Ο νέος εξωδικαστικός: Παυσίπονο ή θεραπεία;
Στις 22 Μαρτίου κατατέθηκε στη βουλή μία σημαντική τροπολογία στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών που συζητείται στη βουλή και αφορά τις «ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιοκτησίας της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου». Η τροπολογία αφορά σημαντικές βελτιώσεις στον τρόπο λειτουργίας του περιλάλητου εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, ο οποίος μολονότι εισήχθη ως μοντέλο ρύθμισης των οφειλών με πανηγυρικούς τόνους, ήδη από το 2017, ουδόλως δικαίωσε μέχρι σήμερα τους εμπνευστές του. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι υπό τη μορφή που απέκτησε ο ανωτέρω «μηχανισμός» μετά το 2020 έχουν υπαχθεί σε αυτόν αναδιαρθρώνοντας τις οφειλές τους λιγότερα από 4000 πρόσωπα (φυσικά ή/και νομικά). Πενιχρότατο αποτέλεσμα σε μια χώρα που οι υπερχρεωμένοι υπερβαίνουν τα 2.000.000 πρόσωπα (νοικοκυριά, ατομικές επιχειρήσεις και εταιρίες είτε ως πρωτοφειλέτες είτε ως εγγυητές στο πλαίσιο πάσης φύσεως χρηματοδοτικών προϊόντων είτε λόγω οφειλών στο Δημόσιο και στον ΕΦΚΑ).
Κατά πόσον η νέα νομοθετική ρύθμιση θα δώσει ουσιαστική ώθηση στο συγκεκριμένο θεσμό; Πόσο εφικτό είναι να βρουν λύση οι οφειλέτες; Τελικά, η νέα νομοθετική -και προεκλογική- πρωτοβουλία θα αποτελέσει ένα απλό παυσίπονο ή μια εναλλακτική θεραπεία σε ένα ακανθώδες πρόβλημα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία ήδη από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας;
Οι βασικές αλλαγές είναι οι ακόλουθες: Πρώτον, παρέχεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να μη διακινδυνεύσει να απωλέσει ήδη ρυθμισμένες οφειλές του. Δηλαδή μπορεί εντασσόμενος στον εξωδικαστικό μηχανισμό να ζητήσει να ρυθμίσει μέρος των οφειλών του διατηρώντας στο ακέραιο, ενήμερη ή ήδη ρυθμισμένη και ενήμερη οφειλή του, «υπό την προϋπόθεση ότι οι δόσεις του συνόλου των ενήμερων οφειλών του δεν αποκλίνουν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 15% από τη δόση που προκύπτει για αυτές από το υπολογιστικό εργαλείο». Η ανωτέρω προϋπόθεση δύναται να δημιουργήσει προβλήματα στην πράξη και δεν δικαιολογείται πειστικά, από δικαιοπολιτικής άποψης, η θέσπισή της.
Δεύτερον, σε περίπτωση περαίωσης της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης ως άκαρπης, ο οφειλέτης δύναται εντός δέκα ημερών να καταθέσει αίτημα υποβολής σε διαμεσολάβηση. Ωστόσο, δυστυχώς, δεν προβλέπεται η άμεση εκκίνηση της ανωτέρω διαδικασίας που θα μπορούσε να συμβάλλει στη δημιουργική σύνθεση αντίθετων απόψεων. Προϋπόθεση τελικής υπαγωγής στη διαμεσολαβητική διαδικασία είναι η υπερψήφιση της πρότασης από την πλειοψηφία των χρηματοδοτικών φορέων (η πλειοψηφία δεν προκύπτει από τον αριθμό των φορέων, αλλά από τη συνάθροιση της αξίας των απαιτήσεών τους). Συνεπώς, στην πράξη η διάταξη αυτή θα εφαρμοστεί ελάχιστα ή ίσως και καθόλου.
Τρίτη και σημαντικότερη κατά την άποψη του υπογράφοντος είναι η θέσπιση της υποχρέωσης αιτιολόγησης της αρνητικής απόφασής τους για ρύθμιση των οφειλών τόσο για τους πιστωτές όσο και για τον οφειλέτη. Ωστόσο, η αιτιολόγηση αυτή ούτε εξατομικευμένη θα είναι ούτε προβλέπονται τυχόν κυρώσεις σε περίπτωση αναληθούς ή μη επαρκούς αιτιολόγησης για αμφότερα τα μέρη. Στην ουσία διαμορφώνεται ένας κατάλογος λόγων απόρριψης (με συμπράττουσες στη διαμόρφωσή του την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και την Ένωση Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις), ο οποίος στην πορεία μπορεί να επικαιροποιείται, τον οποίο θα μπορούν να επικαλούνται οι χρηματοδοτικοί φορείς. Το πιθανότερο είναι στην πράξη, να έχουμε γενικόλογες αναφορές αιτιολόγησης μη αποδοχής μιας πρότασης ρύθμισης, ενώ το γεγονός ότι τυχόν μια απάντηση δεν θα επαληθεύεται από τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης ουδόλως θα συνεπάγεται αυτόθροα την επιβολή κυρώσεων στους πιστωτές ή στον οφειλέτη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια τέτοια απόφασή τους θα ελέγχεται πάντοτε υπό το πρίσμα της κακόπιστης και καταχρηστικής συμπεριφοράς και θα δύναται να ακυρωθεί από τα δικαστήρια.
Για άλλη μια φορά βλέπουμε νομοθετικές πρωτοβουλίες που μολονότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση ο τρόπος που -εκουσίως- αποτυπώνονται στο νόμο οδηγεί στην πράξη στην αυτοακύρωσή τους ή σε μεγάλο βαθμό, στη συρρίκνωση της εμβέλειας του ρυθμιστικού τους πλαισίου.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26.02.2023