ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Γιατί τόση βία στα σχολεία;

Οι μορφές, οι αιτίες, οι θύτες, τα θύματα και ο ρόλος των παρατηρητών - Τι λένε οι ειδικοί στη «ΜτΚ» για το διαχρονικό φαινόμενο που "στοιχειώνει" τα εκπαιδευτικά ιδρύματα

 15/11/2022 11:00

Γιατί τόση βία στα σχολεία;

Βιολέτα Φωτιάδη

Συχνά και μεγάλης έντασης περιστατικά ενδοσχολικής βίας μετατρέπουν σχεδόν καθημερινά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε «σιωπηρές αρένες επιβίωσης» με τους θύτες να επιστρατεύουν πάσης φύσεως μορφές εκφοβισμού για να παρενοχλούν τα θύματα.

Πριν από κάποιες ημέρες, βίντεο με τον άγριο ξυλοδαρμό ανάμεσα σε μαθητές ιδιωτικού σχολείου της Θεσσαλονίκης έκαναν το γύρο του διαδικτύου με το περιστατικό να προκαλεί παρέμβαση εισαγγελέα. 

Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης παρήγγειλε προκαταρκτική εξέταση για περαιτέρω διερεύνηση του συμβάντος και στο πλαίσιο έρευνας, η οποία θα διενεργηθεί από την αστυνομία, θα αναζητηθούν οι μαθητές που ενεπλάκησαν στο περιστατικό και θα εξεταστεί αν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της συμπλοκής, της επικίνδυνης ή βαριάς σωματικής βλάβης αλλά και το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων για τους γονείς των μαθητών. 

Η κοινωνία της Θεσσαλονίκης μπορεί να θορυβήθηκε από τις σκληρές εικόνες στο προαύλιο του σχολείου αλλά αξίζει να σημειωθεί πως το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας είναι διαχρονικό.

«Όλοι έχουμε εκτεθεί τουλάχιστον μία φορά σε κάποιο περιστατικό ακραίας βίας στο σχολείο μας», τονίζει στη «ΜτΚ» η Κατερίνα Τσούρα, ψυχίατρος Παίδων και Εφήβων MD ΜSc. Ωστόσο, όπως αναφέρει η ίδια, «τις περισσότερες φορές κρατιούνται κάποια προσχήματα. Δεν θα συμβεί δηλαδή το περιστατικό στο προαύλιο εν ώρα διαλείμματος».

Το ερώτημα που βασανίζει γονείς και εκπαιδευτικούς είναι πάντα το «γιατί»; Η κ. Τσούρα απαντά πως η εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών εξαρτάται από έναν «αστερισμό παραγόντων»:

«Αυτό που υποκινεί βίαιες συμπεριφορές σχετίζεται με την προσωπική ιστορία του κάθε ανθρώπου. Μπορεί ο θύτης να νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει κάπου αλλού αλλά ρίχνει πολύ καλό ξύλο και ότι όλοι τον σέβονται γι’ αυτό. Βρίσκει δηλαδή μία ταυτότητα μέσα από τη βία σε μία φάση της ζωής του που κανείς δεν τον θεωρεί καλό και σπουδαίο πουθενά. Επίσης, υπάρχουν πολλά παιδιά τα οποία στο δημοτικό πέρασαν άσχημα και μεγαλώνοντας, στο γυμνάσιο και το λύκειο, αγριεύουν και παίρνουν τα ίδια τη θέση του κακοποιητή.

Υπάρχουν και παιδιά τα οποία δέχονται στο σπίτι μειωτικά σχόλια ή υπάρχει ένα κλίμα εχθρότητας. Στην Ελλάδα μπορεί να είναι ποινικό αδίκημα να δείρει κάποιος το παιδί του αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες γονείς έχουν πάψει να θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να χτυπήσουν το παιδί τους. Αυτό δημιουργεί ένα υπόστρωμα για να “παίζουν” ξύλο τα παιδιά».

Τη ρίζα του προβλήματος εντοπίζει στην οικογένεια και η Μαρία Παντελάκη, συστημική οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια, ιδρυτικό μέλος στης Συστημικής Εταιρείας Β. Ελλάδος (ΣΕΒΕ) και δραματοθεραπεύτρια η οποία αναφέρει πως «το σπίτι υποτίθεται ότι είναι καταφύγιο αλλά μπορεί να είναι ένα πολύ κακοποιητικό περιβάλλον. Δεν είμαστε η αγία ελληνική οικογένεια».

Σύμφωνα με την κ. Παντελάκη «όταν ένα παιδί βιώνει κακοποιητική συμπεριφορά, όχι απαραίτητα προς το ίδιο αλλά βρίσκεται ανάμεσα στους γονείς που μαλώνουν, εμφανίζει παραβατική συμπεριφορά για να βγάλει τους γονείς από αυτό το αδιέξοδο. Αν έχει θέματα στο σχολείο οι γονείς σταματούν τη μεταξύ τους φασαρία και ασχολούνται με αυτό. Επιπλέον, όταν τα παιδιά νιώθουν ότι δεν μπορούν να επιβληθούν σε άλλα θέματα μπορεί να στραφούν στη βία. 

Ίσως νιώθουν ότι οι γονείς είναι ανίσχυροι να τα προστατέψουν ή ότι δεν ενδιαφέρονται. Επίσης, αν το παιδί βλέπει ότι η σχέση των γονιών είναι ‘θύμα-θύτης’ έτσι θα μπει και αυτό στις σχέσεις. Αν μάθει δηλαδή να έχει εξαρτημένες σχέσεις, αυτές θα ψάξει μεγαλώνοντας και θα μπει είτε ως θύμα είτε ως θύτης».

Τα «πρόσωπα» της ενδοσχολικής βίας

«Χαρτογραφώντας» τη βία που μπορεί να συναντήσουμε στα σχολεία καταλήγουμε στις εξής μορφές: λεκτική, σωματική, κοινωνική, σεξουαλική και ηλεκτρονική.

Η τελευταία μάλιστα τείνει να είναι πιο διαδεδομένη από τη σωματική βία, παίρνοντας ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην εποχή της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με την ηλεκτρονική διακίνηση φωτογραφιών, βίντεο ακόμη και αγγελιών με το τηλέφωνο του θύματος. Η κ. Παντελάκη κάνει λόγο για μία αόρατη μορφή βίας που ακολουθεί το θύμα και στο σπίτι κάνοντάς το να ζει υπό το φόβο της διαρκούς απειλής.

Σύμφωνα με την ίδια η σωματική βία είναι πιο «δημοφιλής» στα αγόρια - θύτες ενώ όπως εξηγεί η κ. Τσούρα τα κορίτσια που μπαίνουν στο ρόλο του θύτη επιλέγουν να μειώνουν και να διαβάλουν το θύμα για να το απομονώσουν κοινωνικά.

Μαθητές αλλά και καθηγητές θύτες και θύματα

Οι δύο συνηθέστεροι λόγοι άσκησης ενδοσχολικής βίας από μαθητή σε μαθητή είναι η σεξουαλική ταυτότητα και η σωματική διάπλαση του θύματος ενώ τα πιο ακραία περιστατικά βίας εμφανίζονται κυρίως στην εφηβεία.

«Τα παιδιά μικρότερης ηλικίας εμφανίζουν περιστασιακή και πιο ‘αθώα’ βίαιη συμπεριφορά. Στην εφηβεία είναι πιο δύσκολα και εκεί διαμορφώνεται και μία ταυτότητα βαδίζοντας προς το ενήλικο», εξηγεί η κ. Παντελάκη.

Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που στη θέση του θύματος βρίσκονται και οι εκπαιδευτικοί στους οποίους μπορεί να ασκείται από τους μαθητές κυρίως λεκτική βία.

«Ο μαθητής προκαλεί για να δει μέχρι πόσο μπορεί να επιβληθεί. Είναι σαν να νικάει τον γονιό του. Τα παιδιά το κάνουν αυτό γιατί πρέπει να πειστούν ότι ο καθηγητής έχει τον έλεγχο. Ο καθηγητής είναι ένας δοτός ηγέτης για την ομάδα στην οποία βρίσκεται και τα παιδιά τεστάρουν με την πρόκληση αν έχει όντως τα χαρακτηριστικά του ηγέτη, αν αξίζει τον σεβασμό, αν ενδιαφέρεται όντως για εκείνα ή απλά κάνει τη δουλειά του, θα πληρωθεί και θα φύγει», αποσαφηνίζει η κ. Παντελάκη.

Ωστόσο, οι καθηγητές μπορούν και εκείνοι με τη σειρά τους να γίνουν κακοποιητικοί προς τους μαθητές. Η κ. Τσούρα επισημαίνει πως «με την πρόθεση να προστατέψουν τους μαθητές μπορεί κάποιος εκπαιδευτικός να στοχοποιήσει τα θύματα άθελά του».

Το ρόλο του καθηγητή - θύτη αναγνωρίζει και η κ. Παντελάκη και εξηγεί:

«Οι καθηγητές δεν είναι εκπαιδευμένοι στα ομαδικά δυναμικά ενώ έχουν χάσει λίγο τη δύναμή τους λόγω της τεχνολογίας καθώς είναι πολύ εύκολο να βρουν τα παιδιά τι δεν ξέρει ο καθηγητής και να τον αμφισβητήσουν. Έτσι, οι εκπαιδευτικοί μπορεί να νιώσουν αγχωμένοι ή απαξίωση και να προσπαθήσουν να καλυφθούν πίσω από την παλιά εικόνα του παντογνώστη και αυταρχικού δασκάλου. 

Στον τρόπο τους να επιβληθούν καταλήγουν στη βία η οποία είναι κυρίως ψυχολογική. Αυτό που κάνουν επίσης είναι να βρίσκουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Να κατηγορούν δηλαδή έναν μαθητή ότι κάνει όλη τη φασαρία και αν τον διώξουν από την τάξη θα έχουν μία τάξη - πρότυπο. Δεν προσπαθούν να ενσωματώσουν τον μαθητή αυτό και τον διώχνουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να νιώθουν τα παιδιά ότι δεν μπορούν να προστατευθούν γιατί αύριο μπορεί να είναι αυτά στη θέση του μαθητή».

Οι παρατηρητές και ο φόβος

Στο ερώτημα «γιατί δεν επεμβαίνουν τα παιδιά που είναι μάρτυρες περιστατικών ενδοσχολικής βίας», οι λεγόμενοι παρατηρητές, απαντούν οι δύο ειδικοί.

Κοινός τόπος των παιδιών - παρατηρητών είναι ο φόβος ενώ σύμφωνα με την κ. Τσούρα για να επέμβει ένας παρατηρητής πρέπει συνήθως να συνδέεται κάπως με το θύμα:

«Η αντίδραση στη βία έχει και μία βιολογική βάση γιατί ενέχει τον φόβο. Oι βασικές αντιδράσεις των παρατηρητών είναι το ‘παλεύω’, ‘φεύγω’ ή ‘παγώνω’. Αν δεν παγώσουν ή δεν φύγουν, θα μπουν στον καβγά αλλά πρέπει να συνδέονται κάπως με το θύμα. Το παιδί που θα παρέμβει για να σπάσει έναν κύκλο εκφοβισμού είναι συνήθως παιδί για το οποίο το αίσθημα της αδικίας κινείται υψηλά και για να έχει κάποιος σε αυτή την ηλικία ένα τόσο υψηλό αίσθημα δικαίου μιλάει από μία πιο ταλαιπωρημένη και στενάχωρη θέση αλλά έχουν μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα».

Καταλήγοντας, η κ. Παντελάκη αναδεικνύει και τον φόβο της στοχοποίησης καθώς όπως λέει «οι παρατηρητές δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι μπορούν να μιλήσουν σε κάποιον, αναρωτιούνται αν ο καθηγητής μπορεί να το χειριστεί ή αν θα μαθευτεί ότι μίλησαν και θα βρεθούν στη θέση του θύματος».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13.11.2022

Συχνά και μεγάλης έντασης περιστατικά ενδοσχολικής βίας μετατρέπουν σχεδόν καθημερινά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε «σιωπηρές αρένες επιβίωσης» με τους θύτες να επιστρατεύουν πάσης φύσεως μορφές εκφοβισμού για να παρενοχλούν τα θύματα.

Πριν από κάποιες ημέρες, βίντεο με τον άγριο ξυλοδαρμό ανάμεσα σε μαθητές ιδιωτικού σχολείου της Θεσσαλονίκης έκαναν το γύρο του διαδικτύου με το περιστατικό να προκαλεί παρέμβαση εισαγγελέα. 

Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης παρήγγειλε προκαταρκτική εξέταση για περαιτέρω διερεύνηση του συμβάντος και στο πλαίσιο έρευνας, η οποία θα διενεργηθεί από την αστυνομία, θα αναζητηθούν οι μαθητές που ενεπλάκησαν στο περιστατικό και θα εξεταστεί αν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της συμπλοκής, της επικίνδυνης ή βαριάς σωματικής βλάβης αλλά και το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων για τους γονείς των μαθητών. 

Η κοινωνία της Θεσσαλονίκης μπορεί να θορυβήθηκε από τις σκληρές εικόνες στο προαύλιο του σχολείου αλλά αξίζει να σημειωθεί πως το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας είναι διαχρονικό.

«Όλοι έχουμε εκτεθεί τουλάχιστον μία φορά σε κάποιο περιστατικό ακραίας βίας στο σχολείο μας», τονίζει στη «ΜτΚ» η Κατερίνα Τσούρα, ψυχίατρος Παίδων και Εφήβων MD ΜSc. Ωστόσο, όπως αναφέρει η ίδια, «τις περισσότερες φορές κρατιούνται κάποια προσχήματα. Δεν θα συμβεί δηλαδή το περιστατικό στο προαύλιο εν ώρα διαλείμματος».

Το ερώτημα που βασανίζει γονείς και εκπαιδευτικούς είναι πάντα το «γιατί»; Η κ. Τσούρα απαντά πως η εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών εξαρτάται από έναν «αστερισμό παραγόντων»:

«Αυτό που υποκινεί βίαιες συμπεριφορές σχετίζεται με την προσωπική ιστορία του κάθε ανθρώπου. Μπορεί ο θύτης να νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει κάπου αλλού αλλά ρίχνει πολύ καλό ξύλο και ότι όλοι τον σέβονται γι’ αυτό. Βρίσκει δηλαδή μία ταυτότητα μέσα από τη βία σε μία φάση της ζωής του που κανείς δεν τον θεωρεί καλό και σπουδαίο πουθενά. Επίσης, υπάρχουν πολλά παιδιά τα οποία στο δημοτικό πέρασαν άσχημα και μεγαλώνοντας, στο γυμνάσιο και το λύκειο, αγριεύουν και παίρνουν τα ίδια τη θέση του κακοποιητή.

Υπάρχουν και παιδιά τα οποία δέχονται στο σπίτι μειωτικά σχόλια ή υπάρχει ένα κλίμα εχθρότητας. Στην Ελλάδα μπορεί να είναι ποινικό αδίκημα να δείρει κάποιος το παιδί του αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες γονείς έχουν πάψει να θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να χτυπήσουν το παιδί τους. Αυτό δημιουργεί ένα υπόστρωμα για να “παίζουν” ξύλο τα παιδιά».

Τη ρίζα του προβλήματος εντοπίζει στην οικογένεια και η Μαρία Παντελάκη, συστημική οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια, ιδρυτικό μέλος στης Συστημικής Εταιρείας Β. Ελλάδος (ΣΕΒΕ) και δραματοθεραπεύτρια η οποία αναφέρει πως «το σπίτι υποτίθεται ότι είναι καταφύγιο αλλά μπορεί να είναι ένα πολύ κακοποιητικό περιβάλλον. Δεν είμαστε η αγία ελληνική οικογένεια».

Σύμφωνα με την κ. Παντελάκη «όταν ένα παιδί βιώνει κακοποιητική συμπεριφορά, όχι απαραίτητα προς το ίδιο αλλά βρίσκεται ανάμεσα στους γονείς που μαλώνουν, εμφανίζει παραβατική συμπεριφορά για να βγάλει τους γονείς από αυτό το αδιέξοδο. Αν έχει θέματα στο σχολείο οι γονείς σταματούν τη μεταξύ τους φασαρία και ασχολούνται με αυτό. Επιπλέον, όταν τα παιδιά νιώθουν ότι δεν μπορούν να επιβληθούν σε άλλα θέματα μπορεί να στραφούν στη βία. 

Ίσως νιώθουν ότι οι γονείς είναι ανίσχυροι να τα προστατέψουν ή ότι δεν ενδιαφέρονται. Επίσης, αν το παιδί βλέπει ότι η σχέση των γονιών είναι ‘θύμα-θύτης’ έτσι θα μπει και αυτό στις σχέσεις. Αν μάθει δηλαδή να έχει εξαρτημένες σχέσεις, αυτές θα ψάξει μεγαλώνοντας και θα μπει είτε ως θύμα είτε ως θύτης».

Τα «πρόσωπα» της ενδοσχολικής βίας

«Χαρτογραφώντας» τη βία που μπορεί να συναντήσουμε στα σχολεία καταλήγουμε στις εξής μορφές: λεκτική, σωματική, κοινωνική, σεξουαλική και ηλεκτρονική.

Η τελευταία μάλιστα τείνει να είναι πιο διαδεδομένη από τη σωματική βία, παίρνοντας ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην εποχή της κυριαρχίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με την ηλεκτρονική διακίνηση φωτογραφιών, βίντεο ακόμη και αγγελιών με το τηλέφωνο του θύματος. Η κ. Παντελάκη κάνει λόγο για μία αόρατη μορφή βίας που ακολουθεί το θύμα και στο σπίτι κάνοντάς το να ζει υπό το φόβο της διαρκούς απειλής.

Σύμφωνα με την ίδια η σωματική βία είναι πιο «δημοφιλής» στα αγόρια - θύτες ενώ όπως εξηγεί η κ. Τσούρα τα κορίτσια που μπαίνουν στο ρόλο του θύτη επιλέγουν να μειώνουν και να διαβάλουν το θύμα για να το απομονώσουν κοινωνικά.

Μαθητές αλλά και καθηγητές θύτες και θύματα

Οι δύο συνηθέστεροι λόγοι άσκησης ενδοσχολικής βίας από μαθητή σε μαθητή είναι η σεξουαλική ταυτότητα και η σωματική διάπλαση του θύματος ενώ τα πιο ακραία περιστατικά βίας εμφανίζονται κυρίως στην εφηβεία.

«Τα παιδιά μικρότερης ηλικίας εμφανίζουν περιστασιακή και πιο ‘αθώα’ βίαιη συμπεριφορά. Στην εφηβεία είναι πιο δύσκολα και εκεί διαμορφώνεται και μία ταυτότητα βαδίζοντας προς το ενήλικο», εξηγεί η κ. Παντελάκη.

Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που στη θέση του θύματος βρίσκονται και οι εκπαιδευτικοί στους οποίους μπορεί να ασκείται από τους μαθητές κυρίως λεκτική βία.

«Ο μαθητής προκαλεί για να δει μέχρι πόσο μπορεί να επιβληθεί. Είναι σαν να νικάει τον γονιό του. Τα παιδιά το κάνουν αυτό γιατί πρέπει να πειστούν ότι ο καθηγητής έχει τον έλεγχο. Ο καθηγητής είναι ένας δοτός ηγέτης για την ομάδα στην οποία βρίσκεται και τα παιδιά τεστάρουν με την πρόκληση αν έχει όντως τα χαρακτηριστικά του ηγέτη, αν αξίζει τον σεβασμό, αν ενδιαφέρεται όντως για εκείνα ή απλά κάνει τη δουλειά του, θα πληρωθεί και θα φύγει», αποσαφηνίζει η κ. Παντελάκη.

Ωστόσο, οι καθηγητές μπορούν και εκείνοι με τη σειρά τους να γίνουν κακοποιητικοί προς τους μαθητές. Η κ. Τσούρα επισημαίνει πως «με την πρόθεση να προστατέψουν τους μαθητές μπορεί κάποιος εκπαιδευτικός να στοχοποιήσει τα θύματα άθελά του».

Το ρόλο του καθηγητή - θύτη αναγνωρίζει και η κ. Παντελάκη και εξηγεί:

«Οι καθηγητές δεν είναι εκπαιδευμένοι στα ομαδικά δυναμικά ενώ έχουν χάσει λίγο τη δύναμή τους λόγω της τεχνολογίας καθώς είναι πολύ εύκολο να βρουν τα παιδιά τι δεν ξέρει ο καθηγητής και να τον αμφισβητήσουν. Έτσι, οι εκπαιδευτικοί μπορεί να νιώσουν αγχωμένοι ή απαξίωση και να προσπαθήσουν να καλυφθούν πίσω από την παλιά εικόνα του παντογνώστη και αυταρχικού δασκάλου. 

Στον τρόπο τους να επιβληθούν καταλήγουν στη βία η οποία είναι κυρίως ψυχολογική. Αυτό που κάνουν επίσης είναι να βρίσκουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Να κατηγορούν δηλαδή έναν μαθητή ότι κάνει όλη τη φασαρία και αν τον διώξουν από την τάξη θα έχουν μία τάξη - πρότυπο. Δεν προσπαθούν να ενσωματώσουν τον μαθητή αυτό και τον διώχνουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να νιώθουν τα παιδιά ότι δεν μπορούν να προστατευθούν γιατί αύριο μπορεί να είναι αυτά στη θέση του μαθητή».

Οι παρατηρητές και ο φόβος

Στο ερώτημα «γιατί δεν επεμβαίνουν τα παιδιά που είναι μάρτυρες περιστατικών ενδοσχολικής βίας», οι λεγόμενοι παρατηρητές, απαντούν οι δύο ειδικοί.

Κοινός τόπος των παιδιών - παρατηρητών είναι ο φόβος ενώ σύμφωνα με την κ. Τσούρα για να επέμβει ένας παρατηρητής πρέπει συνήθως να συνδέεται κάπως με το θύμα:

«Η αντίδραση στη βία έχει και μία βιολογική βάση γιατί ενέχει τον φόβο. Oι βασικές αντιδράσεις των παρατηρητών είναι το ‘παλεύω’, ‘φεύγω’ ή ‘παγώνω’. Αν δεν παγώσουν ή δεν φύγουν, θα μπουν στον καβγά αλλά πρέπει να συνδέονται κάπως με το θύμα. Το παιδί που θα παρέμβει για να σπάσει έναν κύκλο εκφοβισμού είναι συνήθως παιδί για το οποίο το αίσθημα της αδικίας κινείται υψηλά και για να έχει κάποιος σε αυτή την ηλικία ένα τόσο υψηλό αίσθημα δικαίου μιλάει από μία πιο ταλαιπωρημένη και στενάχωρη θέση αλλά έχουν μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα».

Καταλήγοντας, η κ. Παντελάκη αναδεικνύει και τον φόβο της στοχοποίησης καθώς όπως λέει «οι παρατηρητές δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι μπορούν να μιλήσουν σε κάποιον, αναρωτιούνται αν ο καθηγητής μπορεί να το χειριστεί ή αν θα μαθευτεί ότι μίλησαν και θα βρεθούν στη θέση του θύματος».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13.11.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία