Τέμπη: Να μπει τέλος στην παρωδία των εξεταστικών επιτροπών, όλοι να κρίνονται από τον φυσικό τους δικαστή. Του Νίκου Ηλιάδη
21/03/2024 07:00
21/03/2024 07:00
Με τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή του πορίσματος της πλειοψηφίας σχετικά με το δυστύχημα των Τεμπών, έπεσε η αυλαία άλλης μια εξεταστικής επιτροπής η οποία είχε ουσιαστικά το ίδιο άδοξο τέλος με τις προηγούμενες 23 που είχαν συγκροτηθεί κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Βλέποντας, μία προς μία, όλες τις εξεταστικές επιτροπές των τελευταίων περίπου σαράντα ετών (η πρώτη συγκροτήθηκε το 1986 για τον Φάκελο της Κύπρου) διαπιστώνεται ότι καμία δεν εισέφερε το παραμικρό στη διαλεύκανση των υποθέσεων τις οποίες κλήθηκαν να διερευνήσουν. Ορισμένες ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους χωρίς καν να καταφέρουν να καταλήξουν σε πόρισμα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε τόσα διαφορετικά πορίσματα, όσα και τα κόμματα τα οποία συμμετείχαν σε αυτές.
Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των Τεμπών. Το πόρισμα της Νέας Δημοκρατίας είδε μόνον “ανθρώπινο λάθος” και καμία ευθύνη πολιτικών προσώπων. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζει ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων, αλλά μόνον για την περίοδο μετά τον Ιούλιο του 2019, δηλαδή μόνον για Καραμανλή, Καραγιάννη και Τριαντόπουλο.
Εξαιρεί την προηγούμενη πολιτική ηγεσία υπό τον Σπίρτζη παρότι, όπως είναι γνωστό, η μοιραία σύμβαση 717 η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στο ανθρώπινο λάθος, υπογράφηκε το 2014 με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2016, αλλά ακόμη πελαγοδρομεί.
Στη συνείδηση των πολιτών έχει αποτυπωθεί ότι οι εξεταστικές επιτροπές δεν είναι παρά ένας μηχανισμός ξεπλύματος των όποιων πιθανών ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων· ακόμη και αυτών που στη συνέχεια καταδικάστηκαν, όπως ο Άκης Τσοχατζόπουλος για βαρύτατα αδικήματα τα οποία όμως οι εξεταστικές επιτροπές τα προσπέρασαν. Για το μόνο που ενδιαφέρονται τα κόμματα, τα οποία έχουν ασκήσει εξουσία είναι να προστατεύσουν τα στελέχη τους, νομίζοντας πως έτσι προστατεύουν και το κόμμα τους.
Δεν συνειδητοποιούν όμως, ότι με τον τρόπο αυτόν πυροβολούν τα πόδια ολόκληρου του πολιτικού συστήματος το οποίο δυσφημίζεται, απομειώνοντας έτι περαιτέρω, τα όποια αποθέματα αξιοπιστίας διαθέτει ακόμη στα μάτια των πολιτών. Επιπλέον, δυσφημίζεται και η ίδια η Δικαιοσύνη το έργο της οποίας εν τέλει παρεμποδίζεται αντί να διευκολύνεται από τη λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών.
Είναι πλέον πασιφανές ότι απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις και πρωτοβουλίες, ενόψει και της συζήτησης που πρόκειται να ανοίξει κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική θητεία σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η τροποποίηση του άρθρου 68 παρ.2 που είχε γίνει κατά την προηγούμενη αναθεώρηση, δίνοντας τη δυνατότητα και στην αντιπολίτευση να προτείνει σύσταση εξεταστικής επιτροπής απεδείχθη άνευ νοήματος καθώς την πλειοψηφία σε αυτήν εξακολουθεί να έχει η πλειοψηφία.
Καμία ουσιαστική βελτίωση δεν επέφερε και η μερική τροποποίηση του άρθρου 62 με την οποία περιορίστηκε η βουλευτική ασυλία στα αμιγώς κοινοβουλευτικά καθήκοντα του βουλευτή. Κι αυτό γιατί, όταν πρόκειται για σοβαρές υποθέσεις, πέραν από συνήθη πλημμελήματα, την τελική κρίση την έχει έτσι κι αλλιώς η πλειοψηφία και οι διακομματικές συντεχνίες.
Η λύση, συνεπώς, είναι μία και μοναδική: οι πολιτικοί, υπουργοί και βουλευτές, θα πρέπει να κρίνονται από τον φυσικό δικαστή τους, όπως συμβαίνει και με κάθε πολίτη. Χωρίς κανενός είδους διαμεσολάβηση της Βουλής. Άλλωστε υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες η Δικαιοσύνη κινήθηκε κόντρα στις αποφάσεις εξεταστικών επιτροπών, όπως στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου, αλλά και σε αυτήν της Novartis με την παρωδία της παραπομπής των δέκα πολιτικών προσώπων που στη συνέχεια οι υποθέσεις τους αρχειοθετήθηκαν.
Με τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή του πορίσματος της πλειοψηφίας σχετικά με το δυστύχημα των Τεμπών, έπεσε η αυλαία άλλης μια εξεταστικής επιτροπής η οποία είχε ουσιαστικά το ίδιο άδοξο τέλος με τις προηγούμενες 23 που είχαν συγκροτηθεί κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Βλέποντας, μία προς μία, όλες τις εξεταστικές επιτροπές των τελευταίων περίπου σαράντα ετών (η πρώτη συγκροτήθηκε το 1986 για τον Φάκελο της Κύπρου) διαπιστώνεται ότι καμία δεν εισέφερε το παραμικρό στη διαλεύκανση των υποθέσεων τις οποίες κλήθηκαν να διερευνήσουν. Ορισμένες ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους χωρίς καν να καταφέρουν να καταλήξουν σε πόρισμα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε τόσα διαφορετικά πορίσματα, όσα και τα κόμματα τα οποία συμμετείχαν σε αυτές.
Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των Τεμπών. Το πόρισμα της Νέας Δημοκρατίας είδε μόνον “ανθρώπινο λάθος” και καμία ευθύνη πολιτικών προσώπων. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζει ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων, αλλά μόνον για την περίοδο μετά τον Ιούλιο του 2019, δηλαδή μόνον για Καραμανλή, Καραγιάννη και Τριαντόπουλο.
Εξαιρεί την προηγούμενη πολιτική ηγεσία υπό τον Σπίρτζη παρότι, όπως είναι γνωστό, η μοιραία σύμβαση 717 η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλείδα απέναντι στο ανθρώπινο λάθος, υπογράφηκε το 2014 με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2016, αλλά ακόμη πελαγοδρομεί.
Στη συνείδηση των πολιτών έχει αποτυπωθεί ότι οι εξεταστικές επιτροπές δεν είναι παρά ένας μηχανισμός ξεπλύματος των όποιων πιθανών ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων· ακόμη και αυτών που στη συνέχεια καταδικάστηκαν, όπως ο Άκης Τσοχατζόπουλος για βαρύτατα αδικήματα τα οποία όμως οι εξεταστικές επιτροπές τα προσπέρασαν. Για το μόνο που ενδιαφέρονται τα κόμματα, τα οποία έχουν ασκήσει εξουσία είναι να προστατεύσουν τα στελέχη τους, νομίζοντας πως έτσι προστατεύουν και το κόμμα τους.
Δεν συνειδητοποιούν όμως, ότι με τον τρόπο αυτόν πυροβολούν τα πόδια ολόκληρου του πολιτικού συστήματος το οποίο δυσφημίζεται, απομειώνοντας έτι περαιτέρω, τα όποια αποθέματα αξιοπιστίας διαθέτει ακόμη στα μάτια των πολιτών. Επιπλέον, δυσφημίζεται και η ίδια η Δικαιοσύνη το έργο της οποίας εν τέλει παρεμποδίζεται αντί να διευκολύνεται από τη λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών.
Είναι πλέον πασιφανές ότι απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις και πρωτοβουλίες, ενόψει και της συζήτησης που πρόκειται να ανοίξει κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική θητεία σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η τροποποίηση του άρθρου 68 παρ.2 που είχε γίνει κατά την προηγούμενη αναθεώρηση, δίνοντας τη δυνατότητα και στην αντιπολίτευση να προτείνει σύσταση εξεταστικής επιτροπής απεδείχθη άνευ νοήματος καθώς την πλειοψηφία σε αυτήν εξακολουθεί να έχει η πλειοψηφία.
Καμία ουσιαστική βελτίωση δεν επέφερε και η μερική τροποποίηση του άρθρου 62 με την οποία περιορίστηκε η βουλευτική ασυλία στα αμιγώς κοινοβουλευτικά καθήκοντα του βουλευτή. Κι αυτό γιατί, όταν πρόκειται για σοβαρές υποθέσεις, πέραν από συνήθη πλημμελήματα, την τελική κρίση την έχει έτσι κι αλλιώς η πλειοψηφία και οι διακομματικές συντεχνίες.
Η λύση, συνεπώς, είναι μία και μοναδική: οι πολιτικοί, υπουργοί και βουλευτές, θα πρέπει να κρίνονται από τον φυσικό δικαστή τους, όπως συμβαίνει και με κάθε πολίτη. Χωρίς κανενός είδους διαμεσολάβηση της Βουλής. Άλλωστε υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες η Δικαιοσύνη κινήθηκε κόντρα στις αποφάσεις εξεταστικών επιτροπών, όπως στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου, αλλά και σε αυτήν της Novartis με την παρωδία της παραπομπής των δέκα πολιτικών προσώπων που στη συνέχεια οι υποθέσεις τους αρχειοθετήθηκαν.
ΣΧΟΛΙΑ