ΑΠΟΨΕΙΣ

Εστιατορίου εγκώμιον

 13/12/2020 22:30

«Αγκάθι» και ερωτηματικό το άνοιγμα της εστίασης τα Χριστούγεννα, διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε μαζί με τις αμήχανες δηλώσεις υπουργών και τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων.

Δίνουν και παίρνουν τα σενάρια που πέφτουν στο τραπέζι με φόντο τη μεγάλη αγωνία των επιχειρηματιών του κλάδου.

Το «αγκάθι» στην καρδιά το έχει όμως και πολύς κόσμος, καθώς υπάρχει κάτι που μας κάνει να επιστρέφουμε στα εστιατόρια που αγαπάμε και τώρα νοσταλγούμε.

Διαβάζω στο «1843 magazine» του Economist, «Why do people go to restaurants? It’s not about the food» (Γιατί οι άνθρωποι πηγαίνουν στα ρεστοράν; Δεν πρόκειται για το φαγητό).

Για τι πρόκειται λοιπόν;

Σε ορισμένες περιπτώσεις, πιστεύω, είναι όντως το εξαιρετικά νόστιμο φαγητό. Σε άλλες, όμως, η γοητεία δεν αφορά καθόλου αυτό. Ίσως είναι ένας αγαπημένος, ευγενικός, οικείος και ομιλητικός σερβιτόρος ή η αίσθηση ότι αναγνωρίζεσαι από όλους στο προσωπικό περνώντας την πόρτα. Ίσως είναι απλώς μία ανεξήγητη «σπιτική» αίσθηση που δεν έχετε καταφέρει να βρείτε σε άλλο εστιατόριο. Ιεροτελεστία τελικά είναι και να ντύνεσαι καλά, να ξοδεύεις, μια φορά βρε αδερφέ, χρήματα και να αντιμετωπίζεσαι με ευγένεια σε ένα κορυφαίο εστιατόριο.

Αυτά δεν είναι πράγματα που μπορείτε να βρείτε στο μενού, αλλά είναι εξίσου κρίσιμα για την επιτυχία (ή την αποτυχία) ενός εστιατορίου.

Τα ρεστοράν εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες στην κοινωνία, εκτός από το ότι μας σερβίρουν φαγητό. Γιορτάζουμε εκεί μεγάλες στιγμές της ζωής μας, από γενέθλια και νέες δουλειές έως δεξιώσεις γάμου και επετείους.

Θυμάμαι πάντα το τραπέζι που μου έκανε το Σεπτέμβριο του 1976 ο πατέρας μου στο «Ολύμπος Νάουσα» -έχοντας και οι δύο μία κρυφή χαρά ως Ναουσαίοι- αυτό το κομψό σύμβολο επί 60 χρόνια της γαστρονομίας στη Θεσσαλονίκη. Ήταν για την είσοδό μου στο πανεπιστήμιο.

Όπως και την προτροπή του αείμνηστου δημάρχου της ιδιαίτερης πατρίδας μου, του Φιλώτα Κόκκινου, που μου είπε με τόνο επισημότητας πως «είναι πολύ καλό εστιατόριο, να πηγαίνεις όταν μπορείς, κοντά στο πανεπιστήμιο, η ‘Πέρδικα’» -και πράγματι ήταν, λίγα μέτρα κατεβαίνοντας αριστερά από το Σιντριβάνι την Εθνικής Αμύνης. Πήγα μερικές φορές. Δεν έφταναν τα χρήματα για παραπάνω.

Κάποια εστιατόρια θα μπορούσαν άνετα να μπουν στον κατάλογο των «places I remember» των αναμνήσεών μας για όλη τη ζωή , όπως το θέλει ο στίχος του υπέροχου τραγουδιού «In my life» των Beatles. Άλλα έχουν κλείσει πια και άλλα απαντέχουν. Ο καθένας έχει τον δικό του.

Το «Χρυσό Παγώνι» στη Σβώλου, ο «Στρατής» στην παραλία, ο «Χαμόδρακας» και το «Μαϊάμι» στη Νέα Κρήνη, το «Ελβετικόν» στην Αγίας Σοφίας και βέβαια το «Ντορέ» στη σκιά του Λευκού Πύργου που ανακάλυψες 19χρονος φοιτητής, ως εστία θυελλωδών συζητήσεων για το φεστιβάλ, και καλλιτεχνικό στέκι για συγγραφείς, ηθοποιούς και σκηνοθέτες.

Τα εστιατόρια μας βοηθούν να «συνδεθούμε». Τώρα με τους περιορισμούς αυτό το καταλαβαίνουμε καλύτερα . Είναι οι «τρίτες θέσεις» στη ζωή μας (εκτός από το σπίτι και τον χώρο εργασίας) όπως και οι καφετέριες και άλλοι δημόσιοι χώρους όπου οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν φυσικά και μαγικά θα προσέθετα, αφού το πολύ το κύριε ελέησον με τα online με κούρασαν πια. Δεδομένου του ολοένα και πιο απομονωμένου κόσμου του Twitter, του Facebook και των κινητών τηλεφώνων, τα εστιατόρια έρχονται κυριολεκτικά να ξαναστήσουν την επαφή μεταξύ μας.

Επίσης, μας δίνουν και ευκαιρία για απασχόληση. Πολλοί νέοι δουλεύουν για ένα διάστημα εκεί στις διακοπές από το πανεπιστήμιο, ή στο μεσοδιάστημα μέχρι να βρεθεί μία μόνιμη δουλειά ή για ένα απολύτως αναγκαίο εισόδημα σε ώρα ανάγκης. Πολλοί που αργότερα τα κατάφεραν στη ζωή, πάντα δίνουν καλό φιλοδώρημα διότι θυμούνται το πως περνούσαν στα δύσκολα χρόνια της νιότης τους!

Τα εστιατόρια, τέλος, μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα και μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε το άγχος. Και η τρέχουσα οικονομική κατάρρευση κάνει απίστευτα δύσκολη την καθημερινότητα.

Μου χρειάζεται όμως μία εικόνα για να κλείσω αυτό το κείμενο και τη βρήκα σε μια παλιά αφήγηση του Διονύση Σαββοπούλου. Ιδού πως μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα που του έμεινε από το «Ολύμπος Νάουσα »:

«Κατάλογος με 70 φαγητά, εβδομήντα πιάτα μέσα. Τα γκαρσόνια τα ξέραμε με το όνομά τους. Ο Απόστολος, ο Ίωνας, ο Κίμων, ο Γιώργος. Περνούσαν ευθυτενείς ανάμεσα στα τραπέζια με άσπρο σακάκι με την κανάτα με το νερό και την πετσέτα στο χέρι κρεμασμένη και με αξιοπρέπεια και κομψότητα πριν ακουμπήσουν την κανάτα στο τραπέζι την καθάριζαν στην πετσέτα...».

Αξίζει το εστιατόριο ό,τι και αν πεις.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13 Δεκεμβρίου 2020