Ιστορίες: Ο Απρίλης του Μεσολογγίου
14/04/2024 20:30
14/04/2024 20:30
«Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε/κι όσα ανθιά βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε…». Στην κορύφωση του ποιητικού του οίστρου, ο Διονύσιος Σολωμός παρακολουθεί από την απέναντι πλευρά του Μεσολογγίου, τη Ζάκυνθο, τις φλόγες και τις βόμβες να περικλείουν την ηρωική πόλη και αποδίδει ποιητικά την καταστροφή, με τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του.
Πρόκειται για μία κομβική στιγμή της Επανάστασης, όταν τον Απρίλιο του 1825 ο Κιουταχής, ίσως ο ικανότερος στρατηγός των Τούρκων, έχοντας «τακτοποιήσει» το θέμα της ανταρσίας του Αλή πασά στα Γιάννενα, άρχισε να κατεβαίνει στη Δυτική Ελλάδα, την οποία εύρισκε απογυμνωμένη από ελληνικά στρατεύματα. Οι Έλληνες στο Ανάπλι τρώγονταν πλέον από το σαράκι του εμφύλιου και παραδίδονταν στη διάθεση των Τούρκων, αλλά και των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες δε συμπεριελάμβαναν τη Ρούμελη στον όποιον σχεδιασμό ελληνικού κράτους.
Έτσι στις 14 Απριλίου του 1825 ακούστηκαν οι φωνές «φάνηκαν οι Τούρκοι», όταν το φουσάτο εμφανίστηκε στον μεσολογγίτικο κάμπο. Δεν είναι κάτι που ξάφνιασε τους κατοίκους, οι οποίοι έσπευσαν να κλειστούν στο εσωτερικό του περιτειχίσματος, όπως είχαν προλάβει να ανασκευάσουν, με την έναρξη του ξεσηκωμού.
Ο κοροϊδευτικά ονομαζόμενος από τον Ιμπραήμ «φράχτης» είχε ύψος ανθρώπινου αναστήματος και προστατευόταν από μία τάφρο, ένα χαντάκι, βάθους ενός μέτρου και είκοσι εκατοστών και πλάτους δύο μέτρων. Ο φράχτης αυτός είχε προστατεύσει την πόλη κατά την πολιορκία από τον Ομέρ Βρυώνη, το 1822, στην οποία ο Κιουταχής βρισκόταν υπό τις διαταγές του. Τώρα η εργασία της ενίσχυσης του τείχους, η εμβάθυνση της τάφρου και η διαπλάτυνσή της κατά οκτώ, περίπου, μέτρα, ανατέθηκαν στον Χιώτη μηχανικό Μιχαήλ Κοκκίνη, το 1823. Ενίσχυσε την άμυνα με 23 ντάπιες, πυργώματα, ενώ γύρω τοποθετήθηκαν 48 μικρά κανόνια και 4 λουμπάρδες. Το σχήμα ήταν ένα ασύμμετρο επτάγωνο.
Αρχηγός των Ελλήνων ήταν ο καπετάν Ίσκος, ενώ γρήγορα, στα μέσα του Μαΐου, ανέβηκαν στη Ρούμελη, για αντιπερισπασμό, ο Καραϊσκάκης, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο πρώτος, μάλιστα, όταν του είπαν να μείνει στο Μοριά απάντησε: «Πάω στην πατρίδα, κι εκεί θα δούμε πάλι ποιός θα δουλέψει. Δεν κάθομαι εδώ να μ’ οδηγά το τζογλάνι κι η κουκούλα, μ’ αρχηγό τον γκεμιτζή», όπου τζογλάνι ο Μαυροκορδάτος, κουκούλα ο Κουντουριώτης και γκεμιτζής (ναυτικός) ο ελαχίστων ικανοτήτων αρχηγός του στόλου Σκούρτης.
Από την άλλη, η κυβέρνηση του Κουντουριώτη ασχολούνταν με τις ίντριγκες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης και ολιγώρησε στην αποστολή βοηθείας, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν στόχο την κατάληψη του Μεσολογγίου και τη χρησιμοποίησή του ως πέρασμα στην Πελοπόννησο για την κατάπνιξη της Επανάστασης. Παρά ταύτα, στην πρώτη φάση της πολιορκίας, ως το Δεκέμβριο, ο Κιουταχής υπέστη μεγάλες απώλειες και έτσι τη συνέχεια των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Ιμπραήμ.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Παρά το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας η ζωή συνεχιζόταν, σα να μη συμβαίνει τίποτα, όλοι κοιμόνταν στα σπίτια τους, γίνονταν γάμοι, έκαναν τις γιορτές τους, έβαζαν τα καλά τους τις Κυριακές κι όπως μαρτυρά πάλι ο στίχος του Σολωμού «δεν τους βαραίνει ο πόλεμος αλλ’ έγινε πνοή τους». Κι όταν ο κλοιός έσφιξε κι εξαντλήθηκαν όλες οι αρμυρήθρες της θάλασσας, όλα τα ζώα της γης, ακόμη και τα σιχαμένα, προκειμένου να θρέψουν τα παιδιά τους κι ακόμη όταν κάποιοι έψησαν τα μέλη των νεκρών τους παιδιών για να ταΐσουν τα ζωντανά, οι γυναίκες, ιδίως, βγήκαν με τα παιδιά τους κοιμισμένα με αφιόνι στις αγκαλιές τους, άλλες έπεσαν στα σπαθιά του εχθρού κι άλλες σκότωσαν τα παιδιά τους κι αυτοκτόνησαν.
Μέσα στο Μεσολόγγι βρίσκονταν περίπου 10.600 άτομα, 5.500 από αυτά γυναικόπαιδα, με επικεφαλής της Φρουράς τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλα, τον Δημήτριο Μακρή, τον Νικόλαο Στορνάρη, τον Γεώργιο Βάγια, τον Μήτρο Δεληγιώργη, τον Γεώργιο Βαλτινό, τον Γεώργιο Κίτσου, τον Χρίστο Φωτομάρα και άλλους. Τα χαράματα της 9ης Απριλίου, στο σπίτι του Τζαβέλα, οι συγκεντρωμένοι αποφάσισαν να εκτελέσουν όλους τους αιχμάλωτους εχθρούς και μετά από απόρριψη του σχεδίου να «σκοτώσει ο ένας την οικογένεια του άλλου», όπως έπραξαν οι Μακκαβαίοι στην πολιορκία του φρουρίου Ράμαντα από τους Ρωμαίους, ανακοίνωσαν στους πολιορκημένους την ομόφωνη απόφαση για ηρωική έξοδο.
Σύμφωνα με το σχέδιο, οι πολιορκημένοι θα περνούσαν από τις ξύλινες γέφυρες από το μέρος του τείχους που έβλεπε προς τη Ναύπακτο, χωρισμένοι σε τρία σώματα («κολώνες»). Τα δύο πρώτα, αποτελούμενα από άνδρες της Φρουράς, με επικεφαλής τον Δημήτριο Μακρή και το Νότη Μπότσαρη και το τρίτο με τους ντόπιους αρχηγούς και τα γυναικόπαιδα. Ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε την απόφαση από έναν αιχμάλωτο που την πρόδωσε και παρέταξε τις τακτικές του δυνάμεις κοντά στο τείχος και το ιππικό στους πρόποδες του όρους Ζυγός.
Γύρω στις 6.30 το βράδυ ακούστηκαν πυροβολισμοί από τον Ζυγό, που καλούσαν, ουσιαστικά για βοήθεια απ’ έξω. Δυστυχώς, κατά τις 9 έφυγαν τα σύννεφα και η περιοχή φωτιζόταν από το φεγγάρι και οι πολιορκημένοι περίμεναν στην τάφρο, όσο να χτυπήσουν οι απ’ έξω και να απασχολήσουν τον εχθρό. Αυτοί, όμως, δε βοήθησαν και έτσι, ψιθυριστά στην αρχή, πέρασε η απόφαση. Τα δύο από τα σώματα της εξόδου, διέσπασαν τις γραμμές του εχθρικού πεζικού, ανέβηκαν τον Ζυγό και -με όποιες απώλειες- έφθασαν στα Σάλωνα. Το τρίτο σώμα, αποτελούμενο από γυναικόπαιδα, δεν είχε την ίδια τύχη, καθώς μία φωνή ακούστηκε «στις ντάπιες, στις ντάπιες», όπως μαρτυρά ο Κασομούλης. Επικράτησε πανικός, δόθηκε η εντύπωση της οπισθοχώρησης στην πόλη, όπου είχαν ήδη εισέλθει οι πολιορκητές. Η αντίσταση κράτησε δύο μέρες και τέλος τα περισσότερα γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν στην πυριτιδαποθήκη, την οποία ανατίναξε ο γέροντας Χρήστος Καψάλης. Στις 12 Απριλίου ο Ιμπραήμ καταλάμβανε μία νεκρή πόλη.
Υπάρχει διάσταση μεταξύ ξένων και Ελλήνων ιστορικών ως προς τις απώλειες, αλλά πρέπει να χάθηκαν κάπου 3.000 άνδρες της Φρουράς και να αιχμαλωτίστηκαν κάπου πέντε με έξι χιλιάδες γυναικόπαιδα, ενώ οι απώλειες των Τούρκων έφθασαν τις 4.000 άνδρες. Οι Έλληνες είχαν χάσει το Μεσολόγγι, αλλά είχαν ξανακερδίσει τη συμπάθεια της διεθνούς κοινότητας και ξαναξύπνησαν το φιλελληνισμό.
Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
Υπάρχει ένα γράμμα το οποίο εστάλη στις 4 Απριλίου στους απ’ έξω, στους μαχητές της Ντερβέκιστας, με τον Κανάτα. Σύμφωνα με αυτούς που το διάβασαν, έγραφε τα παρακάτω:
«Μετά τοσαύτας Νίκος και θριάμβους, βλέποντες ότι δεν ημπορούμεν περισσότερο να βοηθηθούμεν ούτε από τη θάλασσαν, ούτε από την ξηράνω, αποφασίσαμεν την έξοδον μας. Είσθε συναγωνισταί μας, είσθε φίλοι μας. Οι περισσότεροι από σας έχετε τους πατέρας σας, τους αδελφούς σας, τους συγγενείς σας μέσα. Όποιος αγαπά τον Χριστόν και τον Θεόν και την Πατρίδα να τρέξη να κινδυνεύση μαζί με ημάς. Εάν η δύναμις σας είναι έως τρεις ήμισυ χιλιάδες πραγματικοί, οι χίλιοι να πέσετε εις το ορδί του Κιουταχή κατ’ ευθείαν επάνω εις τον Ζυγόν και ούτως ο δρόμος του Ανατολικού να μείνει ανοιχτός, 1500 να κατεβήτε εις τον Άγιον Συμιόν και να σταθήτε εκεί. Εις τας δύο της νυκτός εσείς να ριχθήτε οι μεν εις το ένα στρατόπεδον, οι δε εις το άλλον, και ημείς να πέσωμεν εις ετούτους όπου ευρίσκονται και μας πολεμούν. Κτυπώντες ούτως, όταν σμίξωμεν όλοι ομού με την κολώναν του Αγίου Συμιού, ορμούμεν κατά των δύο στρατοπέδων, και ίσως ο Θεός βοηθήση και σείσωμεν το ορδί. Εάν τους νικήσωμεν και τους διώξωμεν, μένουμε κύριοι της θέσεώς των, και πάλιν το Μεσολόγγι είναι εδικό μας. Εάν όχι, πάλιν όλοι μαζί τραβούμεν την ανηφόραν και πολεμούντες να γλυτώσωμεν τους λαβωμένους και τους ασθενείς και τα γυναικόπαιδα. Το σύνθημά μας είναι «Καστρινός-Λογγίσιος». Εάν δεν κινηθήτε, να όψεσθε, να όψεσθε, να όψεσθε!».
Ο λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι
Ο Βύρων, μία μορφή της ρομαντικής ποίησης, είχε ταξιδέψει στο Μεσολόγγι το 1809 και μέσω Ιονίων νήσων ξαναβρέθηκε στην πόλη στις 4 Ιανουαρίου 1824. Συνάντησε μία κατάσταση η οποία διέγειρε την ηρωική διάθεση ενός ρομαντικού, την ώρα που η Επανάσταση κλυδωνιζόταν από εμφύλιες έριδες. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν ιδιαιτέρως θερμή. Το πρώτο μεγάλο κέρδος για τους κατοίκους ήταν η αναπτέρωση του ηθικού τους. Ένας διαπρεπής, ξένος, επίσημος και διεθνούς φήμης είχε έλθει να ζήσει και να αγωνιστεί μαζί τους, σε αντίθεση με την ψυχρή λογική των υποστηρικτικών Μεγάλων Δυνάμεων. Οι υπηρεσίες του Μέτερνιχ, του υπουργού Εξωτερικών της Αυστρίας και ιδρυτή της Ιεράς Συμμαχίας, γνώριζαν τις κινήσεις του ποιητή και θορυβήθηκαν τα μέγιστα από την απήχηση που είχαν σε όλη την Ευρώπη.
Η συνεισφορά του Μπάιρον ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην υπόθεση της Επανάστασης, καθώς αγωνιζόταν να γεφυρώσει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του εμφυλίου. Σε αυτό βοήθησε και η οικονομική βοήθεια την οποία πρόσφερε στους αγωνιστές, άλλοτε υπό τη μορφή δανείου και άλλοτε υπό τη μορφή δωρεάς. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου, διότι δεν είχε προσωπικά οφέλη, όπως οι αρχηγοί και οι οπλαρχηγοί. Ήταν αυτός που χρηματοδότησε τη λειτουργία του τυπογραφείου, το οποίο εξέδιδε, σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, την εξαίρετου επιπέδου εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά». Την έκδοση ανέλαβε ο στρατιωτικός Στάνχοπ, ο οποίος πρέσβευε την απόλυτη ελευθεροτυπία. Ο Βύρων, αν και ρομαντικός, εμφανίστηκε πιο ρεαλιστής, καθώς θεωρούσε ότι θα έπρεπε η εφημερίδα να ελέγχει τις παρεχόμενες πληροφορίες, καθώς η παραπληροφόρηση της εποχής ήταν ασύδοτη.
Η ηρωική αντίληψη του Βύρωνα έγινε πιο εμφανής στο θέμα της εκστρατείας κατά της Ναυπάκτου, της οποίας θα ηγείτο ο ίδιος. Οι προσπάθειες του Μπάιρον και των συνεργατών του για την οργάνωση ενός αξιόμαχου σώματος, το οποίο θα μπορούσε να δώσει μια νίκη για την τόνωση του ηθικού. Το πρόβλημα ήταν η απουσία στρατιωτικής εμπειρίας, ωστόσο λόγοι πολιτικοί και ψυχολογικοί επέβαλαν μια ανάλογη απόφαση. Ωστόσο, η ήδη κλονισμένη υγεία του και οι τολμηρές ενέργειές του σε ένα ανθυγιεινό κλίμα τον οδήγησαν σε ασθένεια, για την οποία οι γιατροί δεν είχαν σαφή αντίληψη και θεραπευτική πρόταση. Ο λόρδος Βύρων παρέδωσε το πνεύμα του στις 7 Απριλίου (παλαιό ημερολόγιο). Η εορτή της Λαμπρής μετατράπηκε σε ημέρα πένθους και θλίψης. Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Δυτικής Ελλάδος εξέδωσε ανακοίνωση: «Δημόσιον πένθος θα τηρηθή επί είκοσι και μίαν ημέρας». Ο σπουδαίος ποιητής, με το θάνατό του στο ηρωικό Μεσολόγγι είχε καταφέρει να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον ολόκληρης της Ευρώπης για των αγώνα των Ελλήνων.
Ημερολόγιο καταστρώματος
1825
Απρίλιος, 14
Άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων απέναντι από το Αιτωλικό
Μάιος, 30
Ο Μιχαήλ Κοκκίνης επιθεωρεί τα τείχη και επιμελείται των απαραίτητών επισκευών
Ιούλιος, 6
Εμφανίζεται ο τουρκικός στόλος στα νερά του Μεσολογγίου
Σεπτέμβριος, 13
Οπλαρχηγοί και στρατός σπεύδουν προς βοήθεια του Μεσολογγίου
Σεπτέμβριος, 21
Απορρίπτεται νέα πρόταση του Κιουταχή για παράδοση της πόλης
Νοέμβριος, 18
Οι Τούρκοι αποφασίζουν να παραχειμάσουν στο Μεσολόγγι, εντείνοντας την πίεση
1826
Ιανουάριος, 15
Η πολιτική και στρατιωτική αρχή του Μεσολογγίου αρνείται τη διαμεσολάβηση του Άγγλου πλοιάρχου για συνδιαλλαγή με τους Τούρκους
Φεβρουάριος, 20
Βόμβα καταστρέφει το τυπογραφείο του Μάγιερ, όπου εκδίδονταν τα «Ελληνικά Χρονικά»
Μάρτιος, 25
Στη μάχη της Κλείσοβας η φρουρά του Κίτσου Τζαβέλα επιφέρει μεγάλα πλήγματα στους Τούρκους
Απρίλιος, 1
Αποτυγχάνει η προσπάθεια ανεφοδιασμού από τον Μιαούλη
Απρίλιος, 10
Έξοδος του Μεσολογγίου
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.04.2024
07/04/2024 21:00
31/03/2024 18:00
18/02/2024 18:00
13/06/2024 07:00
29/06/2024 13:45
«Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε/κι όσα ανθιά βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε…». Στην κορύφωση του ποιητικού του οίστρου, ο Διονύσιος Σολωμός παρακολουθεί από την απέναντι πλευρά του Μεσολογγίου, τη Ζάκυνθο, τις φλόγες και τις βόμβες να περικλείουν την ηρωική πόλη και αποδίδει ποιητικά την καταστροφή, με τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του.
Πρόκειται για μία κομβική στιγμή της Επανάστασης, όταν τον Απρίλιο του 1825 ο Κιουταχής, ίσως ο ικανότερος στρατηγός των Τούρκων, έχοντας «τακτοποιήσει» το θέμα της ανταρσίας του Αλή πασά στα Γιάννενα, άρχισε να κατεβαίνει στη Δυτική Ελλάδα, την οποία εύρισκε απογυμνωμένη από ελληνικά στρατεύματα. Οι Έλληνες στο Ανάπλι τρώγονταν πλέον από το σαράκι του εμφύλιου και παραδίδονταν στη διάθεση των Τούρκων, αλλά και των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες δε συμπεριελάμβαναν τη Ρούμελη στον όποιον σχεδιασμό ελληνικού κράτους.
Έτσι στις 14 Απριλίου του 1825 ακούστηκαν οι φωνές «φάνηκαν οι Τούρκοι», όταν το φουσάτο εμφανίστηκε στον μεσολογγίτικο κάμπο. Δεν είναι κάτι που ξάφνιασε τους κατοίκους, οι οποίοι έσπευσαν να κλειστούν στο εσωτερικό του περιτειχίσματος, όπως είχαν προλάβει να ανασκευάσουν, με την έναρξη του ξεσηκωμού.
Ο κοροϊδευτικά ονομαζόμενος από τον Ιμπραήμ «φράχτης» είχε ύψος ανθρώπινου αναστήματος και προστατευόταν από μία τάφρο, ένα χαντάκι, βάθους ενός μέτρου και είκοσι εκατοστών και πλάτους δύο μέτρων. Ο φράχτης αυτός είχε προστατεύσει την πόλη κατά την πολιορκία από τον Ομέρ Βρυώνη, το 1822, στην οποία ο Κιουταχής βρισκόταν υπό τις διαταγές του. Τώρα η εργασία της ενίσχυσης του τείχους, η εμβάθυνση της τάφρου και η διαπλάτυνσή της κατά οκτώ, περίπου, μέτρα, ανατέθηκαν στον Χιώτη μηχανικό Μιχαήλ Κοκκίνη, το 1823. Ενίσχυσε την άμυνα με 23 ντάπιες, πυργώματα, ενώ γύρω τοποθετήθηκαν 48 μικρά κανόνια και 4 λουμπάρδες. Το σχήμα ήταν ένα ασύμμετρο επτάγωνο.
Αρχηγός των Ελλήνων ήταν ο καπετάν Ίσκος, ενώ γρήγορα, στα μέσα του Μαΐου, ανέβηκαν στη Ρούμελη, για αντιπερισπασμό, ο Καραϊσκάκης, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο πρώτος, μάλιστα, όταν του είπαν να μείνει στο Μοριά απάντησε: «Πάω στην πατρίδα, κι εκεί θα δούμε πάλι ποιός θα δουλέψει. Δεν κάθομαι εδώ να μ’ οδηγά το τζογλάνι κι η κουκούλα, μ’ αρχηγό τον γκεμιτζή», όπου τζογλάνι ο Μαυροκορδάτος, κουκούλα ο Κουντουριώτης και γκεμιτζής (ναυτικός) ο ελαχίστων ικανοτήτων αρχηγός του στόλου Σκούρτης.
Από την άλλη, η κυβέρνηση του Κουντουριώτη ασχολούνταν με τις ίντριγκες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης και ολιγώρησε στην αποστολή βοηθείας, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν στόχο την κατάληψη του Μεσολογγίου και τη χρησιμοποίησή του ως πέρασμα στην Πελοπόννησο για την κατάπνιξη της Επανάστασης. Παρά ταύτα, στην πρώτη φάση της πολιορκίας, ως το Δεκέμβριο, ο Κιουταχής υπέστη μεγάλες απώλειες και έτσι τη συνέχεια των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Ιμπραήμ.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Παρά το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας η ζωή συνεχιζόταν, σα να μη συμβαίνει τίποτα, όλοι κοιμόνταν στα σπίτια τους, γίνονταν γάμοι, έκαναν τις γιορτές τους, έβαζαν τα καλά τους τις Κυριακές κι όπως μαρτυρά πάλι ο στίχος του Σολωμού «δεν τους βαραίνει ο πόλεμος αλλ’ έγινε πνοή τους». Κι όταν ο κλοιός έσφιξε κι εξαντλήθηκαν όλες οι αρμυρήθρες της θάλασσας, όλα τα ζώα της γης, ακόμη και τα σιχαμένα, προκειμένου να θρέψουν τα παιδιά τους κι ακόμη όταν κάποιοι έψησαν τα μέλη των νεκρών τους παιδιών για να ταΐσουν τα ζωντανά, οι γυναίκες, ιδίως, βγήκαν με τα παιδιά τους κοιμισμένα με αφιόνι στις αγκαλιές τους, άλλες έπεσαν στα σπαθιά του εχθρού κι άλλες σκότωσαν τα παιδιά τους κι αυτοκτόνησαν.
Μέσα στο Μεσολόγγι βρίσκονταν περίπου 10.600 άτομα, 5.500 από αυτά γυναικόπαιδα, με επικεφαλής της Φρουράς τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλα, τον Δημήτριο Μακρή, τον Νικόλαο Στορνάρη, τον Γεώργιο Βάγια, τον Μήτρο Δεληγιώργη, τον Γεώργιο Βαλτινό, τον Γεώργιο Κίτσου, τον Χρίστο Φωτομάρα και άλλους. Τα χαράματα της 9ης Απριλίου, στο σπίτι του Τζαβέλα, οι συγκεντρωμένοι αποφάσισαν να εκτελέσουν όλους τους αιχμάλωτους εχθρούς και μετά από απόρριψη του σχεδίου να «σκοτώσει ο ένας την οικογένεια του άλλου», όπως έπραξαν οι Μακκαβαίοι στην πολιορκία του φρουρίου Ράμαντα από τους Ρωμαίους, ανακοίνωσαν στους πολιορκημένους την ομόφωνη απόφαση για ηρωική έξοδο.
Σύμφωνα με το σχέδιο, οι πολιορκημένοι θα περνούσαν από τις ξύλινες γέφυρες από το μέρος του τείχους που έβλεπε προς τη Ναύπακτο, χωρισμένοι σε τρία σώματα («κολώνες»). Τα δύο πρώτα, αποτελούμενα από άνδρες της Φρουράς, με επικεφαλής τον Δημήτριο Μακρή και το Νότη Μπότσαρη και το τρίτο με τους ντόπιους αρχηγούς και τα γυναικόπαιδα. Ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε την απόφαση από έναν αιχμάλωτο που την πρόδωσε και παρέταξε τις τακτικές του δυνάμεις κοντά στο τείχος και το ιππικό στους πρόποδες του όρους Ζυγός.
Γύρω στις 6.30 το βράδυ ακούστηκαν πυροβολισμοί από τον Ζυγό, που καλούσαν, ουσιαστικά για βοήθεια απ’ έξω. Δυστυχώς, κατά τις 9 έφυγαν τα σύννεφα και η περιοχή φωτιζόταν από το φεγγάρι και οι πολιορκημένοι περίμεναν στην τάφρο, όσο να χτυπήσουν οι απ’ έξω και να απασχολήσουν τον εχθρό. Αυτοί, όμως, δε βοήθησαν και έτσι, ψιθυριστά στην αρχή, πέρασε η απόφαση. Τα δύο από τα σώματα της εξόδου, διέσπασαν τις γραμμές του εχθρικού πεζικού, ανέβηκαν τον Ζυγό και -με όποιες απώλειες- έφθασαν στα Σάλωνα. Το τρίτο σώμα, αποτελούμενο από γυναικόπαιδα, δεν είχε την ίδια τύχη, καθώς μία φωνή ακούστηκε «στις ντάπιες, στις ντάπιες», όπως μαρτυρά ο Κασομούλης. Επικράτησε πανικός, δόθηκε η εντύπωση της οπισθοχώρησης στην πόλη, όπου είχαν ήδη εισέλθει οι πολιορκητές. Η αντίσταση κράτησε δύο μέρες και τέλος τα περισσότερα γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν στην πυριτιδαποθήκη, την οποία ανατίναξε ο γέροντας Χρήστος Καψάλης. Στις 12 Απριλίου ο Ιμπραήμ καταλάμβανε μία νεκρή πόλη.
Υπάρχει διάσταση μεταξύ ξένων και Ελλήνων ιστορικών ως προς τις απώλειες, αλλά πρέπει να χάθηκαν κάπου 3.000 άνδρες της Φρουράς και να αιχμαλωτίστηκαν κάπου πέντε με έξι χιλιάδες γυναικόπαιδα, ενώ οι απώλειες των Τούρκων έφθασαν τις 4.000 άνδρες. Οι Έλληνες είχαν χάσει το Μεσολόγγι, αλλά είχαν ξανακερδίσει τη συμπάθεια της διεθνούς κοινότητας και ξαναξύπνησαν το φιλελληνισμό.
Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
Υπάρχει ένα γράμμα το οποίο εστάλη στις 4 Απριλίου στους απ’ έξω, στους μαχητές της Ντερβέκιστας, με τον Κανάτα. Σύμφωνα με αυτούς που το διάβασαν, έγραφε τα παρακάτω:
«Μετά τοσαύτας Νίκος και θριάμβους, βλέποντες ότι δεν ημπορούμεν περισσότερο να βοηθηθούμεν ούτε από τη θάλασσαν, ούτε από την ξηράνω, αποφασίσαμεν την έξοδον μας. Είσθε συναγωνισταί μας, είσθε φίλοι μας. Οι περισσότεροι από σας έχετε τους πατέρας σας, τους αδελφούς σας, τους συγγενείς σας μέσα. Όποιος αγαπά τον Χριστόν και τον Θεόν και την Πατρίδα να τρέξη να κινδυνεύση μαζί με ημάς. Εάν η δύναμις σας είναι έως τρεις ήμισυ χιλιάδες πραγματικοί, οι χίλιοι να πέσετε εις το ορδί του Κιουταχή κατ’ ευθείαν επάνω εις τον Ζυγόν και ούτως ο δρόμος του Ανατολικού να μείνει ανοιχτός, 1500 να κατεβήτε εις τον Άγιον Συμιόν και να σταθήτε εκεί. Εις τας δύο της νυκτός εσείς να ριχθήτε οι μεν εις το ένα στρατόπεδον, οι δε εις το άλλον, και ημείς να πέσωμεν εις ετούτους όπου ευρίσκονται και μας πολεμούν. Κτυπώντες ούτως, όταν σμίξωμεν όλοι ομού με την κολώναν του Αγίου Συμιού, ορμούμεν κατά των δύο στρατοπέδων, και ίσως ο Θεός βοηθήση και σείσωμεν το ορδί. Εάν τους νικήσωμεν και τους διώξωμεν, μένουμε κύριοι της θέσεώς των, και πάλιν το Μεσολόγγι είναι εδικό μας. Εάν όχι, πάλιν όλοι μαζί τραβούμεν την ανηφόραν και πολεμούντες να γλυτώσωμεν τους λαβωμένους και τους ασθενείς και τα γυναικόπαιδα. Το σύνθημά μας είναι «Καστρινός-Λογγίσιος». Εάν δεν κινηθήτε, να όψεσθε, να όψεσθε, να όψεσθε!».
Ο λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι
Ο Βύρων, μία μορφή της ρομαντικής ποίησης, είχε ταξιδέψει στο Μεσολόγγι το 1809 και μέσω Ιονίων νήσων ξαναβρέθηκε στην πόλη στις 4 Ιανουαρίου 1824. Συνάντησε μία κατάσταση η οποία διέγειρε την ηρωική διάθεση ενός ρομαντικού, την ώρα που η Επανάσταση κλυδωνιζόταν από εμφύλιες έριδες. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν ιδιαιτέρως θερμή. Το πρώτο μεγάλο κέρδος για τους κατοίκους ήταν η αναπτέρωση του ηθικού τους. Ένας διαπρεπής, ξένος, επίσημος και διεθνούς φήμης είχε έλθει να ζήσει και να αγωνιστεί μαζί τους, σε αντίθεση με την ψυχρή λογική των υποστηρικτικών Μεγάλων Δυνάμεων. Οι υπηρεσίες του Μέτερνιχ, του υπουργού Εξωτερικών της Αυστρίας και ιδρυτή της Ιεράς Συμμαχίας, γνώριζαν τις κινήσεις του ποιητή και θορυβήθηκαν τα μέγιστα από την απήχηση που είχαν σε όλη την Ευρώπη.
Η συνεισφορά του Μπάιρον ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην υπόθεση της Επανάστασης, καθώς αγωνιζόταν να γεφυρώσει τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του εμφυλίου. Σε αυτό βοήθησε και η οικονομική βοήθεια την οποία πρόσφερε στους αγωνιστές, άλλοτε υπό τη μορφή δανείου και άλλοτε υπό τη μορφή δωρεάς. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου, διότι δεν είχε προσωπικά οφέλη, όπως οι αρχηγοί και οι οπλαρχηγοί. Ήταν αυτός που χρηματοδότησε τη λειτουργία του τυπογραφείου, το οποίο εξέδιδε, σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, την εξαίρετου επιπέδου εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά». Την έκδοση ανέλαβε ο στρατιωτικός Στάνχοπ, ο οποίος πρέσβευε την απόλυτη ελευθεροτυπία. Ο Βύρων, αν και ρομαντικός, εμφανίστηκε πιο ρεαλιστής, καθώς θεωρούσε ότι θα έπρεπε η εφημερίδα να ελέγχει τις παρεχόμενες πληροφορίες, καθώς η παραπληροφόρηση της εποχής ήταν ασύδοτη.
Η ηρωική αντίληψη του Βύρωνα έγινε πιο εμφανής στο θέμα της εκστρατείας κατά της Ναυπάκτου, της οποίας θα ηγείτο ο ίδιος. Οι προσπάθειες του Μπάιρον και των συνεργατών του για την οργάνωση ενός αξιόμαχου σώματος, το οποίο θα μπορούσε να δώσει μια νίκη για την τόνωση του ηθικού. Το πρόβλημα ήταν η απουσία στρατιωτικής εμπειρίας, ωστόσο λόγοι πολιτικοί και ψυχολογικοί επέβαλαν μια ανάλογη απόφαση. Ωστόσο, η ήδη κλονισμένη υγεία του και οι τολμηρές ενέργειές του σε ένα ανθυγιεινό κλίμα τον οδήγησαν σε ασθένεια, για την οποία οι γιατροί δεν είχαν σαφή αντίληψη και θεραπευτική πρόταση. Ο λόρδος Βύρων παρέδωσε το πνεύμα του στις 7 Απριλίου (παλαιό ημερολόγιο). Η εορτή της Λαμπρής μετατράπηκε σε ημέρα πένθους και θλίψης. Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Δυτικής Ελλάδος εξέδωσε ανακοίνωση: «Δημόσιον πένθος θα τηρηθή επί είκοσι και μίαν ημέρας». Ο σπουδαίος ποιητής, με το θάνατό του στο ηρωικό Μεσολόγγι είχε καταφέρει να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον ολόκληρης της Ευρώπης για των αγώνα των Ελλήνων.
Ημερολόγιο καταστρώματος
1825
Απρίλιος, 14
Άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων απέναντι από το Αιτωλικό
Μάιος, 30
Ο Μιχαήλ Κοκκίνης επιθεωρεί τα τείχη και επιμελείται των απαραίτητών επισκευών
Ιούλιος, 6
Εμφανίζεται ο τουρκικός στόλος στα νερά του Μεσολογγίου
Σεπτέμβριος, 13
Οπλαρχηγοί και στρατός σπεύδουν προς βοήθεια του Μεσολογγίου
Σεπτέμβριος, 21
Απορρίπτεται νέα πρόταση του Κιουταχή για παράδοση της πόλης
Νοέμβριος, 18
Οι Τούρκοι αποφασίζουν να παραχειμάσουν στο Μεσολόγγι, εντείνοντας την πίεση
1826
Ιανουάριος, 15
Η πολιτική και στρατιωτική αρχή του Μεσολογγίου αρνείται τη διαμεσολάβηση του Άγγλου πλοιάρχου για συνδιαλλαγή με τους Τούρκους
Φεβρουάριος, 20
Βόμβα καταστρέφει το τυπογραφείο του Μάγιερ, όπου εκδίδονταν τα «Ελληνικά Χρονικά»
Μάρτιος, 25
Στη μάχη της Κλείσοβας η φρουρά του Κίτσου Τζαβέλα επιφέρει μεγάλα πλήγματα στους Τούρκους
Απρίλιος, 1
Αποτυγχάνει η προσπάθεια ανεφοδιασμού από τον Μιαούλη
Απρίλιος, 10
Έξοδος του Μεσολογγίου
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.04.2024
ΣΧΟΛΙΑ