ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ιστορίες: Η ταφή και η Ανάσταση μέσα από τις γραφές

33 μ.Χ.: Με δεδομένη τη μέτρηση του χρόνου από τη γέννηση του Ιησού, πρόκειται για το έτος της Σταύρωσής του

 05/05/2024 08:00

Ιστορίες: Η ταφή και η Ανάσταση μέσα από τις γραφές
* Φωτ. «Η Ανάστασις» του Χριστού (Μωσαϊκό 11ου αιώνα). ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Βασίλης Κεχαγιάς

Οι ώρες και οι στιγμές του θείου δράματος αποτελούν ένα μνημείο της συμπύκνωσης του ανθρωπίνου πάθους, ως το θάνατο και την ελπίδα της Ανάστασης. Ο Ιησούς αφήνει την τελευταία του πνοή στο σταυρό, προφέροντας το «Τετέλεσται». Είναι τότε που στις γραφές εμφανίζονται για πρώτη φορά οι κρυφοί μαθητές του, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος, βγαίνοντας στο προσκήνιο, την ώρα που οι υπόλοιποι μαθητές κρύβονταν, «δια τον το φόβον των Ιουδαίων». Χρειαζόταν, υπό τις κρατούσες συνθήκες, μεγάλο θάρρος, προκειμένου να ζητήσουν το σώμα του νεκρού, για να το κηδέψουν και να το ενταφιάσουν.

Ο Ιωσήφ «ευσχήμων βουλευτής», όπως αναφέρεται, άνδρας με δημόσιο αξίωμα δηλαδή, μέλος του Ιουδαϊκού Συνεδρίου. Άνθρωπος πλούσιος, όπως κατονομάζεται από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, με τόπο καταγωγής την Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, όπου κατοικούσαν εύποροι. Ως έναν από τους Εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου τον θεωρεί ο ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης Ευθύμιος Ζιγαβηνός. 

Αυτός λοιπόν, ο πρώην κρυφός μαθητής του Χριστού, που είχε αντιταχθεί μάλιστα και στο Ιουδαϊκό Συνέδριο κατά της κακοβουλίας των μελών του για όσα σχεδίαζαν εναντίον του Χριστού, δε διστάζει να φανερώσει τα αισθήματα και το ενδιαφέρον του για το διδάσκαλο του. Τώρα που ο Χριστός είναι πλέον νεκρός, η αγάπη του γι’ αυτόν υπερνικά το φόβο, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή του.

«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», γράφει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Τολμάει ο Ιωσήφ, μολονότι γνωρίζει ότι με το να ζητήσει από τον Πιλάτο το σώμα του Χριστού για να το ενταφιάσει γίνεται στόχος του ιουδαϊκού κατεστημένου και της λαϊκής απέχθειας. Πιθανόν, βέβαια, λόγω της θέσης του να είχε και προσωπική γνωριμία ο Ιωσήφ με τον Πιλάτο. Πάντως η πράξη του δεν έπαυε να είναι τολμηρή και να αποτελεί έμμεσα αποδοκιμασία της καταδικαστικής απόφασης του Ρωμαίου Επάρχου.

Ποιά όμως είναι η αντίδραση του Πιλάτου στην παράκληση του Ιωσήφ να του δώσει το σώμα του Χριστού; Εκφράζει, κατά πρώτο λόγο την απορία του. «Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν, ει ήδη τέθνηκε», κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Είχε πιστέψει ότι ο Ιησούς δεν ήταν ένας κοινός θνητός και άρα δε θα έφτανε στο θάνατο τόσο γρήγορα. 

Έπειτα, προτού να απαντήσει στην παράκληση του Ιωσήφ, ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο Εσταυρωμένος ήταν νεκρός. Γι’ αυτό καλεί τον αρμόδιο Ρωμαίο αξιωματικό, τον Κεντυρίωνα και τον ξαναρωτά αν όντως ο Χριστός πέθανε. Κεντυρίων, βέβαια, όπως τον αναφέρει ο Ευαγγελιστής, είναι βαθμός, ο ηγήτωρ εκατό ανδρών και όχι όνομα. Στην πραγματικότητα το όνομά του ήταν Λογγίνος. Αυτός ο εκατόνταρχος, αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, διαβεβαιώνει ότι πράγματι, ο Ιησούς απέθανε. Μετά τη διαβεβαίωση αυτή δώρισε το σώμα στον Ιωσήφ. «Και γνους, από του Κεντυρίωνος, εδωρίσατο το σώμα τω Ιωσήφ…».


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Ο άλλος κρυφός μαθητής του Χριστού, το δεύτερο θαρραλέο πρόσωπο, που εκδηλώνει άμεσο, θερμό και έμπρακτο ενδιαφέρον για την κηδεία και τον ενταφιασμό είναι ο Νικόδημος. Πρόκειται για σημαντικό πρόσωπο της ιουδαϊκής κοινωνίας. Είναι αξιωματούχος, διδάσκαλος του Ισραήλ και μέλος του Ιουδαϊκού Συνεδρίου. Είχε ενστερνιστεί τα νάματα του Ιησού και τον είχε επισκεφθεί νύχτα και είχε μακρύ και σημαντικό διάλογο μαζί του. 

Κάποια μέρα, μάλιστα, είχε αντιταχθεί στην κακοβουλία των μελών του Συνεδρίου, όταν με όργανα τους υπηρέτες τους, είχαν επιχειρήσει παράνομα να συλλάβουν τον Χριστό. Όταν αυτοί είχαν επιστρέψει άπραγοι από την προγραμματισμένη σύλληψη, γιατί είχαν γοητευτεί από τα λόγια Του, μιλώντας με θαυμασμό για Εκείνον, αντιμετώπισαν έντονες τις παρατηρήσεις των μελών του Συνεδρίου.

Τότε ο Νικόδημος κατηγόρησε την πρόθεσή τους ως παράνομη, λέγοντας: «Μήπως και νόμος μας κατακρίνει και καταδικάζει τον άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούει και δεν του γίνουν γνωστές οι κατηγορίες;». Η έμμεση κατηγορία έμοιαζε με διστακτική παρατήρηση. Δεν ήθελε να αποκαλυφθεί περισσότερο. Τώρα όμως «το φίλτρον και η ανδρεία», όπως γράφει ο Χρυσόστομος, τον κάνουν να ομολογήσει το ενδιαφέρον του για Αυτόν, αναλαμβάνοντας μαζί με τον Ιωσήφ τα της κηδείας. Έχοντας φέρει 32, περίπου, κιλά μύρων και αρωμάτων, πρωταγωνιστούν στην ιερότερη στιγμή της Μεγάλης Εβδομάδος, στην Αποκαθήλωση.

«Και λαβών το σώμα Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνη καθαρά», γράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Ανοίγουν ένα άσπρο καθαρό σεντόνι, όπου τοποθετούν τον Εσταυρωμένο και με το ίδιο τον περιτυλίγουν ευλαβικά. Με σμύρνα και αλόη περιλούζουν το σώμα του και διαποτίζουν τα νεκρικά οθόνια. 

Εφαρμόζουν τις νεκρικές φροντίδες τις οποίες επέβαλλαν τα καθιερωμένα ιουδαϊκά έθιμα. Ο υμνωδός ψυχογραφεί τους κηδευτές. Εικονίζει τον Ιωσήφ να πλησιάζει με δέος και ταπεινότητα τον Ιησού. Τον παριστάνει διερωτόμενο πώς θα τολμούσε να αγγίξει το άγιο σώμα. Ξεσπάει σε συγκινητικό θρήνο: «Πώς Σε κηδεύσω, Θεέ μου; Ή πώς σινδόσιν ειλήσω; Ποίες χερσί δε προσαύσω το Σον ακήρατον σώμα; Ή ποία άσματα μέλψω τη Ση εξόδω οικτήρμων;».

Δεν έχουν όμως άνεση χρόνου οι κηδευτές του Ιησού για να εκπληρώσουν το ιερό χρέος τους. Όλα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί πριν τη δύση του ηλίου, διότι μετά το ηλιοβασίλεμα αρχίζει η μεγάλη, διπλή γιορτή του Σαββάτου, που δεν επιτρέπει καμία δραστηριότητα. Για να γίνει η ταφή του Κυρίου χωρίς χρονοτριβή, θα έπρεπε να βρεθεί χώρος κατάλληλος, κοντά στον Γολγοθά. 

Εκεί κοντά υπάρχει κήπος και μέσα σ’ αυτόν τάφος καινούριος, λαξευμένοι σε πέτρα, αχρησιμοποιήτος, στον οποίον ποτέ δεν είχε εναποτεθεί νεκρός. Αυτός ο σπηλαιώδης τάφος ανήκε στον Ιωσήφ. Αυτόν τον κήπο κι αυτόν τον τάφο, λόγω κοντινής απόστασης επιλέγει ο Ιωσήφ για να ενταφιάσει τον Χριστό. Μετά την Αποκαθήλωση, μια ολιγομελής, πένθιμη πομπή, με μητρικούς θρήνους και με δάκρυα των υπολοίπων κατέληξε στον τάφο, ο όποιος θα δεχόταν « τον αχώρητον παντί».


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Σε πολύ παλιά συγγραφή, χρονολογούμενη στα χρόνια του Χριστού, που αποδίδεται σε κάποιον Ιουδαίο, ονομαζόμενο Αινέα και φέρει τον τίτλο «Διήγησις περί του Πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Αυτού Αναστάσεως», περιλαμβάνονται αξιόλογα στοιχεία περί των παθών του Χριστού, την Αποκαθήλωση, και την κηδεία του.

Στο βιβλίο αυτό, που μεταφράστηκε αργότερα στα λατινικά από τον τοπάρχη της Ρώμης Νικόδημο, αλλά και στα ελληνικά από τον ιερομόναχο Αγιορείτη Αβέρκιο, καταγράφονται οι ενέργειες των κηδευτών του Κυρίου, οι θρήνοι της Παναγίας και του Ιωσήφ και σκιαγραφούνται πρόσωπα που έλαβαν μέρος στην αποκαθήλωση και στην ταφή του Χριστού. Αναγράφεται επίσης και πως αντέδρασε ο Ιωσήφ όταν πήρε την άδεια να λάβει το σώμα του διδασκάλου του. 

Συγκινημένος ευχαρίστησε τον Πιλάτο και «καταφιλήσας αυτού τας χείρας και τα ιμάτια, εξήλθε τη καρδία μεν χαίρων, ως του ποθουμένου τυχών, τους οφθαλμούς δε φέρων έτι δακρύοντας. Ούτω και την χαράν είχε λελυπημένος». Μέσα στη μεγάλη λύπη του για τον άδικο σταυρικό θάνατο ψήγματα χαράς αγγίζουν τον Ιωσήφ, διότι είχε λάβει την άδεια να ενταφιάσει τον Ιησού. Αισθάνεται συγκινημένος, αλλά και ευτυχής, γιατί του έλαχε ο κλήρος της νεκρικής φροντίδας του δασκάλου.

Φαίνεται όμως ότι ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος δεν είναι μόνοι. Στα κείμενα του Αινέα αναγράφεται ότι κατά την Αποκαθήλωση παρευρίσκονταν «δακρυρροούσα» η Παναγία, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Σαλώμη και άλλες γυναίκες, καθώς και ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.

Για την παρουσία ευλαβών γυναικών που συμπαραστέκονται στο σταυρωμένο, από κάποια απόσταση κάνουν σαφή λόγο και οι Ευαγγελιστές. Πρόκειται για τις γυναίκες που τον είχαν ακολουθήσει από τη Γαλιλαία και είχαν ανεβεί μαζί Του στα Ιεροσόλυμα. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει κάποιες ονομαστικά: «Ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι εν αις ήν και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή μήτηρ και Σαλώμη…».


Ταφή και Ανάσταση

Οι Φαρισαίοι κατέφυγαν στον Πιλάτο, φοβούμενοι την κλοπή του σώματος του Ιησού, η οποία κατόπιν θα παρουσίαζαν την εξαφάνιση ως θαύμα. Εμφανίζονται μπροστά του, ομιλώντας για την πρόβλεψη «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», την οποία συνδυάζουν με κάποια προετοιμαζόμενη απάτη. Του αναφέρουν τα λόγια του Χριστού, παρακαλώντας τον να τοποθετήσει φρουρά ασφαλείας για ένα τριήμερο: « Κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας».

Εκείνος δέχεται το αίτημά τους. Θέτει στη διάθεσή τους «κουστωδία», πολυάριθμη φρουρά, αλλά ταυτοχρόνως καθιστά τους ίδιους υπεύθυνους, καλώντας τους να μεριμνήσουν οι ίδιοι για το σφράγισμα του τάφου: «Έχετε κουστωδίαν, υπάγετε, ασφαλίσασθε ως οίδατε», τους απαντά. Δηλαδή, φρουρά, φύλακες του τάφου πολυάριθμοι είναι στη διάθεσή σας, πηγαίνετε να φροντίσετε για την ασφάλεια και το σφράγισμα του μνημείου, όπως γνωρίζετε.

Αυτό ακριβώς πράττουν: «Ησφαλίσαντο τον τάφον, σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας». Ωστόσο, άγγελος Κυρίου, καθισμένος πάνω στην πέτρα του μνημείου, θα αναγγείλει στις μυροφόρες: « Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμενον; ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε…».

Τριήμερος αναφέρεται ο θάνατος και η ταφή του Κυρίου. Καλύπτει πράγματι ώρες τριών ημερών της Παρασκευής, του Σαββάτου και της μετά το Σάββατον ημέρας, της καλούμενης Κυριακής, αλλά δεν καλύπτει πλήρη τριήμερη διάρκεια. Από τις τρεις η ώρα μετά το μεσημέρι της Παρασκευής, οπότε ο Χριστός μένει άπνους, νεκρός, ξεκινάει η διαδικασία του ενταφιασμού του. Ολοκληρώνεται γύρω στις έξι το απόγευμα, με τη δύση του ηλίου, ένα τρίωρο μετά το θάνατο. Ακολουθούν εικοσιτέσσερις ώρες του Σαββάτου. Έπειτα, με τη δύση του ηλίου του Σαββάτου, αρχίζουν να μετρούν οι ώρες της Κυριακής. Εάν θεωρήσουμε ότι η Ανάσταση συνέβη τα μεσάνυχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, μεσολαβούν άλλες έξι ώρες. Εν τω συνόλω, λοιπόν, το σώμα του Ιησού παρέμεινε νεκρό για 33 ώρες, την ώρα που η ηλικία του θανάτου και του ενταφιασμού είναι τα 33 έτη.


Ημερολόγιο καταστρώματος

Μεγάλη Πέμπτη

Σταύρωση του Ιησού

Μεγάλη Παρασκευή (γύρω στις 15.00)

Θάνατος του Ιησού και Αποκαθήλωση του σώματός του από το σταυρό

Ενταφιασμός του σε τάφο που ανήκει στον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας

Μεγάλο Σάββατο

Το σώμα παραμένει στον τάφο καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου

Πάσχα των Εβραίων. Εορτή μνήμης της Εξόδου από την Αίγυπτο, υπό τον Μωυσή

(γύρω στα μεσάνυχτα)

Ανάσταση του Κυρίου

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 04-05.05.2024

Οι ώρες και οι στιγμές του θείου δράματος αποτελούν ένα μνημείο της συμπύκνωσης του ανθρωπίνου πάθους, ως το θάνατο και την ελπίδα της Ανάστασης. Ο Ιησούς αφήνει την τελευταία του πνοή στο σταυρό, προφέροντας το «Τετέλεσται». Είναι τότε που στις γραφές εμφανίζονται για πρώτη φορά οι κρυφοί μαθητές του, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία και ο Νικόδημος, βγαίνοντας στο προσκήνιο, την ώρα που οι υπόλοιποι μαθητές κρύβονταν, «δια τον το φόβον των Ιουδαίων». Χρειαζόταν, υπό τις κρατούσες συνθήκες, μεγάλο θάρρος, προκειμένου να ζητήσουν το σώμα του νεκρού, για να το κηδέψουν και να το ενταφιάσουν.

Ο Ιωσήφ «ευσχήμων βουλευτής», όπως αναφέρεται, άνδρας με δημόσιο αξίωμα δηλαδή, μέλος του Ιουδαϊκού Συνεδρίου. Άνθρωπος πλούσιος, όπως κατονομάζεται από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, με τόπο καταγωγής την Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, όπου κατοικούσαν εύποροι. Ως έναν από τους Εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου τον θεωρεί ο ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης Ευθύμιος Ζιγαβηνός. 

Αυτός λοιπόν, ο πρώην κρυφός μαθητής του Χριστού, που είχε αντιταχθεί μάλιστα και στο Ιουδαϊκό Συνέδριο κατά της κακοβουλίας των μελών του για όσα σχεδίαζαν εναντίον του Χριστού, δε διστάζει να φανερώσει τα αισθήματα και το ενδιαφέρον του για το διδάσκαλο του. Τώρα που ο Χριστός είναι πλέον νεκρός, η αγάπη του γι’ αυτόν υπερνικά το φόβο, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή του.

«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», γράφει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Τολμάει ο Ιωσήφ, μολονότι γνωρίζει ότι με το να ζητήσει από τον Πιλάτο το σώμα του Χριστού για να το ενταφιάσει γίνεται στόχος του ιουδαϊκού κατεστημένου και της λαϊκής απέχθειας. Πιθανόν, βέβαια, λόγω της θέσης του να είχε και προσωπική γνωριμία ο Ιωσήφ με τον Πιλάτο. Πάντως η πράξη του δεν έπαυε να είναι τολμηρή και να αποτελεί έμμεσα αποδοκιμασία της καταδικαστικής απόφασης του Ρωμαίου Επάρχου.

Ποιά όμως είναι η αντίδραση του Πιλάτου στην παράκληση του Ιωσήφ να του δώσει το σώμα του Χριστού; Εκφράζει, κατά πρώτο λόγο την απορία του. «Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν, ει ήδη τέθνηκε», κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Είχε πιστέψει ότι ο Ιησούς δεν ήταν ένας κοινός θνητός και άρα δε θα έφτανε στο θάνατο τόσο γρήγορα. 

Έπειτα, προτού να απαντήσει στην παράκληση του Ιωσήφ, ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο Εσταυρωμένος ήταν νεκρός. Γι’ αυτό καλεί τον αρμόδιο Ρωμαίο αξιωματικό, τον Κεντυρίωνα και τον ξαναρωτά αν όντως ο Χριστός πέθανε. Κεντυρίων, βέβαια, όπως τον αναφέρει ο Ευαγγελιστής, είναι βαθμός, ο ηγήτωρ εκατό ανδρών και όχι όνομα. Στην πραγματικότητα το όνομά του ήταν Λογγίνος. Αυτός ο εκατόνταρχος, αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, διαβεβαιώνει ότι πράγματι, ο Ιησούς απέθανε. Μετά τη διαβεβαίωση αυτή δώρισε το σώμα στον Ιωσήφ. «Και γνους, από του Κεντυρίωνος, εδωρίσατο το σώμα τω Ιωσήφ…».


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Ο άλλος κρυφός μαθητής του Χριστού, το δεύτερο θαρραλέο πρόσωπο, που εκδηλώνει άμεσο, θερμό και έμπρακτο ενδιαφέρον για την κηδεία και τον ενταφιασμό είναι ο Νικόδημος. Πρόκειται για σημαντικό πρόσωπο της ιουδαϊκής κοινωνίας. Είναι αξιωματούχος, διδάσκαλος του Ισραήλ και μέλος του Ιουδαϊκού Συνεδρίου. Είχε ενστερνιστεί τα νάματα του Ιησού και τον είχε επισκεφθεί νύχτα και είχε μακρύ και σημαντικό διάλογο μαζί του. 

Κάποια μέρα, μάλιστα, είχε αντιταχθεί στην κακοβουλία των μελών του Συνεδρίου, όταν με όργανα τους υπηρέτες τους, είχαν επιχειρήσει παράνομα να συλλάβουν τον Χριστό. Όταν αυτοί είχαν επιστρέψει άπραγοι από την προγραμματισμένη σύλληψη, γιατί είχαν γοητευτεί από τα λόγια Του, μιλώντας με θαυμασμό για Εκείνον, αντιμετώπισαν έντονες τις παρατηρήσεις των μελών του Συνεδρίου.

Τότε ο Νικόδημος κατηγόρησε την πρόθεσή τους ως παράνομη, λέγοντας: «Μήπως και νόμος μας κατακρίνει και καταδικάζει τον άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούει και δεν του γίνουν γνωστές οι κατηγορίες;». Η έμμεση κατηγορία έμοιαζε με διστακτική παρατήρηση. Δεν ήθελε να αποκαλυφθεί περισσότερο. Τώρα όμως «το φίλτρον και η ανδρεία», όπως γράφει ο Χρυσόστομος, τον κάνουν να ομολογήσει το ενδιαφέρον του για Αυτόν, αναλαμβάνοντας μαζί με τον Ιωσήφ τα της κηδείας. Έχοντας φέρει 32, περίπου, κιλά μύρων και αρωμάτων, πρωταγωνιστούν στην ιερότερη στιγμή της Μεγάλης Εβδομάδος, στην Αποκαθήλωση.

«Και λαβών το σώμα Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνη καθαρά», γράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Ανοίγουν ένα άσπρο καθαρό σεντόνι, όπου τοποθετούν τον Εσταυρωμένο και με το ίδιο τον περιτυλίγουν ευλαβικά. Με σμύρνα και αλόη περιλούζουν το σώμα του και διαποτίζουν τα νεκρικά οθόνια. 

Εφαρμόζουν τις νεκρικές φροντίδες τις οποίες επέβαλλαν τα καθιερωμένα ιουδαϊκά έθιμα. Ο υμνωδός ψυχογραφεί τους κηδευτές. Εικονίζει τον Ιωσήφ να πλησιάζει με δέος και ταπεινότητα τον Ιησού. Τον παριστάνει διερωτόμενο πώς θα τολμούσε να αγγίξει το άγιο σώμα. Ξεσπάει σε συγκινητικό θρήνο: «Πώς Σε κηδεύσω, Θεέ μου; Ή πώς σινδόσιν ειλήσω; Ποίες χερσί δε προσαύσω το Σον ακήρατον σώμα; Ή ποία άσματα μέλψω τη Ση εξόδω οικτήρμων;».

Δεν έχουν όμως άνεση χρόνου οι κηδευτές του Ιησού για να εκπληρώσουν το ιερό χρέος τους. Όλα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί πριν τη δύση του ηλίου, διότι μετά το ηλιοβασίλεμα αρχίζει η μεγάλη, διπλή γιορτή του Σαββάτου, που δεν επιτρέπει καμία δραστηριότητα. Για να γίνει η ταφή του Κυρίου χωρίς χρονοτριβή, θα έπρεπε να βρεθεί χώρος κατάλληλος, κοντά στον Γολγοθά. 

Εκεί κοντά υπάρχει κήπος και μέσα σ’ αυτόν τάφος καινούριος, λαξευμένοι σε πέτρα, αχρησιμοποιήτος, στον οποίον ποτέ δεν είχε εναποτεθεί νεκρός. Αυτός ο σπηλαιώδης τάφος ανήκε στον Ιωσήφ. Αυτόν τον κήπο κι αυτόν τον τάφο, λόγω κοντινής απόστασης επιλέγει ο Ιωσήφ για να ενταφιάσει τον Χριστό. Μετά την Αποκαθήλωση, μια ολιγομελής, πένθιμη πομπή, με μητρικούς θρήνους και με δάκρυα των υπολοίπων κατέληξε στον τάφο, ο όποιος θα δεχόταν « τον αχώρητον παντί».


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Σε πολύ παλιά συγγραφή, χρονολογούμενη στα χρόνια του Χριστού, που αποδίδεται σε κάποιον Ιουδαίο, ονομαζόμενο Αινέα και φέρει τον τίτλο «Διήγησις περί του Πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Αυτού Αναστάσεως», περιλαμβάνονται αξιόλογα στοιχεία περί των παθών του Χριστού, την Αποκαθήλωση, και την κηδεία του.

Στο βιβλίο αυτό, που μεταφράστηκε αργότερα στα λατινικά από τον τοπάρχη της Ρώμης Νικόδημο, αλλά και στα ελληνικά από τον ιερομόναχο Αγιορείτη Αβέρκιο, καταγράφονται οι ενέργειες των κηδευτών του Κυρίου, οι θρήνοι της Παναγίας και του Ιωσήφ και σκιαγραφούνται πρόσωπα που έλαβαν μέρος στην αποκαθήλωση και στην ταφή του Χριστού. Αναγράφεται επίσης και πως αντέδρασε ο Ιωσήφ όταν πήρε την άδεια να λάβει το σώμα του διδασκάλου του. 

Συγκινημένος ευχαρίστησε τον Πιλάτο και «καταφιλήσας αυτού τας χείρας και τα ιμάτια, εξήλθε τη καρδία μεν χαίρων, ως του ποθουμένου τυχών, τους οφθαλμούς δε φέρων έτι δακρύοντας. Ούτω και την χαράν είχε λελυπημένος». Μέσα στη μεγάλη λύπη του για τον άδικο σταυρικό θάνατο ψήγματα χαράς αγγίζουν τον Ιωσήφ, διότι είχε λάβει την άδεια να ενταφιάσει τον Ιησού. Αισθάνεται συγκινημένος, αλλά και ευτυχής, γιατί του έλαχε ο κλήρος της νεκρικής φροντίδας του δασκάλου.

Φαίνεται όμως ότι ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος δεν είναι μόνοι. Στα κείμενα του Αινέα αναγράφεται ότι κατά την Αποκαθήλωση παρευρίσκονταν «δακρυρροούσα» η Παναγία, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Σαλώμη και άλλες γυναίκες, καθώς και ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.

Για την παρουσία ευλαβών γυναικών που συμπαραστέκονται στο σταυρωμένο, από κάποια απόσταση κάνουν σαφή λόγο και οι Ευαγγελιστές. Πρόκειται για τις γυναίκες που τον είχαν ακολουθήσει από τη Γαλιλαία και είχαν ανεβεί μαζί Του στα Ιεροσόλυμα. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει κάποιες ονομαστικά: «Ήσαν δε και γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι εν αις ήν και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή μήτηρ και Σαλώμη…».


Ταφή και Ανάσταση

Οι Φαρισαίοι κατέφυγαν στον Πιλάτο, φοβούμενοι την κλοπή του σώματος του Ιησού, η οποία κατόπιν θα παρουσίαζαν την εξαφάνιση ως θαύμα. Εμφανίζονται μπροστά του, ομιλώντας για την πρόβλεψη «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», την οποία συνδυάζουν με κάποια προετοιμαζόμενη απάτη. Του αναφέρουν τα λόγια του Χριστού, παρακαλώντας τον να τοποθετήσει φρουρά ασφαλείας για ένα τριήμερο: « Κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας».

Εκείνος δέχεται το αίτημά τους. Θέτει στη διάθεσή τους «κουστωδία», πολυάριθμη φρουρά, αλλά ταυτοχρόνως καθιστά τους ίδιους υπεύθυνους, καλώντας τους να μεριμνήσουν οι ίδιοι για το σφράγισμα του τάφου: «Έχετε κουστωδίαν, υπάγετε, ασφαλίσασθε ως οίδατε», τους απαντά. Δηλαδή, φρουρά, φύλακες του τάφου πολυάριθμοι είναι στη διάθεσή σας, πηγαίνετε να φροντίσετε για την ασφάλεια και το σφράγισμα του μνημείου, όπως γνωρίζετε.

Αυτό ακριβώς πράττουν: «Ησφαλίσαντο τον τάφον, σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας». Ωστόσο, άγγελος Κυρίου, καθισμένος πάνω στην πέτρα του μνημείου, θα αναγγείλει στις μυροφόρες: « Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμενον; ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε…».

Τριήμερος αναφέρεται ο θάνατος και η ταφή του Κυρίου. Καλύπτει πράγματι ώρες τριών ημερών της Παρασκευής, του Σαββάτου και της μετά το Σάββατον ημέρας, της καλούμενης Κυριακής, αλλά δεν καλύπτει πλήρη τριήμερη διάρκεια. Από τις τρεις η ώρα μετά το μεσημέρι της Παρασκευής, οπότε ο Χριστός μένει άπνους, νεκρός, ξεκινάει η διαδικασία του ενταφιασμού του. Ολοκληρώνεται γύρω στις έξι το απόγευμα, με τη δύση του ηλίου, ένα τρίωρο μετά το θάνατο. Ακολουθούν εικοσιτέσσερις ώρες του Σαββάτου. Έπειτα, με τη δύση του ηλίου του Σαββάτου, αρχίζουν να μετρούν οι ώρες της Κυριακής. Εάν θεωρήσουμε ότι η Ανάσταση συνέβη τα μεσάνυχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, μεσολαβούν άλλες έξι ώρες. Εν τω συνόλω, λοιπόν, το σώμα του Ιησού παρέμεινε νεκρό για 33 ώρες, την ώρα που η ηλικία του θανάτου και του ενταφιασμού είναι τα 33 έτη.


Ημερολόγιο καταστρώματος

Μεγάλη Πέμπτη

Σταύρωση του Ιησού

Μεγάλη Παρασκευή (γύρω στις 15.00)

Θάνατος του Ιησού και Αποκαθήλωση του σώματός του από το σταυρό

Ενταφιασμός του σε τάφο που ανήκει στον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας

Μεγάλο Σάββατο

Το σώμα παραμένει στον τάφο καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου

Πάσχα των Εβραίων. Εορτή μνήμης της Εξόδου από την Αίγυπτο, υπό τον Μωυσή

(γύρω στα μεσάνυχτα)

Ανάσταση του Κυρίου

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 04-05.05.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία