Επιστολή προς Θεσσαλονικείς
Έχουμε σε αυτή τη χώρα την εμμονή να θεωρούμε ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου. Είτε γιατί πιστεύουμε ότι όλος ο πλανήτης μας χρωστά επειδή κάποτε οι Αρχαίοι πρόγονοί μας έκαναν θαύματα είτε γιατί σήμερα δεν έχουμε να επιδείξουμε κάτι το φοβερό, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πιστεύει ότι όσα συμβαίνουν εδώ είναι μοναδικά, πρωτοφανή και πρωτόγνωρα. Δεν είναι όμως.
Η πανδημία έχει χτυπήσει όλο τον κόσμο και φυσικά και την πατρίδα μας. Όπως έφτασε το Βέλγιο που πληθυσμιακά δε διαφέρει και πολύ από την Ελλάδα να καταγράφει 18.000 κρούσματα ημερησίως, έτσι και η χώρα μας θα έβλεπε κάποια στιγμή τα νούμερα να χτυπούν στο κόκκινο. Όπου κόκκινο σημαίνει γενικό lockdown. Όπως συμβαίνει σχεδόν παντού στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή υπάρχει και αυτή η ανεξήγητη κατά τη γνώμη μου αίσθηση της μοναδικότητας που έχουν πολλοί Θεσσαλονικείς για την πόλη τους. Θεωρούν δηλαδή ότι είμαστε το κέντρο της χώρας! Πώς δικαιολογείται αυτό; Είτε γιατί το σύνδρομο του αθηνοκεντρικού κράτους παραμένει ισχυρό στην περιοχή είτε γιατί είναι κυρίαρχη η αίσθηση στην πόλη ότι η συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη (αλήθεια σε ποια άλλη γλώσσα υπάρχει αυτή η έννοια;) είναι δεύτερη στην Ελλάδα. Και δεύτερος σημαίνει πάντα αδικημένος.
Η πανδημία επέτεινε κάποια πράγματα, γιατί σε εποχές που δοκιμάζεται έντονα ο κοινωνικός ιστός μιας χώρας βγαίνουν διάφορα στην επιφάνεια. Και εδώ πέρα από την παρατεταμένη οικονομική κρίση που κουβαλάμε στην πλάτη μας το χάι σκορ που κάναμε στα κρούσματα και το ότι μπήκαμε πρώτοι στο lockdown ευαισθητοποίησε τις αισθήσεις όλων.
Ας μην τρώμε όμως τις σάρκες μας, αλλά ας καταλάβουμε καλύτερα το που βρισκόμαστε. Δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου ότι χτυπήσαμε τα υψηλότερα νούμερα. Το ίδιο συνέβη και στο Μόναχο, το ίδιο έγινε και στη Νέα Υόρκη, το ίδιο και στο Βερολίνο. Δεν είδα κανέναν από τους θεσμικούς παράγοντες αυτών των μεγαλουπόλεων ούτε φυσικά τους πολίτες τους να αμφισβητούν τον εαυτό τους επειδή έχασαν την μπάλα στην πανδημία. Εδώ αντίθετα η αίσθηση της «χαβαλέ Θεσσαλονίκης» που γέμισε από κρούσματα και έδειξε ανευθυνότητα τείνει να γίνει κυρίαρχη. Κοντά και τα εύκολα σχόλια περί μπουγάτσας και των χαλαρών θεσσαλονικέων.
Ας προσγειωθούμε λοιπόν, ας κοιτάξουμε στον καθρέφτη, ας προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τον εαυτό μας και ας ψάξουμε το γιατί συνέβησαν τα υψηλά νούμερα του Οκτωβρίου και τα καλοκαιρινά. Χωρίς να υποτιμάμε ή να υπερτιμάμε τις δυνάμεις μας και χωρίς ζητάμε συνεχώς ειδικές μεταχειρίσεις.
Όταν με το καλό όλα αυτά θα έχουν περάσει θα πρέπει να δούμε και που θέλουμε να πάμε ως πόλη. Γιατί μόνο η εστίαση, τα γλέντια και τα ντιριντάχτα δεν αρκούν…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 8 Νοεμβρίου 2020