Μόνο ορίζοντας και γλάροι
Ήτανε μεσημέρι. Καταμεσήμερο. Ο Φλεβάρης είχε φλεβίσει και μύριζε καλοκαίρι…
Την είδα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου να κάνει νωχελικά βόλτα στην παραλία. Κρατούσε ένα μεγάλο κλαδί από δέντρο και το κουνούσε μπροστά της, δεξιά κι αριστερά, όπως οι αόμματοι που ψάχνουν το εμπόδιο για να το αποφύγουν.
Τα μαλλιά της έπεφταν μακριά μέχρι τη μέση, καστανά, υγιέστατα έλαμπαν στο φως… Ένα κορίτσι λίγο μετά την ενηλικίωσή του, ευθυτενές, λυγερόκορμο, γυμνασμένο, με όλο το κάλλος και τη φρεσκάδα της ηλικίας…
Έβλεπα την πλάτη της καθώς περπατούσε, υπέθετα ότι κάτι, κάποιον θα περίμενε και ροκάνιζε τον χρόνο κάνοντας βόλτα στην ακρογιαλιά…
Ολόγυρα κανείς. Τέτοια εποχή στη Χαλκιδική μόνο ορίζοντας και γλάροι.
Εγώ απολάμβανα το τοπίο εκ του ασφαλούς, σε ένα σπίτι, σε ένα μπαλκόνι. Εκείνη ήταν επάνω του, το ένιωθε, το ζούσε με τα παπούτσια στο χέρι, με τις πατούσες γυμνές.
Κάποτε διέκοψε το αργό περπάτημα, σταμάτησε, κοίταξε απέναντι στον Όλυμπο σαν χαμένη, σαν να έψαχνε στη λαδιά θάλασσα μια αφορμή, μια κουβέντα, ένα νεύμα.
Φαίνεται πως εκείνη της το έκανε και το κορίτσι, ευένδοτο, δεν αντιστάθηκε καθόλου. Πέταξε κάτω τη βέργα, έβγαλε στην αρχή το ελαφρύ μπουφάν, μετά το τζιν στενό παντελόνι, μετά το φούτερ. Με γρήγορες κινήσεις αποκάλυψε το άγαλμα που έκρυβαν τα ρούχα της και με μιας βρέθηκε χωρίς πολλά - πολλά μέσα στο νερό. Βούτηξε κεφάλι, έκανε μια τούμπα, άπλωσε το κορμί σαν το χέλι που τεντώνεται μέσα στο φυσικό του περιβάλλον και μετά αρχίζει τους ελιγμούς.
«Είναι μια τρελή εκεί έξω που κολυμπάει χειμωνιάτικα», φώναξα στην παρέα που προτιμούσε το σαλόνι. Και ξαφνικά ένας φίλος που ήρθε να χαζέψει την «αλλοπαρμένη» μου φώναξε: «Κοίτα πώς θα το κάνεις κι εσύ τώρα… Κοίτα, κοίτα πώς θα σε πετάξω απ’ το μπαλκόνι και θα βρεθείς κι εσύ να κολυμπάς παρέα με τις μουρμούρες…».
Κι έτσι, να σου με κι εμένα καταμεσής της θάλασσας να κάνω απλωτές κοντά στη μικρή γοργόνα, όχι όμως επειδή το ήθελα, αλλά επειδή με έριξε ένας άλλος. Ένας που ούτε το όνομά του δεν μπορούσα εκεί που ήμουνα να θυμηθώ. Δεν ήθελα κι όμως κολυμπούσα, αναγκαστικά. Κι όλο ξεμάκραινα από την παραλία κι όλο ο βυθός έμοιαζε να βαθαίνει πιο πολύ και πιο πολύ.
Κι άρχισε σιγά - σιγά το ρίγος να με περονιάζει κι ήταν βαθιά, πολύ βαθιά για να γυρίσω πίσω… Και συμβιβάστηκα με την ιδέα έτσι αυτόματα χωρίς πολλή σκέψη πως κάπου εκεί θα μείνω να παζαρεύω τη ζωή με το νερό μέχρι να έρθει η απόλυτη ανυπαρξία…
Και ύστερα ξύπνησα! Στη θαλπωρή του κρεβατιού και του παπλώματός μου, στη ζέστη του φυσικού μου αερίου. Και ηρέμησα που όλο αυτό ήταν απλά ένα όνειρο, που δεν χρειάστηκε να εξαντληθώ για να φτάσω στεριά, που έχω το σπίτι μου - σπηλιά για καταφύγιό μου. Και μετά άλλαξα χωρίς πολλή σκέψη πλευρό.
Όσο όμως και αν προσπάθησα, ο ύπνος δεν με ξαναπήρε…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 06.02.2022