Τα έξυπνα πουλιά Κυριάκος-Αλέξης

 21/07/2019 20:00

Τα έξυπνα πουλιά από την μύτη πιάνονται, λέει η παροιμία που μου έρχεται στο μυαλό όταν αναλογίζομαι τα αποτελέσματα των δίδυμων εκλογών που είχαμε πρόσφατα στη χώρα. Από την άλλη, μπορεί απλά τα έξυπνα πουλιά, να επιβεβαιώνουν την εξυπνάδα τους, κάνοντας με επιτυχία τη δουλειά τους.

Ας γίνω πιο σαφής.

Στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου ο Αλέξης Τσίπρας πιάστηκε… κοιμώμενος. Όντας πεπεισμένος -από τους επιτελείς του- ότι αν εξαγγείλει παροχές θα περιορίσει την αναμενόμενη διαφορά σε απολύτως ελεγχόμενα ποσοστά, τα… έδωσε όλα. Την ίδια περίοδο, επιδεικνύοντας το προφίλ του «άχαστου» και την αλαζονεία που εξ αυτού πηγάζει, επέλεξε να μην διακινδυνέψει ντιμπέιτ με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς και έφτασε στις κάλπες με την πεποίθηση ότι… «τους έχει».

Τελικά, η διαφορά σταμάτησε λίγο κάτω από τους δέκα πόντους.

Το σοκ του Τσίπρα ήταν μεγάλο. Τρεις μέρες χρειάστηκε να καταλάβει τι έπαθε. Δεν το έβαλε κάτω όμως. Εξαφάνισε Βερναρδάκηδες, Πολάκηδες και όσους θεωρούσε ότι τον παρέσυραν στη λάθος στρατηγική και προσπάθησε να αλλάξει τα δεδομένα -τα «κόζια» όπως λέγονται στην αργκό- και αναπροσάρμοσε τους στόχους και τη στρατηγική του.

Ξέγραψε κάθε σκέψη για διεκδίκηση νίκης και επικέντρωσε την προσπάθειά του στο να κερδίσει μια αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στην ευρεία παράταξη της κεντροαριστεράς. Προς τούτο, άνοιξε ορθάνοιχτα τις πόρτες των ψηφοδελτίων σε οποιονδήποτε προερχόμενο από δεξιά του (κυρίως ΠΑΣΟΚ αλλά όχι μόνον) εγκατέλειψε τα αδιάλλακτα –δεν βγαίνει κανείς στο ΣΚΑΪ κ.λπ.- και εμφανίστηκε ως ένας κανονικός Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης.

Το σχέδιο δεν θα του έβγαινε, αν δεν τον βοηθούσε ο… Κυριάκος Μητσοτάκης, που με τη σειρά του -κατά την ταπεινή μου γνώμη- πιάστηκε… από τη μύτη. Πεπεισμένος από τους δικούς του συμβούλους πως ο αγώνας κρίθηκε χωρίς να χρειάζεται να δοθεί, και ότι η διαφορά των δέκα ποσοστιαίων μονάδων θα διευρυνόταν μόνη της, αρκεί να μη γίνει κανένα μεγάλο λάθος ή κάποια… στραβή, ουσιαστικά εξαφανίστηκε κατά την προεκλογική περίοδο του Ιουλίου. Ούτε συγκεντρώσεις, ούτε σκληρή κριτική στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε προσωπική επίθεση στον Τσίπρα, ούτε αποκαλύψεις και καταγγελίες για τα έργα και τις ημέρες της… για πρώτη φορά αριστεράς στο Μαξίμου.

Με αυτήν την τακτική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είδε μεν τον μεγάλο του στόχο -την αυτοδυναμία- να επιτυγχάνεται, αλλά με το παράδοξο: η κυβέρνηση παρά την προεξοφλημένη από όλους ήττα της, να αυξάνει τα ποσοστά της, να μαζεύει τη διαφορά και ο Τσίπρας να ανασταίνεται και να προβάλλει όχι ως ηττημένος αλλά ως ο μεγάλος νικητής.

Αμφότεροι βολεύτηκαν στο νέο σκηνικό. Ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης ασχολείται αποκλειστικά πλέον με την διακυβέρνηση θέλοντας να αξιοποιήσει όσο γίνεται την πίστωση χρόνου που διαθέτει, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν είναι απεριόριστη.

Από τη δική του πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας θ’ αφήσει τον νέο πρωθυπουργό να ασκήσει ανεμπόδιστα τα καθήκοντά του, κατευθύνοντας την ενέργεια και το ενδιαφέρον του στην ολοκλήρωση της πορείας σοσιαλδημοκρατικοποίησής του, με την περαιτέρω ΠΑΣΟΚοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Το σκηνικό του νέου διπολισμού, έχει πλέον στηθεί. Σε καλό να μας βγει.


********************************************************************************************************************************************************


* Και να που στα καφενεία και τους λοιπούς χώρους συνάθροισης των πολύξερων νεοελλήνων, το δίλημμα που απασχολεί τους…ειδήμονες καλοκαιριάτικα, είναι: Πολιτικός ή τεχνοκράτης; Επειδή όλα στην ζωή είναι μια πρόσθεση και μια αφαίρεση, σταχυολογώ τα υπέρ και τα κατά, που ακούγονται στα… δημοσιογραφικά στέκια:

Ο πολιτικός έχει τη νομιμοποίηση από τους πολίτες-ψηφοφόρους του, να παίρνει αποφάσεις που αφορούν τη δημόσια σφαίρα -και κατά συνέπεια τη ζωή τους. Επίσης, διαθέτει το κύρος να επιβάλλει τη θέλησή του, αποθαρρύνοντας όσους διαφωνούν ή θίγονται, από το να βγουν στο αντάρτικο.


* Από την άλλη, δεν έχει ειδικές γνώσεις για το συγκεκριμένο κομμάτι της αγοράς το οποίο καλείται να διαχειριστεί και να βελτιώσει.

Ο πολιτικός έχει το ένστικτο ή την εμπειρία, να μπορεί να προβλέψει τις επιπτώσεις που θα έχουν στην κοινή γνώμη οι αποφάσεις του. Από την άλλη, κουβαλά αιτήματα από τους ψηφοφόρους του και προετοιμαζόμενος για τις επόμενες εκλογές, θα προσμετρά ανά πάσα στιγμή και για κάθε απόφασή του, το λεγόμενο πολιτικό κόστος.

Ο τεχνοκράτης -ο άνθρωπος της πιάτσας- ξέρει τη δουλειά, καθώς κατέχει τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για την συγκεκριμένη θέση. (Αν δεν τις έχει δεν είναι τεχνοκράτης, αλλά ένας απλός ευνοημένος).

Γνωρίζει ότι θα κριθεί από το αποτέλεσμα και κριτής του δεν θα είναι η κοινή γνώμη, αλλά αυτός που τον επέλεξε. Κατά συνέπεια, δεν τον πολυαπασχολεί το πολιτικό κόστος, αλλά η υλοποίηση του πρότζεκτ που ανέλαβε.


* Ο τεχνοκράτης, ξέρει πώς λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, αλλά αγνοεί τους αργόσυρτους τρόπους και την αρρωστημένη νοοτροπία του ελληνικού δημοσίου. Εύκολα λοιπόν, μπορεί να μπλέξει στα σκουριασμένα γρανάζια και να εγκλωβιστεί σε άγονες αντιπαραθέσεις με τους… αήττητους δημοσίους υπαλλήλους.

Ο τεχνοκράτης, έχοντας την επίγνωση πως στερείται τις πλάτες που διαθέτουν οι αιρετοί, ενδέχεται να επιδείξει υποχωρητικότητα και διάθεση συμβιβασμού με βουλευτές και συμφέροντα, προκειμένου να αποκτήσει συμμάχους. Και για να το πετύχει αυτό, θα αναγκαστεί να κάνει εκπτώσεις στις αποφάσεις που πρέπει να λάβει.

Σε γενικές γραμμές, καλοί οι τεχνοκράτες, αλλά δίχως άριστο συντονισμό και πολιτικό έλεγχο, εύκολα θα χάσουν τον δρόμο μετατρεπόμενοι σε όργανα εξυπηρέτησης είτε των παλιών, είτε των υποψήφιων μελλοντικών τους αφεντικών.

* Ήταν –κατά πως λένε όσοι τη γνώρισαν- ένας εξαίρετος άνθρωπος. Λαμπρή επιστήμων, μητέρα, σύζυγος, κόρη, αδερφή, συνάδερφος. Εξήντα χρονών, μοριακή βιολόγος-ερευνήτρια. Μετείχε σε ένα συνέδριο υψηλού επιπέδου στην Κρήτη. Στην ανάπαυλα, είπε να κάνει τζόκινγκ στην εξοχή. Για κακή της τύχη, βρέθηκε στον δρόμο της ένας ντόπιος, αγρότης, 27 χρόνων, γιος παπά, σύζυγος, πατέρας δύο μικρών παιδιών. Ούτε την ήξερε, ούτε την είχε δει στην ζωή του, ούτε επρόκειτο να την ξαναδεί. Τη σημάδεψε με το αυτοκίνητο, τη χτύπησε, τη βίασε, τη σκότωσε, την πέταξε βαθιά σε μια σπηλιά.

* Ερμηνεύεται αυτό το πράγμα; Μπορεί δηλαδή να κάνει κάτι -και τι– μια οργανωμένη κοινωνία για να περιοριστεί η πιθανότητα να συμβούν τέτοια αποτροπιαστικά γεγονότα;

Δεν είμαι ειδικός, οπότε δεν αποτολμώ να αποφανθώ.

* Παρακολουθώ έντρομος αυτό που περιγράφουν οι γείτονες και το κοινωνικό περιβάλλον του δολοφόνου της βιολόγου στην Κρήτη, ότι «δεν δούλευε σωστά το μυαλό του», ότι «έκανε παράξενα πράγματα» και δίνουν παραδείγματα. Όπως μου λένε οι πιο ψαγμένοι, είναι η κλασική περίπτωση της παρανοειδούς ψύχωσης...
Είναι -μου λένε- η πιο επικίνδυνη μορφή ψυχικής ασθένειας γιατί σε αντίθεση με τις άλλες δύο βασικές (σχιζοφρένεια-μανιοκατάθλιψη) ο πάσχων μπορεί να έχει κοινωνική ζωή, εργασία, οικογένεια (στις άλλες δύο παθήσεις ούτε 1% δεν το κατορθώνει αυτό) και κατά συνέπεια να περνά… απαρατήρητος.
Το κοινωνικό περιβάλλον -και κυρίως η οικογένεια- ερμηνεύει τα συμπτώματα της βαριάς αυτής ψυχικής πάθησης ως παραξενιά, ιδιορρυθμία, ευχάριστη τρέλα κ.λπ.
Είναι γιατί στην ελληνική κοινωνία, η ψυχική πάθηση θεωρείται βαρύ οικογενειακό στίγμα και πρέπει να μπαίνει κάτω από το χαλί…

Και φτάνει η στιγμή που μιλάμε για πρωτοφανές γεγονός, στυγερό έγκλημα, ασύλληπτη τραγωδία, τέρας, κτήνος, δράκο κ.λπ.

Παρότι το έχουμε δει να συμβαίνει πολύ συχνά, το ξεχνάμε μέχρι την επόμενη φορά που βιώνουμε τη φρίκη ως είδηση ή την είδηση ως φρίκη.
Και η ζωή συνεχίζεται…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21 Ιουλίου 2019

Τα έξυπνα πουλιά από την μύτη πιάνονται, λέει η παροιμία που μου έρχεται στο μυαλό όταν αναλογίζομαι τα αποτελέσματα των δίδυμων εκλογών που είχαμε πρόσφατα στη χώρα. Από την άλλη, μπορεί απλά τα έξυπνα πουλιά, να επιβεβαιώνουν την εξυπνάδα τους, κάνοντας με επιτυχία τη δουλειά τους.

Ας γίνω πιο σαφής.

Στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου ο Αλέξης Τσίπρας πιάστηκε… κοιμώμενος. Όντας πεπεισμένος -από τους επιτελείς του- ότι αν εξαγγείλει παροχές θα περιορίσει την αναμενόμενη διαφορά σε απολύτως ελεγχόμενα ποσοστά, τα… έδωσε όλα. Την ίδια περίοδο, επιδεικνύοντας το προφίλ του «άχαστου» και την αλαζονεία που εξ αυτού πηγάζει, επέλεξε να μην διακινδυνέψει ντιμπέιτ με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς και έφτασε στις κάλπες με την πεποίθηση ότι… «τους έχει».

Τελικά, η διαφορά σταμάτησε λίγο κάτω από τους δέκα πόντους.

Το σοκ του Τσίπρα ήταν μεγάλο. Τρεις μέρες χρειάστηκε να καταλάβει τι έπαθε. Δεν το έβαλε κάτω όμως. Εξαφάνισε Βερναρδάκηδες, Πολάκηδες και όσους θεωρούσε ότι τον παρέσυραν στη λάθος στρατηγική και προσπάθησε να αλλάξει τα δεδομένα -τα «κόζια» όπως λέγονται στην αργκό- και αναπροσάρμοσε τους στόχους και τη στρατηγική του.

Ξέγραψε κάθε σκέψη για διεκδίκηση νίκης και επικέντρωσε την προσπάθειά του στο να κερδίσει μια αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στην ευρεία παράταξη της κεντροαριστεράς. Προς τούτο, άνοιξε ορθάνοιχτα τις πόρτες των ψηφοδελτίων σε οποιονδήποτε προερχόμενο από δεξιά του (κυρίως ΠΑΣΟΚ αλλά όχι μόνον) εγκατέλειψε τα αδιάλλακτα –δεν βγαίνει κανείς στο ΣΚΑΪ κ.λπ.- και εμφανίστηκε ως ένας κανονικός Ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης.

Το σχέδιο δεν θα του έβγαινε, αν δεν τον βοηθούσε ο… Κυριάκος Μητσοτάκης, που με τη σειρά του -κατά την ταπεινή μου γνώμη- πιάστηκε… από τη μύτη. Πεπεισμένος από τους δικούς του συμβούλους πως ο αγώνας κρίθηκε χωρίς να χρειάζεται να δοθεί, και ότι η διαφορά των δέκα ποσοστιαίων μονάδων θα διευρυνόταν μόνη της, αρκεί να μη γίνει κανένα μεγάλο λάθος ή κάποια… στραβή, ουσιαστικά εξαφανίστηκε κατά την προεκλογική περίοδο του Ιουλίου. Ούτε συγκεντρώσεις, ούτε σκληρή κριτική στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε προσωπική επίθεση στον Τσίπρα, ούτε αποκαλύψεις και καταγγελίες για τα έργα και τις ημέρες της… για πρώτη φορά αριστεράς στο Μαξίμου.

Με αυτήν την τακτική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είδε μεν τον μεγάλο του στόχο -την αυτοδυναμία- να επιτυγχάνεται, αλλά με το παράδοξο: η κυβέρνηση παρά την προεξοφλημένη από όλους ήττα της, να αυξάνει τα ποσοστά της, να μαζεύει τη διαφορά και ο Τσίπρας να ανασταίνεται και να προβάλλει όχι ως ηττημένος αλλά ως ο μεγάλος νικητής.

Αμφότεροι βολεύτηκαν στο νέο σκηνικό. Ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης ασχολείται αποκλειστικά πλέον με την διακυβέρνηση θέλοντας να αξιοποιήσει όσο γίνεται την πίστωση χρόνου που διαθέτει, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν είναι απεριόριστη.

Από τη δική του πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας θ’ αφήσει τον νέο πρωθυπουργό να ασκήσει ανεμπόδιστα τα καθήκοντά του, κατευθύνοντας την ενέργεια και το ενδιαφέρον του στην ολοκλήρωση της πορείας σοσιαλδημοκρατικοποίησής του, με την περαιτέρω ΠΑΣΟΚοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Το σκηνικό του νέου διπολισμού, έχει πλέον στηθεί. Σε καλό να μας βγει.


********************************************************************************************************************************************************


* Και να που στα καφενεία και τους λοιπούς χώρους συνάθροισης των πολύξερων νεοελλήνων, το δίλημμα που απασχολεί τους…ειδήμονες καλοκαιριάτικα, είναι: Πολιτικός ή τεχνοκράτης; Επειδή όλα στην ζωή είναι μια πρόσθεση και μια αφαίρεση, σταχυολογώ τα υπέρ και τα κατά, που ακούγονται στα… δημοσιογραφικά στέκια:

Ο πολιτικός έχει τη νομιμοποίηση από τους πολίτες-ψηφοφόρους του, να παίρνει αποφάσεις που αφορούν τη δημόσια σφαίρα -και κατά συνέπεια τη ζωή τους. Επίσης, διαθέτει το κύρος να επιβάλλει τη θέλησή του, αποθαρρύνοντας όσους διαφωνούν ή θίγονται, από το να βγουν στο αντάρτικο.


* Από την άλλη, δεν έχει ειδικές γνώσεις για το συγκεκριμένο κομμάτι της αγοράς το οποίο καλείται να διαχειριστεί και να βελτιώσει.

Ο πολιτικός έχει το ένστικτο ή την εμπειρία, να μπορεί να προβλέψει τις επιπτώσεις που θα έχουν στην κοινή γνώμη οι αποφάσεις του. Από την άλλη, κουβαλά αιτήματα από τους ψηφοφόρους του και προετοιμαζόμενος για τις επόμενες εκλογές, θα προσμετρά ανά πάσα στιγμή και για κάθε απόφασή του, το λεγόμενο πολιτικό κόστος.

Ο τεχνοκράτης -ο άνθρωπος της πιάτσας- ξέρει τη δουλειά, καθώς κατέχει τις ειδικές γνώσεις που απαιτούνται για την συγκεκριμένη θέση. (Αν δεν τις έχει δεν είναι τεχνοκράτης, αλλά ένας απλός ευνοημένος).

Γνωρίζει ότι θα κριθεί από το αποτέλεσμα και κριτής του δεν θα είναι η κοινή γνώμη, αλλά αυτός που τον επέλεξε. Κατά συνέπεια, δεν τον πολυαπασχολεί το πολιτικό κόστος, αλλά η υλοποίηση του πρότζεκτ που ανέλαβε.


* Ο τεχνοκράτης, ξέρει πώς λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, αλλά αγνοεί τους αργόσυρτους τρόπους και την αρρωστημένη νοοτροπία του ελληνικού δημοσίου. Εύκολα λοιπόν, μπορεί να μπλέξει στα σκουριασμένα γρανάζια και να εγκλωβιστεί σε άγονες αντιπαραθέσεις με τους… αήττητους δημοσίους υπαλλήλους.

Ο τεχνοκράτης, έχοντας την επίγνωση πως στερείται τις πλάτες που διαθέτουν οι αιρετοί, ενδέχεται να επιδείξει υποχωρητικότητα και διάθεση συμβιβασμού με βουλευτές και συμφέροντα, προκειμένου να αποκτήσει συμμάχους. Και για να το πετύχει αυτό, θα αναγκαστεί να κάνει εκπτώσεις στις αποφάσεις που πρέπει να λάβει.

Σε γενικές γραμμές, καλοί οι τεχνοκράτες, αλλά δίχως άριστο συντονισμό και πολιτικό έλεγχο, εύκολα θα χάσουν τον δρόμο μετατρεπόμενοι σε όργανα εξυπηρέτησης είτε των παλιών, είτε των υποψήφιων μελλοντικών τους αφεντικών.

* Ήταν –κατά πως λένε όσοι τη γνώρισαν- ένας εξαίρετος άνθρωπος. Λαμπρή επιστήμων, μητέρα, σύζυγος, κόρη, αδερφή, συνάδερφος. Εξήντα χρονών, μοριακή βιολόγος-ερευνήτρια. Μετείχε σε ένα συνέδριο υψηλού επιπέδου στην Κρήτη. Στην ανάπαυλα, είπε να κάνει τζόκινγκ στην εξοχή. Για κακή της τύχη, βρέθηκε στον δρόμο της ένας ντόπιος, αγρότης, 27 χρόνων, γιος παπά, σύζυγος, πατέρας δύο μικρών παιδιών. Ούτε την ήξερε, ούτε την είχε δει στην ζωή του, ούτε επρόκειτο να την ξαναδεί. Τη σημάδεψε με το αυτοκίνητο, τη χτύπησε, τη βίασε, τη σκότωσε, την πέταξε βαθιά σε μια σπηλιά.

* Ερμηνεύεται αυτό το πράγμα; Μπορεί δηλαδή να κάνει κάτι -και τι– μια οργανωμένη κοινωνία για να περιοριστεί η πιθανότητα να συμβούν τέτοια αποτροπιαστικά γεγονότα;

Δεν είμαι ειδικός, οπότε δεν αποτολμώ να αποφανθώ.

* Παρακολουθώ έντρομος αυτό που περιγράφουν οι γείτονες και το κοινωνικό περιβάλλον του δολοφόνου της βιολόγου στην Κρήτη, ότι «δεν δούλευε σωστά το μυαλό του», ότι «έκανε παράξενα πράγματα» και δίνουν παραδείγματα. Όπως μου λένε οι πιο ψαγμένοι, είναι η κλασική περίπτωση της παρανοειδούς ψύχωσης...
Είναι -μου λένε- η πιο επικίνδυνη μορφή ψυχικής ασθένειας γιατί σε αντίθεση με τις άλλες δύο βασικές (σχιζοφρένεια-μανιοκατάθλιψη) ο πάσχων μπορεί να έχει κοινωνική ζωή, εργασία, οικογένεια (στις άλλες δύο παθήσεις ούτε 1% δεν το κατορθώνει αυτό) και κατά συνέπεια να περνά… απαρατήρητος.
Το κοινωνικό περιβάλλον -και κυρίως η οικογένεια- ερμηνεύει τα συμπτώματα της βαριάς αυτής ψυχικής πάθησης ως παραξενιά, ιδιορρυθμία, ευχάριστη τρέλα κ.λπ.
Είναι γιατί στην ελληνική κοινωνία, η ψυχική πάθηση θεωρείται βαρύ οικογενειακό στίγμα και πρέπει να μπαίνει κάτω από το χαλί…

Και φτάνει η στιγμή που μιλάμε για πρωτοφανές γεγονός, στυγερό έγκλημα, ασύλληπτη τραγωδία, τέρας, κτήνος, δράκο κ.λπ.

Παρότι το έχουμε δει να συμβαίνει πολύ συχνά, το ξεχνάμε μέχρι την επόμενη φορά που βιώνουμε τη φρίκη ως είδηση ή την είδηση ως φρίκη.
Και η ζωή συνεχίζεται…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21 Ιουλίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία