Ελλάδα: Οι επτά πληγές του Φαραώ. Του Δημήτρη Μάρδα
Του Δημήτρη Μάρδα
Υποψήφιου βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. αν. υπουργού Οικονομικών και υφυπουργού Εξωτερικών
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μία διαρκή πορεία μετάβασης με τάσεις επιδείνωσης κύριων οικονομικών και κοινωνικών δεικτών της. Οι πολλές αδυναμίες και οι στρεβλώσεις χρονών ηχούν μοναδικές όχι μόνο σε επίπεδο ΕΕ αλλά και παγκόσμια.
Αναλυτικότερα, μετά την Ιαπωνία και το Σουδάν είμαστε η τρίτη υπερχρεωμένη χώρα. Στην Ιαπωνία βέβαια το χρέος είναι κατά κύριο λόγο εσωτερικό. Το δημόσιο χρέος μας αγγίζει τα 400 δις ευρώ ή διαφορετικά το 200% του ΑΕΠ. Αυξήθηκε κατά 70 περίπου δις ευρώ από το 2019 και μετά. Εξυπηρετείται με ομαλές δόσεις αποπληρωμών (έως πότε όμως;) που αγγίζουν βέβαια κάποιες κορυφές γύρω στα 10-13 δισ. ευρώ ετησίως. Να υπενθυμίσουμε ότι έως ότου εξοφλήσουμε το 75% των δανείων που έχουμε λάβει από την ΕΕ θα είμαστε σε ένα καθεστώς αυξημένης εποπτείας σύμφωνα με το ονομαζόμενο «πακέτο των δυο μέτρων» (2013) της ΕΕ.
Δεύτερη πληγή, η έκρηξη του ελλείμματος στις εξωτερικές μας σχέσεις. Το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών) έχει αγγίξει το εκρηκτικό ύψος των 20 δις ευρώ, όταν το 2019 ανερχόταν μόνο στα 2,9 δις ευρώ. Η επιδείνωση του άρχισε το 2020 και συνεχίζεται.
Τρίτη πληγή το ιδιωτικό χρέος του ανέρχεται σε 256 δισ. ευρώ με τις τράπεζες και τα Funds να έχουν τη μερίδα του λέοντος (116 δισ. ευρώ) και να ακολουθούν οι εφορίες με 80 δισ. ευρώ. Κατέγραψε αύξηση από το 2019 κατά 40 δισ. ευρώ.
Τέταρτη πληγή ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των εταιρικών επενδύσεων. Σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη (2020) το επενδυτικό κενό σε σχέση με τον μέσο κοινοτικό ανέρχεται σε 130 δισ. ευρώ. Παρόμοια εκτίμηση πραγματοποίησε λίγα χρόνια πριν το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Η Αχίλλειος πτέρνα του φαινομένου αυτού εντοπίζεται στη βιομηχανία και στην ιδιαίτερα χαμηλή συμμετοχή της στο ΑΕΠ της χώρας. Όταν το 1990 στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα ακριβούς πρόβλεψης τονίζαμε την τάση για αποβιομηχάνιση της χώρας ενόψει της εγκαθίδρυσης της Ενιαίας Αγοράς το 1992 ουδείς έδωσε τη δέουσα προσοχή. (βλ. Mardas - Varsakelis, European Economic Review November, 1990). Και δεν ήμασταν φυσικά οι μόνοι. Το κώδωνα του κινδύνου τον έκρουαν πολλοί. Η πολιτική όμως ηγεσία κώφευε.
Και ενώ η κυβέρνηση αυτή είχε μία μοναδική ευκαιρία να στρέψει τα χρήματα του «Ταμείου Ανάκαμψης» όπως και του νέου «ΕΣΠΑ 2021-27» στην τόνωση της εγχώριας βιομηχανίας αυτό δεν έγινε. Οι εισαγωγές πλημυρίζουν τη χώρα μέσω αυτών των προγραμμάτων (π.χ. πρόγραμμα για τις λευκές συσκευές) και σποραδικά μόνο ενισχύεται η εγχώρια βιομηχανική παραγωγή.
Η μεγαλύτερη πληγή όμως δεν αφορά οικονομικά μεγέθη αλλά την κοινωνία στο σύνολο της. Αφορά στη μαζική μετανάστευση των νέων μας -και όχι μόνο- που ψάχνουν τις τύχες τους σε άλλες χώρες. Πολλά κράτη αντιμετωπίζουν με δραστικό τρόπο το πρόβλημα του επαναπατρισμού των δικών τους πολιτών, που εγκαταστάθηκαν σε άλλες χώρες για διάφορες αιτίες. Την πιο πετυχημένη ίσως πολιτική στο θέμα αυτό την έχει το Ισραήλ, το οποίο κατόρθωσε -αν και σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση- να διπλασιάσει τον πληθυσμό του μέσα σε 40 περίπου χρόνια. Έχει εγκαθιδρύσει έναν οργανισμό το Jewish Agency for Israel με σκοπό το επαναπατρισμό των Εβραίων της διασποράς και όχι μόνο απαραίτητα των επιστημόνων.
Η έκτη πληγή είναι η υπογεννητικότητα που σε συνδυασμό με το άδειασμα της χώρας από τους νέους μας οδηγεί στο μαράζωμα της Ελληνικής κοινωνίας
Και το τελευταία πληγή, ως κινητήρα δύναμη πολλών άλλων, είναι το σύστημα της παιδείας μας. Χρειάζεται γκρέμισμα και ανοικοδόμηση από τα θεμέλια ενός νέου, εγκαταλείποντας έτσι τις τεχνικές της μπαλωματικής τέχνης που ακολουθείται και η οποία απλώς θρέφει την τεράστια γραφειοκρατία του υπουργείου Παιδείας.
Οι στρεβλώσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και οι οποίες αγγίζουν ιδιαίτερα τη βιομηχανία και τη γεωργία ψάχνουν για δραστική θεραπεία. Το γεγονός ότι έχουμε υπεραναπτύξει τον τουρισμό μας αυτό δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας.
Σημείο εκκίνησης των πάντων είναι ο κρατικός προϋπολογισμός που αντανακλά τις πολιτικές επιλογές κάθε κυβέρνησης. Ο επαναπροσανατολισμός των δαπανών του, ο περιορισμός της άκρατης σπατάλης, η αύξηση των εσόδων μέσα λόγου χάριν από το συμμάζεμα της φοροδιαφυγής και με τη βοήθεια νέων τολμηρών ρυθμίσεων του ιδιωτικού χρέους, όπως και ο περιορισμός της απώλειας πόρων μέσω της διαφθοράς είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης. Η αύξηση των φόρων δεν είναι η προσήκουσα λύση που θα δώσει θεαματικά αποτελέσματα στα έσοδα του κράτους.
Όλα τα προαναφερθέντα, μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή κατά την πρόσφατη περίοδο, κάτι που δεν έγινε. Είναι εφικτές όμως λύσεις που, μαζί με άλλα εξειδικευμένα μέτρα πολιτικής που έχουν ανακοινωθεί στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, επιτρέπουν την πραγματοποίηση των νέων στρατηγικών του επιλογών με θετικό απόηχο στη θεραπεία των πληγών της οικονομίας.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29-30.04.2023