Και γιατί ν’ αλλάξουμε το σύνταγμα;
Η διαδικασία για τη αναθεώρηση του συντάγματος, η οποία ξεκίνησε προχθές, είναι μία διαδικασία άνευ θεσμικού λόγου και άνευ πολιτικής ουσίας.
Διότι πριν από την έναρξη της διαδικασίας δεν έχει απαντηθεί το μείζον ερώτημα: Τι πρόβλημα είχε δημιουργήσει το σύνταγμα και πρέπει να το αλλάξουμε;
Την απάντηση πρέπει να δώσει η κυβερνητική πλειοψηφία, που με δική της πρωτοβουλία ξεκινά η διαδικασία, όμως αυτή λέει πολλά για το πώς θα βελτιώσουμε το σύνταγμα, αλλά απάντηση στο τι πρόβλημα έχει δημιουργήσει δεν έχει δώσει.
Η διάταξη για παράδειγμα που συνδέει τη μη εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας με την διάλυση της Βουλής χρησιμοποιήθηκε δύο φορές από το 1974 μέχρι το 2015 σε εννέα εκλογές προέδρων κι ενώ πλειοψηφία 180 εδρών δεν υπήρχε ποτέ. Η άλλη επίμαχη διάταξη για την ποινική ευθύνη των υπουργών δεν εμπόδισε την καταδίκη τριών τουλάχιστον υπουργών μετά το χρόνο παραγραφής.
Το πρόβλημα είναι ότι ενώ γενικώς τα συντάγματα ορίζουν κανόνες απρόσωπα, στην Ελλάδα οι πολιτικές δυνάμεις τους θέλουν προσωποποιημένους. Στις προεδρικές αρμοδιότητες το σύνταγμα του 1975 φωτογράφιζε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το ρόλο που ο ίδιος επεφύλασσε για τον εαυτό του.
Η αναθεώρηση του 1985 αντανακλούσε την άποψη του Ανδρέα Παπανδρέου ότι τη γενική ευθύνη έχει ο εκλεγμένος από το λαό πρωθυπουργός.
Έκτοτε κανένας πρωθυπουργός δεν είχε την πολιτική ισχύ να ορίσει τις λειτουργίες της χώρας με βάση τις προσωπικές του αξιολογήσεις και έτσι οι επόμενοι που εξελέγησαν πρωθυπουργοί συνέχισαν με αυτό που βρήκαν, διότι απλώς τους βόλευε. Και γι’ αυτό έκτοτε οι συνταγματικές αναθεωρήσεις καλύπτουν δευτερεύοντα ζητήματα, τα οποία αγγίζουν τη θητεία της τρέχουσας Βουλής και τα λίγα που μπορούν να προβλέψουν για την επόμενη. Μεγάλες αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν, γιατί η ελληνική κοινωνία δεν έχει μία αλλά πολλές απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα, όπως π.χ. η εκλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
Έτσι οι μεταρρυθμίσεις κάνουν το σύνταγμα πιο γραφειοκρατικό, ως αν να είναι ο νόμος για την εκλογή των προέδρων των κοινοτικών συμβουλίων.
Η πολιτική ζωή της χώρας δεν θέλει συνταγματικές, αλλαγές αλλά σταθερούς κανόνες, που να μπορούν να εφαρμόζονται ακόμη και όταν αυτοί που τους θέσπισαν εκλείψουν.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Φεβρουαρίου 2019