στα 20 έτη», επισημαίνει η νομικός.
Ωστόσο, ακόμη και αν ψηφιστεί κάτι τέτοιο δεν θα περιλάβει τα περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας. «Έχοντας εμπειρία από διάφορες υποθέσεις γνωρίζω ότι σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα βρίσκουν το κουράγιο να μιλήσουν μετά από πολλά χρόνια, παρότι πολλές φορές απομακρύνονται από τα αποδεικτικά στοιχεία. Για τέτοιους λόγους θεωρώ ότι η παραγραφή θα έπρεπε να ξεκινάει από την ενηλικίωση και μετά, και για τα πλημμελήματα. Αυτό όμως ακόμη και αν ψηφιστεί αύριο δεν θα εφαρμοστεί αμέσως, δεν θα περιλάβει δηλαδή τις πράξεις που έχουν ήδη διαπραχθεί», υπογραμμίζει η κ. Παναγοπούλου.
«Να προσέχουμε το πώς διατυπώνουμε τον δημόσιο λόγο»
Στην πορεία της η ίδια βρέθηκε στη θέση να αρνηθεί υπεράσπιση βιαστή ανηλίκου που είχε ομολογήσει την πράξη του. «Δεν ήθελα να έχω σύγκρουση συνείδησης και δεν τον ανέλαβα, γιατί από τη μία θα έπρεπε να τον υποστηρίξω ως θα όφειλα λόγω νομικής υποχρέωσης και επαγγελματικού όρκου και από την άλλη θα είχα εσωτερική αντίφαση», παραδέχεται. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι το κράτος δικαίου επιφυλάσσει για τους πάντες «ακόμη και για τους πιο ειδεχθείς και αδίστακτους εγκληματίες» δίκαιη δίκη. «Από εκεί και πέρα οι δημόσιοι λειτουργοί και οι νομικοί, όσοι δηλαδή έχουμε επιστημονική και άμεση λειτουργική σχέση με τη δικαιοσύνη είμαστε υποχρεωμένοι να προσέχουμε το πώς διατυπώνουμε τον δημόσιο λόγο και να προστατεύουμε κάποια πράγματα», υποστηρίζει.
Τέλος, για τα δικαιώματα που έχουν σε τέτοιες περιπτώσεις τα θύματα η κ. Παναγοπούλου ενημερώνει: «Μέσα από την ποινική καταδίκη του δράστη επέρχεται η ηθική ικανοποίηση. Παράλληλα, υπάρχει και η δυνατότητα αστικής αξίωσης, όσο μπορεί να αποκατασταθεί μια τέτοια πληγή με χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Δηλαδή μπορεί να ζητήσει το θύμα την αστική αποκατάστασή του».
Η νομοθεσία ανά την Ευρώπη
Της Βιολέτας Φωτιάδη
Με τη νομοθεσία να ποικίλει ανά την Ευρώπη, η ηλικία συναίνεσης σε σεξουαλική πράξη μεταξύ ανήλικου και ενήλικα κυμαίνεται από τα 14 έως τα 17 χρόνια με τα περισσότερα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου να «συμφωνούν» στα 16 έτη.
Πιο συγκεκριμένα η Ολλανδία, η Ισπανία, η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία και το Βέλγιο ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Δανία και τη Σουηδία οι οποίες αναγνωρίζουν ως νόμιμη τη συναινετική ερωτική πράξη μεταξύ ανήλικου και ενήλικα εφόσον ο πρώτος έχει συμπληρώσει τα 15 έτη. Ελαστικότερες φαίνεται να είναι η Αυστρία, η Γερμανία, η Αλβανία, η Ιταλία και η Βόρεια Μακεδονία με τη νομοθεσία τους να ορίζει ως κατώτατο ηλικιακό όριο συγκατάθεσης τα 14 χρόνια. Στην Κύπρο και την Ιρλανδία η ηλικία συναίνεσης είναι τα 17 έτη ενώ μόνο η Μάλτα κρίνει απαραίτητο όσοι έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις να είναι από 18 χρονών και άνω.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το φύλο των ατόμων που συνευρίσκονται σεξουαλικά μπορεί να μεταβάλει το κατώτατο όριο ηλικίας συγκατάθεσης από χώρα σε χώρα ανάλογα τη νομοθεσία. Για παράδειγμα στην Ελλάδα μέχρι το 2015 ο νόμος ήταν πιο αυστηρός αναφορικά με την ηλικία εφόσον η σεξουαλική πράξη τελούνταν ανάμεσα σε δύο άνδρες και οριζόταν ως αποπλάνηση αν ο νεότερος εκ των δύο ήταν κάτω των 17. Το εν λόγω άρθρο βέβαια καταργήθηκε πριν έξι χρόνια και πλέον η ηλικία συγκατάθεσης στη χώρα μας έχει εξισωθεί είτε πρόκειται για ομοφυλοφιλικές είτε για ετεροφυλοφιλικές πράξεις.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28 Φεβρουαρίου 2021
28/02/2021 20:09
01/03/2021 07:00
01/03/2021 07:00
Η ζωή και η ιστορία μέχρι τώρα έχουν δείξει ότι τα εγκλήματα σεξουαλικής φύσεως ή γενετήσιας ελευθερίας, όπως χαρακτηρίζονται, περιβάλλονταν από ένα πέπλο σιωπής. Μέχρι τώρα τα θύματα, είτε από αυτοενοχοποίηση είτε από βαρύ τραυματισμό, είτε επειδή, λόγω του αποδεικτικού μας συστήματος, αναγκάζονται να ανακαλέσουν στη μνήμη τους και να επαναλάβουν λεπτομέρειες φρικιαστικών πράξεων που έζησαν, επέλεγαν συχνά να κρατηθούν στη σιωπή.
Μετά την αρχή της Σοφίας Μπεκατώρου που ενθάρρυνε πολλούς να μιλήσουν γιγαντώνοντας το ελληνικό #MeToo ήρθαν στο φως ειδεχθή εγκλήματα σεξουαλικής βίας, πολλά σε βάρος παιδιών και ανηλίκων. Έτσι, «τώρα η κοινωνία αρχίζει να ωριμάζει», όπως τονίζει στη «ΜτΚ» η διδάκτωρ νομικής, τ. αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Γιάννα Παναγοπούλου.
Η ίδια μιλά και για τις ποινές που επισείουν τέτοιου είδους πράξεις. «Για το έγκλημα του βιασμού προβλέπεται ποινή από 10 έως 15 χρόνια. Όταν ενήλικος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο που δεν έχει συμπληρώσει τα 12 χρόνια η κατώτατη ποινή είναι 10 χρόνια με ανώτατο πλαίσιο τα 15 χρόνια. Εάν όμως ο ανήλικος έχει συμπληρώσει τα 12 αλλά όχι τα 14 χρόνια το κατώτατο όριο της ποινής πέφτει και γίνεται από 5 έως 15 χρόνια. Εάν, τέλος, ο ανήλικος έχει συμπληρώσει τα 14 χρόνια εκεί η ποινή κυμαίνεται από 5 έως 10 χρόνια», τονίζει η νομικός.
Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι όταν ένας ανήλικος συμπληρώσει τα 15 έτη και συνευρεθεί σεξουαλικά με έναν ενήλικο με τη συναίνεσή του, τότε δεν υπάρχει ποινικό αδίκημα. «Εκτός από την περίπτωση που έχουμε κατάχρηση ανηλίκου, αδίκημα που ούτως ή άλλως είναι κακουργηματικού χαρακτήρα», τονίζει η κ. Παναγοπούλου.
Ποινές δηλαδή επιβάλλονται όταν μεταξύ ενήλικου και ανήλικου υπάρχει μία ιδιαίτερη σχέση, εκπαιδευτική, συγγενική, εξάρτησης κ.ά. «Στην περίπτωση για παράδειγμα που ο ανήλικος έχει μεν συμπληρώσει τα 15 χρόνια αλλά υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης δράστη και ανηλίκου, τότε πρόκειται για κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια που είναι κακούργημα» συμπληρώνει.
Παραγραφή και επαναπροσδιορισμός του θεσμικού πλαισίου
Ο νόμος ορίζει ότι η παραγραφή ενός κακουργήματος για το οποίο προβλέπεται ποινή κάθειρξης ορισμένου χρόνου είναι 15 χρόνια από την τέλεσή του. Κάποιοι όμως τον τελευταίο καιρό, μετά από όλα όσα καταγγέλλονται, μιλούν για επαναπροσδιορισμό του θεσμικού πλαισίου με αύξηση του ορίου ηλικίας αλλά και του χρόνου παραγραφής. «Άκουσα και εγώ ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης σκέφτεται να επεκτείνει την παραγραφή τέτοιων κακουργημάτων. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη που ειδικά για τα εγκλήματα τα οποία σχετίζονται με ανηλίκους η παραγραφή έχει άλλο πλαίσιο και ξεκινάει μετά την ενηλικίωση του θύματος. Στην Ελλάδα που έτος ενηλικίωσης είναι το 18ο η παραγραφή θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αρχίζει από αυτή την ηλικία και μετά, και για τα πλημμελήματα. Επίσης, ίσως ο χρόνος θα έπρεπε από 15 να αυξηθεί στα 20 έτη», επισημαίνει η νομικός.
Ωστόσο, ακόμη και αν ψηφιστεί κάτι τέτοιο δεν θα περιλάβει τα περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας. «Έχοντας εμπειρία από διάφορες υποθέσεις γνωρίζω ότι σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα βρίσκουν το κουράγιο να μιλήσουν μετά από πολλά χρόνια, παρότι πολλές φορές απομακρύνονται από τα αποδεικτικά στοιχεία. Για τέτοιους λόγους θεωρώ ότι η παραγραφή θα έπρεπε να ξεκινάει από την ενηλικίωση και μετά, και για τα πλημμελήματα. Αυτό όμως ακόμη και αν ψηφιστεί αύριο δεν θα εφαρμοστεί αμέσως, δεν θα περιλάβει δηλαδή τις πράξεις που έχουν ήδη διαπραχθεί», υπογραμμίζει η κ. Παναγοπούλου.
«Να προσέχουμε το πώς διατυπώνουμε τον δημόσιο λόγο»
Στην πορεία της η ίδια βρέθηκε στη θέση να αρνηθεί υπεράσπιση βιαστή ανηλίκου που είχε ομολογήσει την πράξη του. «Δεν ήθελα να έχω σύγκρουση συνείδησης και δεν τον ανέλαβα, γιατί από τη μία θα έπρεπε να τον υποστηρίξω ως θα όφειλα λόγω νομικής υποχρέωσης και επαγγελματικού όρκου και από την άλλη θα είχα εσωτερική αντίφαση», παραδέχεται. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι το κράτος δικαίου επιφυλάσσει για τους πάντες «ακόμη και για τους πιο ειδεχθείς και αδίστακτους εγκληματίες» δίκαιη δίκη. «Από εκεί και πέρα οι δημόσιοι λειτουργοί και οι νομικοί, όσοι δηλαδή έχουμε επιστημονική και άμεση λειτουργική σχέση με τη δικαιοσύνη είμαστε υποχρεωμένοι να προσέχουμε το πώς διατυπώνουμε τον δημόσιο λόγο και να προστατεύουμε κάποια πράγματα», υποστηρίζει.
Τέλος, για τα δικαιώματα που έχουν σε τέτοιες περιπτώσεις τα θύματα η κ. Παναγοπούλου ενημερώνει: «Μέσα από την ποινική καταδίκη του δράστη επέρχεται η ηθική ικανοποίηση. Παράλληλα, υπάρχει και η δυνατότητα αστικής αξίωσης, όσο μπορεί να αποκατασταθεί μια τέτοια πληγή με χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Δηλαδή μπορεί να ζητήσει το θύμα την αστική αποκατάστασή του».
Η νομοθεσία ανά την Ευρώπη
Της Βιολέτας Φωτιάδη
Με τη νομοθεσία να ποικίλει ανά την Ευρώπη, η ηλικία συναίνεσης σε σεξουαλική πράξη μεταξύ ανήλικου και ενήλικα κυμαίνεται από τα 14 έως τα 17 χρόνια με τα περισσότερα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου να «συμφωνούν» στα 16 έτη.
Πιο συγκεκριμένα η Ολλανδία, η Ισπανία, η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία και το Βέλγιο ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Δανία και τη Σουηδία οι οποίες αναγνωρίζουν ως νόμιμη τη συναινετική ερωτική πράξη μεταξύ ανήλικου και ενήλικα εφόσον ο πρώτος έχει συμπληρώσει τα 15 έτη. Ελαστικότερες φαίνεται να είναι η Αυστρία, η Γερμανία, η Αλβανία, η Ιταλία και η Βόρεια Μακεδονία με τη νομοθεσία τους να ορίζει ως κατώτατο ηλικιακό όριο συγκατάθεσης τα 14 χρόνια. Στην Κύπρο και την Ιρλανδία η ηλικία συναίνεσης είναι τα 17 έτη ενώ μόνο η Μάλτα κρίνει απαραίτητο όσοι έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις να είναι από 18 χρονών και άνω.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το φύλο των ατόμων που συνευρίσκονται σεξουαλικά μπορεί να μεταβάλει το κατώτατο όριο ηλικίας συγκατάθεσης από χώρα σε χώρα ανάλογα τη νομοθεσία. Για παράδειγμα στην Ελλάδα μέχρι το 2015 ο νόμος ήταν πιο αυστηρός αναφορικά με την ηλικία εφόσον η σεξουαλική πράξη τελούνταν ανάμεσα σε δύο άνδρες και οριζόταν ως αποπλάνηση αν ο νεότερος εκ των δύο ήταν κάτω των 17. Το εν λόγω άρθρο βέβαια καταργήθηκε πριν έξι χρόνια και πλέον η ηλικία συγκατάθεσης στη χώρα μας έχει εξισωθεί είτε πρόκειται για ομοφυλοφιλικές είτε για ετεροφυλοφιλικές πράξεις.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28 Φεβρουαρίου 2021
ΣΧΟΛΙΑ