Κόλαφος η τελική έκθεση της ευρωπαϊκής επιτροπής PEGA για τις παρακολουθήσεις στην Ελλάδα
08/05/2023 21:20
08/05/2023 21:20
Η εξεταστική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διερεύνηση της χρήσης του λογισμικού Pegasus και αντίστοιχου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης (σ.σ. η PEGA) ενέκρινε την τελική έκθεση και τις συστάσεις της, έχοντας ολοκληρώσει την έρευνά της που διήρκησε ένα χρόνο, αναφέρει η ανακοίνωση του ΕΚ.
Οι ευρωβουλευτές καταδικάζουν τις καταχρήσεις λογισμικού παρακολούθησης που αποσκοπούν στον εκφοβισμό της αντιπολίτευσης, στη φίμωση των επικριτικών μέσων ενημέρωσης και στη χειραγώγηση των εκλογών. Σημειώνουν ότι οι δομές διακυβέρνησης της ΕΕ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τέτοιες επιθέσεις και δηλώνουν ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις.
Οι ευρωβουλευτές καταδικάζουν τις σοβαρές παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ στην Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου οι αντίστοιχες κυβερνήσεις έχουν διαλύσει ανεξάρτητους μηχανισμούς εποπτείας. Για την Ουγγαρία, οι ευρωβουλευτές υποστηρίζουν ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού ήταν τμήμα μιας υπολογισμένης και στρατηγικής προσπάθειας για την καταστροφή της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και της ελευθερίας της έκφρασης από την κυβέρνηση. Στην Πολωνία, η χρήση του Pegasus ήταν μέρος ενός συστήματος για την επιτήρηση της αντιπολίτευσης και των επικριτών της κυβέρνησης, σχεδιασμένο να κρατήσει την κυβερνώσα πλειοψηφία και την κυβέρνηση στην εξουσία.
Για να διορθωθεί η κατάσταση, οι ευρωβουλευτές καλούν την Ουγγαρία και την Πολωνία να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία και την εποπτεία της δικαιοσύνης. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ειδική άδεια από ανεξάρτητη δικαστική αρχή πριν από την χρήση λογισμικού κατασκοπείας, αλλά και να υπάρχει δικαστικός έλεγχος στη συνέχεια, να κινούνται αξιόπιστες έρευνες για υποθέσεις κατάχρησης και να διασφαλίζεται ότι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλα ένδικα μέσα.
Για
την Ελλάδα, οι ευρωβουλευτές λένε ότι η χρήση λογισμικού παρακολούθησης
δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης απολυταρχικής
στρατηγικής, αλλά μάλλον ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται επί τούτου για
πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Παρόλο που η Ελλάδα έχει ένα αρκετά
ισχυρό νομικό πλαίσιο κατ' αρχήν, νομοθετικές τροποποιήσεις έχουν
αποδυναμώσει τις δικλείδες ασφαλείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα λογισμικό
παρακολούθησης να έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον δημοσιογράφων, πολιτικών
και επιχειρηματιών και να έχει εξαχθεί σε χώρες με αρνητικό ιστορικό
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επισημαίνει η ανακοίνωση του ΕΚ.
Οι ευρωβουλευτές καλούν την κυβέρνηση να αποκαταστήσει και να ενισχύσει επειγόντως τις θεσμικές και νομικές δικλείδες, να καταργήσει τις άδειες εξαγωγής που δεν συνάδουν με τη της νομοθεσία της ΕΕ για τον έλεγχο των εξαγωγών και να σεβαστεί την ανεξαρτησία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Σημειώνουν επίσης ότι η Κύπρος έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως εξαγωγικός κόμβος για λογισμικό κατασκοπείας και θα πρέπει να καταργήσει όλες τις άδειες εξαγωγής που έχει εκδώσει και οι οποίες δεν συνάδουν με τη νομοθεσία της ΕΕ.
Όσον αφορά στην Ισπανία, οι ευρωβουλευτές διαπίστωσαν ότι η χώρα έχει ένα ανεξάρτητο σύστημα δικαιοσύνης με επαρκείς δικλείδες ασφαλείας, αλλά ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού παραμένουν. Σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση εργάζεται ήδη για την αντιμετώπιση των ελλείψεων, οι ευρωβουλευτές καλούν τις αρχές να διασφαλίσουν πλήρεις, δίκαιες και αποτελεσματικές έρευνες, ειδικά για τις 47 περιπτώσεις όπου δεν είναι σαφές ποιος επέτρεψε την ανάπτυξη κατασκοπευτικού λογισμικού, και να διασφαλίσουν ότι όσοι έχουν υπάρξει στόχοι της χρήσης του λογισμικού έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά ένδικα μέσα.
Για
να σταματήσουν αμέσως οι παράνομες πρακτικές λογισμικού παρακολούθησης,
οι ευρωβουλευτές επιθυμούν να επιτραπεί η χρήση κατασκοπευτικού
λογισμικού μόνο σε κράτη μέλη όπου έχουν διερευνηθεί διεξοδικά οι
καταγγελίες για κατάχρηση λογισμικού παρακολούθησης, όπου η εθνική
νομοθεσία είναι σύμφωνη με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βενετίας και της
νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου η Europol συμμετέχει σε έρευνες και όπου οι
άδειες εξαγωγής που δεν συνάδουν με τους κανόνες ελέγχου των εξαγωγών
έχουν καταργηθεί. Έως τον Δεκέμβριο του 2023, η Επιτροπή θα πρέπει να
αξιολογήσει κατά πόσον οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται σε δημόσια
έκθεση.
Οι ευρωβουλευτές ζητούν κανόνες της ΕΕ σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού από τις αρχές επιβολής του νόμου, οι οποίοι θα πρέπει να εγκρίνονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για προκαθορισμένο σκοπό και περιορισμένο χρονικό διάστημα. Υποστηρίζουν ότι τα δεδομένα που εμπίπτουν στη σχέση δικηγόρου-πελάτη ή ανήκουν σε πολιτικούς, γιατρούς ή μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να προστατεύονται, εκτός εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία εγκληματικής δραστηριότητας. Οι ευρωβουλευτές προτείνουν επίσης υποχρεωτικές κοινοποιήσεις για στοχευμένα άτομα και για μη στοχευμένα άτομα των οποίων τα δεδομένα ήταν προσβάσιμα στο πλαίσιο της παρακολούθησης κάποιου άλλου, ανεξάρτητη εποπτεία κατά τη χρήση τέτοιου είδους λογισμικού, ουσιαστικά ένδικα μέσα για τους στόχους και πρότυπα για το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.
Οι ευρωβουλευτές ζητούν επίσης έναν κοινό νομικό ορισμό της εθνικής ασφάλειας ως λόγου επιτήρησης, ο οποίος θα απέτρεπε προσπάθειες να δικαιολογηθούν πρόδηλες καταχρήσεις.
Για
να βοηθήσουν στην αποκάλυψη περιστατικών παράνομης παρακολούθησης, οι
ευρωβουλευτές προτείνουν τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού τεχνολογικού
εργαστηρίου, δηλαδή ενός ανεξάρτητου ερευνητικού ινστιτούτου με
αρμοδιότητες για τη διερεύνηση της επιτήρησης, την παροχή νομικής και
τεχνολογικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου συσκευών, αλλά
και για τη διενέργεια εγκληματολογικής έρευνας. Θέλουν επίσης νέα
νομοθεσία για τη ρύθμιση της ανακάλυψης, του διαμοιρασμού, της επίλυσης
και της εκμετάλλευσης των τρωτών σημείων.
Όσον
αφορά στις τρίτες χώρες και τα μέσα εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, οι
ευρωβουλευτές θα ήθελαν να διερευνήσουν σε βάθος τις άδειες εξαγωγής
κατασκοπευτικού λογισμικού, την αυστηρότερη επιβολή των κανόνων της ΕΕ
για τον έλεγχο των εξαγωγών, μια κοινή στρατηγική κατασκοπικού
λογισμικού ΕΕ-ΗΠΑ, συνομιλίες με το Ισραήλ και άλλες τρίτες χώρες για τη
θέσπιση κανόνων σχετικά με την εμπορία και τις εξαγωγές κατασκοπευτικού
λογισμικού και να διασφαλιστεί ότι η αναπτυξιακή βοήθεια της ΕΕ δεν
στηρίζει την απόκτηση και τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.
Μετά την ψηφοφορία, ο πρόεδρος της επιτροπής Γερούν Λέναρς ανέφερε ότι «η έρευνά μας κατέστησε σαφές ότι λογισμικό κατασκοπείας έχει χρησιμοποιηθεί για να παραβιάσει τα θεμελιώδη δικαιώματα και να θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ, με την Πολωνία και την Ουγγαρία να αποτελούν τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις. Η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού πρέπει πάντα να είναι αναλογική και εγκεκριμένη από ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης. Απαιτείται αυστηρότερος έλεγχος σε επίπεδο ΕΕ για να διασφαλιστεί ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού θα αποτελεί εξαίρεση, προκειμένου να διερευνηθούν σοβαρά εγκλήματα, και όχι κανόνας».
Από την πλευρά της, η εισηγήτρια Σοφί Ιντ'Βελτ σημείωσε ότι «σήμερα, η εξεταστική επιτροπή μας ολοκληρώνει το έργο της. Αυτό δε σημαίνει ότι το έργο του Κοινοβουλίου τελείωσε. Σε κανένα θύμα κατάχρησης λογισμικού παρακολούθησης δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη. Καμία κυβέρνηση δεν έχει όντως λογοδοτήσει. Τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δε θα πρέπει να εφησυχάσουν, γιατί σκοπεύω να επιμείνω στην υπόθεση αυτή μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη».
Οι
ευρωβουλευτές ενέκριναν τη έκθεση στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς τα
πορίσματα της έρευνας με 30 ψήφους υπέρ, 3 ψήφους κατά και 4 αποχές,
καθώς και το κείμενο στο οποίο περιγράφονται οι συστάσεις για το μέλλον
με 30 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 2 αποχές. Το τελικό κείμενο αναμένεται να
υποβληθεί σε ψηφοφορία στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια
της συνόδου που θα αρχίσει στις 12 Ιουνίου.
Η εξεταστική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διερεύνηση της χρήσης του λογισμικού Pegasus και αντίστοιχου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης (σ.σ. η PEGA) ενέκρινε την τελική έκθεση και τις συστάσεις της, έχοντας ολοκληρώσει την έρευνά της που διήρκησε ένα χρόνο, αναφέρει η ανακοίνωση του ΕΚ.
Οι ευρωβουλευτές καταδικάζουν τις καταχρήσεις λογισμικού παρακολούθησης που αποσκοπούν στον εκφοβισμό της αντιπολίτευσης, στη φίμωση των επικριτικών μέσων ενημέρωσης και στη χειραγώγηση των εκλογών. Σημειώνουν ότι οι δομές διακυβέρνησης της ΕΕ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τέτοιες επιθέσεις και δηλώνουν ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις.
Οι ευρωβουλευτές καταδικάζουν τις σοβαρές παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ στην Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου οι αντίστοιχες κυβερνήσεις έχουν διαλύσει ανεξάρτητους μηχανισμούς εποπτείας. Για την Ουγγαρία, οι ευρωβουλευτές υποστηρίζουν ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού ήταν τμήμα μιας υπολογισμένης και στρατηγικής προσπάθειας για την καταστροφή της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και της ελευθερίας της έκφρασης από την κυβέρνηση. Στην Πολωνία, η χρήση του Pegasus ήταν μέρος ενός συστήματος για την επιτήρηση της αντιπολίτευσης και των επικριτών της κυβέρνησης, σχεδιασμένο να κρατήσει την κυβερνώσα πλειοψηφία και την κυβέρνηση στην εξουσία.
Για να διορθωθεί η κατάσταση, οι ευρωβουλευτές καλούν την Ουγγαρία και την Πολωνία να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία και την εποπτεία της δικαιοσύνης. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ειδική άδεια από ανεξάρτητη δικαστική αρχή πριν από την χρήση λογισμικού κατασκοπείας, αλλά και να υπάρχει δικαστικός έλεγχος στη συνέχεια, να κινούνται αξιόπιστες έρευνες για υποθέσεις κατάχρησης και να διασφαλίζεται ότι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλα ένδικα μέσα.
Για
την Ελλάδα, οι ευρωβουλευτές λένε ότι η χρήση λογισμικού παρακολούθησης
δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης απολυταρχικής
στρατηγικής, αλλά μάλλον ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται επί τούτου για
πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Παρόλο που η Ελλάδα έχει ένα αρκετά
ισχυρό νομικό πλαίσιο κατ' αρχήν, νομοθετικές τροποποιήσεις έχουν
αποδυναμώσει τις δικλείδες ασφαλείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα λογισμικό
παρακολούθησης να έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον δημοσιογράφων, πολιτικών
και επιχειρηματιών και να έχει εξαχθεί σε χώρες με αρνητικό ιστορικό
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επισημαίνει η ανακοίνωση του ΕΚ.
Οι ευρωβουλευτές καλούν την κυβέρνηση να αποκαταστήσει και να ενισχύσει επειγόντως τις θεσμικές και νομικές δικλείδες, να καταργήσει τις άδειες εξαγωγής που δεν συνάδουν με τη της νομοθεσία της ΕΕ για τον έλεγχο των εξαγωγών και να σεβαστεί την ανεξαρτησία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Σημειώνουν επίσης ότι η Κύπρος έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως εξαγωγικός κόμβος για λογισμικό κατασκοπείας και θα πρέπει να καταργήσει όλες τις άδειες εξαγωγής που έχει εκδώσει και οι οποίες δεν συνάδουν με τη νομοθεσία της ΕΕ.
Όσον αφορά στην Ισπανία, οι ευρωβουλευτές διαπίστωσαν ότι η χώρα έχει ένα ανεξάρτητο σύστημα δικαιοσύνης με επαρκείς δικλείδες ασφαλείας, αλλά ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού παραμένουν. Σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση εργάζεται ήδη για την αντιμετώπιση των ελλείψεων, οι ευρωβουλευτές καλούν τις αρχές να διασφαλίσουν πλήρεις, δίκαιες και αποτελεσματικές έρευνες, ειδικά για τις 47 περιπτώσεις όπου δεν είναι σαφές ποιος επέτρεψε την ανάπτυξη κατασκοπευτικού λογισμικού, και να διασφαλίσουν ότι όσοι έχουν υπάρξει στόχοι της χρήσης του λογισμικού έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά ένδικα μέσα.
Για
να σταματήσουν αμέσως οι παράνομες πρακτικές λογισμικού παρακολούθησης,
οι ευρωβουλευτές επιθυμούν να επιτραπεί η χρήση κατασκοπευτικού
λογισμικού μόνο σε κράτη μέλη όπου έχουν διερευνηθεί διεξοδικά οι
καταγγελίες για κατάχρηση λογισμικού παρακολούθησης, όπου η εθνική
νομοθεσία είναι σύμφωνη με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βενετίας και της
νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου η Europol συμμετέχει σε έρευνες και όπου οι
άδειες εξαγωγής που δεν συνάδουν με τους κανόνες ελέγχου των εξαγωγών
έχουν καταργηθεί. Έως τον Δεκέμβριο του 2023, η Επιτροπή θα πρέπει να
αξιολογήσει κατά πόσον οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται σε δημόσια
έκθεση.
Οι ευρωβουλευτές ζητούν κανόνες της ΕΕ σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού από τις αρχές επιβολής του νόμου, οι οποίοι θα πρέπει να εγκρίνονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για προκαθορισμένο σκοπό και περιορισμένο χρονικό διάστημα. Υποστηρίζουν ότι τα δεδομένα που εμπίπτουν στη σχέση δικηγόρου-πελάτη ή ανήκουν σε πολιτικούς, γιατρούς ή μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να προστατεύονται, εκτός εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία εγκληματικής δραστηριότητας. Οι ευρωβουλευτές προτείνουν επίσης υποχρεωτικές κοινοποιήσεις για στοχευμένα άτομα και για μη στοχευμένα άτομα των οποίων τα δεδομένα ήταν προσβάσιμα στο πλαίσιο της παρακολούθησης κάποιου άλλου, ανεξάρτητη εποπτεία κατά τη χρήση τέτοιου είδους λογισμικού, ουσιαστικά ένδικα μέσα για τους στόχους και πρότυπα για το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.
Οι ευρωβουλευτές ζητούν επίσης έναν κοινό νομικό ορισμό της εθνικής ασφάλειας ως λόγου επιτήρησης, ο οποίος θα απέτρεπε προσπάθειες να δικαιολογηθούν πρόδηλες καταχρήσεις.
Για
να βοηθήσουν στην αποκάλυψη περιστατικών παράνομης παρακολούθησης, οι
ευρωβουλευτές προτείνουν τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού τεχνολογικού
εργαστηρίου, δηλαδή ενός ανεξάρτητου ερευνητικού ινστιτούτου με
αρμοδιότητες για τη διερεύνηση της επιτήρησης, την παροχή νομικής και
τεχνολογικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου συσκευών, αλλά
και για τη διενέργεια εγκληματολογικής έρευνας. Θέλουν επίσης νέα
νομοθεσία για τη ρύθμιση της ανακάλυψης, του διαμοιρασμού, της επίλυσης
και της εκμετάλλευσης των τρωτών σημείων.
Όσον
αφορά στις τρίτες χώρες και τα μέσα εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, οι
ευρωβουλευτές θα ήθελαν να διερευνήσουν σε βάθος τις άδειες εξαγωγής
κατασκοπευτικού λογισμικού, την αυστηρότερη επιβολή των κανόνων της ΕΕ
για τον έλεγχο των εξαγωγών, μια κοινή στρατηγική κατασκοπικού
λογισμικού ΕΕ-ΗΠΑ, συνομιλίες με το Ισραήλ και άλλες τρίτες χώρες για τη
θέσπιση κανόνων σχετικά με την εμπορία και τις εξαγωγές κατασκοπευτικού
λογισμικού και να διασφαλιστεί ότι η αναπτυξιακή βοήθεια της ΕΕ δεν
στηρίζει την απόκτηση και τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.
Μετά την ψηφοφορία, ο πρόεδρος της επιτροπής Γερούν Λέναρς ανέφερε ότι «η έρευνά μας κατέστησε σαφές ότι λογισμικό κατασκοπείας έχει χρησιμοποιηθεί για να παραβιάσει τα θεμελιώδη δικαιώματα και να θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ, με την Πολωνία και την Ουγγαρία να αποτελούν τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις. Η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού πρέπει πάντα να είναι αναλογική και εγκεκριμένη από ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης. Απαιτείται αυστηρότερος έλεγχος σε επίπεδο ΕΕ για να διασφαλιστεί ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού θα αποτελεί εξαίρεση, προκειμένου να διερευνηθούν σοβαρά εγκλήματα, και όχι κανόνας».
Από την πλευρά της, η εισηγήτρια Σοφί Ιντ'Βελτ σημείωσε ότι «σήμερα, η εξεταστική επιτροπή μας ολοκληρώνει το έργο της. Αυτό δε σημαίνει ότι το έργο του Κοινοβουλίου τελείωσε. Σε κανένα θύμα κατάχρησης λογισμικού παρακολούθησης δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη. Καμία κυβέρνηση δεν έχει όντως λογοδοτήσει. Τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δε θα πρέπει να εφησυχάσουν, γιατί σκοπεύω να επιμείνω στην υπόθεση αυτή μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη».
Οι
ευρωβουλευτές ενέκριναν τη έκθεση στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς τα
πορίσματα της έρευνας με 30 ψήφους υπέρ, 3 ψήφους κατά και 4 αποχές,
καθώς και το κείμενο στο οποίο περιγράφονται οι συστάσεις για το μέλλον
με 30 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 2 αποχές. Το τελικό κείμενο αναμένεται να
υποβληθεί σε ψηφοφορία στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια
της συνόδου που θα αρχίσει στις 12 Ιουνίου.
ΣΧΟΛΙΑ