Σύμβαση μερικής απασχόλησης (και υπέρβαση του συμφωνημένου ωραρίου εργασίας)
Η πλειονότητα των επιχειρήσεων έχει, σχετικά, σταθερές συνθήκες λειτουργίας. Δεν είναι όμως λίγες εκείνες με μεταβαλλόμενες ανάγκες.
Θα στερούνταν λογικής αν επιβάλλαμε στις επιχειρήσεις αυτές πρόσληψη προσωπικού πλήρους απασχόλησης.
Μία τέτοια λογική θα ήταν αντίθετη με την αναπτυξιακή τους προοπτική. Θα ετίθετο, με βεβαιότητα, θέμα διακινδύνευσης της ύπαρξής τους. Βεβαίως και του συνόλου των θέσεων εργασίας. Προς βλάβη και της εθνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό αναζητούνται, εύλογα, ευέλικτες μορφές οργάνωσης της εργασίας. Μία από αυτές η σύμβαση μερικής απασχόλησης.
Η σύμβαση μερικής απασχόλησης
Μερική απασχόληση είναι η εργασία που συμφωνείται ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο με διάρκεια μικρότερη από την κανονική (την πλήρη, δηλαδή, απασχόληση).
Η συμφωνία αυτή μπορεί να είναι για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η σχετική σύμβαση θα πρέπει να γνωστοποιηθεί, εντός οκταημέρου, στην Επιθεώρηση Εργασίας.
Σε περίπτωση έλλειψης του εγγράφου τύπου ή μη εμπρόθεσμης κοινοποίησης στην Επιθεώρηση Εργασίας δημιουργείται (μαχητό) τεκμήριο υπέρ της ύπαρξης σύμβασης πλήρους απασχόλησης.
Η απασχόληση των εργαζομένων μερικής απασχόλησης θα πρέπει (με ελάχιστες εξαιρέσεις) να είναι συνεχής και να παρέχεται μία, μόνο, φορά την ημέρα.
Οι αποδοχές των μερικώς απασχολούμενων δεν μπορεί να είναι αναλογικά κατώτερες από εκείνες των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης εργαζομένων για την ίδια εργασία.
Στην περίπτωση που απαιτηθεί πρόσθετη, έκτακτη, εργασία του μερικώς απασχολούμενου πέρα από τη συμφωνηθείσα, ο συγκεκριμένος εργαζόμενος υποχρεούται, καταρχήν, να την παράσχει. Στην περίπτωση κατά την οποία παρασχεθεί, εκτάκτως, εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται προσαύξηση 12% επί της συμφωνηθείσας για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας του.
Είναι ενδεχόμενο να υπάρξει ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για μεταβολή των εβδομαδιαίων ωρών ή ημερών εργασίας του μερικώς απασχολούμενου σε σταθερή βάση. Στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται θέμα οποιασδήποτε προσαύξησης.
Η εθνική νομοθεσία έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο (και της) εναρμόνισης με την οδηγία 1997/81. Σκοπός της συγκεκριμένης οδηγίας ήταν η προώθηση της εργασίας με μερική απασχόληση.
Ο πρόσφατος ν. 4635/2019 θέσπισε την, προαναφερθείσα, προσαύξηση του 12% σε περίπτωση υπέρβασης του συμφωνημένου χρόνου απασχόλησης. Σκοπός, κατά την αιτιολογική έκθεση, ήταν η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων μερικής απασχόλησης και η αντιμετώπιση του προβλήματος της υποδηλωμένης απασχόλησης. Η πολιτεία όμως είναι εκείνη που (οφείλει να) διαθέτει τα κατάλληλα μέσα και μέτρα για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων. Ενδεικτικά: μέσω της βελτίωσης των μέσων επιτήρησης και ελέγχου -βεβαίως και των κατάλληλων μέτρων.
Ο νομοθέτης με τη θεσπισθείσα προσαύξηση του 12% (σε περίπτωση υπέρβασης του συμφωνημένου ωραρίου) δημιουργεί εμπόδιο στη λειτουργία των συμβάσεων μερικής απασχόλησης.
Εν κατακλείδι
Η σύμβαση μερικής απασχόλησης λειτουργεί ευεργετικά σε επιχειρήσεις με μεταβαλλόμενες ανάγκες. Επιδρά θετικά στην καταπολέμηση της ανεργίας. Κάποιες φορές (και) στην επιβίωση των επιχειρήσεων αλλά και στη διασφάλιση των λοιπών θέσεων εργασίας.
Η προσαύξηση του 12% (σε περίπτωση υπέρβασης του συμφωνημένου ωραρίου) σκοπεί, στην πραγματικότητα, ελεγκτικά κενά της πολιτείας να καλύψει. Επιβαρύνοντας μάλιστα την επιχείρηση, βάλλει κατά του ίδιου του θεσμού της μερικής απασχόλησης. Κατά τούτο, αντιστρατεύεται την ίδια την ευρωπαϊκή νομοθεσία (:Οδηγία 1997/81).
Η διάταξη που επιβάλλει τη συγκεκριμένη προσαύξηση (του 12%) οφείλει, κατ’ ακολουθίαν, να καταργηθεί.
Άμεσα.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12 Ιανουαρίου 2020