Πρωινός καφές με τον Ακύλλα Καραζήση (βίντεο)
17/02/2024 08:00
17/02/2024 08:00
Mε θέα τα ανάκτορα του Γαλέριου ο σημερινός «πρωινός καφές». Στο καφέ «Baraka», μαζί με τον Θεσσαλονικιό ηθοποιό-σκηνοθέτη-συγγραφέα Ακύλλα Καραζήση. Βρίσκεται εδώ γιατί σκηνοθέτησε την παράσταση του ΚΘΒΕ «Οι ληστές» του Φρήντριχ Σίλλερ, που κάνει πρεμιέρα την ερχόμενη Πέμπτη στο Βασιλικό Θέατρο, μια παράσταση που ανεβαίνει μόλις για τρίτη φορά στην Ελλάδα. Με αφορμή αυτό συζητήσαμε για την παλιά Θεσσαλονίκη («Ήταν ένα πριγκιπάτο) αλλά και τη νέα Θεσσαλονίκη («Είναι μια πόλη που μοιάζει με μια πολύ ωραία κοπέλα, η οποία συνεχώς νομίζει ότι είναι λίγο άσχημη. Η Θεσσαλονίκη όμως έχει χαρίσματα»), τη Χαϊδελβέργη των φοιτητικών του χρόνων, την Ελλάδα του σήμερα και φυσικά για το θέατρο. Κρατάμε την αναφορά του στη φράση του Χάινριχ φον Κλάιστ: «"Η ιδέα έρχεται μιλώντας", δεν έχουμε προγραμματισμένο τι θα πούμε. Εκεί βασίζεται για μένα όλη η ιστορία του θεάτρου. Ο ηθοποιός θέλει καλλιέργεια, αλλά και έναν έλεγχο στο ναρκισσισμό».
Φαντάζομαι ότι για έναν άνθρωπο του θεάτρου ο καφές δεν είναι και πολύ πρωινός. Αλλά βλέπω ούτε και καφές. Παραγγείλατε τσάι.
Αυτό δεν έχει σχέση με την ώρα, αλλά με το είδος. Έπινα καφέ πάντα το πρωί μέχρι πριν από 10 χρόνια, όταν έπαθα παλινδρόμηση. Οπότε σκέφτηκα ότι το τσάι είναι καλύτερο από τον καφέ για πρωί. Έτσι ο πρωινός καφές έγινε μεσημεριανός καφές
Τι καφέ προτιμάτε;
Διπλό καπουτσίνο με πολύ λίγο αφρόγαλα.
Εν ώρα δουλειάς;
Καμιά φορά το χωρίζω. Κάνω ένα μονό μικρό στη δουλειά και ένα μονό μικρό στο διάλλειμα της δουλειάς, που πηγαίνω να πιω σε ένα καφέ.
Ο καφές είναι περισσότερο διάλλειμα; Ή στιγμή για σκέψη;
Έρχομαι συχνά σε αυτό το καφέ. Κάθομαι πίσω στο βάθος και παίρνω και τα πράγματά μου και διαβάζω. Μου αρέσουν τα καφέ σα μέρος συγκέντρωσης και δουλειάς. Οπότε συνδυάζονται και με τον καφέ.
Το ξέρατε από παλιά το μέρος εδώ;
Όχι, δεν το ήξερα, αλλά μου αρέσει. Έχω και αυτήν την απόσταση από τη Θεσσαλονίκη: 15 χρόνια στη Γερμανία και σχεδόν 30 χρόνια στην Αθήνα. Οπότε δεν το ήξερα και νομίζω ότι δεν υπήρχε και παλιά. Το ανακάλυψα κάπου μετά το Millenium. Μου αρέσει αυτό το κομμάτι της Ναυαρίνου, μου αρέσουν τα αρχαία, αυτό το άνοιγμα που κάνει η Δημητρίου Γούναρη προς την παλιά πόλη, αλλά και αυτές οι πολυκατοικίες (χαμογελάει), που δεν είναι για να σου αρέσουν, αλλά εμένα μου αρέσουν.
Πόσο καιρό είσαστε εδώ για τις πρόβες της παράστασης «Οι ληστές« του Φρήντριχ Σίλλερ;
Είμαι από τις αρχές Δεκέμβρη και θα κάτσω μέχρι τα τέλη Φλεβάρη. Κοντά τρεις μήνες.
Σκηνές από τις πρόβες για την παράσταση «Οι Ληστές»: στο επίκεντρο της παράστασης είναι από τη μια η οικογενειακή τραγωδία, «ένα θέμα πολύ κλασσικό» και από την άλλη «υπάρχουν οι ληστές, δηλαδή η εξέγερση»
Η καθημερινότητά σας πως είναι;
Πολύ θέατρο. Με την έννοια ότι εδώ στο Κρατικό που δουλεύω για την παράσταση υπάρχει μια ιδιορρυθμία. Υπάρχει ένα μεσημεριανό break, 3 με 5. Aυτό το βρίσκεις μόνο στη Γερμανία, στην Αθήνα είναι αδιανόητο. Στη Γερμανία όταν δουλεύεις στο θέατρο δουλεύεις 10 με 3 και 5 με 10. Οι ηθοποιοί δεν επιτρέπεται να δουλεύουν τόσες ώρες, ο σκηνοθέτης όμως είναι ελεύθερος να δουλεύει όσες ώρες θέλει. Εγώ γκρουπάρω τους ηθοποιούς και έχω τρεις ώρες το πρωί κάποιους και τρεις ή και τέσσερεις ώρες το απόγευμα κάποιους άλλους. Έτσι καλύπτω όλη τη μέρα μου, γιατί εδώ δεν είναι και η ζωή μου, οπότε μου έρχεται κουτί. Δεν έχω να πάω στο σπίτι, δεν έχω να πάω κάπου τις κόρες μου.
Η παράσταση του ΚΘΒΕ κάνει πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο την Πέμπτη στις 22 Φεβρουαρίου. Δώστε μας ένα στίγμα της παράστασης. Διάβασα ότι ο Σίλλερ όταν το έγραφε το 1781 ήταν 19 χρονών, ότι η παράσταση ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μάνχαϊμ και ότι θεωρήθηκε κάτι σαν τον καθρέφτη του κινήματος «Sturm und Drang», «Θύελλα και Ορμή». Πως θα το περιγράφατε;
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τους κλασσικούς για δύο λόγους. Ο ένας είναι γιατί είναι βαριά η σκόνη που καλύπτει το όνομά τους και ότι έχουν μιλήσει παρά πολύ γι΄ αυτούς. Έχουν παιχτεί παρά πολύ τα έργα τους, έχουν διαβαστεί πάρα πολύ τα βιβλία τους. Αυτό θα υπήρχε στην Ελλάδα πολύ πιο έντονα και στην περίπτωση των Ελλήνων κλασσικών. Τον Οιδίποδα του Σοφοκλή τον έχουν ανεβάσει ήδη χιλιάδες άλλοι πριν από σένα. Οπότε το ερώτημα είναι τι θα κάνει π.χ. ο Οικονόμου με το Σοφοκλή τώρα. Στην περίπτωση των «Ληστών» αυτό δεν ισχύει, γιατί έχουν παιχτεί ελάχιστες φορές στην Ελλάδα. Έχουν ανέβει άλλες δύο φορές. Μια στη δεκαετία του ‘80 και μια πριν από 10 χρόνια στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ο ένας λοιπόν, είναι αυτός ο λόγος. Το ότι είναι ένα φορτισμένο γεγονός να ανεβάζεις Σαίξπηρ, Σίλλερ ή Αισχύλο.
Ο δεύτερος λόγος;
Ότι υπάρχουν κομμάτια σε αυτούς που είναι παρά πολύ ζωντανά. Εδώ να κάνω μια παρένθεση. Υπάρχει πάντοτε μια προσωπική σχέση με αυτά τα πράγματα. Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο αναπτύσσεις μια προσωπική σχέση μαζί του, είναι σα να γνωρίζεις έναν άνθρωπο, να ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο, να τα φτιάχνεις με κάποιον ή με κάποια.
Ισχύει αυτό για εσάς με το Σίλλερ;
Όχι με το Σίλλερ, αλλά με τους «Ληστές».
Γιατί;
Πρώτον είναι το θέμα. Είναι μια οικογενειακή τραγωδία από τη μια, που είναι πολύ κλασσικό θέμα, όπως είναι οι Ατρείδες, ο Θηβαϊκός κύκλος ή ο Οιδίποδας και από την άλλη υπάρχουν οι ληστές, η εξέγερση. Ο άσωτος υιός, ο οποίος από ελευθεριακός φοιτητής, που στη δική μας τη γενιά θυμίζουν πολλά πράγματα, γίνεται ληστής, κοινωνικός ληστής, κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών. Γίνεται κοινωνικός ληστής, όπως ήταν κάποιοι κλέφτες το 1821. Έτσι δημιουργείται και ένα κοινωνικό αίτημα, ένα ζήτημα εξέγερσης, επανάστασης, αμφισβήτησης Έχει πράγματα μέσα απίστευτα. Μην ξεχνάμε ότι ο Σίλλερ είναι παιδί του διαφωτισμού και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί βάζει ακόμη και στον κακό γιο -που είναι ο συκοφάντης, όχι ο άσωτος- να διαβάλει τον άσωτο στον πατέρα που είναι ένας πατριάρχης. Ακόμη και για την κακία υπάρχει κάτι μακιαβελικό, με την έννοια την αναγεννησιακή. Είναι η ανατομία της καλής πράξης, που όταν την ανατέμνεις βλέπεις ότι συμπεριλαμβάνει μια κατανόηση και έναν ορθολογισμό. Αναρωτιέσαι για τη συγγένεια: Γιατί είναι ιερή η συγγένεια; Γιατί είναι ιερή η σχέση πατέρα γιού; Υπάρχει δηλαδή, μια αμφισβήτηση της ηθικής και συγχρόνως το αίτημα της καταπολέμησης της αδικίας από τη μεριά των ληστών. Όλα αυτά μπερδεμένα με πολλά προσωπικά ζητήματα, με πολλές σάλτσες και πράγματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Είναι ένα έργο τεράστιο, το οποίο το έχω κόψει πάρα πολύ για να παίζεται στη σημερινή εποχή σε δύο ώρες. Εκείνη την εποχή οι θεατές είχαν καιρό -και πολύ καλά έκαναν- και έβλεπαν πέντε ώρες έργο.
Γιατί το επιλέξατε για την Ελλάδα του 2024;
Θα το επέλεγα και για την Ελλάδα του 2011 και του 2015. Δε διαφέρουν και πολύ δομικά οι στιγμές που ζούμε.
Γενικά έχετε ζήσει τη Θεσσαλονίκη από τη μεριά του καλλιτέχνη. Έχει διαφορά από την Αθήνα;
Έχω έρθει με παραστάσεις πολλές φορές στη Θεσσαλονίκη. Το ξέρω το κοινό της πόλης. Η Θεσσαλονίκη ακριβώς επειδή έχει ιδιομορφίες διαθέτει ένα θεσμικό θέατρο μεγάλο, που είναι το Κρατικό και από εκεί και πέρα κάποιες μικρές, άλλες φορές πολλές άλλες φορές λιγότερες, ομάδες. Επίσης έρχονται εδώ και παραστάσεις από την Αθήνα. Το κοινό το βλέπω θετικό. Στην Αθήνα υπάρχει ο κορεσμός, στη Θεσσαλονίκη δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Στην Αθήνα, με τις 3000 πρεμιέρες το χρόνο, υπάρχει κορεσμός παρά το ότι ζουν εκεί 5 εκατομμύρια άνθρωποι. Εδώ δεν υπάρχει κορεσμός. Εδώ βλέπεις ότι όταν γίνονται πράγματα ζωντανά ο κόσμος είναι πιο δεκτικός. Βέβαια υπάρχει ένας ογκόλιθος στο μέσον της πόλης, που είναι η ΕΜΣ, δηλαδή το Κρατικό. Το οποίο άλλοτε παίζει ρόλο καλό και προοδευτικό, άλλοτε ανασχετικό. Τους έχει παίξει και τους δύο ρόλους. Και πολύ ανανεωτικό και ζωντανό και άλλοτε όχι.
Ως μαθητής του δημοτικού στα «Μακεδονικά Εκπαιδευτήρια». Ο Ακύλλας Καραζήσης διακρίνεται στη μέση της φωτογραφίας, στο τελευταίο θρανίο, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο
Πάμε πολλά χρόνια πίσω: Γεννηθήκατε το 1957 στη Θεσσαλονίκη. Σε ποια περιοχή;
Στο κέντρο, στη Μητροπόλεως. Μητροπόλεως και Πλουτάρχου, δίπλα στην Αριστοτέλους.
Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;
Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος που για πολλά χρόνια δούλεψε ως διακοσμητής, η μάνα μου ήταν καθηγήτρια γερμανικών και είχε ένα φροντιστήριο γερμανικών από τη δεκαετία του ‘70 και μετά.
Πιτσιρίκι με τη μητέρα του Μαίρη. Ντυμένος για το καρναβάλι ως πειρατής
Το οικογενειακό περιβάλλον πως ήταν; Πολιτικοποιημένο; Κουλτουριάρικο;
Από τον πατέρα μου αρκετά μποέμ, με ένα φιλελεύθερο πνεύμα. Η μάνα μου πιο παραδοσιακή. Τη διέκρινε αυτή η συγκινητική πορεία των γυναικών -το τονίζω αυτό- αυτής της γενιάς που μεγάλωσε στον πόλεμο και που προσπάθησαν με ένα τρόπο συγκινητικό να συμβαδίσουν -λίγο έστω- με τα παιδιά τους. Ο πατέρας μου ήταν ένας τύπος μοναχικός και μποέμ, φιλελεύθερος, παπανδρεϊκός, όχι ανδρεϊκός. Τον θυμάμαι μια φορά να ξεκινάει να πάει σε διαδήλωση. Πιθανότατα την περίοδο των Ιουλιανών. Περιβάλλον μεσοαστικό και αρκετά φιλελεύθερο, όμως το γύρω γύρω βαθιά συντηρητικό.
Η Θεσσαλονίκη τότε; Τι εικόνες έρχονται στο μυαλό;
Ήταν ένα πριγκιπάτο. Μεσοαστική Θεσσαλονίκη, ήταν ένα είδος μύθου. Ένιωθα ότι δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο. Μετά άρχισε να αχνοφαίνεται το «φάντασμα» της μακρινής Αθήνας, που όταν πήγα για πρώτη φορά ανακάλυψα ότι δεν έχει κέντρο και δεν καταλάβαινα ποια είναι η πόλη. Αντίθετα η Θεσσαλονίκη ήταν τότε μια πόλη συγκροτημένη, βαλκανοευρωπαϊκή θα έλεγα σήμερα. Τότε το έβλεπα με ένα άλλο τρόπο. Ακόμη και ο επαρχιωτισμός της Θεσσαλονίκης μού φαινόταν ως κάτι το αυτονόητο.
Kαλοκαιρινές διακοπές στη Θάσο, κάπου τη δεκαετία του 60
Μπάλα; Αθλητισμός;
Καθόλου, ποτέ. Με τη φίλη μου την Αφρούλη τη Μπέρσου, με την οποία ήμασταν κολλητοί και έμενε εδώ λίγο πιο κάτω, συναντιόμασταν και παίζαμε πάρα πολύ. Διαβάζαμε μυθιστορήματα και τα παίζαμε θέατρο.
Από τότε ξεκίνησε η τάση σας;
Δεν ήταν θέατρο θέατρο. Ήταν η συνέχεια της ανάγνωσης. Η φανατική συνέχιση της ανάγνωσης. Το πείσμα να μη βγεις από τη μυθοπλασία. Αυτό με έκανε να ασχοληθώ με το θέατρο. Στην αρχή ξεκίνησα με ποίηση στη Γερμανία και μετά είπα: «Όχι το θέατρο είναι πιο ζωντανό».
Πήγατε στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εκτός από τη γλώσσα τι πήρατε εκεί;
Δύο τρεις καθηγητές παρά πολύ καλούς. Η Ζώτου και ο Κρεμέτης. Η Ζώτου ήταν μια περσόνα μέσα στο σχολείο, ο Κρεμέτης μού έμαθε τον Ιωάννου, μού έμαθε αυτού του είδους τη σαλονικιώτικη νέα λογοτεχνία, που με διαμόρφωσε παρά πολύ.
Πειθαρχεία;
Το γερμανικό ήταν ένα μεσοαστικό σχολείο. Είχαμε εκείνη την περίοδο και παιδιά χουντικών και από την άλλη λίγους αριστερούς καθηγητές. Θυμάμαι έναν Γερμανό καθηγητή τον Μπίλερ που ήταν σοσιαλδημοκράτης και μας το έλεγε. Αλλά μόνο αυτός.
Κρατώντας το πανό που δείχνει τη Ρώμη: Επαναστατικό χάπενινγκ στα φοιτητικά χρόνια της Χαϊδελβέργης τη δεκαετία του 70
Και μετά Χαϊδελβέργη για σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τομέα;
Από αμηχανία. Δεν ήξερα πως να περάσω τη μυθοπλασία και την πέρασα μέσω της πολιτικής. Δηλαδή, πολιτική μυθοπλασία, η πολιτική ήταν ένας καινούργιος κόσμος, ουτοπικός, τον οποίο διάλεξα να τον υπηρετήσω, συμμετέχοντας σε ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα (γελάει). Χάλια μαύρα. Ύστερα από τρία χρόνια με πέταξαν κλοτσηδόν έξω…
Πως ήταν οι σπουδές στη Γερμανία;
Η 15ετία στη Γερμανία ήταν ιδιαίτερη. Τα πρώτα 7 χρόνια ήταν μαγικά. Θα τα έλεγα μεταφορικά ψυχότροπα χρόνια. Σα να ζούσες σε ένα παραμύθι, σε μια παραίσθηση. Κακό παραμύθι τα πρώτα δύο τρία χρόνια, μετά υπέροχο παραμύθι σε μια πόλη σαν τη Χαϊδελβέργη, που εμπνέει για τέτοια πράγματα. Μια πανεπιστημιούπολη, μια πριγκίπισσα του ‘68. Τα τελευταία 7 χρόνια στο θέατρο ήταν πάρα πολύ ωραία. Γενικά τα νιάτα μου στη Γερμανία ήταν δύσκολα, με την έννοια ότι ως 18άρης Σαλονικιός βρέθηκα ξαφνικά στην τριτοκοσμική Γερμανία. Γιατί το 1975 ήταν τριτοκοσμική η Γερμανία. Θυμάμαι τους τηλεφωνικούς θαλάμους, όπου περίμεναν οι κάθε λογής ξένοι ουρά για να πάρουν τηλέφωνο με ψεύτικα δεκαράκια. Από την άλλη στο πανεπιστήμιο γινόταν πραγματικός χαμός. Οι μαοϊκοί στη σχολή μου ήταν στα πάνω τους και κάθε τρεις μέρες δεν κάναμε μάθημα, γιατί έβγαινε ένας μαοϊκός και έκανε διακήρυξη.
Δουλέψατε στις σπουδές σας; Κάπου διάβασα ότι συμμετείχατε σε μουσικό συγκρότημα, έτσι; Τι μουσική παίζατε;
Αργότερα άρχισα τα ρεμπέτικα. Πρώτα οι σπουδές, που έπεσαν σε ένα αιώνιο λήθαργο (γελάει), μετά έληξαν και μετά ήταν όλα μια χαρά. Η μουσική, τα νεορεμπέτικα σε ταβέρνες ελληνικές, όπου και δούλεψα πολλά χρόνια ως γκαρσόνι.
Τι όργανο παίζατε;
Κιθάρα. Και μετά άρχισα το θέατρο
Ως ηθοποιός ξεκινήσατε το 1985 στο Κρατικό Θέατρο της Χαιδελβέργης, στην Städtische Bühne, όπου εργαστήκατε μέχρι το 1991. Ποια ήταν τα καλά και τα κακά από εκείνη την περίοδο;
Πάρα πολύ ωραία χρόνια. Ένας καινούργιος κόσμος.
Στα γερμανικά όλα αυτά;
Ναι, by accident έμεινα εκεί. Με κράτησαν και έπαιζα τους ξένους.
Και μετά, το 1990, εργαστήκατε ως ηθοποιός στο Θέατρο Winkelwiese της Ζυρίχης.
Μια σεζόν. Κατεβαίνοντας γεωγραφικά για την Αθήνα πήγα από Χαϊδελβέργη Ζυρίχη, μάζεψα τα πράγματά μου και το Μάιο του 1991 βρέθηκα στην Αθήνα.
Ελβετία και θέατρο ταιριάζουν;
Πολύ. Έχει πάρα πολύ καλό θέατρο. Ένας από τους ανανεωτές του γερμανόφωνου θεάτρου, ο Κρίστοφ Μαρτάλερ, είναι Ελβετός.
Επιστροφή στην Ελλάδα το 1991: Απότομη και ανώμαλη προσγείωση;
Θα έλεγα επίσης περιπετειώδης. Δεν ήξερα κανέναν. Κατέβηκα στην Αθήνα γιατί όλα γίνονταν εκεί. Χωρίς κλασσική εκπαίδευση, αλλά με μπόλικη εμπειρία και μπόλικα workshops που τα πρόσφερε το θέατρο εκεί.
Πως ήταν η προσγείωση; Και επαγγελματικά αλλά και από άποψη ζωής;
Ήμουν 33χρονών. Φοβόμουν, αλλά είμαι φύση τολμηρός, τουλάχιστον σε αυτά τα πράγματα. Με την έννοια ότι δε με νοιάζει το κόστος. Λόγω του αριστερού τρόπου που βλέπω τα πράγματα είμαι εναντίον της επίδοσης, εναντίον της επιβράβευσης, εναντίον των καλών μαθητών. Οπότε όλα αυτά με βοήθησαν. Δε χρειαζόταν να αποδείξω σε κανένα απολύτως τίποτα. Μου έλεγαν «που πας σε τέτοια ηλικία» και άλλα τέτοια.
Από εκεί πέρα ξεκινά μια μεγάλη πορεία στο σανίδι ως ηθοποιός. Παίξατε σε δεκάδες θέατρα και συνεργαστήκατε με πολλούς σπουδαίους σκηνοθέτες. Τι, ποιον και ποιο έργο ξεχωρίζετε από όλα αυτά;
Να ξεχωρίσω κάποια πρόσωπα που με βοήθησαν παρά πολύ. Έτυχε ερχόμενος στην Ελλάδα να ανοίγει ένα Θέατρο που έκανε τομή στα ελληνικά θεατρικά πράγματα. Εννοώ το Θέατρο Αmore του Γιάννη Xουβαρδά. Σε αυτό βρέθηκα χάρις στην καλή μου τύχη, χάρις στην καλή μου φίλη, τη Θεσσαλονικιά Έρση και χάρις σε μια αγγελία στην «Ελευθεροτυπία». Διάβασε η Έρση την αγγελία ότι γίνεται μια ακρόαση σε ένα Θέατρο που ανοίγει τώρα και λέγεται Αmore. Πήγα και αυτό σφράγισε τη μοίρα μου, γιατί έμεινα εκεί 19 χρόνια με τον Χουβαρδά.
Αυτός είναι και ο μέντοράς σας;
Είναι θεατρικά ένας από τους πιο στενούς συγγενείς μου. Και ένας άνθρωπος στον οποίο χρωστάω πολλά.
Άλλο σημαντικό πρόσωπο;
Είναι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, τον οποίο επίσης γνώρισα την πρώτη χρονιά. Τυχαία και λόγω μίας οικογενειακής σχέσης φίλων. Τον γνώρισα, συνδεθήκαμε πάρα πολύ και αυτό επισφράγισε επίσης την πορεία μου. Όταν δε δούλευα με το Χουβαρδά πήγαινα σε μια πιο …αριστερή λογική. Από τη Σοσιαλδημοκρατία περνούσα στην Άκρα Αριστερά, που ήταν ο Μαρμαρινός. Και ο τρίτος πόλος είναι ένας φίλος μου Γερμανός. Ο Albrecht Hirche, ο οποίος συνδέθηκε με τους άλλους δύο μέσω εμού που βρισκόμουν στην Ελλάδα και όταν ερχόταν να με επισκεφθεί έβλεπε τις παραστάσεις και στη συνέχεια συνδέθηκε με τον Μιχαήλ, αλλά και με το Amore. Με αυτούς τους τρεις συνδέθηκε η μοίρα μου. Και να πω κάτι που αφορά στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλο τύχη ήταν ότι αυτός που με έφερε στην Ελλάδα και αποτέλεσε ένα είδος σκαλοπατιού ήταν ο Σταύρος Τουφεξής, ένα εξαιρετικός άνθρωπος και ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης του ‘60 και του ‘70, ο οποίος με έστειλε σε έναν άνθρωπο που ερχόταν από τον χώρο της Τέχνης και έκανε ένα είδος εργαστηρίου λόγου. Τον Γιάννη Ρήγα, που είναι επί χρόνια διευθυντής στη Δραματική. Ε, αυτός μού έμαθε ελληνικά. Θεατρικά ελληνικά. Από έργα θα θυμηθώ «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, ένας μονόλογος που ήταν μια μεγάλη σχολή για μένα και μια δουλειά που έκανα με τον Γιάννη Ρήγα. Μετά δύο συνσκηνοθεσίες: με το Μιχαήλ Μαρμαρινό στο Εθνικό επί Χουβαρδά με την παράσταση «Στάλιν, μια συζήτηση για το ελληνικό θέατρο». Ήταν μια πολιτική παράσταση που την κάναμε οι δύο και την οποία δε θα την ξεχάσω. Και η δεύτερη είναι το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», με το φίλο μου το Νίκο τον Χατζόπουλο, που συνσκηνοθετήσαμε και το παίξαμε μαζί. Τέλος το πρώτο μου έργο που έγραψα το 2005, «Η περιπέτεια στην πόλη και την εξοχή» και το ανέβασα στο Amore.
Τι είναι τελικά ο ηθοποιός: Ταλέντο, έφεση, εκπαίδευση, ενδιαφέρον για τα κοινά ή λίγο απ’ όλα ή και η τύχη;
Τεράστια συζήτηση. Να ξεκινήσω αποφατικά. Δεν είναι το ταλέντο, γιατί δεν υπάρχει ταλέντο. Μπορεί να υπάρχει μια φυσική αμεσότητα, μια φυσική έφεση. Ο πλακατζής της παρέας δεν είναι απαραίτητα καλός ηθοποιός, ένας άνθρωπος που λέει καλά ανέκδοτα δε θα γινόταν καλός ηθοποιός, ίσα ίσα το αντίθετο. Εγώ προέρχομαι από τους «κομπλεξικούς» ηθοποιούς και έτσι προτιμώ τους ανθρώπους που δείχνουν αντίσταση προς αυτό που αγαπούν. Όπως η μικρή κόρη του Ληρ. Ρωτάει ο Ληρ τις κόρες του ποια τον αγαπάει και οι δύο απαντούν ότι τον αγαπούν και τον λατρεύουν. Η τρίτη, που τον αγαπάει περισσότερο, λέει ότι εγώ δεν μπορώ να σου απαντήσω και έτσι τη διώχνει. Εγώ λέω ότι είμαι λάτρης του θεάτρου ως εχθρός του θεάτρου. Είμαι λάτρης της μυθοπλασίας, όμως είμαι εχθρός της αναπαράστασης. Της αναπαράστασης ένας προς ένα. Δηλαδή, «παίξε μου το μανάβη» ή «παίξε μου τον θυμωμένο» ή «παίξε μου τον ερωτευμένο». Πιστεύω, όπως και ο φίλος μου ο Μαρμαρινός, ότι ο ερωτευμένος δεν παίζεται, ούτε ότι ο ερωτευμένος μπορεί να παίξει τον ερωτευμένο. Ο ερωτευμένος είναι ερωτευμένος, αυτό δεν εκφράζεται. Ο πενθών είναι πενθών, δεν παίζει το πένθος. Αυτός που κλαίει κλαίει, δεν παίζει ότι κλαίει. Η εκφραστικότητα του ηθοποιού είναι κάτι παράλληλο Ας ονομάσουμε τη ζωή προφορικότητα και ζωντάνια. Το θέατρο είναι κατ΄ εξοχήν γραπτότητα. Είναι χιλιάδες σελίδες γραπτών κειμένων, με στίξη. Πως θα γίνει αυτό το σύνολο των γραπτών κειμένων προφορικότητα; Ο Κλάιστ λέει μια πολύ ωραία φράση: «Η ιδέα έρχεται μιλώντας», δεν έχουμε προγραμματισμένο τι θα πούμε. Εκεί βασίζεται για μένα όλη η ιστορία. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει οποιαδήποτε είδους καλλιέργεια, όχι ότι πρέπει να είναι μεσοαστός από ιδιωτικό σχολείο, κάθε άλλο. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που έρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα και είναι εξαιρετικά καλλιεργημένοι Η καλλιέργεια είναι μια προσωπική και λίγο μυστήρια υπόθεση. Αλλά θέλει καλλιέργεια ο ηθοποιός. Είναι το θεμέλιο, κάτι σαν την συγκολλητική ουσία για να κτιστεί το οτιδήποτε. Θέλει καλλιέργεια, λοιπόν και θέλει και έναν έλεγχο στο ναρκισσισμό. Ο αχαλίνωτος νάρκισσος μπορεί να είναι ενδιαφέρον ηθοποιός σε κάποιες στιγμές, αλλά μετά γίνεται περίπτωση. Είναι σα να κάνουμε κάποιον ηθοποιό, ο οποίος έχει ένα βίτσιο.
Η εκπαίδευση;
Εγώ είμαι το παράδειγμα του ηθοποιού που έγινε ηθοποιός χωρίς εκπαίδευση. Είμαι εν μέρει ετεροδίδακτος από την εμπειρία, εμπειρικός δηλαδή, αλλά και αυτοδίδακτος. Δε θα το σύστηνα στον καθένα. Στην κόρη μου τη μεγάλη που είναι τώρα στη Δραματική σχολή δε θα της έλεγα να μην πάει εκεί. Γιατί καμία φορά μου λέει: «Εσύ δεν τέλειωσες Σχολή». Δεν πειράζει. Εγώ μπορεί να μην τέλειωσα Σχολή, αλλά εσύ πρέπει να πας στη Σχολή. Δουλεύω 20 χρόνια στις δραματικές σχολές και πιστεύω ότι η καλή εκπαίδευση χρειάζεται. Η κακή εκπαίδευση όχι. Γιατί χαλάει.
Έχετε διδάξει στις Δραματικές Σχολές του Ωδείου Αθηνών για 15 χρόνια και στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για 9 χρόνια διακεκομμένα, καθώς και σε πολλά Εργαστήρια. Πως είναι η νέα γενιά των ηθοποιών; Η καινούργια φουρνιά των ηθοποιών πώς είναι ;
Πολύ καλύτερη. Πρώτον, γιατί οι γονείς είναι καλύτεροι, πιο φιλελεύθεροι, επιτρέπουν την εκφραστικότητα και δεν την ευνουχίζουν, όπως στις δικές μας γενιές και είναι πολύ πιο ελεύθεροι. Εμείς είμαστε πια οι γονείς και τα παιδιά μας είναι πιο απελευθερωμένα εκφραστικά. Και δεύτερον, γιατί η θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει αλλάξει και έχει γίνει πολύ καλύτερη. Πριν ήταν η τρομερή κλασικίζουσα, όπου συνυπήρχε τη δεκαετία του 60 με μια εκφραστικότητα μέσω του Θεάτρου Κουν και του Εθνικού Θεάτρου. Το 70 και το 80 κατέρρευσαν τα πάντα και δεν υπήρχε τίποτα από αυτά παρά μόνο απομεινάρια ενός μουσειακού παιξίματος. Από τη δεκαετία του ‘90 χάρις στον Βογιατζή χάρις στο Μαρμαρινό, χάρις στο Χουβαρδά άλλαξε άρδην και ανανεώθηκε. Και το θέατρο που ζούμε σήμερα είναι ένα θέατρο που στην Ευρώπη στέκει πολύ καλά.
«Στάλιν, μια συζήτηση για το ελληνικό θέατρο»: Ο Ακύλλας Καραζήσης φορώντας τη μάσκα του Στάλιν συνομιλεί με τον Μιχαήλ Μαρμαρηνό που υποδύεται τον Λένιν
Μαζί με την Μαρία Πρωτόπαππα στη θεατρική παράσταση «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»
Στο σανίδι παίζοντας στην παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» σε συνσκηνοθεσία με το Νίκο Χατζόπουλο
Από το 2006 σκηνοθετείτε, συν-σκηνοθετείτε και σπανιότερα γράφετε έργα. Πως αποφασίζετε τι θα κάνετε και από ποια θέση;
Γράφω λιγότερο. Γράφω μέσω της σκηνοθεσίας μου. Τώρα πια προτιμώ τη θέση του σκηνοθέτη. Όμως μου λείπει πολύ και ο ηθοποιός.
Είναι εύκολο και τα δύο;
Το κάνω παίζοντας πια μικρούς ρόλους. Θα έλεγα ότι ένας συνδυασμός των δύο είναι το καλύτερο και αυτό προσπαθώ να κάνω.
Από τι εξαρτάται τι θα κάνετε;
Εν μέρει εξαρτάται από άλλους, δηλαδή πράγματα που μου προτείνουν και αυτό είναι το μικρότερο κομμάτι και είναι και πράγματα που προτείνω εγώ. Και είναι και πράγματα που τυχαίνουν.
Επιδραστικός ηθοποιός σήμερα;
Δε θα ήθελα να μπω σε ονοματολογία. Γενικά πρέπει να πω ότι στις παλιότερες γενιές θα προτιμούσα τις γυναίκες ηθοποιούς από τους άνδρες. Αυτό δεν ισχύει για τις νεότερες γενιές γιατί αγόρια κορίτσια έχουν την ίδια εκφραστικότητα.
Το στάτους του ηθοποιού αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;
Ελάχιστα καλύτερο από ότι ήταν πριν από 30 χρόνια. Το αντιμετωπίζω κάθε φορά που με ρωτούν τι δουλειά κάνεις. Όταν λέω ηθοποιός παίρνω μια αμυντική στάση. Η μικρή μου κόρη με κατηγορεί και μου λέει: «Γιατί απαντάς τόσο ξινά και επιθετικά;». Σε κοιτούν λες και είσαι μαϊμού. Είναι απαξιωτικό. Εμείς όμως δε φταίμε για τίποτα. Γιατί δεν υπάρχουν ηθοποιοί που έχουν κάνει κακό σε κάποιον.
Θα το συστήνατε σε έναν νέο άνθρωπο;
Ναι, η μεγάλη μου κόρη σπουδάζει αυτοβούλως ηθοποιός. Για μένα όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι καλλιτέχνες. Αυτή είναι η μόνη αξιοπρεπής δουλειά. Να ζούμε μυθοπλασία. Να μετατραπεί η πραγματικότητα σε μυθοπλασία. Αυτή είναι η ουτοπία, αυτή είναι ο σοσιαλιστική επανάσταση. Και ένα τεράστιο σοσιαλδημοκρατικό κράτος που θα δίνει σε όλους λεφτά.
Η σχέση θεάτρου με την πολιτική;
Άρρηκτα δεμένη. Το θέατρο είναι πολιτική, το θέατρο είναι κοινωνία. Μιλώντας για οικογενειακές σχέσεις μιλάς για το πιο πολιτικό πράγμα που υπάρχει. Μιλώντας για όλους τους δεσμούς το ίδιο. Και φυσικά μιλώντας για τα πιο προφανή πράγματα, όπως είναι η αδικία και η ανισότητα.
Πάμε στον ιδιώτη Ακύλλα Καραζήση: Με τι χαλαρώνετε σήμερα;
Η δουλειά. Προσέξτε: δε μου αρέσει να οργανώνω παραστάσεις. Η δημιουργική δουλειά στις πρόβες κυρίως του σκηνοθέτη, αλλά και του δασκάλου υποκριτικής είναι κάτι που συγχρόνως με κουράζει, αλλά και με απελευθερώνει δημιουργικά. Νοιώθω να γεμίζουν οι μπαταρίες μου και να γίνομαι καλά. Το νοιώθω ως κάτι θεραπευτικό.
Οικογένεια;
Δύο κόρες. Δεκατριών και 20 χρονών. Η μια σχολείο ή άλλη Δραματική σχολή. Υπέροχα (χαμογελάει).
Μουσική θα ακούτε. Προτιμήσεις;
Μετά την καραντίνα ξαναέπιασα την κιθάρα και όποτε πηγαίνω στην Αίγινα για καλοκαιρινές διακοπές παίζω ξανά. Και θυμάμαι πάλι τα ρεμπέτικα.
Αγαπημένο συγκρότημα;
Α, βέβαια. Juthro Tull, Who και κάποια ή ίσως και πολλά από Stones, όπως το «Exile on main street». Από τους Who το «Live at Leeds» και από τους Jethro Tull τα «Aqualung» και το «Thick as a Brick».
Ταινία που σας άρεσε εσχάτως;
(Σκέφτεται). Πλέον τις βλέπω σε πλατφόρμες. Εμένα οι ταινίες του Κόπολα είναι το ευαγγέλιό μου, όπως οι δύο «Νονοί».
Τι θα έλεγε ο Ακύλλας Καραζήσης για τον Ακύλλα Καραζήση; Πως θα τον χαρακτήριζε;
(γελάει). Εντάξει, αυτό είναι αδύνατη ερώτηση για να απαντηθεί, γιατί είναι σα να προσπαθείς να περιγράψεις τον εαυτό σου. Είναι σα να έχεις πάρει LSD και να κόβεσαι και να ανατινάζεσαι σε χίλια κομμάτια.
Δύο τρία επίθετα που σας περιγράφουν;
Ένα μείγμα μεταξύ χάους και αναρχίας και μιας επιμονής σε κάποιου είδους ακρίβεια. Η ακρίβεια μαζί με την αναρχία.
Πως βιώνετε ότι μεγαλώνετε;
Με το που άρχισε η πανδημία, που με βρήκε στα 62 μου, κάνω κάθε μέρα αδιαλείπτως μια ώρα γυμναστική στο σπίτι μου. Για να αισθάνομαι καλά σωματικά. Αισθάνομαι σα να παλεύω με το θάνατο. Δεν καπνίζω εδώ και πολλά χρόνια, αλλά πίνω.
Ο θάνατος; Σας απασχολεί; Σας τρομάζει;
Μέσα από τη μυθοπλασία πάρα πολύ και εμμέσως ξεφεύγει και από τις κλειδαρότρυπες και βγαίνει και στη ζωή. Περισσότερο το πένθος, η απώλεια. Αυτές οι πλευρές του θανάτου.
Η Ελλάδα του 2024 σας αρέσει;
Με την Ελλάδα έχω πάντα την ίδια επίγευση. Ελπίζω αυτό να μη συμβαίνει εις το διηνεκές, αλλά μέχρι τώρα αυτή είναι η εμπειρία μου: μόλις συμβαίνει κάτι καλό, κάτι δημιουργικό, κάτι αναζωογονητικό, είναι σα να έρχεται ένας απρόσκλητος πατέρας, ένας πατριάρχης και να το κόβει και να λέει: «Ήσασταν άτακτα παιδιά, γυρίστε μέσα στο δωμάτιο». Αυτό σε όλες τις εκφάνσεις. Είτε είναι πολιτικά είτε είναι καλλιτεχνικά δρώμενα. Μόλις κάτι ανθίσει ανατρέπεται. Κάτι που δε γίνεται στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Εδώ είναι σα να επικρατεί η ασυγχρονότητα. Ένα είδος μπερδεμένου και συγχυτικού αναχρονισμού.
Ποια πράγματα σάς πληγώνουν;
Πολλά πράγματα με ενοχλούν τρομερά. Πολλά πράγματα με εμποδίζουν.
Όπως;
Υπάρχει πάντα μια διάσταση μεταξύ των δημιουργικών πυρήνων της κοινωνίας και των θεσμικών οργάνων.
Που αλληλοεξουδετερώνονται;
Δε φταίνε γι’ αυτό οι δημιουργικοί πυρήνες ή οι δημιουργικές κοινότητες για να το πω καλύτερα.
Η Θεσσαλονίκη; Πόσο συχνά είστε εδώ;
Συχνά. Η αδελφή μου ζει εδώ και έχω πολλούς παιδικούς φίλους.
Πως την βλέπετε σήμερα; Έχει υποχωρήσει σε σχέση με τα δικά σας χρόνια;
Έχει αλλάξει άρδην, όπως έχει αλλάξει όλος ο κόσμος πια. Είναι μια πόλη που μοιάζει με μια πολύ ωραία κοπέλα, η οποία συνεχώς νομίζει ότι είναι λίγο άσχημη. Η Θεσσαλονίκη έχει χαρίσματα. Η απάντηση που παίρνω από όλους όταν λέω κάτι τέτοιο είναι: «Ε, κάτσε τρεις μήνες και θα δεις». Μια περίεργη αυτολύπηση και θυματοποίηση υπάρχει. Όμως η πόλη έχει πάρα πολύ ζωντανό υλικό. Το βλέπω στους ηθοποιούς, που δεν έχουν καμία σχέση με ότι συναντούσε κανείς πριν από 15 χρόνια. Και η ομάδα της παράστασης «Οι Ληστές» που ανεβάζουμε στο ΚΘΒΕ, είναι πραγματικά λαμπρή.
Για το τέλος η ερώτηση με το μαγικό ραβδί: Τι θα αλλάζατε στην καλλιτεχνική Ελλάδα έτσι ώστε το μέλλον του πολιτισμού και της τέχνης να είναι καλύτερο;
Θα άλλαζα δύο πράγματα, συμπληρωματικά. Το ένα πιο πρακτικό, το άλλο πιο ουτοπικό. Με ένα μαγικό ραβδί θα άλλαζα όλο αυτό το δημόσιο χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων που ασχολούνται με τον πολιτισμό. Να ασχολούνται και αυτοί πιο καλλιτεχνικά με τον πολιτισμό. Δηλαδή, να έχουν την ψυχή του καλλιτέχνη, τη δημιουργικότητα και την εκφραστικότητά του. Θα μου πείτε: πολλά ζητάω, αλλά εν πάση περιπτώσει εγώ αυτό ζητάω. Και αυτό είναι ουτοπικό, δεν είναι πρακτικό. Το δεύτερο είναι ακόμη πιο ουτοπικό. Είναι να κτυπήσω με ένα μαγικό ραβδί όλες τις πολυκατοικίες που μένει κόσμος και αυτοί οι άνθρωποι να βγουν στα μπαλκόνια και να τραγουδούν, να βγουν και να απαγγέλουν ποιήματα, να βγουν και να παίζουν θέατρο σε κάθε μπαλκόνι Αυτό είναι το όνειρό μου για την κοινωνία, αυτή είναι για μένα η σοσιαλιστική κοινωνία.
10/02/2024 08:00
Mε θέα τα ανάκτορα του Γαλέριου ο σημερινός «πρωινός καφές». Στο καφέ «Baraka», μαζί με τον Θεσσαλονικιό ηθοποιό-σκηνοθέτη-συγγραφέα Ακύλλα Καραζήση. Βρίσκεται εδώ γιατί σκηνοθέτησε την παράσταση του ΚΘΒΕ «Οι ληστές» του Φρήντριχ Σίλλερ, που κάνει πρεμιέρα την ερχόμενη Πέμπτη στο Βασιλικό Θέατρο, μια παράσταση που ανεβαίνει μόλις για τρίτη φορά στην Ελλάδα. Με αφορμή αυτό συζητήσαμε για την παλιά Θεσσαλονίκη («Ήταν ένα πριγκιπάτο) αλλά και τη νέα Θεσσαλονίκη («Είναι μια πόλη που μοιάζει με μια πολύ ωραία κοπέλα, η οποία συνεχώς νομίζει ότι είναι λίγο άσχημη. Η Θεσσαλονίκη όμως έχει χαρίσματα»), τη Χαϊδελβέργη των φοιτητικών του χρόνων, την Ελλάδα του σήμερα και φυσικά για το θέατρο. Κρατάμε την αναφορά του στη φράση του Χάινριχ φον Κλάιστ: «"Η ιδέα έρχεται μιλώντας", δεν έχουμε προγραμματισμένο τι θα πούμε. Εκεί βασίζεται για μένα όλη η ιστορία του θεάτρου. Ο ηθοποιός θέλει καλλιέργεια, αλλά και έναν έλεγχο στο ναρκισσισμό».
Φαντάζομαι ότι για έναν άνθρωπο του θεάτρου ο καφές δεν είναι και πολύ πρωινός. Αλλά βλέπω ούτε και καφές. Παραγγείλατε τσάι.
Αυτό δεν έχει σχέση με την ώρα, αλλά με το είδος. Έπινα καφέ πάντα το πρωί μέχρι πριν από 10 χρόνια, όταν έπαθα παλινδρόμηση. Οπότε σκέφτηκα ότι το τσάι είναι καλύτερο από τον καφέ για πρωί. Έτσι ο πρωινός καφές έγινε μεσημεριανός καφές
Τι καφέ προτιμάτε;
Διπλό καπουτσίνο με πολύ λίγο αφρόγαλα.
Εν ώρα δουλειάς;
Καμιά φορά το χωρίζω. Κάνω ένα μονό μικρό στη δουλειά και ένα μονό μικρό στο διάλλειμα της δουλειάς, που πηγαίνω να πιω σε ένα καφέ.
Ο καφές είναι περισσότερο διάλλειμα; Ή στιγμή για σκέψη;
Έρχομαι συχνά σε αυτό το καφέ. Κάθομαι πίσω στο βάθος και παίρνω και τα πράγματά μου και διαβάζω. Μου αρέσουν τα καφέ σα μέρος συγκέντρωσης και δουλειάς. Οπότε συνδυάζονται και με τον καφέ.
Το ξέρατε από παλιά το μέρος εδώ;
Όχι, δεν το ήξερα, αλλά μου αρέσει. Έχω και αυτήν την απόσταση από τη Θεσσαλονίκη: 15 χρόνια στη Γερμανία και σχεδόν 30 χρόνια στην Αθήνα. Οπότε δεν το ήξερα και νομίζω ότι δεν υπήρχε και παλιά. Το ανακάλυψα κάπου μετά το Millenium. Μου αρέσει αυτό το κομμάτι της Ναυαρίνου, μου αρέσουν τα αρχαία, αυτό το άνοιγμα που κάνει η Δημητρίου Γούναρη προς την παλιά πόλη, αλλά και αυτές οι πολυκατοικίες (χαμογελάει), που δεν είναι για να σου αρέσουν, αλλά εμένα μου αρέσουν.
Πόσο καιρό είσαστε εδώ για τις πρόβες της παράστασης «Οι ληστές« του Φρήντριχ Σίλλερ;
Είμαι από τις αρχές Δεκέμβρη και θα κάτσω μέχρι τα τέλη Φλεβάρη. Κοντά τρεις μήνες.
Σκηνές από τις πρόβες για την παράσταση «Οι Ληστές»: στο επίκεντρο της παράστασης είναι από τη μια η οικογενειακή τραγωδία, «ένα θέμα πολύ κλασσικό» και από την άλλη «υπάρχουν οι ληστές, δηλαδή η εξέγερση»
Η καθημερινότητά σας πως είναι;
Πολύ θέατρο. Με την έννοια ότι εδώ στο Κρατικό που δουλεύω για την παράσταση υπάρχει μια ιδιορρυθμία. Υπάρχει ένα μεσημεριανό break, 3 με 5. Aυτό το βρίσκεις μόνο στη Γερμανία, στην Αθήνα είναι αδιανόητο. Στη Γερμανία όταν δουλεύεις στο θέατρο δουλεύεις 10 με 3 και 5 με 10. Οι ηθοποιοί δεν επιτρέπεται να δουλεύουν τόσες ώρες, ο σκηνοθέτης όμως είναι ελεύθερος να δουλεύει όσες ώρες θέλει. Εγώ γκρουπάρω τους ηθοποιούς και έχω τρεις ώρες το πρωί κάποιους και τρεις ή και τέσσερεις ώρες το απόγευμα κάποιους άλλους. Έτσι καλύπτω όλη τη μέρα μου, γιατί εδώ δεν είναι και η ζωή μου, οπότε μου έρχεται κουτί. Δεν έχω να πάω στο σπίτι, δεν έχω να πάω κάπου τις κόρες μου.
Η παράσταση του ΚΘΒΕ κάνει πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο την Πέμπτη στις 22 Φεβρουαρίου. Δώστε μας ένα στίγμα της παράστασης. Διάβασα ότι ο Σίλλερ όταν το έγραφε το 1781 ήταν 19 χρονών, ότι η παράσταση ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μάνχαϊμ και ότι θεωρήθηκε κάτι σαν τον καθρέφτη του κινήματος «Sturm und Drang», «Θύελλα και Ορμή». Πως θα το περιγράφατε;
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τους κλασσικούς για δύο λόγους. Ο ένας είναι γιατί είναι βαριά η σκόνη που καλύπτει το όνομά τους και ότι έχουν μιλήσει παρά πολύ γι΄ αυτούς. Έχουν παιχτεί παρά πολύ τα έργα τους, έχουν διαβαστεί πάρα πολύ τα βιβλία τους. Αυτό θα υπήρχε στην Ελλάδα πολύ πιο έντονα και στην περίπτωση των Ελλήνων κλασσικών. Τον Οιδίποδα του Σοφοκλή τον έχουν ανεβάσει ήδη χιλιάδες άλλοι πριν από σένα. Οπότε το ερώτημα είναι τι θα κάνει π.χ. ο Οικονόμου με το Σοφοκλή τώρα. Στην περίπτωση των «Ληστών» αυτό δεν ισχύει, γιατί έχουν παιχτεί ελάχιστες φορές στην Ελλάδα. Έχουν ανέβει άλλες δύο φορές. Μια στη δεκαετία του ‘80 και μια πριν από 10 χρόνια στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ο ένας λοιπόν, είναι αυτός ο λόγος. Το ότι είναι ένα φορτισμένο γεγονός να ανεβάζεις Σαίξπηρ, Σίλλερ ή Αισχύλο.
Ο δεύτερος λόγος;
Ότι υπάρχουν κομμάτια σε αυτούς που είναι παρά πολύ ζωντανά. Εδώ να κάνω μια παρένθεση. Υπάρχει πάντοτε μια προσωπική σχέση με αυτά τα πράγματα. Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο αναπτύσσεις μια προσωπική σχέση μαζί του, είναι σα να γνωρίζεις έναν άνθρωπο, να ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο, να τα φτιάχνεις με κάποιον ή με κάποια.
Ισχύει αυτό για εσάς με το Σίλλερ;
Όχι με το Σίλλερ, αλλά με τους «Ληστές».
Γιατί;
Πρώτον είναι το θέμα. Είναι μια οικογενειακή τραγωδία από τη μια, που είναι πολύ κλασσικό θέμα, όπως είναι οι Ατρείδες, ο Θηβαϊκός κύκλος ή ο Οιδίποδας και από την άλλη υπάρχουν οι ληστές, η εξέγερση. Ο άσωτος υιός, ο οποίος από ελευθεριακός φοιτητής, που στη δική μας τη γενιά θυμίζουν πολλά πράγματα, γίνεται ληστής, κοινωνικός ληστής, κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών. Γίνεται κοινωνικός ληστής, όπως ήταν κάποιοι κλέφτες το 1821. Έτσι δημιουργείται και ένα κοινωνικό αίτημα, ένα ζήτημα εξέγερσης, επανάστασης, αμφισβήτησης Έχει πράγματα μέσα απίστευτα. Μην ξεχνάμε ότι ο Σίλλερ είναι παιδί του διαφωτισμού και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί βάζει ακόμη και στον κακό γιο -που είναι ο συκοφάντης, όχι ο άσωτος- να διαβάλει τον άσωτο στον πατέρα που είναι ένας πατριάρχης. Ακόμη και για την κακία υπάρχει κάτι μακιαβελικό, με την έννοια την αναγεννησιακή. Είναι η ανατομία της καλής πράξης, που όταν την ανατέμνεις βλέπεις ότι συμπεριλαμβάνει μια κατανόηση και έναν ορθολογισμό. Αναρωτιέσαι για τη συγγένεια: Γιατί είναι ιερή η συγγένεια; Γιατί είναι ιερή η σχέση πατέρα γιού; Υπάρχει δηλαδή, μια αμφισβήτηση της ηθικής και συγχρόνως το αίτημα της καταπολέμησης της αδικίας από τη μεριά των ληστών. Όλα αυτά μπερδεμένα με πολλά προσωπικά ζητήματα, με πολλές σάλτσες και πράγματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Είναι ένα έργο τεράστιο, το οποίο το έχω κόψει πάρα πολύ για να παίζεται στη σημερινή εποχή σε δύο ώρες. Εκείνη την εποχή οι θεατές είχαν καιρό -και πολύ καλά έκαναν- και έβλεπαν πέντε ώρες έργο.
Γιατί το επιλέξατε για την Ελλάδα του 2024;
Θα το επέλεγα και για την Ελλάδα του 2011 και του 2015. Δε διαφέρουν και πολύ δομικά οι στιγμές που ζούμε.
Γενικά έχετε ζήσει τη Θεσσαλονίκη από τη μεριά του καλλιτέχνη. Έχει διαφορά από την Αθήνα;
Έχω έρθει με παραστάσεις πολλές φορές στη Θεσσαλονίκη. Το ξέρω το κοινό της πόλης. Η Θεσσαλονίκη ακριβώς επειδή έχει ιδιομορφίες διαθέτει ένα θεσμικό θέατρο μεγάλο, που είναι το Κρατικό και από εκεί και πέρα κάποιες μικρές, άλλες φορές πολλές άλλες φορές λιγότερες, ομάδες. Επίσης έρχονται εδώ και παραστάσεις από την Αθήνα. Το κοινό το βλέπω θετικό. Στην Αθήνα υπάρχει ο κορεσμός, στη Θεσσαλονίκη δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Στην Αθήνα, με τις 3000 πρεμιέρες το χρόνο, υπάρχει κορεσμός παρά το ότι ζουν εκεί 5 εκατομμύρια άνθρωποι. Εδώ δεν υπάρχει κορεσμός. Εδώ βλέπεις ότι όταν γίνονται πράγματα ζωντανά ο κόσμος είναι πιο δεκτικός. Βέβαια υπάρχει ένας ογκόλιθος στο μέσον της πόλης, που είναι η ΕΜΣ, δηλαδή το Κρατικό. Το οποίο άλλοτε παίζει ρόλο καλό και προοδευτικό, άλλοτε ανασχετικό. Τους έχει παίξει και τους δύο ρόλους. Και πολύ ανανεωτικό και ζωντανό και άλλοτε όχι.
Ως μαθητής του δημοτικού στα «Μακεδονικά Εκπαιδευτήρια». Ο Ακύλλας Καραζήσης διακρίνεται στη μέση της φωτογραφίας, στο τελευταίο θρανίο, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο
Πάμε πολλά χρόνια πίσω: Γεννηθήκατε το 1957 στη Θεσσαλονίκη. Σε ποια περιοχή;
Στο κέντρο, στη Μητροπόλεως. Μητροπόλεως και Πλουτάρχου, δίπλα στην Αριστοτέλους.
Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;
Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος που για πολλά χρόνια δούλεψε ως διακοσμητής, η μάνα μου ήταν καθηγήτρια γερμανικών και είχε ένα φροντιστήριο γερμανικών από τη δεκαετία του ‘70 και μετά.
Πιτσιρίκι με τη μητέρα του Μαίρη. Ντυμένος για το καρναβάλι ως πειρατής
Το οικογενειακό περιβάλλον πως ήταν; Πολιτικοποιημένο; Κουλτουριάρικο;
Από τον πατέρα μου αρκετά μποέμ, με ένα φιλελεύθερο πνεύμα. Η μάνα μου πιο παραδοσιακή. Τη διέκρινε αυτή η συγκινητική πορεία των γυναικών -το τονίζω αυτό- αυτής της γενιάς που μεγάλωσε στον πόλεμο και που προσπάθησαν με ένα τρόπο συγκινητικό να συμβαδίσουν -λίγο έστω- με τα παιδιά τους. Ο πατέρας μου ήταν ένας τύπος μοναχικός και μποέμ, φιλελεύθερος, παπανδρεϊκός, όχι ανδρεϊκός. Τον θυμάμαι μια φορά να ξεκινάει να πάει σε διαδήλωση. Πιθανότατα την περίοδο των Ιουλιανών. Περιβάλλον μεσοαστικό και αρκετά φιλελεύθερο, όμως το γύρω γύρω βαθιά συντηρητικό.
Η Θεσσαλονίκη τότε; Τι εικόνες έρχονται στο μυαλό;
Ήταν ένα πριγκιπάτο. Μεσοαστική Θεσσαλονίκη, ήταν ένα είδος μύθου. Ένιωθα ότι δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο. Μετά άρχισε να αχνοφαίνεται το «φάντασμα» της μακρινής Αθήνας, που όταν πήγα για πρώτη φορά ανακάλυψα ότι δεν έχει κέντρο και δεν καταλάβαινα ποια είναι η πόλη. Αντίθετα η Θεσσαλονίκη ήταν τότε μια πόλη συγκροτημένη, βαλκανοευρωπαϊκή θα έλεγα σήμερα. Τότε το έβλεπα με ένα άλλο τρόπο. Ακόμη και ο επαρχιωτισμός της Θεσσαλονίκης μού φαινόταν ως κάτι το αυτονόητο.
Kαλοκαιρινές διακοπές στη Θάσο, κάπου τη δεκαετία του 60
Μπάλα; Αθλητισμός;
Καθόλου, ποτέ. Με τη φίλη μου την Αφρούλη τη Μπέρσου, με την οποία ήμασταν κολλητοί και έμενε εδώ λίγο πιο κάτω, συναντιόμασταν και παίζαμε πάρα πολύ. Διαβάζαμε μυθιστορήματα και τα παίζαμε θέατρο.
Από τότε ξεκίνησε η τάση σας;
Δεν ήταν θέατρο θέατρο. Ήταν η συνέχεια της ανάγνωσης. Η φανατική συνέχιση της ανάγνωσης. Το πείσμα να μη βγεις από τη μυθοπλασία. Αυτό με έκανε να ασχοληθώ με το θέατρο. Στην αρχή ξεκίνησα με ποίηση στη Γερμανία και μετά είπα: «Όχι το θέατρο είναι πιο ζωντανό».
Πήγατε στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εκτός από τη γλώσσα τι πήρατε εκεί;
Δύο τρεις καθηγητές παρά πολύ καλούς. Η Ζώτου και ο Κρεμέτης. Η Ζώτου ήταν μια περσόνα μέσα στο σχολείο, ο Κρεμέτης μού έμαθε τον Ιωάννου, μού έμαθε αυτού του είδους τη σαλονικιώτικη νέα λογοτεχνία, που με διαμόρφωσε παρά πολύ.
Πειθαρχεία;
Το γερμανικό ήταν ένα μεσοαστικό σχολείο. Είχαμε εκείνη την περίοδο και παιδιά χουντικών και από την άλλη λίγους αριστερούς καθηγητές. Θυμάμαι έναν Γερμανό καθηγητή τον Μπίλερ που ήταν σοσιαλδημοκράτης και μας το έλεγε. Αλλά μόνο αυτός.
Κρατώντας το πανό που δείχνει τη Ρώμη: Επαναστατικό χάπενινγκ στα φοιτητικά χρόνια της Χαϊδελβέργης τη δεκαετία του 70
Και μετά Χαϊδελβέργη για σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τομέα;
Από αμηχανία. Δεν ήξερα πως να περάσω τη μυθοπλασία και την πέρασα μέσω της πολιτικής. Δηλαδή, πολιτική μυθοπλασία, η πολιτική ήταν ένας καινούργιος κόσμος, ουτοπικός, τον οποίο διάλεξα να τον υπηρετήσω, συμμετέχοντας σε ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα (γελάει). Χάλια μαύρα. Ύστερα από τρία χρόνια με πέταξαν κλοτσηδόν έξω…
Πως ήταν οι σπουδές στη Γερμανία;
Η 15ετία στη Γερμανία ήταν ιδιαίτερη. Τα πρώτα 7 χρόνια ήταν μαγικά. Θα τα έλεγα μεταφορικά ψυχότροπα χρόνια. Σα να ζούσες σε ένα παραμύθι, σε μια παραίσθηση. Κακό παραμύθι τα πρώτα δύο τρία χρόνια, μετά υπέροχο παραμύθι σε μια πόλη σαν τη Χαϊδελβέργη, που εμπνέει για τέτοια πράγματα. Μια πανεπιστημιούπολη, μια πριγκίπισσα του ‘68. Τα τελευταία 7 χρόνια στο θέατρο ήταν πάρα πολύ ωραία. Γενικά τα νιάτα μου στη Γερμανία ήταν δύσκολα, με την έννοια ότι ως 18άρης Σαλονικιός βρέθηκα ξαφνικά στην τριτοκοσμική Γερμανία. Γιατί το 1975 ήταν τριτοκοσμική η Γερμανία. Θυμάμαι τους τηλεφωνικούς θαλάμους, όπου περίμεναν οι κάθε λογής ξένοι ουρά για να πάρουν τηλέφωνο με ψεύτικα δεκαράκια. Από την άλλη στο πανεπιστήμιο γινόταν πραγματικός χαμός. Οι μαοϊκοί στη σχολή μου ήταν στα πάνω τους και κάθε τρεις μέρες δεν κάναμε μάθημα, γιατί έβγαινε ένας μαοϊκός και έκανε διακήρυξη.
Δουλέψατε στις σπουδές σας; Κάπου διάβασα ότι συμμετείχατε σε μουσικό συγκρότημα, έτσι; Τι μουσική παίζατε;
Αργότερα άρχισα τα ρεμπέτικα. Πρώτα οι σπουδές, που έπεσαν σε ένα αιώνιο λήθαργο (γελάει), μετά έληξαν και μετά ήταν όλα μια χαρά. Η μουσική, τα νεορεμπέτικα σε ταβέρνες ελληνικές, όπου και δούλεψα πολλά χρόνια ως γκαρσόνι.
Τι όργανο παίζατε;
Κιθάρα. Και μετά άρχισα το θέατρο
Ως ηθοποιός ξεκινήσατε το 1985 στο Κρατικό Θέατρο της Χαιδελβέργης, στην Städtische Bühne, όπου εργαστήκατε μέχρι το 1991. Ποια ήταν τα καλά και τα κακά από εκείνη την περίοδο;
Πάρα πολύ ωραία χρόνια. Ένας καινούργιος κόσμος.
Στα γερμανικά όλα αυτά;
Ναι, by accident έμεινα εκεί. Με κράτησαν και έπαιζα τους ξένους.
Και μετά, το 1990, εργαστήκατε ως ηθοποιός στο Θέατρο Winkelwiese της Ζυρίχης.
Μια σεζόν. Κατεβαίνοντας γεωγραφικά για την Αθήνα πήγα από Χαϊδελβέργη Ζυρίχη, μάζεψα τα πράγματά μου και το Μάιο του 1991 βρέθηκα στην Αθήνα.
Ελβετία και θέατρο ταιριάζουν;
Πολύ. Έχει πάρα πολύ καλό θέατρο. Ένας από τους ανανεωτές του γερμανόφωνου θεάτρου, ο Κρίστοφ Μαρτάλερ, είναι Ελβετός.
Επιστροφή στην Ελλάδα το 1991: Απότομη και ανώμαλη προσγείωση;
Θα έλεγα επίσης περιπετειώδης. Δεν ήξερα κανέναν. Κατέβηκα στην Αθήνα γιατί όλα γίνονταν εκεί. Χωρίς κλασσική εκπαίδευση, αλλά με μπόλικη εμπειρία και μπόλικα workshops που τα πρόσφερε το θέατρο εκεί.
Πως ήταν η προσγείωση; Και επαγγελματικά αλλά και από άποψη ζωής;
Ήμουν 33χρονών. Φοβόμουν, αλλά είμαι φύση τολμηρός, τουλάχιστον σε αυτά τα πράγματα. Με την έννοια ότι δε με νοιάζει το κόστος. Λόγω του αριστερού τρόπου που βλέπω τα πράγματα είμαι εναντίον της επίδοσης, εναντίον της επιβράβευσης, εναντίον των καλών μαθητών. Οπότε όλα αυτά με βοήθησαν. Δε χρειαζόταν να αποδείξω σε κανένα απολύτως τίποτα. Μου έλεγαν «που πας σε τέτοια ηλικία» και άλλα τέτοια.
Από εκεί πέρα ξεκινά μια μεγάλη πορεία στο σανίδι ως ηθοποιός. Παίξατε σε δεκάδες θέατρα και συνεργαστήκατε με πολλούς σπουδαίους σκηνοθέτες. Τι, ποιον και ποιο έργο ξεχωρίζετε από όλα αυτά;
Να ξεχωρίσω κάποια πρόσωπα που με βοήθησαν παρά πολύ. Έτυχε ερχόμενος στην Ελλάδα να ανοίγει ένα Θέατρο που έκανε τομή στα ελληνικά θεατρικά πράγματα. Εννοώ το Θέατρο Αmore του Γιάννη Xουβαρδά. Σε αυτό βρέθηκα χάρις στην καλή μου τύχη, χάρις στην καλή μου φίλη, τη Θεσσαλονικιά Έρση και χάρις σε μια αγγελία στην «Ελευθεροτυπία». Διάβασε η Έρση την αγγελία ότι γίνεται μια ακρόαση σε ένα Θέατρο που ανοίγει τώρα και λέγεται Αmore. Πήγα και αυτό σφράγισε τη μοίρα μου, γιατί έμεινα εκεί 19 χρόνια με τον Χουβαρδά.
Αυτός είναι και ο μέντοράς σας;
Είναι θεατρικά ένας από τους πιο στενούς συγγενείς μου. Και ένας άνθρωπος στον οποίο χρωστάω πολλά.
Άλλο σημαντικό πρόσωπο;
Είναι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, τον οποίο επίσης γνώρισα την πρώτη χρονιά. Τυχαία και λόγω μίας οικογενειακής σχέσης φίλων. Τον γνώρισα, συνδεθήκαμε πάρα πολύ και αυτό επισφράγισε επίσης την πορεία μου. Όταν δε δούλευα με το Χουβαρδά πήγαινα σε μια πιο …αριστερή λογική. Από τη Σοσιαλδημοκρατία περνούσα στην Άκρα Αριστερά, που ήταν ο Μαρμαρινός. Και ο τρίτος πόλος είναι ένας φίλος μου Γερμανός. Ο Albrecht Hirche, ο οποίος συνδέθηκε με τους άλλους δύο μέσω εμού που βρισκόμουν στην Ελλάδα και όταν ερχόταν να με επισκεφθεί έβλεπε τις παραστάσεις και στη συνέχεια συνδέθηκε με τον Μιχαήλ, αλλά και με το Amore. Με αυτούς τους τρεις συνδέθηκε η μοίρα μου. Και να πω κάτι που αφορά στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλο τύχη ήταν ότι αυτός που με έφερε στην Ελλάδα και αποτέλεσε ένα είδος σκαλοπατιού ήταν ο Σταύρος Τουφεξής, ένα εξαιρετικός άνθρωπος και ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης του ‘60 και του ‘70, ο οποίος με έστειλε σε έναν άνθρωπο που ερχόταν από τον χώρο της Τέχνης και έκανε ένα είδος εργαστηρίου λόγου. Τον Γιάννη Ρήγα, που είναι επί χρόνια διευθυντής στη Δραματική. Ε, αυτός μού έμαθε ελληνικά. Θεατρικά ελληνικά. Από έργα θα θυμηθώ «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, ένας μονόλογος που ήταν μια μεγάλη σχολή για μένα και μια δουλειά που έκανα με τον Γιάννη Ρήγα. Μετά δύο συνσκηνοθεσίες: με το Μιχαήλ Μαρμαρινό στο Εθνικό επί Χουβαρδά με την παράσταση «Στάλιν, μια συζήτηση για το ελληνικό θέατρο». Ήταν μια πολιτική παράσταση που την κάναμε οι δύο και την οποία δε θα την ξεχάσω. Και η δεύτερη είναι το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», με το φίλο μου το Νίκο τον Χατζόπουλο, που συνσκηνοθετήσαμε και το παίξαμε μαζί. Τέλος το πρώτο μου έργο που έγραψα το 2005, «Η περιπέτεια στην πόλη και την εξοχή» και το ανέβασα στο Amore.
Τι είναι τελικά ο ηθοποιός: Ταλέντο, έφεση, εκπαίδευση, ενδιαφέρον για τα κοινά ή λίγο απ’ όλα ή και η τύχη;
Τεράστια συζήτηση. Να ξεκινήσω αποφατικά. Δεν είναι το ταλέντο, γιατί δεν υπάρχει ταλέντο. Μπορεί να υπάρχει μια φυσική αμεσότητα, μια φυσική έφεση. Ο πλακατζής της παρέας δεν είναι απαραίτητα καλός ηθοποιός, ένας άνθρωπος που λέει καλά ανέκδοτα δε θα γινόταν καλός ηθοποιός, ίσα ίσα το αντίθετο. Εγώ προέρχομαι από τους «κομπλεξικούς» ηθοποιούς και έτσι προτιμώ τους ανθρώπους που δείχνουν αντίσταση προς αυτό που αγαπούν. Όπως η μικρή κόρη του Ληρ. Ρωτάει ο Ληρ τις κόρες του ποια τον αγαπάει και οι δύο απαντούν ότι τον αγαπούν και τον λατρεύουν. Η τρίτη, που τον αγαπάει περισσότερο, λέει ότι εγώ δεν μπορώ να σου απαντήσω και έτσι τη διώχνει. Εγώ λέω ότι είμαι λάτρης του θεάτρου ως εχθρός του θεάτρου. Είμαι λάτρης της μυθοπλασίας, όμως είμαι εχθρός της αναπαράστασης. Της αναπαράστασης ένας προς ένα. Δηλαδή, «παίξε μου το μανάβη» ή «παίξε μου τον θυμωμένο» ή «παίξε μου τον ερωτευμένο». Πιστεύω, όπως και ο φίλος μου ο Μαρμαρινός, ότι ο ερωτευμένος δεν παίζεται, ούτε ότι ο ερωτευμένος μπορεί να παίξει τον ερωτευμένο. Ο ερωτευμένος είναι ερωτευμένος, αυτό δεν εκφράζεται. Ο πενθών είναι πενθών, δεν παίζει το πένθος. Αυτός που κλαίει κλαίει, δεν παίζει ότι κλαίει. Η εκφραστικότητα του ηθοποιού είναι κάτι παράλληλο Ας ονομάσουμε τη ζωή προφορικότητα και ζωντάνια. Το θέατρο είναι κατ΄ εξοχήν γραπτότητα. Είναι χιλιάδες σελίδες γραπτών κειμένων, με στίξη. Πως θα γίνει αυτό το σύνολο των γραπτών κειμένων προφορικότητα; Ο Κλάιστ λέει μια πολύ ωραία φράση: «Η ιδέα έρχεται μιλώντας», δεν έχουμε προγραμματισμένο τι θα πούμε. Εκεί βασίζεται για μένα όλη η ιστορία. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει οποιαδήποτε είδους καλλιέργεια, όχι ότι πρέπει να είναι μεσοαστός από ιδιωτικό σχολείο, κάθε άλλο. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που έρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα και είναι εξαιρετικά καλλιεργημένοι Η καλλιέργεια είναι μια προσωπική και λίγο μυστήρια υπόθεση. Αλλά θέλει καλλιέργεια ο ηθοποιός. Είναι το θεμέλιο, κάτι σαν την συγκολλητική ουσία για να κτιστεί το οτιδήποτε. Θέλει καλλιέργεια, λοιπόν και θέλει και έναν έλεγχο στο ναρκισσισμό. Ο αχαλίνωτος νάρκισσος μπορεί να είναι ενδιαφέρον ηθοποιός σε κάποιες στιγμές, αλλά μετά γίνεται περίπτωση. Είναι σα να κάνουμε κάποιον ηθοποιό, ο οποίος έχει ένα βίτσιο.
Η εκπαίδευση;
Εγώ είμαι το παράδειγμα του ηθοποιού που έγινε ηθοποιός χωρίς εκπαίδευση. Είμαι εν μέρει ετεροδίδακτος από την εμπειρία, εμπειρικός δηλαδή, αλλά και αυτοδίδακτος. Δε θα το σύστηνα στον καθένα. Στην κόρη μου τη μεγάλη που είναι τώρα στη Δραματική σχολή δε θα της έλεγα να μην πάει εκεί. Γιατί καμία φορά μου λέει: «Εσύ δεν τέλειωσες Σχολή». Δεν πειράζει. Εγώ μπορεί να μην τέλειωσα Σχολή, αλλά εσύ πρέπει να πας στη Σχολή. Δουλεύω 20 χρόνια στις δραματικές σχολές και πιστεύω ότι η καλή εκπαίδευση χρειάζεται. Η κακή εκπαίδευση όχι. Γιατί χαλάει.
Έχετε διδάξει στις Δραματικές Σχολές του Ωδείου Αθηνών για 15 χρόνια και στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου για 9 χρόνια διακεκομμένα, καθώς και σε πολλά Εργαστήρια. Πως είναι η νέα γενιά των ηθοποιών; Η καινούργια φουρνιά των ηθοποιών πώς είναι ;
Πολύ καλύτερη. Πρώτον, γιατί οι γονείς είναι καλύτεροι, πιο φιλελεύθεροι, επιτρέπουν την εκφραστικότητα και δεν την ευνουχίζουν, όπως στις δικές μας γενιές και είναι πολύ πιο ελεύθεροι. Εμείς είμαστε πια οι γονείς και τα παιδιά μας είναι πιο απελευθερωμένα εκφραστικά. Και δεύτερον, γιατί η θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει αλλάξει και έχει γίνει πολύ καλύτερη. Πριν ήταν η τρομερή κλασικίζουσα, όπου συνυπήρχε τη δεκαετία του 60 με μια εκφραστικότητα μέσω του Θεάτρου Κουν και του Εθνικού Θεάτρου. Το 70 και το 80 κατέρρευσαν τα πάντα και δεν υπήρχε τίποτα από αυτά παρά μόνο απομεινάρια ενός μουσειακού παιξίματος. Από τη δεκαετία του ‘90 χάρις στον Βογιατζή χάρις στο Μαρμαρινό, χάρις στο Χουβαρδά άλλαξε άρδην και ανανεώθηκε. Και το θέατρο που ζούμε σήμερα είναι ένα θέατρο που στην Ευρώπη στέκει πολύ καλά.
«Στάλιν, μια συζήτηση για το ελληνικό θέατρο»: Ο Ακύλλας Καραζήσης φορώντας τη μάσκα του Στάλιν συνομιλεί με τον Μιχαήλ Μαρμαρηνό που υποδύεται τον Λένιν
Μαζί με την Μαρία Πρωτόπαππα στη θεατρική παράσταση «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»
Στο σανίδι παίζοντας στην παράσταση «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» σε συνσκηνοθεσία με το Νίκο Χατζόπουλο
Από το 2006 σκηνοθετείτε, συν-σκηνοθετείτε και σπανιότερα γράφετε έργα. Πως αποφασίζετε τι θα κάνετε και από ποια θέση;
Γράφω λιγότερο. Γράφω μέσω της σκηνοθεσίας μου. Τώρα πια προτιμώ τη θέση του σκηνοθέτη. Όμως μου λείπει πολύ και ο ηθοποιός.
Είναι εύκολο και τα δύο;
Το κάνω παίζοντας πια μικρούς ρόλους. Θα έλεγα ότι ένας συνδυασμός των δύο είναι το καλύτερο και αυτό προσπαθώ να κάνω.
Από τι εξαρτάται τι θα κάνετε;
Εν μέρει εξαρτάται από άλλους, δηλαδή πράγματα που μου προτείνουν και αυτό είναι το μικρότερο κομμάτι και είναι και πράγματα που προτείνω εγώ. Και είναι και πράγματα που τυχαίνουν.
Επιδραστικός ηθοποιός σήμερα;
Δε θα ήθελα να μπω σε ονοματολογία. Γενικά πρέπει να πω ότι στις παλιότερες γενιές θα προτιμούσα τις γυναίκες ηθοποιούς από τους άνδρες. Αυτό δεν ισχύει για τις νεότερες γενιές γιατί αγόρια κορίτσια έχουν την ίδια εκφραστικότητα.
Το στάτους του ηθοποιού αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;
Ελάχιστα καλύτερο από ότι ήταν πριν από 30 χρόνια. Το αντιμετωπίζω κάθε φορά που με ρωτούν τι δουλειά κάνεις. Όταν λέω ηθοποιός παίρνω μια αμυντική στάση. Η μικρή μου κόρη με κατηγορεί και μου λέει: «Γιατί απαντάς τόσο ξινά και επιθετικά;». Σε κοιτούν λες και είσαι μαϊμού. Είναι απαξιωτικό. Εμείς όμως δε φταίμε για τίποτα. Γιατί δεν υπάρχουν ηθοποιοί που έχουν κάνει κακό σε κάποιον.
Θα το συστήνατε σε έναν νέο άνθρωπο;
Ναι, η μεγάλη μου κόρη σπουδάζει αυτοβούλως ηθοποιός. Για μένα όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι καλλιτέχνες. Αυτή είναι η μόνη αξιοπρεπής δουλειά. Να ζούμε μυθοπλασία. Να μετατραπεί η πραγματικότητα σε μυθοπλασία. Αυτή είναι η ουτοπία, αυτή είναι ο σοσιαλιστική επανάσταση. Και ένα τεράστιο σοσιαλδημοκρατικό κράτος που θα δίνει σε όλους λεφτά.
Η σχέση θεάτρου με την πολιτική;
Άρρηκτα δεμένη. Το θέατρο είναι πολιτική, το θέατρο είναι κοινωνία. Μιλώντας για οικογενειακές σχέσεις μιλάς για το πιο πολιτικό πράγμα που υπάρχει. Μιλώντας για όλους τους δεσμούς το ίδιο. Και φυσικά μιλώντας για τα πιο προφανή πράγματα, όπως είναι η αδικία και η ανισότητα.
Πάμε στον ιδιώτη Ακύλλα Καραζήση: Με τι χαλαρώνετε σήμερα;
Η δουλειά. Προσέξτε: δε μου αρέσει να οργανώνω παραστάσεις. Η δημιουργική δουλειά στις πρόβες κυρίως του σκηνοθέτη, αλλά και του δασκάλου υποκριτικής είναι κάτι που συγχρόνως με κουράζει, αλλά και με απελευθερώνει δημιουργικά. Νοιώθω να γεμίζουν οι μπαταρίες μου και να γίνομαι καλά. Το νοιώθω ως κάτι θεραπευτικό.
Οικογένεια;
Δύο κόρες. Δεκατριών και 20 χρονών. Η μια σχολείο ή άλλη Δραματική σχολή. Υπέροχα (χαμογελάει).
Μουσική θα ακούτε. Προτιμήσεις;
Μετά την καραντίνα ξαναέπιασα την κιθάρα και όποτε πηγαίνω στην Αίγινα για καλοκαιρινές διακοπές παίζω ξανά. Και θυμάμαι πάλι τα ρεμπέτικα.
Αγαπημένο συγκρότημα;
Α, βέβαια. Juthro Tull, Who και κάποια ή ίσως και πολλά από Stones, όπως το «Exile on main street». Από τους Who το «Live at Leeds» και από τους Jethro Tull τα «Aqualung» και το «Thick as a Brick».
Ταινία που σας άρεσε εσχάτως;
(Σκέφτεται). Πλέον τις βλέπω σε πλατφόρμες. Εμένα οι ταινίες του Κόπολα είναι το ευαγγέλιό μου, όπως οι δύο «Νονοί».
Τι θα έλεγε ο Ακύλλας Καραζήσης για τον Ακύλλα Καραζήση; Πως θα τον χαρακτήριζε;
(γελάει). Εντάξει, αυτό είναι αδύνατη ερώτηση για να απαντηθεί, γιατί είναι σα να προσπαθείς να περιγράψεις τον εαυτό σου. Είναι σα να έχεις πάρει LSD και να κόβεσαι και να ανατινάζεσαι σε χίλια κομμάτια.
Δύο τρία επίθετα που σας περιγράφουν;
Ένα μείγμα μεταξύ χάους και αναρχίας και μιας επιμονής σε κάποιου είδους ακρίβεια. Η ακρίβεια μαζί με την αναρχία.
Πως βιώνετε ότι μεγαλώνετε;
Με το που άρχισε η πανδημία, που με βρήκε στα 62 μου, κάνω κάθε μέρα αδιαλείπτως μια ώρα γυμναστική στο σπίτι μου. Για να αισθάνομαι καλά σωματικά. Αισθάνομαι σα να παλεύω με το θάνατο. Δεν καπνίζω εδώ και πολλά χρόνια, αλλά πίνω.
Ο θάνατος; Σας απασχολεί; Σας τρομάζει;
Μέσα από τη μυθοπλασία πάρα πολύ και εμμέσως ξεφεύγει και από τις κλειδαρότρυπες και βγαίνει και στη ζωή. Περισσότερο το πένθος, η απώλεια. Αυτές οι πλευρές του θανάτου.
Η Ελλάδα του 2024 σας αρέσει;
Με την Ελλάδα έχω πάντα την ίδια επίγευση. Ελπίζω αυτό να μη συμβαίνει εις το διηνεκές, αλλά μέχρι τώρα αυτή είναι η εμπειρία μου: μόλις συμβαίνει κάτι καλό, κάτι δημιουργικό, κάτι αναζωογονητικό, είναι σα να έρχεται ένας απρόσκλητος πατέρας, ένας πατριάρχης και να το κόβει και να λέει: «Ήσασταν άτακτα παιδιά, γυρίστε μέσα στο δωμάτιο». Αυτό σε όλες τις εκφάνσεις. Είτε είναι πολιτικά είτε είναι καλλιτεχνικά δρώμενα. Μόλις κάτι ανθίσει ανατρέπεται. Κάτι που δε γίνεται στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Εδώ είναι σα να επικρατεί η ασυγχρονότητα. Ένα είδος μπερδεμένου και συγχυτικού αναχρονισμού.
Ποια πράγματα σάς πληγώνουν;
Πολλά πράγματα με ενοχλούν τρομερά. Πολλά πράγματα με εμποδίζουν.
Όπως;
Υπάρχει πάντα μια διάσταση μεταξύ των δημιουργικών πυρήνων της κοινωνίας και των θεσμικών οργάνων.
Που αλληλοεξουδετερώνονται;
Δε φταίνε γι’ αυτό οι δημιουργικοί πυρήνες ή οι δημιουργικές κοινότητες για να το πω καλύτερα.
Η Θεσσαλονίκη; Πόσο συχνά είστε εδώ;
Συχνά. Η αδελφή μου ζει εδώ και έχω πολλούς παιδικούς φίλους.
Πως την βλέπετε σήμερα; Έχει υποχωρήσει σε σχέση με τα δικά σας χρόνια;
Έχει αλλάξει άρδην, όπως έχει αλλάξει όλος ο κόσμος πια. Είναι μια πόλη που μοιάζει με μια πολύ ωραία κοπέλα, η οποία συνεχώς νομίζει ότι είναι λίγο άσχημη. Η Θεσσαλονίκη έχει χαρίσματα. Η απάντηση που παίρνω από όλους όταν λέω κάτι τέτοιο είναι: «Ε, κάτσε τρεις μήνες και θα δεις». Μια περίεργη αυτολύπηση και θυματοποίηση υπάρχει. Όμως η πόλη έχει πάρα πολύ ζωντανό υλικό. Το βλέπω στους ηθοποιούς, που δεν έχουν καμία σχέση με ότι συναντούσε κανείς πριν από 15 χρόνια. Και η ομάδα της παράστασης «Οι Ληστές» που ανεβάζουμε στο ΚΘΒΕ, είναι πραγματικά λαμπρή.
Για το τέλος η ερώτηση με το μαγικό ραβδί: Τι θα αλλάζατε στην καλλιτεχνική Ελλάδα έτσι ώστε το μέλλον του πολιτισμού και της τέχνης να είναι καλύτερο;
Θα άλλαζα δύο πράγματα, συμπληρωματικά. Το ένα πιο πρακτικό, το άλλο πιο ουτοπικό. Με ένα μαγικό ραβδί θα άλλαζα όλο αυτό το δημόσιο χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων που ασχολούνται με τον πολιτισμό. Να ασχολούνται και αυτοί πιο καλλιτεχνικά με τον πολιτισμό. Δηλαδή, να έχουν την ψυχή του καλλιτέχνη, τη δημιουργικότητα και την εκφραστικότητά του. Θα μου πείτε: πολλά ζητάω, αλλά εν πάση περιπτώσει εγώ αυτό ζητάω. Και αυτό είναι ουτοπικό, δεν είναι πρακτικό. Το δεύτερο είναι ακόμη πιο ουτοπικό. Είναι να κτυπήσω με ένα μαγικό ραβδί όλες τις πολυκατοικίες που μένει κόσμος και αυτοί οι άνθρωποι να βγουν στα μπαλκόνια και να τραγουδούν, να βγουν και να απαγγέλουν ποιήματα, να βγουν και να παίζουν θέατρο σε κάθε μπαλκόνι Αυτό είναι το όνειρό μου για την κοινωνία, αυτή είναι για μένα η σοσιαλιστική κοινωνία.
ΣΧΟΛΙΑ