Το “αυτογκόλ” της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και ο διαχωρισμός Κράτους - Εκκλησίας. Του Νίκου Ηλιάδη
07/03/2024 07:00
07/03/2024 07:00
Οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας στην Ελλάδα, κατά τα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα υπήρξαν αγαστές. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ήταν πάντοτε ανέφελες. Η ψήφιση του νόμου περί του γάμου των ομοφυλοφίλων έχει προκαλέσει κρίση στις σχέσεις των δύο κορυφαίων θεσμών, η οποία, αυτή τη στιγμή δεν μπορεί κανείς να προβλέψει εάν θα αποδειχθεί πρόσκαιρη ή θα πάρει διαστάσεις.
Η αρνητική θέση της Εκκλησίας απέναντι στο συγκεκριμένο νόμο ήταν αναμενόμενη και απολύτως συνεπής με αυτό που πρεσβεύει ο συγκεκριμένος θεσμός. Με εξαίρεση κάποιους έξαλλους μητροπολίτες οι οποίοι προχωρούν σε αφορισμούς και δημόσιες καταγγελίες σε βάρος βουλευτών που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο, η έως τώρα αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας κυμάνθηκε σε μάλλον χαμηλούς τόνους. Κάτι που οφείλεται ασφαλώς και στην προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, ενός νουνεχή ιεράρχη, ανθρώπου του μέτρου που έδειξε να αντιλαμβάνεται και να σέβεται τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Η απόφαση όμως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να αποκλείσει, τεχνηέντως την παρουσία της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας στην δοξολογία κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας και η ταυτόχρονη απόρριψη της πρόσκλησης της Προέδρου της Δημοκρατίας για τη συμμετοχή των εκπροσώπων της Ιεραρχίας στο καθιερωμένο γεύμα στο προεδρικό μέγαρο, φαίνεται να αναβαθμίζει το επίπεδο δυσαρέσκειας της Εκκλησίας έναντι της Πολιτείας. Παρά τις καθησυχαστικές διαρροές από το αρχιεπισκοπικό μέγαρο ότι η απόφαση της ΔΙΣ αποτελεί μια συμβολική έκφραση δυσαρέσκειας, η πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική. Στους κόλπους της ηγεσίας της Ελλαδικής Εκκλησίας υπάρχουν αρκετοί ιεράρχες, νοσταλγοί των παλαιών χριστοδουλικών χρόνων και πρακτικών οι οποίοι τάσσονται υπέρ μιας δυναμικής αντίδρασης απέναντι στο “νόμο – έκτρωμα”. Είναι αυτοί οι οποίοι προτείνουν να απόσχει η επίσημη Εκκλησία από τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου, ενώ ορισμένοι μιλούν ανοιχτά ακόμη και περί “απάντησης” στις επικείμενες ευρωεκλογές· όπερ, μεθερμηνευόμενον σημαίνει, υπόγεια ενίσχυση κομμάτων όπως η “Νίκη”, η “Ελληνική Λύση” κ.ο.κ.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με την υποβόσκουσα εδώ και καιρό εξελισσόμενη μάχη στο εσωτερικό τις Ιεραρχίας ενόψει της συζήτησης που κάποια στιγμή θα ανοίξει, σχετικά με τη διαδοχή του Ιερώνυμου. Ωστόσο, τίποτε απ' όλα αυτά δεν δικαιολογεί την προχθεσινή απόφαση της ΔΙΣ. Η καθιέρωση της ισότητας στο θέμα του πολιτικού γάμου, ασχέτως φύλου, ανήκει στην αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας και διόλου δεν υποσκάπτει το ρόλο της Εκκλησίας, ούτε την υποχρεώνει να δώσει την ευλογία της. Εκείνη έχει τους δικούς της κανόνες, τις δικές της απόψεις οι οποίες είναι σεβαστές. Τον ίδιο σεβασμό θα πρέπει να επιδεικνύουν και οι ιεράρχες απέναντι στη θεσμική λειτουργία της Πολιτείας.
Όσοι δε, ονειρεύονται συλλαλητήρια, λάβαρα και αφορισμούς είναι καλό να ανατρέξουν στο απώτερο, αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν και θα διαπιστώσουν ότι όποτε ακραίοι Ιεράρχες παρέσυραν την Εκκλησία σε εξαλλοσύνες, σε σύγκρουση με την Πολιτεία, χαμένη βγήκε η Εκκλησία. Συνέβη προ 25ετιας περίπου με το θέμα της απάλειψης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, αλλά και παλαιότερα, με την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, την αποποινικοποίηση της μοιχείας κ.ο.κ.
Και κάτι ακόμη· η προχθεσινή απόφαση της ΔΙΣ που θέτει εκτός του εορτασμού της Ορθοδοξίας την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, ενέχει και κάποιες παγίδες καθώς, έστω και ακουσίως, με δική της πρωτοβουλία η Ιεραρχία δίνει αφορμή για να επανέλθει η συζήτηση περί διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας. Μια συζήτηση βεβαίως που έτσι κι αλλιώς πρέπει να ανοίξει, με τρόπο θεσμικό, συντεταγμένο, με αλληλοκατανόηση προκειμένου να αποβεί επ' ωφελεία και των δύο θεσμών και εν τέλει και επ' ωφελεία του Έθνους.
Οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας στην Ελλάδα, κατά τα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα υπήρξαν αγαστές. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ήταν πάντοτε ανέφελες. Η ψήφιση του νόμου περί του γάμου των ομοφυλοφίλων έχει προκαλέσει κρίση στις σχέσεις των δύο κορυφαίων θεσμών, η οποία, αυτή τη στιγμή δεν μπορεί κανείς να προβλέψει εάν θα αποδειχθεί πρόσκαιρη ή θα πάρει διαστάσεις.
Η αρνητική θέση της Εκκλησίας απέναντι στο συγκεκριμένο νόμο ήταν αναμενόμενη και απολύτως συνεπής με αυτό που πρεσβεύει ο συγκεκριμένος θεσμός. Με εξαίρεση κάποιους έξαλλους μητροπολίτες οι οποίοι προχωρούν σε αφορισμούς και δημόσιες καταγγελίες σε βάρος βουλευτών που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο, η έως τώρα αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας κυμάνθηκε σε μάλλον χαμηλούς τόνους. Κάτι που οφείλεται ασφαλώς και στην προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, ενός νουνεχή ιεράρχη, ανθρώπου του μέτρου που έδειξε να αντιλαμβάνεται και να σέβεται τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Η απόφαση όμως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου να αποκλείσει, τεχνηέντως την παρουσία της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας στην δοξολογία κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας και η ταυτόχρονη απόρριψη της πρόσκλησης της Προέδρου της Δημοκρατίας για τη συμμετοχή των εκπροσώπων της Ιεραρχίας στο καθιερωμένο γεύμα στο προεδρικό μέγαρο, φαίνεται να αναβαθμίζει το επίπεδο δυσαρέσκειας της Εκκλησίας έναντι της Πολιτείας. Παρά τις καθησυχαστικές διαρροές από το αρχιεπισκοπικό μέγαρο ότι η απόφαση της ΔΙΣ αποτελεί μια συμβολική έκφραση δυσαρέσκειας, η πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική. Στους κόλπους της ηγεσίας της Ελλαδικής Εκκλησίας υπάρχουν αρκετοί ιεράρχες, νοσταλγοί των παλαιών χριστοδουλικών χρόνων και πρακτικών οι οποίοι τάσσονται υπέρ μιας δυναμικής αντίδρασης απέναντι στο “νόμο – έκτρωμα”. Είναι αυτοί οι οποίοι προτείνουν να απόσχει η επίσημη Εκκλησία από τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου, ενώ ορισμένοι μιλούν ανοιχτά ακόμη και περί “απάντησης” στις επικείμενες ευρωεκλογές· όπερ, μεθερμηνευόμενον σημαίνει, υπόγεια ενίσχυση κομμάτων όπως η “Νίκη”, η “Ελληνική Λύση” κ.ο.κ.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με την υποβόσκουσα εδώ και καιρό εξελισσόμενη μάχη στο εσωτερικό τις Ιεραρχίας ενόψει της συζήτησης που κάποια στιγμή θα ανοίξει, σχετικά με τη διαδοχή του Ιερώνυμου. Ωστόσο, τίποτε απ' όλα αυτά δεν δικαιολογεί την προχθεσινή απόφαση της ΔΙΣ. Η καθιέρωση της ισότητας στο θέμα του πολιτικού γάμου, ασχέτως φύλου, ανήκει στην αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας και διόλου δεν υποσκάπτει το ρόλο της Εκκλησίας, ούτε την υποχρεώνει να δώσει την ευλογία της. Εκείνη έχει τους δικούς της κανόνες, τις δικές της απόψεις οι οποίες είναι σεβαστές. Τον ίδιο σεβασμό θα πρέπει να επιδεικνύουν και οι ιεράρχες απέναντι στη θεσμική λειτουργία της Πολιτείας.
Όσοι δε, ονειρεύονται συλλαλητήρια, λάβαρα και αφορισμούς είναι καλό να ανατρέξουν στο απώτερο, αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν και θα διαπιστώσουν ότι όποτε ακραίοι Ιεράρχες παρέσυραν την Εκκλησία σε εξαλλοσύνες, σε σύγκρουση με την Πολιτεία, χαμένη βγήκε η Εκκλησία. Συνέβη προ 25ετιας περίπου με το θέμα της απάλειψης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, αλλά και παλαιότερα, με την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, την αποποινικοποίηση της μοιχείας κ.ο.κ.
Και κάτι ακόμη· η προχθεσινή απόφαση της ΔΙΣ που θέτει εκτός του εορτασμού της Ορθοδοξίας την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία, ενέχει και κάποιες παγίδες καθώς, έστω και ακουσίως, με δική της πρωτοβουλία η Ιεραρχία δίνει αφορμή για να επανέλθει η συζήτηση περί διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας. Μια συζήτηση βεβαίως που έτσι κι αλλιώς πρέπει να ανοίξει, με τρόπο θεσμικό, συντεταγμένο, με αλληλοκατανόηση προκειμένου να αποβεί επ' ωφελεία και των δύο θεσμών και εν τέλει και επ' ωφελεία του Έθνους.
ΣΧΟΛΙΑ