Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης έλαβε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία: θα καλεί κάθε μήνα έναν διεθνούς φήμης συγγραφέα ο οποίος θα μιλά για το
έργο του. Οι συναντήσεις είναι ανοικτές.
Ο πρώτος που προσκλήθηκε ήταν ο γνωστός ιστορικός Ρόντρικ Μπήτον του οποίου το βιβλίο: Ελλάδα, Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους κυκλοφόρησε και στα ελληνικά με αφορμή τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Προσφάτως, κυκλοφόρησε και ένα νέο βιβλίο του με τίτλο: «Έλληνες – Μια παγκόσμια ιστορία» και στα ελληνικά.
Πήγα στην εκδήλωση.
Πριν μπω στην ουσία του σχολίου μου, να πω πως η πρωτοβουλία θα εξελιχθεί καλά με μια προϋπόθεση. Τέτοιου είδους συναντήσεις πρέπει να ξεφύγουν από τις συνήθεις παρουσιάσεις βιβλίων, όπως αυτές που γνωρίσαμε στην Ελλάδα. Μια επιφανειακή προσέγγιση του περιεχομένου για να έρθει η στιγμή να υπογράψει ο συγγραφέας βιβλία του. Πρέπει να εμβαθύνουν. Η υπογραφή Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης πρέπει να παραπέμπει σε κάτι βαθύτερο. Εύχομαι να πάει καλά η πρωτοβουλία.
Και, τώρα:
Ο Μπήτον κάνει μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στην ελληνική διαχρονία και επιχειρεί να μιλήσει για την κρίσιμη σχέση του νεοελληνικού έθνους που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821 με την ιστορική εξέλιξή του. Στον πρόλογο του νέου του βιβλίου γράφει πως η εθνική ιστορία, σε όποιο έθνος κι αν ανήκουμε, δεν είναι παρά η ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας. Διότι- όπως ειπε σε μια συνέντευξή του- λέει ελάχιστα πράγματα για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, κάτι που μας δυσκολεύει πολύ να κατανοήσουμε τη θέση μας στον σύγχρονο κόσμο. Κάθε έθνος, βεβαίως, αφηγείται την ιστορία του με τον δικό του τρόπο, όμως σήμερα κάθε σοβαρός ιστορικός πρέπει να βλέπει πέρα από εθνικά σύνορα».
Ο Μπήτον δέθηκε με την Ελλάδα και προσεγγίσεις σαν και τις δικές του σε ό,τι αφορά την ελληνική ιστορία και την σχέση των Ελλήνων με αυτήν δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες. Και όσοι αναζητούν ειλικρινά το αποτύπωμά τους στην ιστορία δεν μπορεί να μένουν σε ψευδαισθήσεις. (ΥΓ: ο ποντιακός ελληνισμός έχει κάποιες ιδιαιτερότητες υπέρ του για τις οποίες θα μιλήσουμε άλλη φορά).
Με πολύ απλά λόγια, όπως είπε και ο συντονιστής της χθεσινής εκδήλωσης, ο Μπήτον, στο νέο του βιβλίο υποστηρίζει ότι την στιγμή της Επανάστασης κανένας από τους πρωταγωνιστές της δεν είχε την ελληνική ως πρώτη γλώσσα του. Και θεωρεί, ακόμη, ότι η ελληνική γλώσσα είναι εκείνη που συνδέει τους Έλληνες με την ιστορία τους.
Μου δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλλω ερώτηση και του έθεσα, και πάλι, αυτό που είπε ο συντονιστής: τι σημαίνει το ότι την στιγμή της Επανάστασης κανείς από τους πρωταγωνιστές της δεν μιλούσε ως πρώτη γλώσσα τα ελληνικά και αν υπήρξαν κάποιοι θύλακες, έστω, που διατήρησαν μια συνέχεια με την αρχαία εποχή.
Δεν απάντησε αλλά επειδή του έθεσα και άλλες παράλληλες ερωτήσεις δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν το απέφυγε ή αν διαχύθηκε η σκέψη του και στα άλλα.
Πάντως, παραδέχθηκε ότι πέραν της γλώσσας ήταν και η σχέση με το Πατριαρχείο που συγκρότησε την νεοελληνική κοινωνία, όπως, προφανώς και άλλοι παράγοντες.
Ορισμένες από τις θέσεις του Μπήτον, όπως καταγράφηκαν σε μια συνέντευξή του στο Lifo:
1.- Η παιδεία και η γλώσσα είναι οι κατεξοχήν παράγοντες που καταδεικνύουν την ιστορική συνέχεια, καθώς η βιολογική συγγένεια των αρχαίων Ελλήνων με τους σύγχρονους παραμένει ατεκμηρίωτη, κάτι που ισχύει για όλους σχεδόν τους λαούς, αν υπολογίσουμε τις κατακτήσεις, τις μεταναστεύσεις, τις προσμείξεις κ.λπ. Αυτό είναι που καθιστά τους σημερινούς μετανάστες β’ και γ’ γενιάς που μιλούν ελληνικά από τη γέννησή τους εξίσου Έλληνες με τους γηγενείς.
2.-Η έννοια του ελληνισμού ήταν πάντοτε ρευστή και ευέλικτη. Αν πάμε στο Βυζάντιο, θα δούμε ότι μεταξύ 11ου-13ου αιώνα μ.Χ. σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο και γενικότερα στα Βαλκάνια μιλούσαν σλαβικά, ενώ στη Μικρά Ασία πολλοί γηγενείς πρώην χριστιανικοί πληθυσμοί, όσοι δεν έφυγαν δηλαδή εξαιτίας των τουρκικών επιδρομών, εξισλαμίστηκαν. Οι σύγχρονοι Τούρκοι της δυτικής Μικράς Ασίας ιδίως είναι εν πολλοίς απόγονοι των Βυζαντινών, όπως σωστά έγραφε και ο αείμνηστος Σπύρος Βρυώνης.
3.-Η εθνική ιστορία, σε όποιο έθνος κι αν ανήκουμε, δεν είναι παρά η ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας.
4.-Η θεωρία περί τριμερούς συνέχειας του ελληνισμού αντιμετωπίζεται συνήθως από τους ξένους σχολιαστές είτε επιφυλακτικά είτε για να πικάρουν τους σύγχρονους Έλληνες ως ανάξιους των ένδοξων προγόνων τους. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν είτε τα ιστορικά γεγονότα είτε τις ιδεολογικές παραδοχές στις οποίες βασίζεται αυτή η αφήγηση περί συνέχειας. Γι’ αυτό και η ελληνική ιστορία, μια ιστορία πραγματικά παγκόσμια, οφείλει να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή και κατανοητή.
ΥΓ: Δεν γνωρίζω με ποια στοιχεία οι ιστορικοί προσδιορίζουν την ιστορική συνέχεια των λαών. Με την ματιά του μη ειδικού και καθώς διαβάζω το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Connor Θουκυδίδης, βλέπω πως αν εξαιρέσει κανείς το θάρρος και την τόλμη των αρχαίων Αθηναίων, Σπαρτιατών και των Ελλήνων των άλλων πόλεων κρατών, η συμπεριφορά τους τότε ήταν απολύτως ίδια με ημών σήμερα. (Βεβαίως εμείς με το πρώτο μπαμ ψάχνουμε μα κρυφτούμε). Φταίει το κλίμα, ο τόπος, δεν γνωρίζω.
Πάντως, ο Μπήτον στο βιβλίο του παραθέτει το εξής απόσπασμα απο την ομιλία του Σεφέρη κατά την παραλαβή του Νόμπελ: «δεν θα πω ότι είμαστε από το ίδιο αίμα, γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες – αλλά κατοικούμε πάντα στην ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στην ίδια θάλασσα».
Οι πολιτειακές μορφές στις οποίες έζησε ο ελληνισμός ήταν οι αρχαίες Πόλεις Κράτη, η Ελληνιστική Οικουμένη, η Ρωμαϊκή εποχή στην οποία κυριάρχησε ο ελληνικός πολιτισμός, η Βυζαντινή Οικουμένη και το νεοελληνικό κράτος- έθνος. Η σημερινή Ελλάδα, δηλαδή. Αν εξαιρέσουμε τις οικουμενικές διαχύσεις του ελληνισμού, στην αρχαία εποχή, υπήρχε μια επίμονη προσπάθεια των πόλεων κρατών να κυριαρχήσουν, εξοντώνοντας και βιολογικά τους άλλους, ας πούμε, ομοεθενείς τους. (Το «ας πούμε» πηγαίνει στο ότι η έννοια του έθνους είναι σύγχρονη, όπως μας λένε οι ιστορικοί).
Το έκανε και η Αθήνα, βεβαίως, κατά κόρον, αλλά το έκανε και η Σπάρτη η οποία κατάφερε να προβάλλει το ιδεολόγημα ότι αγωνίζεται υπερ της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Για λόγους ακατανόητους η Αθήνα δεχόταν αυτήν την εκδοχή. Η Αθήνα μετά τους Περσικιούς πολέμους είχε αποκτήσει τέτοιο κύρος που της επέτρεψε να δημιουργήσει την αποκαλούμενη Αθηναϊκή Ηγεμονία την οποία, αργότερα αποκάλεσαν Συμμαχία.
Ουσιαστικά κυριάρχησε αποικιοκρατικά στις πόλεις κράτη που συμμετείχαν, γεγονός που αύξησε την δυσαρέσκειά τους και ήταν μια απο τις αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αποτέλεσμα της “Συμμαχίας” αυτής ήταν η Αθήνα να διεκδικήσει και να πάρει η ίδια το Ταμείο της το οποίο επένδυσε σε δημόσια εικόνα αλλά και σε πολεμικά μέσα. Η συμπεριφορά της αυτή οδήγησε σε επαναστάσεις. Αυτήν την αθηναίκή συμπεριφορά, την οποία διέκοψαν οι οικουμένες που μεσολάβησαν μέχρι την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους το 1830, την εφαρμόζει κατά κόρον η Αθήνα μετά τους Βαυαρούς.
Μέχρι σήμερα. Σήμερα με τα πλεονεκτήματα που της προσφέρει η εθνική κρατική ενότητα η Αθήνα εκμεταλλεύεται προς όφελός της το σύνολο του λοιπού ελληνισμού. Και το εκμεταλλεύεται με αποικιοκρατικούς όρους. Αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με επαναστάσεις όπως στην αρχαία εποχή.
Οπότε, ή θα αποδεχθούμε την μοίρα μας ή θα αναζητήσουμε τρόπους που θα αποδομήσουν την σύγχρονη αθηναϊκή αποικιοκρατία. Με την πειθώ δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι. Διότι γνωρίζουν τι συμφέρει τον ελληνισμό και τι τον αθηναϊσμό. Και οι έννοιες αυτές είναι σήμερα αντικρουόμενες. Ας δοκιμάσουμε τις μη αυτοδύναμες κυβερνήσεις μήπως, μέσα απο την πολυπλοκότητα που θα προκύψει, βγει κάτι καλύτερο.
Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης έλαβε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία: θα καλεί κάθε μήνα έναν διεθνούς φήμης συγγραφέα ο οποίος θα μιλά για το
έργο του. Οι συναντήσεις είναι ανοικτές.
Ο πρώτος που προσκλήθηκε ήταν ο γνωστός ιστορικός Ρόντρικ Μπήτον του οποίου το βιβλίο: Ελλάδα, Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους κυκλοφόρησε και στα ελληνικά με αφορμή τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Προσφάτως, κυκλοφόρησε και ένα νέο βιβλίο του με τίτλο: «Έλληνες – Μια παγκόσμια ιστορία» και στα ελληνικά.
Πήγα στην εκδήλωση.
Πριν μπω στην ουσία του σχολίου μου, να πω πως η πρωτοβουλία θα εξελιχθεί καλά με μια προϋπόθεση. Τέτοιου είδους συναντήσεις πρέπει να ξεφύγουν από τις συνήθεις παρουσιάσεις βιβλίων, όπως αυτές που γνωρίσαμε στην Ελλάδα. Μια επιφανειακή προσέγγιση του περιεχομένου για να έρθει η στιγμή να υπογράψει ο συγγραφέας βιβλία του. Πρέπει να εμβαθύνουν. Η υπογραφή Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης πρέπει να παραπέμπει σε κάτι βαθύτερο. Εύχομαι να πάει καλά η πρωτοβουλία.
Και, τώρα:
Ο Μπήτον κάνει μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στην ελληνική διαχρονία και επιχειρεί να μιλήσει για την κρίσιμη σχέση του νεοελληνικού έθνους που προέκυψε από την Επανάσταση του 1821 με την ιστορική εξέλιξή του. Στον πρόλογο του νέου του βιβλίου γράφει πως η εθνική ιστορία, σε όποιο έθνος κι αν ανήκουμε, δεν είναι παρά η ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας. Διότι- όπως ειπε σε μια συνέντευξή του- λέει ελάχιστα πράγματα για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, κάτι που μας δυσκολεύει πολύ να κατανοήσουμε τη θέση μας στον σύγχρονο κόσμο. Κάθε έθνος, βεβαίως, αφηγείται την ιστορία του με τον δικό του τρόπο, όμως σήμερα κάθε σοβαρός ιστορικός πρέπει να βλέπει πέρα από εθνικά σύνορα».
Ο Μπήτον δέθηκε με την Ελλάδα και προσεγγίσεις σαν και τις δικές του σε ό,τι αφορά την ελληνική ιστορία και την σχέση των Ελλήνων με αυτήν δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες. Και όσοι αναζητούν ειλικρινά το αποτύπωμά τους στην ιστορία δεν μπορεί να μένουν σε ψευδαισθήσεις. (ΥΓ: ο ποντιακός ελληνισμός έχει κάποιες ιδιαιτερότητες υπέρ του για τις οποίες θα μιλήσουμε άλλη φορά).
Με πολύ απλά λόγια, όπως είπε και ο συντονιστής της χθεσινής εκδήλωσης, ο Μπήτον, στο νέο του βιβλίο υποστηρίζει ότι την στιγμή της Επανάστασης κανένας από τους πρωταγωνιστές της δεν είχε την ελληνική ως πρώτη γλώσσα του. Και θεωρεί, ακόμη, ότι η ελληνική γλώσσα είναι εκείνη που συνδέει τους Έλληνες με την ιστορία τους.
Μου δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλλω ερώτηση και του έθεσα, και πάλι, αυτό που είπε ο συντονιστής: τι σημαίνει το ότι την στιγμή της Επανάστασης κανείς από τους πρωταγωνιστές της δεν μιλούσε ως πρώτη γλώσσα τα ελληνικά και αν υπήρξαν κάποιοι θύλακες, έστω, που διατήρησαν μια συνέχεια με την αρχαία εποχή.
Δεν απάντησε αλλά επειδή του έθεσα και άλλες παράλληλες ερωτήσεις δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν το απέφυγε ή αν διαχύθηκε η σκέψη του και στα άλλα.
Πάντως, παραδέχθηκε ότι πέραν της γλώσσας ήταν και η σχέση με το Πατριαρχείο που συγκρότησε την νεοελληνική κοινωνία, όπως, προφανώς και άλλοι παράγοντες.
Ορισμένες από τις θέσεις του Μπήτον, όπως καταγράφηκαν σε μια συνέντευξή του στο Lifo:
1.- Η παιδεία και η γλώσσα είναι οι κατεξοχήν παράγοντες που καταδεικνύουν την ιστορική συνέχεια, καθώς η βιολογική συγγένεια των αρχαίων Ελλήνων με τους σύγχρονους παραμένει ατεκμηρίωτη, κάτι που ισχύει για όλους σχεδόν τους λαούς, αν υπολογίσουμε τις κατακτήσεις, τις μεταναστεύσεις, τις προσμείξεις κ.λπ. Αυτό είναι που καθιστά τους σημερινούς μετανάστες β’ και γ’ γενιάς που μιλούν ελληνικά από τη γέννησή τους εξίσου Έλληνες με τους γηγενείς.
2.-Η έννοια του ελληνισμού ήταν πάντοτε ρευστή και ευέλικτη. Αν πάμε στο Βυζάντιο, θα δούμε ότι μεταξύ 11ου-13ου αιώνα μ.Χ. σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο και γενικότερα στα Βαλκάνια μιλούσαν σλαβικά, ενώ στη Μικρά Ασία πολλοί γηγενείς πρώην χριστιανικοί πληθυσμοί, όσοι δεν έφυγαν δηλαδή εξαιτίας των τουρκικών επιδρομών, εξισλαμίστηκαν. Οι σύγχρονοι Τούρκοι της δυτικής Μικράς Ασίας ιδίως είναι εν πολλοίς απόγονοι των Βυζαντινών, όπως σωστά έγραφε και ο αείμνηστος Σπύρος Βρυώνης.
3.-Η εθνική ιστορία, σε όποιο έθνος κι αν ανήκουμε, δεν είναι παρά η ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας.
4.-Η θεωρία περί τριμερούς συνέχειας του ελληνισμού αντιμετωπίζεται συνήθως από τους ξένους σχολιαστές είτε επιφυλακτικά είτε για να πικάρουν τους σύγχρονους Έλληνες ως ανάξιους των ένδοξων προγόνων τους. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν είτε τα ιστορικά γεγονότα είτε τις ιδεολογικές παραδοχές στις οποίες βασίζεται αυτή η αφήγηση περί συνέχειας. Γι’ αυτό και η ελληνική ιστορία, μια ιστορία πραγματικά παγκόσμια, οφείλει να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή και κατανοητή.
ΥΓ: Δεν γνωρίζω με ποια στοιχεία οι ιστορικοί προσδιορίζουν την ιστορική συνέχεια των λαών. Με την ματιά του μη ειδικού και καθώς διαβάζω το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Connor Θουκυδίδης, βλέπω πως αν εξαιρέσει κανείς το θάρρος και την τόλμη των αρχαίων Αθηναίων, Σπαρτιατών και των Ελλήνων των άλλων πόλεων κρατών, η συμπεριφορά τους τότε ήταν απολύτως ίδια με ημών σήμερα. (Βεβαίως εμείς με το πρώτο μπαμ ψάχνουμε μα κρυφτούμε). Φταίει το κλίμα, ο τόπος, δεν γνωρίζω.
Πάντως, ο Μπήτον στο βιβλίο του παραθέτει το εξής απόσπασμα απο την ομιλία του Σεφέρη κατά την παραλαβή του Νόμπελ: «δεν θα πω ότι είμαστε από το ίδιο αίμα, γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες – αλλά κατοικούμε πάντα στην ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στην ίδια θάλασσα».
Οι πολιτειακές μορφές στις οποίες έζησε ο ελληνισμός ήταν οι αρχαίες Πόλεις Κράτη, η Ελληνιστική Οικουμένη, η Ρωμαϊκή εποχή στην οποία κυριάρχησε ο ελληνικός πολιτισμός, η Βυζαντινή Οικουμένη και το νεοελληνικό κράτος- έθνος. Η σημερινή Ελλάδα, δηλαδή. Αν εξαιρέσουμε τις οικουμενικές διαχύσεις του ελληνισμού, στην αρχαία εποχή, υπήρχε μια επίμονη προσπάθεια των πόλεων κρατών να κυριαρχήσουν, εξοντώνοντας και βιολογικά τους άλλους, ας πούμε, ομοεθενείς τους. (Το «ας πούμε» πηγαίνει στο ότι η έννοια του έθνους είναι σύγχρονη, όπως μας λένε οι ιστορικοί).
Το έκανε και η Αθήνα, βεβαίως, κατά κόρον, αλλά το έκανε και η Σπάρτη η οποία κατάφερε να προβάλλει το ιδεολόγημα ότι αγωνίζεται υπερ της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Για λόγους ακατανόητους η Αθήνα δεχόταν αυτήν την εκδοχή. Η Αθήνα μετά τους Περσικιούς πολέμους είχε αποκτήσει τέτοιο κύρος που της επέτρεψε να δημιουργήσει την αποκαλούμενη Αθηναϊκή Ηγεμονία την οποία, αργότερα αποκάλεσαν Συμμαχία.
Ουσιαστικά κυριάρχησε αποικιοκρατικά στις πόλεις κράτη που συμμετείχαν, γεγονός που αύξησε την δυσαρέσκειά τους και ήταν μια απο τις αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αποτέλεσμα της “Συμμαχίας” αυτής ήταν η Αθήνα να διεκδικήσει και να πάρει η ίδια το Ταμείο της το οποίο επένδυσε σε δημόσια εικόνα αλλά και σε πολεμικά μέσα. Η συμπεριφορά της αυτή οδήγησε σε επαναστάσεις. Αυτήν την αθηναίκή συμπεριφορά, την οποία διέκοψαν οι οικουμένες που μεσολάβησαν μέχρι την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους το 1830, την εφαρμόζει κατά κόρον η Αθήνα μετά τους Βαυαρούς.
Μέχρι σήμερα. Σήμερα με τα πλεονεκτήματα που της προσφέρει η εθνική κρατική ενότητα η Αθήνα εκμεταλλεύεται προς όφελός της το σύνολο του λοιπού ελληνισμού. Και το εκμεταλλεύεται με αποικιοκρατικούς όρους. Αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με επαναστάσεις όπως στην αρχαία εποχή.
Οπότε, ή θα αποδεχθούμε την μοίρα μας ή θα αναζητήσουμε τρόπους που θα αποδομήσουν την σύγχρονη αθηναϊκή αποικιοκρατία. Με την πειθώ δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι. Διότι γνωρίζουν τι συμφέρει τον ελληνισμό και τι τον αθηναϊσμό. Και οι έννοιες αυτές είναι σήμερα αντικρουόμενες. Ας δοκιμάσουμε τις μη αυτοδύναμες κυβερνήσεις μήπως, μέσα απο την πολυπλοκότητα που θα προκύψει, βγει κάτι καλύτερο.
ΣΧΟΛΙΑ