Η σκορποχώρω!
Ανέκαθεν ήμουνα η σκορποχώρω… Έτσι τουλάχιστον με φώναζε η μαμά μου. «Μην αφήνεις τα πράγματά σου εδώ κι εκεί, σκορποχώρω!», μου φώναζε όταν γυρίζαμε τα καλοκαίρια από το μπάνιο κι έτρεχα κατευθείαν στο ντους πετώντας δεξιά κι αριστερά πετσέτες, παντόφλες και παρεό.
Σχεδόν με κυνηγούσε και το κάθε πράγμα που πετούσα το περιμάζευε ένα - ένα σκύβοντας πάνω στο καθένα και αγκομαχώντας για να τα βρω μετά όλα στη θέση τους, όταν έβγαινα η καλή σου σαν τη Σουλτάνα με την πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά.
Αργότερα, μεγαλώνοντας, μένοντας μόνη χρόνια και ως φοιτήτρια και ως εργαζόμενη, μη έχοντας κανέναν από πίσω μου να μου μαζεύει τα ασυμμάζευτα, στην αρχή δυσκολεύτηκα, αλλά μετά έμαθα σιγά - σιγά πώς να τακτοποιώ τα πράγματά μου, έστω «όσα βλέπει η πεθερά» που λέει και μια φίλη, καταφέρνοντας να έχω τουλάχιστον ένα ευπρεπές σπίτι στο οποίο αν μπει κανείς δεν θα πει εύκολα «για δες μία ακατάστατη!».
Το ελάττωμα όμως παρέμενε πάντα. Ήμουνα η σκορποχώρω κατά βάθος, αφού, αν άνοιγε κανείς τα συρτάρια μου, θα έβρισκε έναν μικρό… ωκεανό, κυρίως στα ρούχα και τα κοσμήματά μου. Τα τελευταία έμπλεκαν πολλές φορές τόσο μεταξύ τους που, στο τέλος, δεν μπορούσα καν να τα φορέσω, είτε γιατί δεν είχα χρόνο το πρωί να τα ξεδιαλέξω φεύγοντας για τη δουλειά, είτε γιατί τα έψαχνα πάντα κάπου… αλλού από εκεί που ήταν, αφού δεν ήξερα κι εγώ πού ήταν, έχοντας τον ασυμμάζευτο ακόμη βαθιά ριζωμένο μέσα μου.
Εσχάτως άρχισα σιγά - σιγά να τα τακτοποιώ όλα. Αργά, πολύ αργά, αλλά μεθοδικά, χωρίς άγχος.
Πήγα να βάλω ένα πρωί ένα κολιέ και ήταν τόσο ένα κουβάρι όλα μαζί, που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω που τελειώνει η μία αλυσίδα και που αρχίζει η άλλη, που μαζεύει το ένα λουρί και πού καταλήγει το άλλο.
Καμιά εικοσαριά κολιέ, ένα κομφούζιο όλα μεταξύ τους, σαν σύρματα πλεγμένα, που φώναζαν σχεδόν όλα μαζί: «Ελευθερία ή θάνατος!».
Κι εκεί υποσχέθηκα στον εαυτό μου το Σάββατο με τον καφέ που θα είχα λίγο χρόνο, να αρχίσω σιγά - σιγά να ξετυλίγω το κουβάρι τους.
Κι έτσι όπως μιλούσα με τη Βιολέτα στο τηλέφωνο, έπινα τον καφέ και άτμιζα στο ηλεκτρονικό τσιγάρο, έβγαζα τη μία άκρη, μάζευα την άλλη, ξεπεταγόταν οι υπόλοιπες, πήγαινε να σπάσει μια χάντρα, την έσωζα, έβγαινε στην επιφάνεια μια άλλη.
Κι ήθελε πολλή υπομονή και επιμονή όλο αυτό, σαν να έβλεπα τον Γκουρτζίεφ όπως τον περιέγραφε στο βιβλίο του ο Ουσπένσκι να κεντάει σιγά - σιγά ένα χαλί για να μάθει να βιώνει στο πετσί της τη δύναμη της καρτερίας. Κι έτσι όπως δεν μπορούσα να ξεμπουρδουκλωθώ και παιδευόμουνα να βρω μια άκρη, «για στάσου», λέω στον εαυτό μου, «τι είναι; Γόρδιος δεσμός;». Και παίρνω το ψαλίδι και κόβω ένα, μόνο ένα πετσάκι, αφού ήξερα ότι μπορούσα εκ των υστέρων να το ξαναδέσω.
Και, ω του θαύματος, αρχίζουν σιγά - σιγά να λύνονται όλα, ένα - ένα, με τη σειρά τους και ξεκάθαρα.
Τα έβαλα το ένα δίπλα στο άλλο επάνω στο τραπέζι, τα πέρασα με ένα πανάκι να φύγει από πάνω τους όλη η σκόνη του μπερδέματος και του παραμερίσματος στην άκρη, τα τοποθέτησα το καθένα στο δικό του σακουλάκι και μετά τακτικά - τακτικά στην μπιζουτιέρα τη μεγάλη να ηρεμήσουν στη μοναχική τους «κλίνη» και να με περιμένουν.
Και τώρα, κάθε πρωί, ανοίγω το μεγάλο το κουτί, το φιλοτεχνημένο με τις λέξεις, και τα χαζεύω με περηφάνεια. Τώρα, μπορώ πια να διαλέξω ό,τι θέλω δίχως δυσκολία… Και, γιατί όχι; Να αλλάζω ένα κάθε μέρα, αν χρειαστεί, χωρίς να με φωνάζουν σκορποχώρω! Έτσι, τουλάχιστον, νιώθω…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 7 Νοεμβρίου 2021