Οι πρώτες αντιδράσεις της αγοράς: «Θετική και ισορροπημένη η αύξηση του κατώτατου μισθού»
17/03/2023 12:13
17/03/2023 12:13
Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα επίπεδα των 780 ευρώ, όπως ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση, βρίσκει σύμφωνους τους επιχειρηματίες στο σύνολό τους, καθώς ως μέτρο καταφέρνει να ισορροπήσει τη διαφορά η οποία προκύπτει από της αύξηση του πληθωρισμού και το ρυθμό ανάπτυξης αλλά και την αύξηση στο κόστος λειτουργίας σχεδόν όλων των επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση, έπειτα από συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, αποφάσισε την αύξηση αυτή με γνώμονα να δύνανται να την υποστηρίξουν, τόσο οι μικρομεσαίες όσο και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, από όλους τους κλάδους της παραγωγικής οικονομίας.
Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος υποστήριξε και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν τον πρωταρχικό πυλώνα της ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής. Η νέα αύξηση κατά 9,4%, η οποία θα προστεθεί στις δύο αυξήσεις της προηγούμενης περιόδου, παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις, τις καινοτόμες δράσεις και τα νέα προγράμματα για την ενίσχυση της εργασίας, έχουν σκοπό αφενός την τόνωση της απασχόλησης και αφετέρου τη μείωση της ανεργίας – η οποία υπολογίζεται κατά περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες.
«Η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των αποδοχών, με μια σειρά από μέτρα, όπως φοροαπαλλαγές και μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, συνιστούν θετική εξέλιξη για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους, αλλά και συνολικά για την κοινωνία» δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ, κ. Ιωάννης Μασούτης.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση κινείται εντός της πρότασης της ΓΣΕΒΕΕ. Στην παρούσα συγκυρία που ο υψηλός πληθωρισμός έχει μειώσει τα εισοδήματα η σχετική παρέμβαση ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων-καταναλωτών είναι θετική για τη αγορά.
Από την άλλη μεριά, η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει και για την ανακούφιση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών, όπου το κόστος λειτουργίας τους λόγω των ανατιμήσεων έχει εκτιναχθεί. Στο πλαίσιο αυτό μέτρα που θα μειώνουν το αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων (πχ μείωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος και πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος) και μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, είναι αναγκαία ώστε τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις.
Τέλος, η ΓΣΕΒΕΕ σταθερά υποστηρίζει ότι η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού θα πρέπει να επιστρέψει στους Κοινωνικούς Εταίρους και να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού, με τον οποίο περιορίστηκαν νομοθετικά οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και η έκταση της ΕΓΣΣΕ, εκτός ότι εμπεριέχει μια στείρα διαδικασία κοινωνικού διαλόγου, κατ’ εξακολούθηση εργαλειοποιείται πολιτικά. Και τούτο αφορά τόσο την εκάστοτε Κυβέρνηση όσο και τα πολιτικά κόμματα που συστηματικά πλειοδοτούν για το ύψος του κατώτατου μισθού.
Η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα που επιτυγχάνεται μέσα από την βελτίωση του επιχειρηματικού-οικονομικού περιβάλλοντος είναι αναγκαίο να συνοδευτεί και με την επιστροφή στην θεσμική κανονικότητα.
«Αξιοποιώντας τη δυναμική της «κυκλικότητας» στην οικονομία, η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, με την αύξηση του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών», δηλώνει ο Πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης, σε ανακοίνωσή του.
Όπως σημειώνει στην ίδια ανακοίνωση: «Σε συνέχεια των μέτρων, που λαμβάνονται για την στήριξη των εισοδημάτων, από την 1η Απριλίου, ένα μήνα νωρίτερα από πέρυσι, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται κατά 9,4%, διαμορφούμενος στα 780,00€, από τα 713,00€ και από τα 650,00€ που ήταν προ 3ετίας, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν προστεθεί ετησίως σχεδόν 3 μισθοί, με τον Πρωθυπουργό να έχει τονίσει ότι, η αύξηση δεν σχετίζεται με τις εκλογές, αλλά με τις ανάγκες αντιμετώπισης της ακρίβειας».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο στόχος της νέας αύξησης είναι, αφενός να οδηγήσει σε άλλη μια σημαντική τόνωση του κατώτατου μισθού, ο οποίος υπερβαίνει το ύψος του πληθωρισμού και του ποσοστού που έλαβαν οι συνταξιούχοι και, αφετέρου να λάβει υπόψη τις ανάγκες ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η απόφαση της «ισορροπημένης λύσης» πάρθηκε σταθμίζοντας τρεις παράγοντες. Πρώτον, τις εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων και των φορέων, που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της σχετικής διαβούλευσης, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία. Δεύτερον, τις αντοχές της οικονομίας, και τρίτον, τις ανάγκες των περίπου 650.000 χαμηλόμισθων εργαζομένων. Σημειωτέον πως αυξημένο με το ίδιο ποσοστό από τον Απρίλιο θα είναι και το επίδομα ανεργίας από τα 438 ευρώ που είναι σήμερα.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρά τις πρωτόγνωρα αντίξοες συνθήκες της τελευταίας τριετίας, δείχνουν αξιοπρόσεκτη δυναμική, που αντικατοπτρίζεται, τόσο από την πραγματικότητα των αριθμών, όσο και των αισιόδοξων προοπτικών απασχόλησης. Προς τούτο αρκεί να ανατρέξουμε στα στοιχεία της «ΕΡΓΑΝΗ» που δείχνουν περισσότερες δουλειές και καλύτερες αμοιβές στην τριετία 2019-2022. Στα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του 2022 αποτυπώνεται ξεκάθαρα η σημαντική αύξηση της απασχόλησης κατά 13,3% και των αποδοχών κατά 12,4%, σε σχέση, τόσο με την προηγούμενη χρονιά, όσο και με το 2019, το τελευταίο έτος πριν την πανδημία. Η θετική εικόνα είναι εμφανής σε όλο το εύρος των μισθολογικών κλιμακίων, γενικά και ειδικά στο κλιμάκιο του κατώτατου μισθού και της μερικής απασχόλησης. Η θετική επίδραση της διπλής αύξησης του κατώτατου μισθού που έγινε πέρυσι επιβεβαιώνεται με τη μείωση της ανεργίας στο σύνολο του πληθυσμού κατά -30,3%.
Οι ετήσιες επιδόσεις εργοδοσίας και μισθοδοσίας κατατάσσουν μάλιστα την Ελλάδα στην πρώτη θέση στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Δεν πρέπει λοιπόν στην παρούσα περίοδο, η οποία επί της ουσίας είναι προεκλογική, να αγνοήσουμε τα θετικά πρόσημα που έχουν καταγραφεί, ενώ τα πολιτικά κόμματα δεν πρέπει να επιδοθούν σε πλειοδοτικές προτάσεις, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ενδιαφέρουσες, αλλά ενδεχομένως δεν λαμβάνουν υπόψη τις αντοχές των επιχειρήσεων που καλούνται, όχι μόνο να διατηρήσουν, αλλά και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις εργοδοσίας και μισθοδοσίας θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας. Οι μικρομεσαίοι εργοδότες δεν αντιμετωπίσαμε τις αυξήσεις των μισθών ποτέ φοβικά, αλλά πάντα ανταποδοτικά».
17/03/2023 10:26
20/03/2023 10:57
19/05/2023 06:46
Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα επίπεδα των 780 ευρώ, όπως ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση, βρίσκει σύμφωνους τους επιχειρηματίες στο σύνολό τους, καθώς ως μέτρο καταφέρνει να ισορροπήσει τη διαφορά η οποία προκύπτει από της αύξηση του πληθωρισμού και το ρυθμό ανάπτυξης αλλά και την αύξηση στο κόστος λειτουργίας σχεδόν όλων των επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση, έπειτα από συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, αποφάσισε την αύξηση αυτή με γνώμονα να δύνανται να την υποστηρίξουν, τόσο οι μικρομεσαίες όσο και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, από όλους τους κλάδους της παραγωγικής οικονομίας.
Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος υποστήριξε και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν τον πρωταρχικό πυλώνα της ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής. Η νέα αύξηση κατά 9,4%, η οποία θα προστεθεί στις δύο αυξήσεις της προηγούμενης περιόδου, παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις, τις καινοτόμες δράσεις και τα νέα προγράμματα για την ενίσχυση της εργασίας, έχουν σκοπό αφενός την τόνωση της απασχόλησης και αφετέρου τη μείωση της ανεργίας – η οποία υπολογίζεται κατά περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες.
«Η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των αποδοχών, με μια σειρά από μέτρα, όπως φοροαπαλλαγές και μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, συνιστούν θετική εξέλιξη για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους, αλλά και συνολικά για την κοινωνία» δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ, κ. Ιωάννης Μασούτης.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση κινείται εντός της πρότασης της ΓΣΕΒΕΕ. Στην παρούσα συγκυρία που ο υψηλός πληθωρισμός έχει μειώσει τα εισοδήματα η σχετική παρέμβαση ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων-καταναλωτών είναι θετική για τη αγορά.
Από την άλλη μεριά, η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει και για την ανακούφιση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών, όπου το κόστος λειτουργίας τους λόγω των ανατιμήσεων έχει εκτιναχθεί. Στο πλαίσιο αυτό μέτρα που θα μειώνουν το αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων (πχ μείωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος και πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος) και μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, είναι αναγκαία ώστε τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις.
Τέλος, η ΓΣΕΒΕΕ σταθερά υποστηρίζει ότι η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού θα πρέπει να επιστρέψει στους Κοινωνικούς Εταίρους και να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού, με τον οποίο περιορίστηκαν νομοθετικά οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και η έκταση της ΕΓΣΣΕ, εκτός ότι εμπεριέχει μια στείρα διαδικασία κοινωνικού διαλόγου, κατ’ εξακολούθηση εργαλειοποιείται πολιτικά. Και τούτο αφορά τόσο την εκάστοτε Κυβέρνηση όσο και τα πολιτικά κόμματα που συστηματικά πλειοδοτούν για το ύψος του κατώτατου μισθού.
Η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα που επιτυγχάνεται μέσα από την βελτίωση του επιχειρηματικού-οικονομικού περιβάλλοντος είναι αναγκαίο να συνοδευτεί και με την επιστροφή στην θεσμική κανονικότητα.
«Αξιοποιώντας τη δυναμική της «κυκλικότητας» στην οικονομία, η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, με την αύξηση του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών», δηλώνει ο Πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., Βασίλης Κορκίδης, σε ανακοίνωσή του.
Όπως σημειώνει στην ίδια ανακοίνωση: «Σε συνέχεια των μέτρων, που λαμβάνονται για την στήριξη των εισοδημάτων, από την 1η Απριλίου, ένα μήνα νωρίτερα από πέρυσι, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται κατά 9,4%, διαμορφούμενος στα 780,00€, από τα 713,00€ και από τα 650,00€ που ήταν προ 3ετίας, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν προστεθεί ετησίως σχεδόν 3 μισθοί, με τον Πρωθυπουργό να έχει τονίσει ότι, η αύξηση δεν σχετίζεται με τις εκλογές, αλλά με τις ανάγκες αντιμετώπισης της ακρίβειας».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο στόχος της νέας αύξησης είναι, αφενός να οδηγήσει σε άλλη μια σημαντική τόνωση του κατώτατου μισθού, ο οποίος υπερβαίνει το ύψος του πληθωρισμού και του ποσοστού που έλαβαν οι συνταξιούχοι και, αφετέρου να λάβει υπόψη τις ανάγκες ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η απόφαση της «ισορροπημένης λύσης» πάρθηκε σταθμίζοντας τρεις παράγοντες. Πρώτον, τις εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων και των φορέων, που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της σχετικής διαβούλευσης, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία. Δεύτερον, τις αντοχές της οικονομίας, και τρίτον, τις ανάγκες των περίπου 650.000 χαμηλόμισθων εργαζομένων. Σημειωτέον πως αυξημένο με το ίδιο ποσοστό από τον Απρίλιο θα είναι και το επίδομα ανεργίας από τα 438 ευρώ που είναι σήμερα.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρά τις πρωτόγνωρα αντίξοες συνθήκες της τελευταίας τριετίας, δείχνουν αξιοπρόσεκτη δυναμική, που αντικατοπτρίζεται, τόσο από την πραγματικότητα των αριθμών, όσο και των αισιόδοξων προοπτικών απασχόλησης. Προς τούτο αρκεί να ανατρέξουμε στα στοιχεία της «ΕΡΓΑΝΗ» που δείχνουν περισσότερες δουλειές και καλύτερες αμοιβές στην τριετία 2019-2022. Στα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του 2022 αποτυπώνεται ξεκάθαρα η σημαντική αύξηση της απασχόλησης κατά 13,3% και των αποδοχών κατά 12,4%, σε σχέση, τόσο με την προηγούμενη χρονιά, όσο και με το 2019, το τελευταίο έτος πριν την πανδημία. Η θετική εικόνα είναι εμφανής σε όλο το εύρος των μισθολογικών κλιμακίων, γενικά και ειδικά στο κλιμάκιο του κατώτατου μισθού και της μερικής απασχόλησης. Η θετική επίδραση της διπλής αύξησης του κατώτατου μισθού που έγινε πέρυσι επιβεβαιώνεται με τη μείωση της ανεργίας στο σύνολο του πληθυσμού κατά -30,3%.
Οι ετήσιες επιδόσεις εργοδοσίας και μισθοδοσίας κατατάσσουν μάλιστα την Ελλάδα στην πρώτη θέση στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Δεν πρέπει λοιπόν στην παρούσα περίοδο, η οποία επί της ουσίας είναι προεκλογική, να αγνοήσουμε τα θετικά πρόσημα που έχουν καταγραφεί, ενώ τα πολιτικά κόμματα δεν πρέπει να επιδοθούν σε πλειοδοτικές προτάσεις, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ενδιαφέρουσες, αλλά ενδεχομένως δεν λαμβάνουν υπόψη τις αντοχές των επιχειρήσεων που καλούνται, όχι μόνο να διατηρήσουν, αλλά και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις εργοδοσίας και μισθοδοσίας θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας. Οι μικρομεσαίοι εργοδότες δεν αντιμετωπίσαμε τις αυξήσεις των μισθών ποτέ φοβικά, αλλά πάντα ανταποδοτικά».
ΣΧΟΛΙΑ