Πρωινός καφές με τη συγγραφέα Βικτόρια Χίσλοπ (βίντεο)
10/02/2024 08:00
10/02/2024 08:00
Ως Βρετανίδα η Βικτόρια Χίσλοπ πίνει τσάι. Του βουνού, με μέλι, που αγοράζει κάθε φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα. Η σημερινή μας καλεσμένη δεν αποφεύγει τον καφέ. «Είναι η βενζίνη μου για όλη την ημέρα» είναι η πρώτη της απάντηση στον πρωινό καφέ που ήπιαμε μαζί κατά την τελευταία της επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της βραδιάς που διοργάνωσε το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με αφορμή το νέο της βιβλίο με τίτλο «Το Ειδώλιο». Σε αυτήν ξετυλίξαμε το κουβάρι της ζωής της. Μιλώντας για το Μπρόμλεϊ του Κεντ, όπου μεγάλωσε σε ένα παραδοσιακό βρετανικό σπίτι, με πρωταγωνιστές τις γυναίκες και για την πρώτη επίσκεψη στη Σπιναλόγκα και φτάνοντας μέχρι τη σημερινή Ελλάδα. Φυσικά τίποτε δεν είναι τυχαίο. Σε ένα σπίτι όπου η γιαγιά διεύθυνε ένα βιβλιοπωλείο και η οικογένεια ήταν συνδρομητής σε δύο καθημερινές εφημερίδα ήταν λογικό η Βικτόρια Χίσλοπ να κατευθυνθεί προς τη δημοσιογραφία και τελικά να γίνει συγγραφέας. Πάντως το αρχικό της όνειρο ήταν το τένις! Με τη γνωστή συγγραφέα, που έχει λάβει τιμητικά από τις 17 Ιουλίου του 2020 την ελληνική ιθαγένεια, η κουβέντα έγινε στα ελληνικά, που πλέον τα χειρίζεται πολύ καλά, με πολύ λίγες αγγλικές λέξεις να μπαίνουν εμβόλιμα. Εξάλλου, όπως και η ίδια λέει, «νοιώθει τώρα πια πιο πολύ Ελληνίδα».
Πίνετε πρωινό καφέ;
Βεβαίως. Είναι όπως η βενζίνη, για όλη την ημέρα. Δύο καφέδες το πρωί και μετά αλλάζω σε τσάι του βουνού με μέλι, που είναι τόσο νόστιμο. Όταν, λοιπόν επιστρέφω από την Κρήτη στη Βρετανία έχω στην τσάντα μου πακέτα από τσάι, γιατί εκεί δεν μπορεί κανείς να το αγοράσει (χαμογελάει).
Τι είδους πίνετε; Τι προτιμάτε;
Διπλό εσπρέσο, κάτι πολύ δυνατό. Μου δίνει ενέργεια. Είμαι awake και μετά δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Σκέτο ή με ζάχαρη;
Όχι, σκέτο, πολύ σκέτο (γελάει).
Πάμε αρκετά χρόνια πίσω: Γεννηθήκατε το 1959 ως Βικτόρια Χάμσον στο Μπρόμλεϊ του Κεντ, μεγαλώσατε όμως στο Τόνμπριτζ.
Σωστά.
Σε ηλικία 3 ετών (καθιστή), σε μια παραλία της νότιας Βρετανίας
Πως θα χαρακτηρίζατε το περιβάλλον;
Ήταν μια μικρή πόλη, παρά πολύ παραδοσιακή.
Με πόσο πληθυσμό;
Γύρω στις 10.000. Πήγα εκεί δημοτικό σε ένα σχολείο, όπου φοιτούσαν παιδιά από πλούσιες οικογένειες, αλλά και φτωχά παιδιά. Ένα ανάμεικτο σχολείο.
Ως μαθήτρια του δημοτικού σε ηλικία 10 ετών
Στην πόλη Devon της νοτιοδυτικής Βρετανίας, σε ηλικία 13 ετών
Γυμνάσιο;
Λύκειο, γιατί έτσι είναι η εκπαίδευση στην Αγγλία. Εκεί πήγαιναν παιδιά που είχαν άλαγα, δηλαδή από πολύ πλούσιες οικογένειες, με τους πατεράδες τους να είναι συχνά γιατροί. Το δεύτερο σχολείο ήταν μόνο για κορίτσια από πολύτεκνες οικογένειες, που ζούσαν σε μικρά σπίτια.
Οι γονείς σας τι έκαναν; Με τι ασχολούνταν;
Ο πατέρας μου δεν ήταν πολύ στο σπίτι, κάτι που δεν κατάλαβα γιατί συνέβαινε για πολλά χρόνια. Ήταν δημοσιογράφος.
Στο πατρικό της στο Κεντ (διακρίνεται αριστερά), με τη μητέρα, τη γιαγιά και την αδελφή της
Στο Παρίσι με την αδελφή της. Η Χίσλοπ σε ηλικά 17 ετών, διακρίνεται δεξιά στη φωτογραφία
Και η μαμά;
Η μαμά ήταν εκεί συνέχεια. Ήμασταν πολύ δεμένοι. Και η γιαγιά μας έμενε μαζί μας, η μητέρα της μητέρας μου.
Μεγαλώσατε, δηλαδή με τη γιαγιά και τη μαμά;
Ναι. Και μια αδελφή και δύο γάτες, που ήταν θηλυκές. Όλοι ήταν γυναίκες στο σπίτι (χαμογελάει).
Γυνακοκρατεία, δηλαδή…
Ναι.
Το σπίτι πως ήταν;
Με αυλή. Και η μητέρα μου και ο πατέρας μου αγαπούσαν τον κήπο και είχαμε πάντοτε λουλούδια και λαχανικά και δένδρα με φρούτα.
Η πρώτη εικόνα που σας έρχεται στο μυαλό από εκείνη την περιοχή και εκείνα τα χρόνια ποια είναι; Παιχνίδι;
Όχι, πολύ παιχνίδι, αλλά ότι διαβάζαμε. Στο σπίτι είχαμε πάντα βιβλία.
Η μαμά έπαιξε ρόλο σε αυτό;
Όχι, δεν έχω εικόνα με τη μητέρα μου να διαβάζει, αλλά η γιαγιά διάβαζε πολύ, γιατί είχε ένα πολύ ωραίο βιβλιοπωλείο στην πόλη και όλοι πήγαιναν τότε στα βιβλιοπωλεία για να δανειστούν βιβλία. Η γιαγιά διάβασε κυρίως ρομαντικά βιβλία, θα έλεγα εύκολα βιβλία, με ρομαντικές ιστορίες.
Άρα, υπήρχε το έδαφος για να γίνετε συγγραφέας από μικρή;
Όχι, καθόλου. Στην αρχή ήθελα να παίξω επαγγελματικά τένις. Αυτό ήταν το όνειρό μου.
Η αγαπημένη σας τενίστρια της εποχής ποια ήταν;
Ήταν μια πιτσιρίκα 12 χρονών από την Αμερική που ονομάζονταν Τρέισι Όστιν. Μια πολύ κοντή τενίστρια. Τότε εγώ έπαιζα πολύ τένις στο σχολείο και το αγαπούσα τρελά και όταν την είδα πίστευα ότι αυτό θέλω να γίνω και εγώ στη ζωή μου όταν θα μεγαλώσω. Γιατί θα μπορούσε έτσι να ταξιδεύω πολύ. Είχε και πολύ σκούρο δέρμα. Αυτό ήταν το όνειρό μου, το τένις.
Αλλά δεν πραγματοποιήθηκε.
Όχι, μετά ήθελα να γίνω δικηγόρος και μετά δημοσιογράφος. Αλλά όχι συγγραφέας.
Βάλτε λίγο τσάι να πιείτε…
Είναι ωραίο το τσάι (γελάει).
Ήσασταν πολιτικοποιημένη;
Ναι, θα έλεγα γενικά, ναι. Από μικρή διάβαζα εφημερίδες. Τότε στην Αγγλία ερχόντουσαν οι εφημερίδες στο σπίτι, αν ήσουν συνδρομητής.
Ποια εφημερίδα διαβάζατε;
Είχαμε δύο. Η γιαγιά μου ήταν πολύ παραδοσιακή και διάβαζε κάθε ημέρα την «Daily Express», που ήταν αρκετά συντηρητική και οι γονείς μου τους «Times», που είναι μια πιο φιλελεύθερη εφημερίδα.
Στο σπίτι κουβέντα για την Ελλάδα γινόταν;
Καθόλου. Πρώτη φορά που θυμάμαι ήταν που διάβασα για τα γεγονότα της Κύπρου και την ειβολή του 1974. Γιατί η Αγγελία είχε πολύ κοντινές σχέσεις με την Κύπρο. Το θυμάμαι αυτό. Ήταν συνεχώς η εικόνα του Μακάριου στις τηλεοράσεις και στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων.
Η πρώτη επίσκεψη στην Ελλάδα ήρθε…
…το 1977.
Και πήγατε στην Αθήνα και την Πάρο;
Σωστά.
Πως σάς φάνηκε;
Τρελάθηκα. Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που βγήκαμε από το αεροπλάνο. Ήταν περίεργο γιατί διαβάζαμε τις ταξιδιωτικές μπροσούρες - δεν υπήρχε το ίντερνετ για να ενημερωνόμαστε για τις διακοπές. Και για την Ελλάδα η πρόταση ήταν ένα ταξίδι στην Αθήνα και την Πάρο. Αλλά όταν κατεβήκαμε από το αεροπλάνο στην Αθήνα το ξενοδοχείο μας απείχε μόλις 50 μέτρα και ήταν στη Γλυφάδα. Όταν βγήκαμε από το αεροπλάνο το ξενοδοχείο ήταν εκεί. Στη συνέχεια σχεδόν κάθε μέρα είτε νωρίς το πρωί είτε το απόγευμα ακούγαμε τα αεροπλάνα που ήταν πολύ πολύ κοντά. Θυμάμαι τη φασαρία που είχε.
Μετά η Πάρος όμως;
Πήγαμε με το πλοίο. Ουάου. Ο ήλιος καταπληκτικός. Όμως και στην Αθήνα κάθε μέρα πηγαίναμε από τη Γλυφάδα με το λεωφορείο στο κέντρο για να δούμε τα μουσεία και την Ακρόπολη.
Πολύ διαφορετικές εικόνες…
Ναι, αλλά αγαπούσα και την Αθήνα και την Πάρο. Ακόμη έχω μπροστά μου τις εικόνες από τότε.
Στην Πάρο τι σας εντυπωσίασε;
Η θάλασσα. Δεν είχε καμία σχέση με τη θάλασσα της Αγγλίας. Φανταστική. Και το φως της Ελλάδας. Αυτό που υπάρχει μεταξύ του ουρανού και της θάλασσας είναι το κάτι άλλο (χαμογελάει).
Πότε πήγατε για πρώτη φορά στη Σπιναλόγκα;
Το 2001. Ύστερα από πολλά χρόνια. Ήμασταν με τα παιδιά και ενώ δεν είχα γράψει κανένα βιβλίο.
Σας συντάραξε;
Ναι, μου έκανε μεγάλη εντύπωση και από τότε πίστευα ότι έπρεπε να γράψω κάτι θετικό για τη Σπιναλόγκα, γιατί μου δημιούργησε πολύ έντονα συναισθήματα. Είχα και την άποψη ότι ήταν ένα πολύ δύσκολο μέρος για να ζήσει κανείς, αλλά την ίδια στιγμή πίστευα ότι ήταν κανονικοί οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί.
Ξέρατε τι σημαίνει λεπρός;
Τότε όχι. Είχα ταξιδέψει αρκετές φορές στην Ινδία και είχα δει τους λεπρούς, γιατί είχε τέτοιους ανθρώπους στους σταθμούς του τρένου. Για μένα αυτό ήταν extreme, αλλά στην Σπιναλόγκα είχα την εντύπωση ότι αυτοί οι άνθρωποι πριν χάσουν τα πόδια, τα χέρια και τη μύτη υπήρχε μια περίοδος που ζούσαν για χρόνια αρκετά κανονικά.
Περιμένατε ότι το βιβλίο θα είχε μια τέτοια ανταπόκριση από τον κόσμο;
Καθόλου, γιατί ήταν ένα δύσκολο θέμα, καθόλου εμπορικό και στην Αγγλία δεν ήταν εύκολο να βρω στην αρχή εκδότη για το βιβλίο. Έδινα τη σύνοψη και μαζί δύο κεφάλαια από το βιβλίο και όλοι έλεγαν: «Χμ, δεν είμαστε σίγουροι». Πολλοί εκδότες δεν ήθελαν.
Πως εξηγείτε την επιτυχία του;
Νομίζω ότι κάθε αναγνώστης έρχεται με διαφορετικές ιδέες για το τι θα διαβάσει και βλέπει στο βιβλίο τον εαυτό του και τις δικές του δυσκολίες. Διαβάζει για το κουράγιο, την ελπίδα, την αισιοδοξία των ανθρώπων, που στο βιβλίο μου είναι όλοι φανταστικοί χαρακτήρες. Και στο τέλος έχει ένα happy ending, ένα χαρούμενο τέλος. Το βιβλίο είχε λύση που φαινόταν σα να ήρθε από το πουθενά, καθώς για χιλιάδες χρόνια δεν υπήρχε ελπίδα γι’ αυτούς τους ανθρώπους και ήταν μακριά από τις οικογένειές τους. Και ξαφνικά ήρθε η θεραπεία και το ωραίο τέλος.
Ακολούθησαν άλλα 8 βιβλία, με τελευταίο «Το Ειδώλιο», που έχει θέμα την αρχαιοκαπηλία. Πάλι όλα ξεκίνησαν από μια επίσκεψή σας στην Ελλάδα. Στην Κέρο αυτή τη φορά.
Ναι, για μένα τα νησιά μού δίνουν έμπνευση (γελάει). Θα μπορούσα κάθε μέρα να πηγαίνω σε κάποιο καινούργιο.
Η αρχαιοκαπηλία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο νέο σας βιβλίο, ενώ διαπραγματεύεστε και το θέμα της χούντας στην Ελλάδα.
Για την αρχαιοκαπηλία δεν είχα κάτι στο μυαλό μου εκτός από την πιο διάσημη κλοπή του Ελγίν, που ήταν ηλίου φαεινότερο και δεν καταλάβαινα πως για τόσο χρόνια έχουν κλαπεί τα αντικείμενα και έχουν εξαφανιστεί σε άλλες χώρες. Στην Αμερική και σε άλλες χώρες. Πιο πολύ τώρα συμβαίνει αυτό στην Ιταλία που για χρόνια αγοράζουν πράγματα από τους αρχαιοκάπηλους και σιγά σιγά με παράνομους τρόπους τα ρίχνουν πολύ ανοικτά στην αγορά. Το βιβλίο είναι κατά κάποιο τρόπο ένα κλασικό αστυνομικό βιβλίο, γιατί έχει κλοπή, πρέπει να βρεις τη λύση και είναι η πρώτη φορά που έχει πρωταγωνιστές και αστυνόμους. Είναι ένα μεγάλο έγκλημα, γιατί «καθαρίζουν» χρήματα με τα αρχαία και είναι οι ίδιοι που κάνουν το trafficking με ανθρώπους, με όπλα, με ναρκωτικά και με αρχαία.
Η χούντα ως θέμα γιατί σας απασχόλησε στο βιβλίο;
Έχω συναντήσει αρκετούς που λένε ότι ήταν καλά τα πράγματα τότε. Με ασφάλεια, με λεφτά.
Μόνο που δεν είχαμε εφημερίδες, δεν υπήρχε ελευθερία και ήταν γεμάτες οι φυλακές.
Όταν ακούω τέτοιες κουβέντες δεν ανοίγω πολλές συζητήσεις, αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται έτσι. Φυσικά η κάθε κατάσταση έχει δύο πλευρές. Στο μυαλό μου είναι η λογοκρισία, η φυλακή, η εξορία και όλα αυτά.
Ο θάνατος είναι εύκολα διαπραγματεύσιμος στη λογοτεχνία;
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θάνατο. Είναι παντού. Δεν μπορώ να τον κρύψω. Χάνουμε αγαπημένους και αυτό θα γίνεται πάντα, γιατί αν σκεφτόμαστε ότι αυτό δε θα γίνει είναι κάτι επικίνδυνο. Όμως στην Ελλάδα υπάρχει άλλη νοοτροπία. Μου αρέσει το στυλ του τι γίνεται μετά το θάνατο. Ότι αν έχεις γιαγιά και πεθάνει παίρνεις το όνομα της. (Κοιτώντας προς τον φωτογράφο). Εσύ έχεις το όνομα…
...του παππού μου.
Τέλεια. (Κοιτώντας προς εμένα). Εσύ;
Εγώ ήμουν το τρίτο παιδί και έτσι πήρα όνομα εκτός οικογένειας.
Α, κρίμα. Αλλά εσύ το πήρες (κοιτώντας προς το φωτογράφο). Αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Πριν λίγους μήνες στην Κρήτη χάσαμε δύο ηλικιωμένους, με τους οποίους ήμασταν οικογενειακοί φίλοι. Όταν πέθαναν ήταν για μένα τόσο γλυκά στην κηδεία που ο μικρός και η μικρή που φυσικά ζούσαν θα έχουν πάντα το όνομα. Αυτό είναι φοβερό, είναι μια αθανασία. Στην Αγγλία δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Είναι ωραίο που κουβαλάς το όνομα του παππού. Όπως είναι τα μνημόσυνα. Που μετράς μια ημέρα, τρεις ημέρες και μετά ένα και δύο και τρία χρόνια που έχει φύγει κάποιος. Είναι σα να αγαπάς το μετά θάνατον.
Πάμε σε μερικά θέματα επικαιρότητας: Η δημοσιογραφία σήμερα: πόσο εύκολη είναι σε παγκόσμιο επίπεδο; Και πόσο ανεξάρτητη;
Εγώ γενικά δεν γράφω για τα πολιτικά πράγματα. Κάθε εφημερίδα έχει έναν ιδιοκτήτη που έχει τη δική του ατζέντα και αυτό δημιουργεί δυσκολίες στον δημοσιογράφο. Αλλά στην Αγγλία διαλέγεις μια εφημερίδα, όπως η «Daily Telegraph», γιατί θέλεις να διαβάσεις δεξιές απόψεις. Και αγαπάς το τι διαβάζεις γιατί δεν είναι κρυφό. Αν είσαι δεξιός διαβάζεις μια δεξιά εφημερίδα, γιατί ξέρεις τι γίνεται.
Ο δημοσιογράφος μπορεί να είναι ανεξάρτητος;
Γενικά δεν μπορείς να δουλέψεις για μια δεξιά έχοντας αριστερές απόψεις. Και αυτό είναι δύσκολο για τους δημοσιογράφους, γιατί πρέπει να κερδίσουν χρήματα για να ζήσουν.
The post truth society είναι μια φράση κλειδί που χρησιμοποιείτε. Τι σημαίνει;
Πάντα λέμε στην Αγγλία πως όλα που είναι λίγο κακά ξεκινούν στην Αμερική και στη συνέχεια ταξιδεύουν ανατολικά. Ηδη έχουμε πολιτικούς, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, που μπορεί να σου πει κατάματα κάτι που είναι ψέμα. Παλιά οι πολιτικοί μας ήταν πιο καθαροί, τώρα δεν είναι πια πιστευτοί.
Πριν λίγο καιρό είχαμε και το επεισόδιο με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πως το είδατε;
Ήταν απίστευτη δράση, χωρίς σεβασμό, χωρίς ανάγκη, χωρίς δικαιολογία. Ήταν λάθος και μια πολύ παιδική αντίδραση. Νομίζω ότι ο Σούνακ δεν κατάλαβε. Είχε την εντύπωση για κάποιον λόγο ότι ο Μητσοτάκης δε θα μιλήσει για τα γλυπτά. Πως μπορεί να έρθει εδώ για κουβέντα, για πολλά πράγματα που αφορούν στην παγκόσμια αγορά και να μη μιλήσει για τα γλυπτά; Ήταν χάλια και πολύ απογοητευτικό. Ντρεπόμουν για την Αγγλία.
Με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, με αφορμή την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας
Σεπτέμβριος του 2020, με την πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου
Ο Μητσοτάκης έχει καλή εικόνα στο εξωτερικό;
Ναι, ναι. Εδώ έχουμε μια εκπομπή κάθε εβδομάδα που έχει πολύ μεγάλη ακροαματικότητα και είναι η εκπομπή κάθε Κυριακή με τη Λόρα Κένισμπεργκ. Πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή με ανοικτή κουβέντα. Ο Μητσοτάκης έκανε καλή εντύπωση. Μπορεί να ταξιδεύει και να κινείται στο ίδιο επίπεδο με όλους τους πρωθυπουργούς της Ευρώπης. Έρχεται από μια μικρή χώρα και μπορεί να συνομιλεί στο ίδιο επίπεδο με μεγάλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία. Ο Σούνακ;..…
Τα γλυπτά του Παρθενώνα: Γιατί είστε υπέρ;
Είμαι πολύ υπέρ (γελάει) Πάρα πολύ υπέρ.
Είστε αισιόδοξη ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν στην Ελλάδα;
Ναι, θα γίνει. Για πάρα πολλούς λόγους. Γιατί η κοινωνία τώρα, οι κανονικοί άνθρωποι στους δρόμους που ψηφίζουν για την κυβέρνηση και δίνουν και χρήματα, γιατί μην ξεχνάτε ότι πληρώνουν για το Βρετανικό Μουσείο που δεν είναι ιδιωτικό μουσείο, αλλάζουν άποψη. Και κάθε χρόνο στις δημοσκοπήσεις που γίνονται ανεβαίνει το ποσοστό του κόσμου που είναι υπέρ της επιστροφής των γλυπτών. Υπάρχει ένα κύμα και με άλλα μουσεία που αναγνωρίζουν, αν κλάπηκαν πράγματα με βία και εναντίον της βούλησης της χώρας τα χρόνια της βρετανικής αυτοκρατορίας Τώρα αναγνωρίζουμε ότι έχουμε κάνει λάθη στο παρελθόν. Αυτό αποτελεί σήμερα μια κανονική συμπεριφορά, να πούμε δηλαδή, ότι κάναμε λάθη, ασχέτως πόσο πίσω έχει γίνει αυτό. Αν ήτνα χτες, πριν από 10 χρόνια ή πριν από 1.000 χρόνια.
Συμμετέχοντας στην καμπάνια για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα
Με εργατική κυβέρνηση μπορεί να συμβεί η επιστροφή;
Ναι, γιατί ιστορικά πάντα μια συντηρητική κυβέρνηση θέλει τα πράγματα να μείνουν όπως είναι και να μην αλλάξουν. Το Βρετανικό Μουσείο είναι επίσης συντηρητικό ίδρυμα. Ο διευθυντής του αλλάζει αυτές τις ημέρες και αυτό ίσως παίξει ρόλο. Ισως αυτό είναι μια ευκαιρία για αλλαγή.
Θέλει υπομονή και επιμονή.
Και πίεση συνέχεια.
Τι σας αρέσει στην Ελλάδα;
(Γελάει και δείχνει προς τα έξω). Αυτό. Το φως, ο ήλιος, ο ουρανός, οι άνθρωποι που είναι πολύ ευγενικοί. Τώρα έχω καινούργιες φίλες εκεί. Η Θεσσαλονίκη επίσης μού αρέσει παρά πολύ.
Τι σας αρέσει στην πόλη;
Δεν έχει άλλες τόσο σημαντικές πόλεις που είναι πάνω στη θάλασσα. Πως θα ήταν η Αθήνα αν η θάλασσα ήταν εδώ (γελάει);
Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης;
Νομίζω ότι στην Αθήνα η καθημερινή ζωή είναι πιο δύσκολη, γιατί πρέπει να ταξιδεύεις κόντρα στην κίνηση και να τρέχεις. Εδώ ξέρω ότι εδώ λίγο πιο πάνω οι πεζόδρομοι δεν είναι κακοί, αλλά στην Αθήνα έχω σπάσει πριν από πέντε χρόνια το πόδι μου εξαιτίας μιας τρύπας στο πεζοδρόμιο (γελάει). Ξαφνικά, αχ και για 6 μήνες πονούσα.
Τι δε σας αρέσει στην Ελλάδα;
Οου, δεν καπνίζετε εδώ. Αλλά το κάπνισμα ακόμη είναι πρόβλημα για μένα. Αγαπάω το ότι οι Έλληνες δεν τηρούν τους κανόνες. Δεν με πειράζει αυτό, είναι ο χαρακτήρας των Ελλήνων να είναι πιο επαναστάτες (γελάει). Αν τώρα όμως όλοι γύρω μου καπνίζουν με ενοχλεί. Αλλά αγαπάω τους φίλους μου και δεν μπορώ να τους πω εύκολα μην καπνίζεις. Αλλά είναι κρίμα (γελάει).
Πάμε στον ιδιώτη Βικτόρια Χίσλοπ: Παντρεμένη από τον Απρίλιο του 1988 με τον Ίαν Χίσλοπ.
Ναι, σωστά.
Δύο παιδιά: τον Γουίλιαμ και….
…την Έμιλι.
Τι κάνουν σήμερα;
Η Έμιλι εδώ και πέντε χρόνια είναι δημοσιογράφος και μένει στην Κολομβία.
Μπράβο. Δύσκολη χώρα για να εργάζεται κανείς ως δημοσιογράφος…
Ναι. Δεν έχω καθόλου φόβο, γιατί είναι ανεξάρτητο κορίτσι. Δε γράφει για τα πολιτικά και μένει στο Μεντεγίν που είναι η περιοχή του Εσκομπάρ, αλλά ταξιδεύει και γράφει για τον πολιτισμό της Κολομβίας. Αν συμβεί κάτι εκεί βγαίνει στο BBC και στο «Times radio» και ξαφνικά ακούω τη φωνή της στο ραδιόφωνο. Πραγματικά δεν ξέρω από που ήρθε η Έμιλι (χαμογελάει).
Και ο Γουίλιαμ;
Είναι κωμικός και γράφει σενάρια και ταυτόχρονα είναι και ηθοποιός. Όλοι στην οικογένεια γράφουμε. Κατά κάποιον τρόπο γράφουμε όλοι κάτι. Είτε κωμωδία είτε δημοσιογραφία είτε βιβλίο.
Διάβασα ότι στην Κρήτη θα θέλατε να σας λένε Χισλοπάκη…
Ναι, αυτό το όνομα και χρησιμοποιείται κιόλας.
Αισθάνεστε πιο άνετα ως Βρετανίδα στην Ελλάδα ή ως Ελληνίδα στη Βρετανία;
Νοιώθω πιο πολύ Ελληνίδα τώρα.
Πόσα χρόνια μιλάτε ελληνικά;
Άρχισα πριν από 15 χρόνια με ένα δάσκαλο στο Λονδίνο, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Λέγεται Θωμάς. Ήταν πολύ μα πολύ δύσκολα. Ευτυχώς ο Θωμάς ήταν πάρα πολύ ευγενικός, γιατί στην αρχή έκλαψα τόσες πολλές φορές στα μαθήματα. Γιατί δεν μπορούσα να προχωρήσω μερικά επίπεδα με τη γλώσσα. Ήμουν θυμωμένη συνέχεια. Με τη γλώσσα, με τα ουδέτερα, με τα αρσενικά. Σιγά σιγά βελτιώθηκα.
Χορεύοντας στην Αθήνα για το σόου «Dancing with the stars»
Μουσική: Διάβασα κάπου ότι ακούτε Νταλάρα.
Ναι, η μουσική του είναι για μένα ιστορική για την Ελλάδα.
Κάποιο τραγούδι του;
Αγαπάω πάρα πολύ αυτό που έχει γράψει για τη γυναίκα του.
Από ξένη μουσική;
Όλα. Τα Χριστούγεννα πέρασα στο Νάσφιλντ και στο Μέμφις και στη Νέα Ορλεάνη. Αγαπάω πολύ την αμερικάνικη μουσική. Μπλουζ. Εξαρτάται βέβαια και τι κάνω. Όταν τρέχω ακούω techno, την αγαπάω αυτή τη μουσική. Δεν μπορώ όταν τρέχω να ακούω Νταλάρα. Δε μπορώ στο γυμναστήριο να ακούω Τσιτσάνη (γελάει).
Κάνετε γυμναστική;
Ναι, πιλάτες και boxing.
Τι να περιμένουμε από τον Βικτόρια Χίσλοπ στο μέλλον;
Ναι, θα έχουμε ένα άλλο βιβλίο. Δεν ξέρω ακόμη τι θα είναι.
Πρέπει να πάτε σε κάποιο ελληνικό νησί για να πάρετε έμπνευση.
Ναι, ίσως στην Κρήτη. Ίσως αυτές τις μέρες θα ξέρω.
Θα πάτε στην Κρήτη;
Ναι, οπότε μπορώ να μου έρθει έμπνευση.
Κάποιον που θα θέλατε να γνωρίσετε, αλλά δεν τα καταφέρατε;
Τη Μελίνα Μερκούρη ή τον Σαίξπηρ. Νομίζω όμως ότι με τον Σαίξπηρ δε θα έχω εύκολη κουβέντα μαζί του.
Γιατί;
Γιατί δε θα έχω λόγια με τον Σαίξπηρ. Αλλά ξέρω ότι αν είμαστε μαζί με τη Μελίνα σίγουρα θα καπνίσει (γελάει), αλλά δε θα τής πω τίποτα. Μπορεί η Μελίνα να καπνίζει συνέχεια (γελάει).
Τελειώνουμε με το μαγικό ραβδί: Αν σάς το έδινα τι θα αλλάζατε στην Ελλάδα που τόσο πολύ αγαπάτε;
Στην Ελλάδα βρίσκω ότι πολλοί άνθρωποι είναι πολύ αρνητικοί για τη χώρα τους. Ξέρω ότι η ζωή είναι δύσκολη, αλλά την ίδια στιγμή θέλω να δουν και να αγαπούν το τοπίο και τη χώρα τους λίγο πιο πολύ. Γιατί είναι ακόμη, με όλες τις δυσκολίες, η πιο όμορφη χώρα του κόσμου.
17/02/2024 08:00
Ως Βρετανίδα η Βικτόρια Χίσλοπ πίνει τσάι. Του βουνού, με μέλι, που αγοράζει κάθε φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα. Η σημερινή μας καλεσμένη δεν αποφεύγει τον καφέ. «Είναι η βενζίνη μου για όλη την ημέρα» είναι η πρώτη της απάντηση στον πρωινό καφέ που ήπιαμε μαζί κατά την τελευταία της επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της βραδιάς που διοργάνωσε το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με αφορμή το νέο της βιβλίο με τίτλο «Το Ειδώλιο». Σε αυτήν ξετυλίξαμε το κουβάρι της ζωής της. Μιλώντας για το Μπρόμλεϊ του Κεντ, όπου μεγάλωσε σε ένα παραδοσιακό βρετανικό σπίτι, με πρωταγωνιστές τις γυναίκες και για την πρώτη επίσκεψη στη Σπιναλόγκα και φτάνοντας μέχρι τη σημερινή Ελλάδα. Φυσικά τίποτε δεν είναι τυχαίο. Σε ένα σπίτι όπου η γιαγιά διεύθυνε ένα βιβλιοπωλείο και η οικογένεια ήταν συνδρομητής σε δύο καθημερινές εφημερίδα ήταν λογικό η Βικτόρια Χίσλοπ να κατευθυνθεί προς τη δημοσιογραφία και τελικά να γίνει συγγραφέας. Πάντως το αρχικό της όνειρο ήταν το τένις! Με τη γνωστή συγγραφέα, που έχει λάβει τιμητικά από τις 17 Ιουλίου του 2020 την ελληνική ιθαγένεια, η κουβέντα έγινε στα ελληνικά, που πλέον τα χειρίζεται πολύ καλά, με πολύ λίγες αγγλικές λέξεις να μπαίνουν εμβόλιμα. Εξάλλου, όπως και η ίδια λέει, «νοιώθει τώρα πια πιο πολύ Ελληνίδα».
Πίνετε πρωινό καφέ;
Βεβαίως. Είναι όπως η βενζίνη, για όλη την ημέρα. Δύο καφέδες το πρωί και μετά αλλάζω σε τσάι του βουνού με μέλι, που είναι τόσο νόστιμο. Όταν, λοιπόν επιστρέφω από την Κρήτη στη Βρετανία έχω στην τσάντα μου πακέτα από τσάι, γιατί εκεί δεν μπορεί κανείς να το αγοράσει (χαμογελάει).
Τι είδους πίνετε; Τι προτιμάτε;
Διπλό εσπρέσο, κάτι πολύ δυνατό. Μου δίνει ενέργεια. Είμαι awake και μετά δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Σκέτο ή με ζάχαρη;
Όχι, σκέτο, πολύ σκέτο (γελάει).
Πάμε αρκετά χρόνια πίσω: Γεννηθήκατε το 1959 ως Βικτόρια Χάμσον στο Μπρόμλεϊ του Κεντ, μεγαλώσατε όμως στο Τόνμπριτζ.
Σωστά.
Σε ηλικία 3 ετών (καθιστή), σε μια παραλία της νότιας Βρετανίας
Πως θα χαρακτηρίζατε το περιβάλλον;
Ήταν μια μικρή πόλη, παρά πολύ παραδοσιακή.
Με πόσο πληθυσμό;
Γύρω στις 10.000. Πήγα εκεί δημοτικό σε ένα σχολείο, όπου φοιτούσαν παιδιά από πλούσιες οικογένειες, αλλά και φτωχά παιδιά. Ένα ανάμεικτο σχολείο.
Ως μαθήτρια του δημοτικού σε ηλικία 10 ετών
Στην πόλη Devon της νοτιοδυτικής Βρετανίας, σε ηλικία 13 ετών
Γυμνάσιο;
Λύκειο, γιατί έτσι είναι η εκπαίδευση στην Αγγλία. Εκεί πήγαιναν παιδιά που είχαν άλαγα, δηλαδή από πολύ πλούσιες οικογένειες, με τους πατεράδες τους να είναι συχνά γιατροί. Το δεύτερο σχολείο ήταν μόνο για κορίτσια από πολύτεκνες οικογένειες, που ζούσαν σε μικρά σπίτια.
Οι γονείς σας τι έκαναν; Με τι ασχολούνταν;
Ο πατέρας μου δεν ήταν πολύ στο σπίτι, κάτι που δεν κατάλαβα γιατί συνέβαινε για πολλά χρόνια. Ήταν δημοσιογράφος.
Στο πατρικό της στο Κεντ (διακρίνεται αριστερά), με τη μητέρα, τη γιαγιά και την αδελφή της
Στο Παρίσι με την αδελφή της. Η Χίσλοπ σε ηλικά 17 ετών, διακρίνεται δεξιά στη φωτογραφία
Και η μαμά;
Η μαμά ήταν εκεί συνέχεια. Ήμασταν πολύ δεμένοι. Και η γιαγιά μας έμενε μαζί μας, η μητέρα της μητέρας μου.
Μεγαλώσατε, δηλαδή με τη γιαγιά και τη μαμά;
Ναι. Και μια αδελφή και δύο γάτες, που ήταν θηλυκές. Όλοι ήταν γυναίκες στο σπίτι (χαμογελάει).
Γυνακοκρατεία, δηλαδή…
Ναι.
Το σπίτι πως ήταν;
Με αυλή. Και η μητέρα μου και ο πατέρας μου αγαπούσαν τον κήπο και είχαμε πάντοτε λουλούδια και λαχανικά και δένδρα με φρούτα.
Η πρώτη εικόνα που σας έρχεται στο μυαλό από εκείνη την περιοχή και εκείνα τα χρόνια ποια είναι; Παιχνίδι;
Όχι, πολύ παιχνίδι, αλλά ότι διαβάζαμε. Στο σπίτι είχαμε πάντα βιβλία.
Η μαμά έπαιξε ρόλο σε αυτό;
Όχι, δεν έχω εικόνα με τη μητέρα μου να διαβάζει, αλλά η γιαγιά διάβαζε πολύ, γιατί είχε ένα πολύ ωραίο βιβλιοπωλείο στην πόλη και όλοι πήγαιναν τότε στα βιβλιοπωλεία για να δανειστούν βιβλία. Η γιαγιά διάβασε κυρίως ρομαντικά βιβλία, θα έλεγα εύκολα βιβλία, με ρομαντικές ιστορίες.
Άρα, υπήρχε το έδαφος για να γίνετε συγγραφέας από μικρή;
Όχι, καθόλου. Στην αρχή ήθελα να παίξω επαγγελματικά τένις. Αυτό ήταν το όνειρό μου.
Η αγαπημένη σας τενίστρια της εποχής ποια ήταν;
Ήταν μια πιτσιρίκα 12 χρονών από την Αμερική που ονομάζονταν Τρέισι Όστιν. Μια πολύ κοντή τενίστρια. Τότε εγώ έπαιζα πολύ τένις στο σχολείο και το αγαπούσα τρελά και όταν την είδα πίστευα ότι αυτό θέλω να γίνω και εγώ στη ζωή μου όταν θα μεγαλώσω. Γιατί θα μπορούσε έτσι να ταξιδεύω πολύ. Είχε και πολύ σκούρο δέρμα. Αυτό ήταν το όνειρό μου, το τένις.
Αλλά δεν πραγματοποιήθηκε.
Όχι, μετά ήθελα να γίνω δικηγόρος και μετά δημοσιογράφος. Αλλά όχι συγγραφέας.
Βάλτε λίγο τσάι να πιείτε…
Είναι ωραίο το τσάι (γελάει).
Ήσασταν πολιτικοποιημένη;
Ναι, θα έλεγα γενικά, ναι. Από μικρή διάβαζα εφημερίδες. Τότε στην Αγγλία ερχόντουσαν οι εφημερίδες στο σπίτι, αν ήσουν συνδρομητής.
Ποια εφημερίδα διαβάζατε;
Είχαμε δύο. Η γιαγιά μου ήταν πολύ παραδοσιακή και διάβαζε κάθε ημέρα την «Daily Express», που ήταν αρκετά συντηρητική και οι γονείς μου τους «Times», που είναι μια πιο φιλελεύθερη εφημερίδα.
Στο σπίτι κουβέντα για την Ελλάδα γινόταν;
Καθόλου. Πρώτη φορά που θυμάμαι ήταν που διάβασα για τα γεγονότα της Κύπρου και την ειβολή του 1974. Γιατί η Αγγελία είχε πολύ κοντινές σχέσεις με την Κύπρο. Το θυμάμαι αυτό. Ήταν συνεχώς η εικόνα του Μακάριου στις τηλεοράσεις και στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων.
Η πρώτη επίσκεψη στην Ελλάδα ήρθε…
…το 1977.
Και πήγατε στην Αθήνα και την Πάρο;
Σωστά.
Πως σάς φάνηκε;
Τρελάθηκα. Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που βγήκαμε από το αεροπλάνο. Ήταν περίεργο γιατί διαβάζαμε τις ταξιδιωτικές μπροσούρες - δεν υπήρχε το ίντερνετ για να ενημερωνόμαστε για τις διακοπές. Και για την Ελλάδα η πρόταση ήταν ένα ταξίδι στην Αθήνα και την Πάρο. Αλλά όταν κατεβήκαμε από το αεροπλάνο στην Αθήνα το ξενοδοχείο μας απείχε μόλις 50 μέτρα και ήταν στη Γλυφάδα. Όταν βγήκαμε από το αεροπλάνο το ξενοδοχείο ήταν εκεί. Στη συνέχεια σχεδόν κάθε μέρα είτε νωρίς το πρωί είτε το απόγευμα ακούγαμε τα αεροπλάνα που ήταν πολύ πολύ κοντά. Θυμάμαι τη φασαρία που είχε.
Μετά η Πάρος όμως;
Πήγαμε με το πλοίο. Ουάου. Ο ήλιος καταπληκτικός. Όμως και στην Αθήνα κάθε μέρα πηγαίναμε από τη Γλυφάδα με το λεωφορείο στο κέντρο για να δούμε τα μουσεία και την Ακρόπολη.
Πολύ διαφορετικές εικόνες…
Ναι, αλλά αγαπούσα και την Αθήνα και την Πάρο. Ακόμη έχω μπροστά μου τις εικόνες από τότε.
Στην Πάρο τι σας εντυπωσίασε;
Η θάλασσα. Δεν είχε καμία σχέση με τη θάλασσα της Αγγλίας. Φανταστική. Και το φως της Ελλάδας. Αυτό που υπάρχει μεταξύ του ουρανού και της θάλασσας είναι το κάτι άλλο (χαμογελάει).
Πότε πήγατε για πρώτη φορά στη Σπιναλόγκα;
Το 2001. Ύστερα από πολλά χρόνια. Ήμασταν με τα παιδιά και ενώ δεν είχα γράψει κανένα βιβλίο.
Σας συντάραξε;
Ναι, μου έκανε μεγάλη εντύπωση και από τότε πίστευα ότι έπρεπε να γράψω κάτι θετικό για τη Σπιναλόγκα, γιατί μου δημιούργησε πολύ έντονα συναισθήματα. Είχα και την άποψη ότι ήταν ένα πολύ δύσκολο μέρος για να ζήσει κανείς, αλλά την ίδια στιγμή πίστευα ότι ήταν κανονικοί οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί.
Ξέρατε τι σημαίνει λεπρός;
Τότε όχι. Είχα ταξιδέψει αρκετές φορές στην Ινδία και είχα δει τους λεπρούς, γιατί είχε τέτοιους ανθρώπους στους σταθμούς του τρένου. Για μένα αυτό ήταν extreme, αλλά στην Σπιναλόγκα είχα την εντύπωση ότι αυτοί οι άνθρωποι πριν χάσουν τα πόδια, τα χέρια και τη μύτη υπήρχε μια περίοδος που ζούσαν για χρόνια αρκετά κανονικά.
Περιμένατε ότι το βιβλίο θα είχε μια τέτοια ανταπόκριση από τον κόσμο;
Καθόλου, γιατί ήταν ένα δύσκολο θέμα, καθόλου εμπορικό και στην Αγγλία δεν ήταν εύκολο να βρω στην αρχή εκδότη για το βιβλίο. Έδινα τη σύνοψη και μαζί δύο κεφάλαια από το βιβλίο και όλοι έλεγαν: «Χμ, δεν είμαστε σίγουροι». Πολλοί εκδότες δεν ήθελαν.
Πως εξηγείτε την επιτυχία του;
Νομίζω ότι κάθε αναγνώστης έρχεται με διαφορετικές ιδέες για το τι θα διαβάσει και βλέπει στο βιβλίο τον εαυτό του και τις δικές του δυσκολίες. Διαβάζει για το κουράγιο, την ελπίδα, την αισιοδοξία των ανθρώπων, που στο βιβλίο μου είναι όλοι φανταστικοί χαρακτήρες. Και στο τέλος έχει ένα happy ending, ένα χαρούμενο τέλος. Το βιβλίο είχε λύση που φαινόταν σα να ήρθε από το πουθενά, καθώς για χιλιάδες χρόνια δεν υπήρχε ελπίδα γι’ αυτούς τους ανθρώπους και ήταν μακριά από τις οικογένειές τους. Και ξαφνικά ήρθε η θεραπεία και το ωραίο τέλος.
Ακολούθησαν άλλα 8 βιβλία, με τελευταίο «Το Ειδώλιο», που έχει θέμα την αρχαιοκαπηλία. Πάλι όλα ξεκίνησαν από μια επίσκεψή σας στην Ελλάδα. Στην Κέρο αυτή τη φορά.
Ναι, για μένα τα νησιά μού δίνουν έμπνευση (γελάει). Θα μπορούσα κάθε μέρα να πηγαίνω σε κάποιο καινούργιο.
Η αρχαιοκαπηλία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο νέο σας βιβλίο, ενώ διαπραγματεύεστε και το θέμα της χούντας στην Ελλάδα.
Για την αρχαιοκαπηλία δεν είχα κάτι στο μυαλό μου εκτός από την πιο διάσημη κλοπή του Ελγίν, που ήταν ηλίου φαεινότερο και δεν καταλάβαινα πως για τόσο χρόνια έχουν κλαπεί τα αντικείμενα και έχουν εξαφανιστεί σε άλλες χώρες. Στην Αμερική και σε άλλες χώρες. Πιο πολύ τώρα συμβαίνει αυτό στην Ιταλία που για χρόνια αγοράζουν πράγματα από τους αρχαιοκάπηλους και σιγά σιγά με παράνομους τρόπους τα ρίχνουν πολύ ανοικτά στην αγορά. Το βιβλίο είναι κατά κάποιο τρόπο ένα κλασικό αστυνομικό βιβλίο, γιατί έχει κλοπή, πρέπει να βρεις τη λύση και είναι η πρώτη φορά που έχει πρωταγωνιστές και αστυνόμους. Είναι ένα μεγάλο έγκλημα, γιατί «καθαρίζουν» χρήματα με τα αρχαία και είναι οι ίδιοι που κάνουν το trafficking με ανθρώπους, με όπλα, με ναρκωτικά και με αρχαία.
Η χούντα ως θέμα γιατί σας απασχόλησε στο βιβλίο;
Έχω συναντήσει αρκετούς που λένε ότι ήταν καλά τα πράγματα τότε. Με ασφάλεια, με λεφτά.
Μόνο που δεν είχαμε εφημερίδες, δεν υπήρχε ελευθερία και ήταν γεμάτες οι φυλακές.
Όταν ακούω τέτοιες κουβέντες δεν ανοίγω πολλές συζητήσεις, αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται έτσι. Φυσικά η κάθε κατάσταση έχει δύο πλευρές. Στο μυαλό μου είναι η λογοκρισία, η φυλακή, η εξορία και όλα αυτά.
Ο θάνατος είναι εύκολα διαπραγματεύσιμος στη λογοτεχνία;
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θάνατο. Είναι παντού. Δεν μπορώ να τον κρύψω. Χάνουμε αγαπημένους και αυτό θα γίνεται πάντα, γιατί αν σκεφτόμαστε ότι αυτό δε θα γίνει είναι κάτι επικίνδυνο. Όμως στην Ελλάδα υπάρχει άλλη νοοτροπία. Μου αρέσει το στυλ του τι γίνεται μετά το θάνατο. Ότι αν έχεις γιαγιά και πεθάνει παίρνεις το όνομα της. (Κοιτώντας προς τον φωτογράφο). Εσύ έχεις το όνομα…
...του παππού μου.
Τέλεια. (Κοιτώντας προς εμένα). Εσύ;
Εγώ ήμουν το τρίτο παιδί και έτσι πήρα όνομα εκτός οικογένειας.
Α, κρίμα. Αλλά εσύ το πήρες (κοιτώντας προς το φωτογράφο). Αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Πριν λίγους μήνες στην Κρήτη χάσαμε δύο ηλικιωμένους, με τους οποίους ήμασταν οικογενειακοί φίλοι. Όταν πέθαναν ήταν για μένα τόσο γλυκά στην κηδεία που ο μικρός και η μικρή που φυσικά ζούσαν θα έχουν πάντα το όνομα. Αυτό είναι φοβερό, είναι μια αθανασία. Στην Αγγλία δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Είναι ωραίο που κουβαλάς το όνομα του παππού. Όπως είναι τα μνημόσυνα. Που μετράς μια ημέρα, τρεις ημέρες και μετά ένα και δύο και τρία χρόνια που έχει φύγει κάποιος. Είναι σα να αγαπάς το μετά θάνατον.
Πάμε σε μερικά θέματα επικαιρότητας: Η δημοσιογραφία σήμερα: πόσο εύκολη είναι σε παγκόσμιο επίπεδο; Και πόσο ανεξάρτητη;
Εγώ γενικά δεν γράφω για τα πολιτικά πράγματα. Κάθε εφημερίδα έχει έναν ιδιοκτήτη που έχει τη δική του ατζέντα και αυτό δημιουργεί δυσκολίες στον δημοσιογράφο. Αλλά στην Αγγλία διαλέγεις μια εφημερίδα, όπως η «Daily Telegraph», γιατί θέλεις να διαβάσεις δεξιές απόψεις. Και αγαπάς το τι διαβάζεις γιατί δεν είναι κρυφό. Αν είσαι δεξιός διαβάζεις μια δεξιά εφημερίδα, γιατί ξέρεις τι γίνεται.
Ο δημοσιογράφος μπορεί να είναι ανεξάρτητος;
Γενικά δεν μπορείς να δουλέψεις για μια δεξιά έχοντας αριστερές απόψεις. Και αυτό είναι δύσκολο για τους δημοσιογράφους, γιατί πρέπει να κερδίσουν χρήματα για να ζήσουν.
The post truth society είναι μια φράση κλειδί που χρησιμοποιείτε. Τι σημαίνει;
Πάντα λέμε στην Αγγλία πως όλα που είναι λίγο κακά ξεκινούν στην Αμερική και στη συνέχεια ταξιδεύουν ανατολικά. Ηδη έχουμε πολιτικούς, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, που μπορεί να σου πει κατάματα κάτι που είναι ψέμα. Παλιά οι πολιτικοί μας ήταν πιο καθαροί, τώρα δεν είναι πια πιστευτοί.
Πριν λίγο καιρό είχαμε και το επεισόδιο με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πως το είδατε;
Ήταν απίστευτη δράση, χωρίς σεβασμό, χωρίς ανάγκη, χωρίς δικαιολογία. Ήταν λάθος και μια πολύ παιδική αντίδραση. Νομίζω ότι ο Σούνακ δεν κατάλαβε. Είχε την εντύπωση για κάποιον λόγο ότι ο Μητσοτάκης δε θα μιλήσει για τα γλυπτά. Πως μπορεί να έρθει εδώ για κουβέντα, για πολλά πράγματα που αφορούν στην παγκόσμια αγορά και να μη μιλήσει για τα γλυπτά; Ήταν χάλια και πολύ απογοητευτικό. Ντρεπόμουν για την Αγγλία.
Με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, με αφορμή την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας
Σεπτέμβριος του 2020, με την πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου
Ο Μητσοτάκης έχει καλή εικόνα στο εξωτερικό;
Ναι, ναι. Εδώ έχουμε μια εκπομπή κάθε εβδομάδα που έχει πολύ μεγάλη ακροαματικότητα και είναι η εκπομπή κάθε Κυριακή με τη Λόρα Κένισμπεργκ. Πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή με ανοικτή κουβέντα. Ο Μητσοτάκης έκανε καλή εντύπωση. Μπορεί να ταξιδεύει και να κινείται στο ίδιο επίπεδο με όλους τους πρωθυπουργούς της Ευρώπης. Έρχεται από μια μικρή χώρα και μπορεί να συνομιλεί στο ίδιο επίπεδο με μεγάλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία. Ο Σούνακ;..…
Τα γλυπτά του Παρθενώνα: Γιατί είστε υπέρ;
Είμαι πολύ υπέρ (γελάει) Πάρα πολύ υπέρ.
Είστε αισιόδοξη ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν στην Ελλάδα;
Ναι, θα γίνει. Για πάρα πολλούς λόγους. Γιατί η κοινωνία τώρα, οι κανονικοί άνθρωποι στους δρόμους που ψηφίζουν για την κυβέρνηση και δίνουν και χρήματα, γιατί μην ξεχνάτε ότι πληρώνουν για το Βρετανικό Μουσείο που δεν είναι ιδιωτικό μουσείο, αλλάζουν άποψη. Και κάθε χρόνο στις δημοσκοπήσεις που γίνονται ανεβαίνει το ποσοστό του κόσμου που είναι υπέρ της επιστροφής των γλυπτών. Υπάρχει ένα κύμα και με άλλα μουσεία που αναγνωρίζουν, αν κλάπηκαν πράγματα με βία και εναντίον της βούλησης της χώρας τα χρόνια της βρετανικής αυτοκρατορίας Τώρα αναγνωρίζουμε ότι έχουμε κάνει λάθη στο παρελθόν. Αυτό αποτελεί σήμερα μια κανονική συμπεριφορά, να πούμε δηλαδή, ότι κάναμε λάθη, ασχέτως πόσο πίσω έχει γίνει αυτό. Αν ήτνα χτες, πριν από 10 χρόνια ή πριν από 1.000 χρόνια.
Συμμετέχοντας στην καμπάνια για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα
Με εργατική κυβέρνηση μπορεί να συμβεί η επιστροφή;
Ναι, γιατί ιστορικά πάντα μια συντηρητική κυβέρνηση θέλει τα πράγματα να μείνουν όπως είναι και να μην αλλάξουν. Το Βρετανικό Μουσείο είναι επίσης συντηρητικό ίδρυμα. Ο διευθυντής του αλλάζει αυτές τις ημέρες και αυτό ίσως παίξει ρόλο. Ισως αυτό είναι μια ευκαιρία για αλλαγή.
Θέλει υπομονή και επιμονή.
Και πίεση συνέχεια.
Τι σας αρέσει στην Ελλάδα;
(Γελάει και δείχνει προς τα έξω). Αυτό. Το φως, ο ήλιος, ο ουρανός, οι άνθρωποι που είναι πολύ ευγενικοί. Τώρα έχω καινούργιες φίλες εκεί. Η Θεσσαλονίκη επίσης μού αρέσει παρά πολύ.
Τι σας αρέσει στην πόλη;
Δεν έχει άλλες τόσο σημαντικές πόλεις που είναι πάνω στη θάλασσα. Πως θα ήταν η Αθήνα αν η θάλασσα ήταν εδώ (γελάει);
Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης;
Νομίζω ότι στην Αθήνα η καθημερινή ζωή είναι πιο δύσκολη, γιατί πρέπει να ταξιδεύεις κόντρα στην κίνηση και να τρέχεις. Εδώ ξέρω ότι εδώ λίγο πιο πάνω οι πεζόδρομοι δεν είναι κακοί, αλλά στην Αθήνα έχω σπάσει πριν από πέντε χρόνια το πόδι μου εξαιτίας μιας τρύπας στο πεζοδρόμιο (γελάει). Ξαφνικά, αχ και για 6 μήνες πονούσα.
Τι δε σας αρέσει στην Ελλάδα;
Οου, δεν καπνίζετε εδώ. Αλλά το κάπνισμα ακόμη είναι πρόβλημα για μένα. Αγαπάω το ότι οι Έλληνες δεν τηρούν τους κανόνες. Δεν με πειράζει αυτό, είναι ο χαρακτήρας των Ελλήνων να είναι πιο επαναστάτες (γελάει). Αν τώρα όμως όλοι γύρω μου καπνίζουν με ενοχλεί. Αλλά αγαπάω τους φίλους μου και δεν μπορώ να τους πω εύκολα μην καπνίζεις. Αλλά είναι κρίμα (γελάει).
Πάμε στον ιδιώτη Βικτόρια Χίσλοπ: Παντρεμένη από τον Απρίλιο του 1988 με τον Ίαν Χίσλοπ.
Ναι, σωστά.
Δύο παιδιά: τον Γουίλιαμ και….
…την Έμιλι.
Τι κάνουν σήμερα;
Η Έμιλι εδώ και πέντε χρόνια είναι δημοσιογράφος και μένει στην Κολομβία.
Μπράβο. Δύσκολη χώρα για να εργάζεται κανείς ως δημοσιογράφος…
Ναι. Δεν έχω καθόλου φόβο, γιατί είναι ανεξάρτητο κορίτσι. Δε γράφει για τα πολιτικά και μένει στο Μεντεγίν που είναι η περιοχή του Εσκομπάρ, αλλά ταξιδεύει και γράφει για τον πολιτισμό της Κολομβίας. Αν συμβεί κάτι εκεί βγαίνει στο BBC και στο «Times radio» και ξαφνικά ακούω τη φωνή της στο ραδιόφωνο. Πραγματικά δεν ξέρω από που ήρθε η Έμιλι (χαμογελάει).
Και ο Γουίλιαμ;
Είναι κωμικός και γράφει σενάρια και ταυτόχρονα είναι και ηθοποιός. Όλοι στην οικογένεια γράφουμε. Κατά κάποιον τρόπο γράφουμε όλοι κάτι. Είτε κωμωδία είτε δημοσιογραφία είτε βιβλίο.
Διάβασα ότι στην Κρήτη θα θέλατε να σας λένε Χισλοπάκη…
Ναι, αυτό το όνομα και χρησιμοποιείται κιόλας.
Αισθάνεστε πιο άνετα ως Βρετανίδα στην Ελλάδα ή ως Ελληνίδα στη Βρετανία;
Νοιώθω πιο πολύ Ελληνίδα τώρα.
Πόσα χρόνια μιλάτε ελληνικά;
Άρχισα πριν από 15 χρόνια με ένα δάσκαλο στο Λονδίνο, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Λέγεται Θωμάς. Ήταν πολύ μα πολύ δύσκολα. Ευτυχώς ο Θωμάς ήταν πάρα πολύ ευγενικός, γιατί στην αρχή έκλαψα τόσες πολλές φορές στα μαθήματα. Γιατί δεν μπορούσα να προχωρήσω μερικά επίπεδα με τη γλώσσα. Ήμουν θυμωμένη συνέχεια. Με τη γλώσσα, με τα ουδέτερα, με τα αρσενικά. Σιγά σιγά βελτιώθηκα.
Χορεύοντας στην Αθήνα για το σόου «Dancing with the stars»
Μουσική: Διάβασα κάπου ότι ακούτε Νταλάρα.
Ναι, η μουσική του είναι για μένα ιστορική για την Ελλάδα.
Κάποιο τραγούδι του;
Αγαπάω πάρα πολύ αυτό που έχει γράψει για τη γυναίκα του.
Από ξένη μουσική;
Όλα. Τα Χριστούγεννα πέρασα στο Νάσφιλντ και στο Μέμφις και στη Νέα Ορλεάνη. Αγαπάω πολύ την αμερικάνικη μουσική. Μπλουζ. Εξαρτάται βέβαια και τι κάνω. Όταν τρέχω ακούω techno, την αγαπάω αυτή τη μουσική. Δεν μπορώ όταν τρέχω να ακούω Νταλάρα. Δε μπορώ στο γυμναστήριο να ακούω Τσιτσάνη (γελάει).
Κάνετε γυμναστική;
Ναι, πιλάτες και boxing.
Τι να περιμένουμε από τον Βικτόρια Χίσλοπ στο μέλλον;
Ναι, θα έχουμε ένα άλλο βιβλίο. Δεν ξέρω ακόμη τι θα είναι.
Πρέπει να πάτε σε κάποιο ελληνικό νησί για να πάρετε έμπνευση.
Ναι, ίσως στην Κρήτη. Ίσως αυτές τις μέρες θα ξέρω.
Θα πάτε στην Κρήτη;
Ναι, οπότε μπορώ να μου έρθει έμπνευση.
Κάποιον που θα θέλατε να γνωρίσετε, αλλά δεν τα καταφέρατε;
Τη Μελίνα Μερκούρη ή τον Σαίξπηρ. Νομίζω όμως ότι με τον Σαίξπηρ δε θα έχω εύκολη κουβέντα μαζί του.
Γιατί;
Γιατί δε θα έχω λόγια με τον Σαίξπηρ. Αλλά ξέρω ότι αν είμαστε μαζί με τη Μελίνα σίγουρα θα καπνίσει (γελάει), αλλά δε θα τής πω τίποτα. Μπορεί η Μελίνα να καπνίζει συνέχεια (γελάει).
Τελειώνουμε με το μαγικό ραβδί: Αν σάς το έδινα τι θα αλλάζατε στην Ελλάδα που τόσο πολύ αγαπάτε;
Στην Ελλάδα βρίσκω ότι πολλοί άνθρωποι είναι πολύ αρνητικοί για τη χώρα τους. Ξέρω ότι η ζωή είναι δύσκολη, αλλά την ίδια στιγμή θέλω να δουν και να αγαπούν το τοπίο και τη χώρα τους λίγο πιο πολύ. Γιατί είναι ακόμη, με όλες τις δυσκολίες, η πιο όμορφη χώρα του κόσμου.
ΣΧΟΛΙΑ