Γιατί οι πολίτες απέχουν από τις αυτοδιοικητικές κάλπες
03/11/2023 07:00
03/11/2023 07:00
Η απογοήτευση των πολιτών από την πολιτική δεν περιορίζεται σε επίπεδο εθνικών εκλογών αλλά φαίνεται να διαχέεται και σε επίπεδο αυτοδιοίκησης. Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνουν τα υψηλά ποσοστά αποχής στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, που πανελλαδικά έφτασαν στο 60%.
Τα ποσοστά συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές μάλιστα είναι διαχρονικά μικρότερα σε σχέση με τις εθνικές εκλογές. Με άλλα λόγια, παρότι ο δήμος είναι η εγγύτερη στον πολίτη μορφή διοίκησης και παρότι οι επιπτώσεις των αποφάσεων ενός ή μίας δημάρχου επηρεάζουν με άμεσο τρόπο την καθημερινότητα, οι πολίτες φαίνεται να αντιμετωπίζουν τις δημοτικές εκλογές ως εκλογές β’ κατηγορίας.
Γιατί λοιπόν οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε μία δημοκρατική διαδικασία που καθορίζει ποιος ή ποια θα αναλάβει την τύχη της πόλης τους για την επόμενη πενταετία; Για το πολυσύνθετο ζήτημα της αποχής μιλούν στη «ΜτΚ» οι Λινά Παπαδοπούλου, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου (ΑΠΘ), Ευτυχία Τεπέρογλου, επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών (ΑΠΘ), Μανίνα Κακεπάκη, κύρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Πολιτικών Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και Φαίη Μακαντάση, διευθύντρια ερευνών στον οργανισμό διαΝΕΟσις.
Πολιτική αποξένωση
«Πολλές έρευνες παγκοσμίως συνδέουν την αποχή με ζητήματα πολιτικής αποξένωσης, κυνισμού και κρίσης νομιμοποίησης των δημοκρατικών θεσμών. Επίσης διαπιστώνεται και μία εργαλειακή χρήση της αποχής, με στόχο την έμμεση έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας», υπογραμμίζει η κ. Τεπέρογλου (φωτ)
Η κ. Ε. Τεπέρογλου
Σύμφωνα με την κ. Κακεπάκη υπάρχουν τρεις κατηγορίες παραγόντων που ερμηνεύουν το φαινόμενο της αποχής από τις εκλογές εν γένει -πολιτικοί, κοινωνικοοικονομικοί και θεσμικοί. «Οι πολιτικοί παράγοντες μπορεί να σχετίζονται με την ποιότητα της Δημοκρατίας: Όταν οι πολίτες θεωρούν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν λειτουργούν, απογοητεύονται και απέχουν από την διαδικασία. Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες σχετίζονται με την ηλικία, το εισόδημα ή το μορφωτικό επίπεδο. Γενικά, πολίτες σε μεγαλύτερες ηλικίες, με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και υψηλότερο εισόδημα είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν καθώς έχουν περισσότερο χρόνο και πόρους να συμμετέχουν στην πολιτική. Τέλος, θεσμικοί παράγοντες συνδέονται με την (πραγματική) υποχρεωτικότητα της ψήφου. Μία επιπλέον ερμηνεία συνδέεται με τον πολλαπλασιασμό των αντιπροσωπευτικών θεσμών, με συνέπεια οι πολίτες να καλούνται να συμμετέχουν σε ολοένα και περισσότερες εκλογικές διαδικασίες (σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό επίπεδο ή δημοψηφίσματα) που εντέλει προκαλούν ‘εκλογική κόπωση’ και αποχή», εξηγεί η κ. Κακεπάκη.
Η κ. Κακεπάκη
Εκλογές «δεύτερης τάξης»
Μία από τις ιδιαιτερότητες των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπως σημειώνει η ίδια, είναι ότι «αντιμετωπίζονται ως εκλογές «δεύτερης τάξης» και για αυτό σημειώνουν γενικά χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής, εκτός εάν διεξάγονται ταυτόχρονα με εκλογές πρώτης τάξης (δηλαδή με εθνικές εκλογές)».
Πράγματι, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2007 και έπειτα το ποσοστό συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές ήταν πάντα χαμηλότερο σε σχέση με τις εθνικές εκλογές. Υπάρχει μία μόνο εξαίρεση: Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου του 2019 συμμετείχε σχεδόν το 59% του εκλογικού σώματος έναντι 57,5% στις εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Σε αυτή την περίπτωση οι αυτοδιοικητικές εκλογές λειτούργησαν εν μέρει ως «δημοσκόπηση» για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές.
«Για κάποιους οι κύριες εκλογές είναι οι εθνικές. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν υπάρχει ο ‘κομματικός πατριωτισμός’ των εθνικών εκλογών», εκτιμά και η κ. Παπαδοπούλου (φωτ).
Η κ. Λίνα Παπαδοπούλου
«Οι πολίτες δεν δίνουν τη σημασία που πρέπει στις δημοτικές εκλογές, τις θεωρούν μία ακόμα αναμέτρηση των κομμάτων αλλά αναμέτρηση δεύτερης τάξης ή ήσσονος σημασίας σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές (πρώτης τάξης αναμετρήσεις). Υπάρχει μία κουλτούρα να ψηφίζουμε με εθνικά κριτήρια και στις τοπικές εκλογές για να πάρει ανάλογο ‘χρώμα’ ο χάρτης», συμφωνεί και η κ. Τεπέρογλου προσθέτοντας ότι ειδικά φέτος θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η εκλογική κόπωση μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές.
Αν υπάρχει διακύβευμα, υπάρχει κίνητρο
Η κ. Παπαδοπούλου σημειώνει ότι το ποσοστό της αποχής έχει σχέση και με το αν υπάρχει διακύβευμα ή όχι. Όπως λέει, «σε κάποιες περιπτώσεις οι πολίτες δεν πήγαν να ψηφίσουν γιατί ήταν σχεδόν δεδομένο το ποιος θα εκλεγεί» ενώ αρκετοί προσήλθαν μόνο τη β’ Κυριακή «όταν πλέον το δίλημμα ήταν ξεκάθαρο ανάμεσα σε δύο πρόσωπα». Επιπλέον, σε αντίθεση με τις εθνικές εκλογές όπου τα κόμματα έχουν πρόγραμμα βασισμένο στην ιδεολογία τους, στην περίπτωση των υποψηφίων δημάρχων οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι έντονες με αποτέλεσμα «κάποιοι εκλογείς να σκέφτονται ότι όποιος και να εκλεγεί, η δουλειά που είναι να γίνει θα γίνει», υπογραμμίζει.
Από την άλλη «για κάποιους υπάρχει η αίσθηση ότι τίποτα δεν θα αλλάξει, ότι όλοι είναι ίδιοι. Αυτό είναι οριζόντιο, για τις ευρωεκλογές, τις εθνικές αλλά και τις αυτοδιοικητικές εκλογές», προσθέτει η κ. Παπαδοπούλου. Στη συζήτηση θα πρέπει να μπει και «το κατά πόσο έχει επιτευχθεί μια ουσιαστική αποκέντρωση των εξουσιών στο τοπικό επίπεδο ή αν ακόμα κυριαρχεί η κεντρική εξουσία στην υποεθνική πολιτική σκηνή», παρατηρεί από την πλευρά της η κ. Τεπέρογλου.
Δεν υπάρχει σύνδεση και αίσθηση καθήκοντος
«Σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος απέχει -ακόμα και σε τοπικές εκλογές- επειδή υπάρχει σημαντικό έλλειμμα κινητοποίησης που μπορεί να συνδέεται με αντίστοιχο έλλειμμα αντιπροσώπευσης. Πολλές έρευνες δείχνουν τα χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης στους τοπικούς φορείς ενώ συχνά οι πολίτες δεν θεωρούν το πολιτικό προσωπικό κατάλληλο. Ειδικά οι νέοι δεν «βλέπουν τον εαυτό τους» στους υποψηφίους. Οι τοπικές αρχές της χώρας μας δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια εκλογική σύνδεση με τους δημότες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να νιώθουν μια περιορισμένη ατομική αίσθηση πολιτικής αρμοδιότητας», τονίζει η κ. Τεπέρογλου.
Ευθύνη δεν έχουν μόνο οι πολιτικοί που δεν συγκινούν τους πολίτες αλλά και οι πολίτες που δεν συμμετέχουν στο πολιτικό γίγνεσθαι, κάτι που όπως παρατηρεί η κ. Τεπέρογλου σχετίζεται και με «την ατροφική κοινωνία πολιτών στην Ελλάδα -με ορισμένες βέβαια εξαιρέσεις».
Μία νέα κανονικότητα
«Έρευνες έχουν δείξει ότι η αποχή, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από συγκεκριμένες ομάδες (νέους, άνεργους, χαμηλά εισοδήματα κ.ο.κ.), συνδέεται με προκαταλήψεις στις δημόσιες πολιτικές εναντίον αυτών των ομάδων, μειώνει την ανταποκρισιμότητα των κυβερνήσεων και ευνοεί τις πελατειακές σχέσεις έναντι του προγραμματικού κομματικού ανταγωνισμού», καταλήγει η κ. Κακεπάκη.
Σύμφωνα με την κ. Τεπέρογλου «η συστηματικοποίηση της μη-προσέλευσης στις κάλπες στην Ελλάδα, ειδικά και σε δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, δείχνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κανονικότητα, ακολουθώντας αντίστοιχες τάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο».
Αλλού κατοικούν, για άλλο δήμο αποφασίζουν
Όταν συζητάμε για την αποχή από τις εκλογές πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν εκκαθαριστεί, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνουν ονόματα ανθρώπων που δεν είναι εν ζωή ή μετανάστευσαν εκτός Ελλάδας ή κατοικούν σε άλλον τόπο από αυτόν που είναι εγγεγραμμένοι. Και ναι μεν στις εθνικές εκλογές οι ετεροδημότες μπορούν να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους για μια άλλη εκλογική περιφέρεια αλλά στις αυτοδιοικητικές δεν έχει δοθεί αυτή η δυνατότητα. Προφανώς οι άνθρωποι σκέφτονται το κόστος του ταξιδιού για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα ή δεν ξέρουν καν τους υποψήφιους στον τόπο καταγωγής τους και άρα δεν έχουν ενδιαφέρον να τους ψηφίσουν.
Όμως εδώ προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: Γιατί κάποιος να αποφασίζει για τους τοπικούς άρχοντες ενός τόπου όπου δεν ζει και πιθανώς αγνοεί τα προβλήματα της καθημερινότητας; Ή αντιστρόφως, γιατί δεν δείχνει ενδιαφέρον για το μέλλον του τόπου όπου ζει και εργάζεται; «Πολλοί κρατούν τα εκλογικά τους δικαιώματα στον γενέθλιο τόπο για συναισθηματικούς λόγους, εξαιτίας οικογενειακών δεσμών, γιατί σκέφτονται ότι ίσως κάποια στιγμή επιστρέψουν στο χωριό -και επίσης ας μην υποτιμούμε τη δύναμη της αδράνειας», παρατηρεί η κ. Παπαδοπούλου. Πώς γίνεται όμως να μην τους αφορά η κατάσταση στην πόλη όπου ζουν; «Τους αφορά αλλά ενδεχομένως δεν πιστεύουν ότι θα βελτιωθεί κάτι. Υπάρχει μία μοιρολατρία και απογοήτευση σε όλα τα επίπεδα που φτάνει και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση», προσθέτει.
Το ποσοστό εκλογής δεν σχετίζεται με τη νομιμοποίηση
Τίθεται θέμα «νομιμοποίησης» όσων έλαβαν χαμηλό ποσοστό στον α’ γύρο αλλά κατάφεραν να εκλεγούν στον β’ γύρο ή όσων εκλέχτηκαν σε δήμους όπου καταγράφηκαν πολύ υψηλά ποσοστά αποχής; Η κ. Παπαδοπούλου είναι ξεκάθαρη ως προς αυτό. «Θέμα νομιμότητας δεν τίθεται σε καμία περίπτωση, όσο μικρό και αν είναι το ποσοστό συμμετοχής.
Η νόμιμη εκλογή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμα και αν το ποσοστό που έλαβε κάποιος στον α' γύρο ήταν χαμηλό. Η νομιμοποίηση δεν καταγράφεται την Κυριακή των εκλογών, φαίνεται στην πορεία και σχετίζεται με την πολιτική αποδοχή ενός ή μιας δημάρχου στη συνείδηση των δημοτών. Είναι ποιοτικό στοιχείο και δυναμικά εξελισσόμενο, δεν είναι η φωτογραφία της νόμιμης εκλογής».
Γιατί είχαμε τόσο μεγάλη αποχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές;
Της δρα Φαίης Μακαντάση
Διευθύντριας ερευνών διαΝΕΟσις
Ένα από τα ανησυχητικά φαινόμενα που εμφανίζεται στη δημοκρατία μας είναι τα υψηλά ποσοστά αποχής από το δικαίωμα ψήφου, τα οποία διατηρούν και μια σημαντική αυξητική τάση. Διαχρονικά, μάλιστα, η συμμετοχή στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.) και την εκπροσώπησή μας στην Ευρωβουλή είναι μικρότερη σε σχέση με τις εθνικές βουλευτικές εκλογές καθώς το εκλογικό σώμα φαίνεται να θεωρεί το διακύβευμά τους σχετικά μικρότερο. Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώθηκε και στις φετινές εκλογές με αποτέλεσμα μετά το αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής σε βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2023 να ακολουθήσει ένα ολικό αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί έχουμε αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να εξετάσουμε: Πρώτον, τα αίτια της γενικής τάσης για χαμηλή και μειούμενη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες στην χώρα μας (ένα πολύ ανησυχητικό φαινόμενο που φαίνεται να έχει παγιωθεί πλέον), δεύτερον, τα ειδικότερα αίτια ακόμα χαμηλότερης συμμετοχής στις εκλογές της Τ.Α. γενικά και τρίτον, τις ειδικές συνθήκες που έπαιξαν ρόλο στις συγκεκριμένες εκλογές.
Για τα αίτια της χαμηλής και μειούμενης συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες έχουν γραφεί πολλά που αφορούν στα ήσσονος σημασίας στατιστικά ζητήματα κακής μέτρησης της συμμετοχής (καθυστερήσεις στην ενημέρωση των εκλογικών καταλόγων) έως πολύ σημαντικά θέματα που έχουν να κάνουν με την ποιότητα και την υγεία της δημοκρατίας στην Ελλάδα και πώς αυτές γίνονται αντιληπτές από τους Έλληνες πολίτες. Αποτελεί διαχρονικό εύρημα των ερευνών γνώμης της διαΝΕΟσις η αρκετά χαμηλή εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Έλληνες πολίτες στους εκλεγόμενους δημοκρατικούς θεσμούς.
Αν και τα στοιχεία δείχνουν μια ευρύτερα διαμορφωμένη καχυποψία των Ελλήνων προς σχεδόν όλους τους θεσμούς άλλα και τους συνάνθρωπούς τους (μόνο το 10,1% θεωρούν ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης»), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό αποτελεί ένα ακόμα σύμπτωμα μιας εδραιωμένης κακής αντίληψης που έχουν οι πολίτες για την πολιτική εξουσία. Αυτό τεκμαίρεται και από την ακόμη κακή βαθμολογία και κατάταξη της χώρας μας στον Δείκτη Αντίληψης για τη Διαφθορά (Corruption Perceptions Index) παρά τη σαφή και διαρκή βελτίωση που εμφανίζει τα τελευταία χρόνια.
Ενδιαφέρον όμως έχουν και κάποια ευρήματα της Παγκόσμιας Έρευνας Αξιών (World Value Survey), σύμφωνα με τα οποία οι Έλληνες εμφανίζουμε γενικότερα και διαχρονικά χαμηλή συμμετοχή σε ευρύτερες πολιτικές δράσεις (απεργίες, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, συλλογή υπογραφών κ.ά.)
Όσον αφορά τους γενικούς λόγους για τους οποίους οι εκλογές της Τ.Α. συνηθίζουν να έχουν μικρότερη συμμετοχή σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές, ο κυριότερος παράγοντας που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι το εκλογικό σώμα φαίνεται, αφενός ότι θεωρεί το διακύβευμά τους σχετικά μικρότερο και λιγότερο σημαντικό και αφετέρου ότι νιώθει μειωμένη την αίσθηση του δημοκρατικού καθήκοντος.
Αυτό είναι ίσως αποτέλεσμα του μικρού ακόμα βαθμού ουσιαστικής αποκέντρωσης που έχει επιτευχθεί στη χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι οι δημοτικές ή περιφερειακές πολιτικές επιδρούν πιο άμεσα στην καθημερινότητα του πολίτη, κρίνονται ως αρκετά λιγότερο σημαντικές, ως προς τις επιπτώσεις τους, από τις κεντρικές πολιτικές.
Τέλος, οι ειδικές συνθήκες που επικράτησαν στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν. Αποτελεί ένα αρκετά σύνηθες φαινόμενο οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις να οδηγούν σε μια σημαντική μείωση του ενδιαφέροντος των πολιτών να συμμετάσχουν. Η εκλογική αυτή κόπωση, που παρατηρήθηκε πράγματι σε σημαντικό βαθμό, συνοδεύτηκε από την αίσθηση «ασήμαντης ψήφου» που επικράτησε εξαιτίας της καθαρής πολιτικής υπεροχής της ΝΔ σε εθνικό επίπεδο.
Ενώ ακόμα και στους τόπους που οι προτιμήσεις των πολιτών σε επίπεδο υποψηφίου ήταν αντίρροπες με τις επιλογές της ΝΔ, δεν εκδηλώθηκαν τόσο μέσω της ψήφου (διαρροή υποστηρικτών της ΝΔ σε άλλο/-ους υποψήφιο/-ους) όσο μέσω της αποχής (απροθυμία υποστηρικτών της ΝΔ να πάνε να ψηφίσουν γενικά).
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28-29.10.2023
Η απογοήτευση των πολιτών από την πολιτική δεν περιορίζεται σε επίπεδο εθνικών εκλογών αλλά φαίνεται να διαχέεται και σε επίπεδο αυτοδιοίκησης. Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνουν τα υψηλά ποσοστά αποχής στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, που πανελλαδικά έφτασαν στο 60%.
Τα ποσοστά συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές μάλιστα είναι διαχρονικά μικρότερα σε σχέση με τις εθνικές εκλογές. Με άλλα λόγια, παρότι ο δήμος είναι η εγγύτερη στον πολίτη μορφή διοίκησης και παρότι οι επιπτώσεις των αποφάσεων ενός ή μίας δημάρχου επηρεάζουν με άμεσο τρόπο την καθημερινότητα, οι πολίτες φαίνεται να αντιμετωπίζουν τις δημοτικές εκλογές ως εκλογές β’ κατηγορίας.
Γιατί λοιπόν οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε μία δημοκρατική διαδικασία που καθορίζει ποιος ή ποια θα αναλάβει την τύχη της πόλης τους για την επόμενη πενταετία; Για το πολυσύνθετο ζήτημα της αποχής μιλούν στη «ΜτΚ» οι Λινά Παπαδοπούλου, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου (ΑΠΘ), Ευτυχία Τεπέρογλου, επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών (ΑΠΘ), Μανίνα Κακεπάκη, κύρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Πολιτικών Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και Φαίη Μακαντάση, διευθύντρια ερευνών στον οργανισμό διαΝΕΟσις.
Πολιτική αποξένωση
«Πολλές έρευνες παγκοσμίως συνδέουν την αποχή με ζητήματα πολιτικής αποξένωσης, κυνισμού και κρίσης νομιμοποίησης των δημοκρατικών θεσμών. Επίσης διαπιστώνεται και μία εργαλειακή χρήση της αποχής, με στόχο την έμμεση έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας», υπογραμμίζει η κ. Τεπέρογλου (φωτ)
Η κ. Ε. Τεπέρογλου
Σύμφωνα με την κ. Κακεπάκη υπάρχουν τρεις κατηγορίες παραγόντων που ερμηνεύουν το φαινόμενο της αποχής από τις εκλογές εν γένει -πολιτικοί, κοινωνικοοικονομικοί και θεσμικοί. «Οι πολιτικοί παράγοντες μπορεί να σχετίζονται με την ποιότητα της Δημοκρατίας: Όταν οι πολίτες θεωρούν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν λειτουργούν, απογοητεύονται και απέχουν από την διαδικασία. Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες σχετίζονται με την ηλικία, το εισόδημα ή το μορφωτικό επίπεδο. Γενικά, πολίτες σε μεγαλύτερες ηλικίες, με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και υψηλότερο εισόδημα είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν καθώς έχουν περισσότερο χρόνο και πόρους να συμμετέχουν στην πολιτική. Τέλος, θεσμικοί παράγοντες συνδέονται με την (πραγματική) υποχρεωτικότητα της ψήφου. Μία επιπλέον ερμηνεία συνδέεται με τον πολλαπλασιασμό των αντιπροσωπευτικών θεσμών, με συνέπεια οι πολίτες να καλούνται να συμμετέχουν σε ολοένα και περισσότερες εκλογικές διαδικασίες (σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό επίπεδο ή δημοψηφίσματα) που εντέλει προκαλούν ‘εκλογική κόπωση’ και αποχή», εξηγεί η κ. Κακεπάκη.
Η κ. Κακεπάκη
Εκλογές «δεύτερης τάξης»
Μία από τις ιδιαιτερότητες των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπως σημειώνει η ίδια, είναι ότι «αντιμετωπίζονται ως εκλογές «δεύτερης τάξης» και για αυτό σημειώνουν γενικά χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής, εκτός εάν διεξάγονται ταυτόχρονα με εκλογές πρώτης τάξης (δηλαδή με εθνικές εκλογές)».
Πράγματι, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2007 και έπειτα το ποσοστό συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές ήταν πάντα χαμηλότερο σε σχέση με τις εθνικές εκλογές. Υπάρχει μία μόνο εξαίρεση: Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου του 2019 συμμετείχε σχεδόν το 59% του εκλογικού σώματος έναντι 57,5% στις εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Σε αυτή την περίπτωση οι αυτοδιοικητικές εκλογές λειτούργησαν εν μέρει ως «δημοσκόπηση» για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές.
«Για κάποιους οι κύριες εκλογές είναι οι εθνικές. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν υπάρχει ο ‘κομματικός πατριωτισμός’ των εθνικών εκλογών», εκτιμά και η κ. Παπαδοπούλου (φωτ).
Η κ. Λίνα Παπαδοπούλου
«Οι πολίτες δεν δίνουν τη σημασία που πρέπει στις δημοτικές εκλογές, τις θεωρούν μία ακόμα αναμέτρηση των κομμάτων αλλά αναμέτρηση δεύτερης τάξης ή ήσσονος σημασίας σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές (πρώτης τάξης αναμετρήσεις). Υπάρχει μία κουλτούρα να ψηφίζουμε με εθνικά κριτήρια και στις τοπικές εκλογές για να πάρει ανάλογο ‘χρώμα’ ο χάρτης», συμφωνεί και η κ. Τεπέρογλου προσθέτοντας ότι ειδικά φέτος θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η εκλογική κόπωση μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές.
Αν υπάρχει διακύβευμα, υπάρχει κίνητρο
Η κ. Παπαδοπούλου σημειώνει ότι το ποσοστό της αποχής έχει σχέση και με το αν υπάρχει διακύβευμα ή όχι. Όπως λέει, «σε κάποιες περιπτώσεις οι πολίτες δεν πήγαν να ψηφίσουν γιατί ήταν σχεδόν δεδομένο το ποιος θα εκλεγεί» ενώ αρκετοί προσήλθαν μόνο τη β’ Κυριακή «όταν πλέον το δίλημμα ήταν ξεκάθαρο ανάμεσα σε δύο πρόσωπα». Επιπλέον, σε αντίθεση με τις εθνικές εκλογές όπου τα κόμματα έχουν πρόγραμμα βασισμένο στην ιδεολογία τους, στην περίπτωση των υποψηφίων δημάρχων οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι έντονες με αποτέλεσμα «κάποιοι εκλογείς να σκέφτονται ότι όποιος και να εκλεγεί, η δουλειά που είναι να γίνει θα γίνει», υπογραμμίζει.
Από την άλλη «για κάποιους υπάρχει η αίσθηση ότι τίποτα δεν θα αλλάξει, ότι όλοι είναι ίδιοι. Αυτό είναι οριζόντιο, για τις ευρωεκλογές, τις εθνικές αλλά και τις αυτοδιοικητικές εκλογές», προσθέτει η κ. Παπαδοπούλου. Στη συζήτηση θα πρέπει να μπει και «το κατά πόσο έχει επιτευχθεί μια ουσιαστική αποκέντρωση των εξουσιών στο τοπικό επίπεδο ή αν ακόμα κυριαρχεί η κεντρική εξουσία στην υποεθνική πολιτική σκηνή», παρατηρεί από την πλευρά της η κ. Τεπέρογλου.
Δεν υπάρχει σύνδεση και αίσθηση καθήκοντος
«Σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος απέχει -ακόμα και σε τοπικές εκλογές- επειδή υπάρχει σημαντικό έλλειμμα κινητοποίησης που μπορεί να συνδέεται με αντίστοιχο έλλειμμα αντιπροσώπευσης. Πολλές έρευνες δείχνουν τα χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης στους τοπικούς φορείς ενώ συχνά οι πολίτες δεν θεωρούν το πολιτικό προσωπικό κατάλληλο. Ειδικά οι νέοι δεν «βλέπουν τον εαυτό τους» στους υποψηφίους. Οι τοπικές αρχές της χώρας μας δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια εκλογική σύνδεση με τους δημότες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να νιώθουν μια περιορισμένη ατομική αίσθηση πολιτικής αρμοδιότητας», τονίζει η κ. Τεπέρογλου.
Ευθύνη δεν έχουν μόνο οι πολιτικοί που δεν συγκινούν τους πολίτες αλλά και οι πολίτες που δεν συμμετέχουν στο πολιτικό γίγνεσθαι, κάτι που όπως παρατηρεί η κ. Τεπέρογλου σχετίζεται και με «την ατροφική κοινωνία πολιτών στην Ελλάδα -με ορισμένες βέβαια εξαιρέσεις».
Μία νέα κανονικότητα
«Έρευνες έχουν δείξει ότι η αποχή, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από συγκεκριμένες ομάδες (νέους, άνεργους, χαμηλά εισοδήματα κ.ο.κ.), συνδέεται με προκαταλήψεις στις δημόσιες πολιτικές εναντίον αυτών των ομάδων, μειώνει την ανταποκρισιμότητα των κυβερνήσεων και ευνοεί τις πελατειακές σχέσεις έναντι του προγραμματικού κομματικού ανταγωνισμού», καταλήγει η κ. Κακεπάκη.
Σύμφωνα με την κ. Τεπέρογλου «η συστηματικοποίηση της μη-προσέλευσης στις κάλπες στην Ελλάδα, ειδικά και σε δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, δείχνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κανονικότητα, ακολουθώντας αντίστοιχες τάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο».
Αλλού κατοικούν, για άλλο δήμο αποφασίζουν
Όταν συζητάμε για την αποχή από τις εκλογές πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν εκκαθαριστεί, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνουν ονόματα ανθρώπων που δεν είναι εν ζωή ή μετανάστευσαν εκτός Ελλάδας ή κατοικούν σε άλλον τόπο από αυτόν που είναι εγγεγραμμένοι. Και ναι μεν στις εθνικές εκλογές οι ετεροδημότες μπορούν να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους για μια άλλη εκλογική περιφέρεια αλλά στις αυτοδιοικητικές δεν έχει δοθεί αυτή η δυνατότητα. Προφανώς οι άνθρωποι σκέφτονται το κόστος του ταξιδιού για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα ή δεν ξέρουν καν τους υποψήφιους στον τόπο καταγωγής τους και άρα δεν έχουν ενδιαφέρον να τους ψηφίσουν.
Όμως εδώ προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: Γιατί κάποιος να αποφασίζει για τους τοπικούς άρχοντες ενός τόπου όπου δεν ζει και πιθανώς αγνοεί τα προβλήματα της καθημερινότητας; Ή αντιστρόφως, γιατί δεν δείχνει ενδιαφέρον για το μέλλον του τόπου όπου ζει και εργάζεται; «Πολλοί κρατούν τα εκλογικά τους δικαιώματα στον γενέθλιο τόπο για συναισθηματικούς λόγους, εξαιτίας οικογενειακών δεσμών, γιατί σκέφτονται ότι ίσως κάποια στιγμή επιστρέψουν στο χωριό -και επίσης ας μην υποτιμούμε τη δύναμη της αδράνειας», παρατηρεί η κ. Παπαδοπούλου. Πώς γίνεται όμως να μην τους αφορά η κατάσταση στην πόλη όπου ζουν; «Τους αφορά αλλά ενδεχομένως δεν πιστεύουν ότι θα βελτιωθεί κάτι. Υπάρχει μία μοιρολατρία και απογοήτευση σε όλα τα επίπεδα που φτάνει και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση», προσθέτει.
Το ποσοστό εκλογής δεν σχετίζεται με τη νομιμοποίηση
Τίθεται θέμα «νομιμοποίησης» όσων έλαβαν χαμηλό ποσοστό στον α’ γύρο αλλά κατάφεραν να εκλεγούν στον β’ γύρο ή όσων εκλέχτηκαν σε δήμους όπου καταγράφηκαν πολύ υψηλά ποσοστά αποχής; Η κ. Παπαδοπούλου είναι ξεκάθαρη ως προς αυτό. «Θέμα νομιμότητας δεν τίθεται σε καμία περίπτωση, όσο μικρό και αν είναι το ποσοστό συμμετοχής.
Η νόμιμη εκλογή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμα και αν το ποσοστό που έλαβε κάποιος στον α' γύρο ήταν χαμηλό. Η νομιμοποίηση δεν καταγράφεται την Κυριακή των εκλογών, φαίνεται στην πορεία και σχετίζεται με την πολιτική αποδοχή ενός ή μιας δημάρχου στη συνείδηση των δημοτών. Είναι ποιοτικό στοιχείο και δυναμικά εξελισσόμενο, δεν είναι η φωτογραφία της νόμιμης εκλογής».
Γιατί είχαμε τόσο μεγάλη αποχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές;
Της δρα Φαίης Μακαντάση
Διευθύντριας ερευνών διαΝΕΟσις
Ένα από τα ανησυχητικά φαινόμενα που εμφανίζεται στη δημοκρατία μας είναι τα υψηλά ποσοστά αποχής από το δικαίωμα ψήφου, τα οποία διατηρούν και μια σημαντική αυξητική τάση. Διαχρονικά, μάλιστα, η συμμετοχή στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.) και την εκπροσώπησή μας στην Ευρωβουλή είναι μικρότερη σε σχέση με τις εθνικές βουλευτικές εκλογές καθώς το εκλογικό σώμα φαίνεται να θεωρεί το διακύβευμά τους σχετικά μικρότερο. Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώθηκε και στις φετινές εκλογές με αποτέλεσμα μετά το αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής σε βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2023 να ακολουθήσει ένα ολικό αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί έχουμε αρνητικό ρεκόρ συμμετοχής στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να εξετάσουμε: Πρώτον, τα αίτια της γενικής τάσης για χαμηλή και μειούμενη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες στην χώρα μας (ένα πολύ ανησυχητικό φαινόμενο που φαίνεται να έχει παγιωθεί πλέον), δεύτερον, τα ειδικότερα αίτια ακόμα χαμηλότερης συμμετοχής στις εκλογές της Τ.Α. γενικά και τρίτον, τις ειδικές συνθήκες που έπαιξαν ρόλο στις συγκεκριμένες εκλογές.
Για τα αίτια της χαμηλής και μειούμενης συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες έχουν γραφεί πολλά που αφορούν στα ήσσονος σημασίας στατιστικά ζητήματα κακής μέτρησης της συμμετοχής (καθυστερήσεις στην ενημέρωση των εκλογικών καταλόγων) έως πολύ σημαντικά θέματα που έχουν να κάνουν με την ποιότητα και την υγεία της δημοκρατίας στην Ελλάδα και πώς αυτές γίνονται αντιληπτές από τους Έλληνες πολίτες. Αποτελεί διαχρονικό εύρημα των ερευνών γνώμης της διαΝΕΟσις η αρκετά χαμηλή εμπιστοσύνη που δείχνουν οι Έλληνες πολίτες στους εκλεγόμενους δημοκρατικούς θεσμούς.
Αν και τα στοιχεία δείχνουν μια ευρύτερα διαμορφωμένη καχυποψία των Ελλήνων προς σχεδόν όλους τους θεσμούς άλλα και τους συνάνθρωπούς τους (μόνο το 10,1% θεωρούν ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης»), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό αποτελεί ένα ακόμα σύμπτωμα μιας εδραιωμένης κακής αντίληψης που έχουν οι πολίτες για την πολιτική εξουσία. Αυτό τεκμαίρεται και από την ακόμη κακή βαθμολογία και κατάταξη της χώρας μας στον Δείκτη Αντίληψης για τη Διαφθορά (Corruption Perceptions Index) παρά τη σαφή και διαρκή βελτίωση που εμφανίζει τα τελευταία χρόνια.
Ενδιαφέρον όμως έχουν και κάποια ευρήματα της Παγκόσμιας Έρευνας Αξιών (World Value Survey), σύμφωνα με τα οποία οι Έλληνες εμφανίζουμε γενικότερα και διαχρονικά χαμηλή συμμετοχή σε ευρύτερες πολιτικές δράσεις (απεργίες, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, συλλογή υπογραφών κ.ά.)
Όσον αφορά τους γενικούς λόγους για τους οποίους οι εκλογές της Τ.Α. συνηθίζουν να έχουν μικρότερη συμμετοχή σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές, ο κυριότερος παράγοντας που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι το εκλογικό σώμα φαίνεται, αφενός ότι θεωρεί το διακύβευμά τους σχετικά μικρότερο και λιγότερο σημαντικό και αφετέρου ότι νιώθει μειωμένη την αίσθηση του δημοκρατικού καθήκοντος.
Αυτό είναι ίσως αποτέλεσμα του μικρού ακόμα βαθμού ουσιαστικής αποκέντρωσης που έχει επιτευχθεί στη χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι οι δημοτικές ή περιφερειακές πολιτικές επιδρούν πιο άμεσα στην καθημερινότητα του πολίτη, κρίνονται ως αρκετά λιγότερο σημαντικές, ως προς τις επιπτώσεις τους, από τις κεντρικές πολιτικές.
Τέλος, οι ειδικές συνθήκες που επικράτησαν στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν. Αποτελεί ένα αρκετά σύνηθες φαινόμενο οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις να οδηγούν σε μια σημαντική μείωση του ενδιαφέροντος των πολιτών να συμμετάσχουν. Η εκλογική αυτή κόπωση, που παρατηρήθηκε πράγματι σε σημαντικό βαθμό, συνοδεύτηκε από την αίσθηση «ασήμαντης ψήφου» που επικράτησε εξαιτίας της καθαρής πολιτικής υπεροχής της ΝΔ σε εθνικό επίπεδο.
Ενώ ακόμα και στους τόπους που οι προτιμήσεις των πολιτών σε επίπεδο υποψηφίου ήταν αντίρροπες με τις επιλογές της ΝΔ, δεν εκδηλώθηκαν τόσο μέσω της ψήφου (διαρροή υποστηρικτών της ΝΔ σε άλλο/-ους υποψήφιο/-ους) όσο μέσω της αποχής (απροθυμία υποστηρικτών της ΝΔ να πάνε να ψηφίσουν γενικά).
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28-29.10.2023
ΣΧΟΛΙΑ