«Δες με τώρα γιατί μάλλον δεν πρόκειται να με ξαναδείς»
Προσωπικά μπορώ να δηλώσω πια ότι δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Πάνε οι εποχές που είχαμε αφέλεια και ψευδαισθήσεις, που πιστεύαμε ότι υπάρχουν ιδεολογίες, πολιτικοί ισχυροί που είναι σε θέση να τις υπηρετήσουν, που έχουν συγκρότηση τέτοια ώστε να υπερασπιστούν και να επιβάλουν το δίκαιο, την ακεραιότητα, τις υψηλές ηθικές αξίες, την πάταξη της διαπλοκής και του «πελατοκεντρικού» συστήματος στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.
Καθώς είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσει να ισοπεδώνω όμως, είμαι σίγουρη ότι υπάρχει και η αντίπερα όχθη, ασφαλώς υπάρχουν και έντιμοι πολιτικοί, όμως ανήκουν σε μια μειοψηφία την οποία συχνά παίρνει η μπάλα και την τρώει η μαρμάγκα των πολλών.
Με τη Φώφη Γεννηματά συγκλονίστηκα. Όπως και όλο το πανελλήνιο. Δεν εξετάζω ούτε την πολιτική της γραμμή, ούτε αν ήταν κατάλληλη να αναλάβει έναν τέτοιο χώρο, ούτε αν ήταν αποτελεσματική ή όχι - γι’ αυτά έχουν άποψη άνθρωποι που είναι αρμοδιότεροι από εμένα.
Εκείνο που έκανε τακ μέσα μου μόλις έμαθα τα κακά μαντάτα ήταν άλλο: η τραγική μοίρα της οικογένειας, κάτι σαν αρχαία τραγωδία, σαν έναν οίκο που έφερε μια κατάρα την οποία έπρεπε και να ξεπληρώσει…
Τόσο κρίμα, τόσο άδικα, τόσο θλιβερά. Και το πιο θλιβερό απ’ όλα ήταν το αιφνίδιο, η ταχύτητα με την οποία συνέβη το μοιραίο, σε τέτοιο βαθμό, που, απ’ όσο τουλάχιστον ξέρουμε, η ίδια δεν πρόλαβε καν καλά - καλά να το πληροφορηθεί και να το συνειδητοποιήσει.
Μία γυναίκα νέα, δραστήρια, δημιουργική, με οικογένεια και τρία παιδιά. Ένας άνθρωπος ζωντανός, με ευγένεια και καθόλου έπαρση. Αυτό το ανθρώπινο είναι που με θλίβει και με χαλάει πιο πολύ απ’ όλα σ’ αυτόν τον άδικο θάνατο.
Και μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί ο φίλος μου ο Κώστας στα Μουδανιά. Φανατικός ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ προσχώρησε από την αρχή στο κίνημα αμέσως μόλις συγκροτήθηκε απ’ τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είχε πολλές διασυνδέσεις μέσα στο κόμμα και πολλούς φίλους. Ένας από αυτούς και ο αείμνηστος Γιώργος Γεννηματάς.
Ο Κώστας έλεγε πάντα για εκείνον πόσο απλός άνθρωπος ήταν και ότι το διαπίστωνε κάθε φορά που τον έβλεπε στη Χαλκιδική, όταν εκείνος την επισκεπτόταν. «Στα γεύματα μετά τις ομιλίες οι υπόλοιποι παραγγέλνανε τσιπούρες και λαβράκια κι εκείνος μου έλεγε: ‘Κώστα, έλα να φάμε σαρδέλα, στον τόπο της σαρδέλας είμαστε’», αφηγείται. Ώσπου κάποια στιγμή όταν ανέβηκε για τελευταία φορά στο νομό, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, του είπε: « Έλα να πιούμε ένα τσίπουρο οι δυο μας. Δες με τώρα γιατί μάλλον δεν πρόκειται να με ξαναδείς. Σε έναν χρόνο θα πεθάνω». Δεν πρόλαβε καν να τον συμπληρώσει.
Ο φίλος μου, όταν αφηγείται αυτή την ιστορία βουρκώνει… Είμαι σίγουρη ότι και την ημέρα του θανάτου της Φώφης το ίδιο θα έκανε.
Καλό της ταξίδι!
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 31 Οκτωβρίου 2021