ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κόστος στέγασης: Ενοικιαστές στα πρόθυρα νευρικής κρίσης

Ένα στα τρία νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση

 18/07/2024 19:14

Κόστος στέγασης: Ενοικιαστές στα πρόθυρα νευρικής κρίσης

Σοφία Χριστοφορίδου

Μέχρι πρόσφατα ο Στέλιος και η Άννα, πλήρωναν ένα λογικό ενοίκιο, στα 390 ευρώ το μήνα, για ένα διαμέρισμα του 1970 στην περιοχή του Ντεπώ. Ο ιδιοκτήτης αποφάσισε πριν κάποιους μήνες να πουλήσει και το ζευγάρι αναγκάστηκε να αναζητήσουν άμεσα άλλο διαμέρισμα, για αυτούς και τον πεντάχρονο γιο τους. Διαπίστωσαν ότι τα ενοίκια κυμαίνονται πλέον μεταξύ 650-700 ευρώ για σπίτια σε χειρότερη κατάσταση από αυτό στο οποίο διέμεναν. 

«Θυμάμαι μια εκμισθώτρια που ζητούσε μηνιαίο μίσθωμα 690 ευρώ για ένα σπίτι πάρα πολύ παλιό και σε κακή κατάσταση. Προσφερθήκαμε να κάνουμε μόνοι μας τις αναγκαίες επισκευές, αλλά εκείνη αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε μείωση, ούτε 50 ευρώ, λέγοντας μας ότι άκουσε από μεσίτη ότι ‘μπορούσε να νοικιάσει το διαμέρισμα σε τρεις φοιτητές έναντι 250 ευρώ από τον καθένα(!), εισπράττοντας συνολικά 750 ευρώ/μήνα’». Μόνο που τα 700 ευρώ του ενοικίου αντιστοιχεί στον μισθό του ενός εκ των δύο. Με τον άλλο μισθό, που δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, «πρέπει να πληρώσουμε λογαριασμούς, να πάμε σουπερμάρκετ και να ζήσουμε... Τα νούμερα δεν βγαίνουν».

Έως και το 40% του εισοδήματος για στέγαση

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat το 2022 η Ελλάδα ήταν στην πρώτη θέση ως προς το ποσοστό του εισοδήματος που διαθέτουν οι πολίτες για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα οι πολίτες διαθέτουν το 26,7% του εισοδήματός τους για το κόστος στέγασης, όταν σε χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερμανία το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 10% και το 12% αντίστοιχα, ενώ σε χώρες όπως η Κύπρος, η Σλοβακία, η Κροατία, η Ιρλανδία το ποσοστό αυτό ήταν μεταξύ 2,5% και 5%. Περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη.

«Καταγράφεται μεγάλη άνοδος των τιμών μετά το 2020. Τα ενοίκια ανεβαίνουν με παράλογο τρόπο. Υπάρχει μια ραγδαία αύξηση τιμών χρόνο με το χρόνο, της τάξης του 10%, που δεν συνοδεύεται από αύξηση των εισοδημάτων, σε μία παρατεταμένη περίοδο με πολλαπλές κρίσεις: οικονομική, προσφυγική, κλιματική κρίση, κρίση κόστους ζωής. Η άνοδος των ενοικίων επηρεάζει άνισα τους νέους και όσους ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες» επισημαίνει στη «ΜτΚ» η Μαρία Καραγιάννη, διδάσκουσα στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας ΑΠΘ και μεταδικτατορική ερευνήτρια ΕΜΠ.

«Δεν είναι μόνο το ενοίκιο. Είναι και το αυξημένο κόστος ζωής, η ακρίβεια στο σουπερμάρκετ και τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Οι ενοικιαστές, που είναι το ένα τρίτο του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, βάλλονται διπλά και πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή με καθηλωμένους μισθούς» σημειώνει η Έλλη Μέλλιου, εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας για τη σύσταση Ένωσης Ενοικιαστών και Ενοικιαστριών Θεσσαλονίκης και ενοικιάστρια και η ίδια τα τελευταία δέκα χρόνια. 

Η Πρωτοβουλία υπολόγισε ότι η μέση αύξηση στα ενοίκια από το 2016 είναι στο 7% ετησίως και συνολικά προσεγγίζει το 70%. «Το 2023 και το 2024 η κατάσταση ξέφυγε. Μετά την τριετία οι ιδιοκτήτες ζητούν ό,τι θέλουν, η διαπραγμάτευση είναι ελεύθερη. Μπορεί να νοικιάζεις για χρόνια και ξαφνικά να σου ζητούν αύξηση από 50% έως και 100% σε ορισμένες περιπτώσεις. Κάποτε νοικιάζαμε φοιτητικά σπίτια με 200 ευρώ και τώρα άνθρωποι που δουλεύουμε ήδη 10 χρόνια νοικιάζουμε τα ίδια σπίτια με τη διπλάσια τιμή. Ακόμη και ισόγεια καταστήματα τα μετέτρεψαν σε σπίτια και τα νοικιάζουν, με ενοίκια που πολλές φορές ξεπερνάν τα 400 ευρώ».

Άθλος να βρεις σπίτι σε λογική τιμή

Οι περιπτώσεις που ανέφερε στη «ΜτΚ» η κ. Μέλλιου, είναι χαρακτηριστικές της κατάστασης που βιώνουν άνθρωποι που δεν έχουν δικό τους σπίτι και άρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να νοικιάσουν.

Ένα νεαρό ζευγάρι, ο Μήνας 35 ετών και η Ζωή 32, έμεναν μέχρι το 2022 σε ένα παλιό σπίτι με χαμηλό ενοίκιο, αναλαμβάνοντας να κάνουν τις απαραίτητες επισκευές. Τη χρονιά που απέκτησαν παιδί η ιδιοκτήτρια αποφάσισε να αυξήσει το μηνιαίο μίσθωμα κατά 37%. Το ζευγάρι αναγκάστηκε να μετακομίσει σε μια μικρότερη πόλη, και να μετακινείται καθημερινά στη Θεσσαλονίκη για δουλειά, για να γλιτώσει το υπέρογκο για τα οικονομικά τους δεδομένα ενοίκιο.

Ζευγάρι δύο 35χρονων, με καθαρό μηνιαίο εισόδημα 800 ευρώ ο κάθε ένας, νοίκιασαν το 2022 σπίτι 70 τ.μ. στο δυτικό κέντρο, έναντι 600 ευρώ/μήνα, και αυτό μετά από εξαντλητική έρευνα. Το 2025 λήγει το τριετές συμβόλαιο και φοβούνται ότι ο ιδιοκτήτης θα ζητήσει και νέα αύξηση, όμως ο μισθός τους παραμένει στα ίδια επίπεδα. Ο 35χρονος Παύλος νοίκιασε το καλοκαίρι του 2021 μία γκαρσονιέρα 35 τ.μ. στην περιοχή της Ροτόντας για 420 ευρώ. Όταν συμπληρώθηκε η τριετία ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ζήτησε αύξηση 40 ευρώ- δηλαδή πάνω από 13 ευρώ το τετραγωνικό.

Η Φανή Δεμερίδου πρόσφατα χρειάστηκε να ψάξει σπίτι. «Για να νοικιάσεις μία γκαρσονιέρα του 1960 χρειάζεσαι μισό μισθό, με το επιχείρημα ότι είναι ανακαινισμένη- μία πρόχειρη ανακαίνιση δηλαδή με υλικά διαλογής. Πολλά διαμερίσματα στο κέντρο έχουν μετατραπεί σε AirBNB και αν είσαι τυχερός να βρεις διαπιστώνεις ότι το ενοίκιο είναι απαγορευτικό. Στο μεσιτικό γραφείο κλήθηκα να απαντήσω ερωτήσεις για το ύψος του εισοδήματός μου, την προσωπική μου ζωή, τις συναναστροφές μου, τα σχέδια μου για το μέλλον... Το να νοικιάσεις ένα αξιοπρεπές σπίτι σε λογική τιμή είναι άθλος, ακατόρθωτος για τους περισσότερους». Τελικά βρήκε σπίτι μέσω γνωστών, σε περιφερειακό δήμο και σε σχετικά λογική τιμή, γιατί μέτρησε στα υπέρ της ότι είναι οδοντίατρος.

Δύσκολα μπήκαν στο «Σπίτι τους»

Την άνοιξη του 2023 η κυβέρνηση ανακοίνωσε το πρόγραμμα χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων «Σπίτι μου» για να αποκτήσουν σπίτι σε προσιτή τιμή νέοι ηλικίας 25 έως 39 ετών. Μέχρι σήμερα έχουν εκταμιευτεί δάνεια σε περίπου 6.500 δικαιούχους. Προφανώς το πρόβλημα της προσιτής στέγης αφορά πολλούς περισσότερους, όπως φανερώνει το μεγάλο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε αρχικά. Όμως όροι που έθετε το πρόγραμμα ήταν αποτρεπτικοί και οι ασφυκτικές προθεσμίες οδήγησαν πολλούς να τα παρατήσουν.

Μια από αυτούς ήταν η Θάλεια Αβραμίδου, που ζει με την οικογένεια της σε κοινότητα του δήμου Ωραιοκάστρου. Έψαχνε μονοκατοικία σε χωριό, οπουδήποτε σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη. «Νομίζαμε ότι είναι καλή ευκαιρία. Κάναμε τα χαρτιά και εγκρίθηκε δάνειο 150.000 ευρώ σχετικά γρήγορα. Όμως τότε διαπιστώσαμε ότι ούτε οι τράπεζες, ούτε οι μεσίτες ήξεραν λεπτομέρειες. Για παράδειγμα μετρούν οι βοηθητικοί χώροι στα 150 τ.μ. που καλύπτει το πρόγραμμα; Είναι για μεικτά ή καθαρά; Πολλά από τα σπίτια που βλέπαμε είχαν αυθαιρεσίες και δεν προλάβαινε να γίνει τακτοποίηση... Αφήστε που πολλοί ιδιοκτήτες όταν έλεγα ότι ψάχνω να αγοράσω με το πρόγραμμα ‘Σπίτι μου’ κατευθείαν μου έκλειναν το τηλέφωνο γιατί πίστευαν ότι θα αργήσουν να πάρουν τα λεφτά. Έψαχνα περίπου τέσσερις μήνες, στο τέλος πέρασε η προθεσμία και δεν εκταμιεύσαμε το δάνειο» λέει στη «ΜτΚ». Τώρα θα περιμένει την προκήρυξη του νέου προγράμματος για να ξανακάνει αίτηση με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα είναι πιο τυχερή.

Χιλιάδες άνθρωποι όπως η Θάλεια ρωτούσαν ο ένας τον άλλον στην ομάδα του Facebook «Πρόγραμμα Σπίτι μου- Πληροφορίες και νέα», αναζητώντας πληροφορίες και βοήθεια. Ο διαχειριστής της ομάδας Μάκης Κλαουδάτος σχολιάζει ότι «το πρόγραμμα γενικά δεν ευνοεί αυτούς που έχουν ανάγκη, παρά μόνο όσους είχαν καταθέσεις πάνω από 20.000 ευρώ και με εισοδηματικά κριτήρια άνω των 25.000 ευρώ. Όλα έχουν να κάνουν με τον τραπεζικό υπάλληλο που πέφτει ο καθένας. Ο κάθε υπάλληλος έλεγε διαφορετικά πράγματα από ότι έλεγαν οι άλλοι και πολλοί έχασαν το πρόγραμμα επειδή ο τραπεζικός είτε ήταν ανίδεος είτε αδιάφορος» λέει. 

Ο ίδιος τελείωσε τη διαδικασία στους έξι μήνες, «με πολύ άγχος και τύχη. Βρήκα σπίτι σε τιμή ευκαιρίας, αρκετά πιο κάτω από την εκτίμηση της τράπεζας, αλλιώς με τα οικονομικά μου δεδομένα δεν έβρισκα σπίτι». Μεσίτες με τους οποίους μίλησε η «ΜτΚ» υπό τον όρο ανωνυμίας, σημείωναν ότι «πολλοί ιδιοκτήτες "τσίμπησαν" τις τιμές έως και 50.000 ευρώ για να φτάσουν στα όρια του προγράμματος. Έτσι, ό,τι γλίτωναν οι δικαιούχοι από το επιτόκιο το πλήρωναν ‘καπέλο’ στην τιμή του ακινήτου».

«Διαφήμιζαν ότι με 10.000 ετήσιο εισόδημα έπαιρνες σπίτι και με τόσα λεφτά ‘έτρωγες πόρτα’ από όλες τις τράπεζες. Αν πηγαίναμε κανονικό δάνειο, η τράπεζα θα μου κάλυπτε όλο το ποσό όμως λόγω προγράμματος έπρεπε να βάλω το 10% αναγκαστικά από τη τσέπη μου και αυτό με ζόρισε παρά πολύ, γιατί κανείς δε σου βγάζει το πραγματικό κόστος για να υπολογίσεις τι έξοδα έχεις μέχρι το τέλος. Αρκετός κόσμος έπρεπε να δανειστεί από συγγενείς για να καταφέρει είτε να ολοκληρώσει τη διαδικασία είτε για να ανακαίνιση του σπιτιού» αναφέρει ο κ. Κλαουδάτος. Όπως λέει, λίγοι είναι αυτοί που δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα, είναι που είχαν αρκετά λεφτά στην άκρη, που είχαν ήδη βρει το σπίτι που ήθελα, το οποίο δεν είχε νομικά προβλήματα και ολοκλήρωσαν τη διαδικασία στους τρεις μήνες. 

«Για τις διορθώσεις που έκανε ο μηχανικός χρειάστηκε ενάμισης μήνα περίπου. Κάθε φορά που πίστευα ότι έκανα ένα βήμα μπροστά το σύστημα με πήγαινε δύο πίσω. Θυμάμαι να είμαι στη δουλειά και να διαβάζω mail από τη συμβολαιογράφο και να με πιάνει πανικός επειδή έπρεπε να τρέξω να συγκεντρώσω έγγραφα για να προλάβω προθεσμίες».

Ζητείται στεγαστική πολιτική

«Δυστυχώς στην Ελλάδα είχαμε τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας αλλά δεν είχαμε στεγαστική πολιτική. Τώρα δεν έχουμε ούτε τον ΟΕΚ ούτε στεγαστική πολιτική. Η μεγαλύτερη απόδειξη αυτής της έλλειψης πολιτικής είναι ο αριθμός των κενών διαμερισμάτων που προσεγγίζουν τις 750.000 εξαιτίας της φορολογίας, εκκρεμοτήτων με κληρονομιές, αυθαιρεσιών, υψηλού κόστους ανακαίνισης» σχολιάζει η η Μαρία Καραγιάννη, διδάσκουσα στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας ΑΠΘ η οποία συμμετείχε στο πιλοτικό πρόγραμμα για την κοινωνική κατοικία του δήμου Θεσσαλονίκης αλλά και στην πρωτοβουλία για την συνεταιριστική κατοικία Co Hab Athens.

Κατά την ίδια η στεγαστική πολιτική δεν πρέπει να ταυτίζεται με την απόκτηση ιδιόκτητου σπιτιού, αλλά με παρεμβάσεις και για την ενοικιαζόμενη κατοικία, με φορολογικά και άλλα κίνητρα, αλλά και για τη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας π.χ. μέσω εταιρειών κοινωνικής μίσθωσης από τους δήμους ή το κράτος. 

Όπως λέει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι δήμοι έχουν πόρους και αρμοδιότητα να ασκούν προνοιακή πολιτική στον τομέα της στέγασης. Επίσης υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει εναλλακτικούς τρόπους πρόσβασης στην προσιτή κατοικία, όπως η συνεταιριστική κατοικία. 

«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν το θεσμικό πλαίσιο, που θα έδινε έναυσμα να αναπτυχθούν τα αντίστοιχα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως συμβαίνει παντού στην Ευρώπη. Στη Γλασκώβη, τη Βιέννη, το Βερολίνο έχουν παράδοση στη συνεταιριστική κατοικία. Στη Βαρκελώνη ο δήμος στηρίζει ενεργά τη συνεταιριστική κατοικία παρέχοντας οικόπεδα του δήμου για την ανέγερση συνεταιριστικών κατοικιών. Ένας συνεταιρισμός αγοράζει είτε ένα υφιστάμενο κτίριο, είτε ένα οικόπεδο για να χτίσει και τα μέλη έχουν δικαίωμα χρήσης των σπιτιών. Έτσι δίνεται η δυνατότητα πρόβασης σε καλής ποιότητας κατοικίες, με χαμηλότερο κόστος και πολλές παροχές».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.07.2024

Μέχρι πρόσφατα ο Στέλιος και η Άννα, πλήρωναν ένα λογικό ενοίκιο, στα 390 ευρώ το μήνα, για ένα διαμέρισμα του 1970 στην περιοχή του Ντεπώ. Ο ιδιοκτήτης αποφάσισε πριν κάποιους μήνες να πουλήσει και το ζευγάρι αναγκάστηκε να αναζητήσουν άμεσα άλλο διαμέρισμα, για αυτούς και τον πεντάχρονο γιο τους. Διαπίστωσαν ότι τα ενοίκια κυμαίνονται πλέον μεταξύ 650-700 ευρώ για σπίτια σε χειρότερη κατάσταση από αυτό στο οποίο διέμεναν. 

«Θυμάμαι μια εκμισθώτρια που ζητούσε μηνιαίο μίσθωμα 690 ευρώ για ένα σπίτι πάρα πολύ παλιό και σε κακή κατάσταση. Προσφερθήκαμε να κάνουμε μόνοι μας τις αναγκαίες επισκευές, αλλά εκείνη αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε μείωση, ούτε 50 ευρώ, λέγοντας μας ότι άκουσε από μεσίτη ότι ‘μπορούσε να νοικιάσει το διαμέρισμα σε τρεις φοιτητές έναντι 250 ευρώ από τον καθένα(!), εισπράττοντας συνολικά 750 ευρώ/μήνα’». Μόνο που τα 700 ευρώ του ενοικίου αντιστοιχεί στον μισθό του ενός εκ των δύο. Με τον άλλο μισθό, που δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, «πρέπει να πληρώσουμε λογαριασμούς, να πάμε σουπερμάρκετ και να ζήσουμε... Τα νούμερα δεν βγαίνουν».

Έως και το 40% του εισοδήματος για στέγαση

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat το 2022 η Ελλάδα ήταν στην πρώτη θέση ως προς το ποσοστό του εισοδήματος που διαθέτουν οι πολίτες για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα οι πολίτες διαθέτουν το 26,7% του εισοδήματός τους για το κόστος στέγασης, όταν σε χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερμανία το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 10% και το 12% αντίστοιχα, ενώ σε χώρες όπως η Κύπρος, η Σλοβακία, η Κροατία, η Ιρλανδία το ποσοστό αυτό ήταν μεταξύ 2,5% και 5%. Περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά που ζουν στις πόλεις πληρώνουν ακόμη πιο πολλά, περισσότερο από 40% του εισοδήματός τους για στέγαση -επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην Ευρώπη.

«Καταγράφεται μεγάλη άνοδος των τιμών μετά το 2020. Τα ενοίκια ανεβαίνουν με παράλογο τρόπο. Υπάρχει μια ραγδαία αύξηση τιμών χρόνο με το χρόνο, της τάξης του 10%, που δεν συνοδεύεται από αύξηση των εισοδημάτων, σε μία παρατεταμένη περίοδο με πολλαπλές κρίσεις: οικονομική, προσφυγική, κλιματική κρίση, κρίση κόστους ζωής. Η άνοδος των ενοικίων επηρεάζει άνισα τους νέους και όσους ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες» επισημαίνει στη «ΜτΚ» η Μαρία Καραγιάννη, διδάσκουσα στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας ΑΠΘ και μεταδικτατορική ερευνήτρια ΕΜΠ.

«Δεν είναι μόνο το ενοίκιο. Είναι και το αυξημένο κόστος ζωής, η ακρίβεια στο σουπερμάρκετ και τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Οι ενοικιαστές, που είναι το ένα τρίτο του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, βάλλονται διπλά και πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή με καθηλωμένους μισθούς» σημειώνει η Έλλη Μέλλιου, εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας για τη σύσταση Ένωσης Ενοικιαστών και Ενοικιαστριών Θεσσαλονίκης και ενοικιάστρια και η ίδια τα τελευταία δέκα χρόνια. 

Η Πρωτοβουλία υπολόγισε ότι η μέση αύξηση στα ενοίκια από το 2016 είναι στο 7% ετησίως και συνολικά προσεγγίζει το 70%. «Το 2023 και το 2024 η κατάσταση ξέφυγε. Μετά την τριετία οι ιδιοκτήτες ζητούν ό,τι θέλουν, η διαπραγμάτευση είναι ελεύθερη. Μπορεί να νοικιάζεις για χρόνια και ξαφνικά να σου ζητούν αύξηση από 50% έως και 100% σε ορισμένες περιπτώσεις. Κάποτε νοικιάζαμε φοιτητικά σπίτια με 200 ευρώ και τώρα άνθρωποι που δουλεύουμε ήδη 10 χρόνια νοικιάζουμε τα ίδια σπίτια με τη διπλάσια τιμή. Ακόμη και ισόγεια καταστήματα τα μετέτρεψαν σε σπίτια και τα νοικιάζουν, με ενοίκια που πολλές φορές ξεπερνάν τα 400 ευρώ».

Άθλος να βρεις σπίτι σε λογική τιμή

Οι περιπτώσεις που ανέφερε στη «ΜτΚ» η κ. Μέλλιου, είναι χαρακτηριστικές της κατάστασης που βιώνουν άνθρωποι που δεν έχουν δικό τους σπίτι και άρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να νοικιάσουν.

Ένα νεαρό ζευγάρι, ο Μήνας 35 ετών και η Ζωή 32, έμεναν μέχρι το 2022 σε ένα παλιό σπίτι με χαμηλό ενοίκιο, αναλαμβάνοντας να κάνουν τις απαραίτητες επισκευές. Τη χρονιά που απέκτησαν παιδί η ιδιοκτήτρια αποφάσισε να αυξήσει το μηνιαίο μίσθωμα κατά 37%. Το ζευγάρι αναγκάστηκε να μετακομίσει σε μια μικρότερη πόλη, και να μετακινείται καθημερινά στη Θεσσαλονίκη για δουλειά, για να γλιτώσει το υπέρογκο για τα οικονομικά τους δεδομένα ενοίκιο.

Ζευγάρι δύο 35χρονων, με καθαρό μηνιαίο εισόδημα 800 ευρώ ο κάθε ένας, νοίκιασαν το 2022 σπίτι 70 τ.μ. στο δυτικό κέντρο, έναντι 600 ευρώ/μήνα, και αυτό μετά από εξαντλητική έρευνα. Το 2025 λήγει το τριετές συμβόλαιο και φοβούνται ότι ο ιδιοκτήτης θα ζητήσει και νέα αύξηση, όμως ο μισθός τους παραμένει στα ίδια επίπεδα. Ο 35χρονος Παύλος νοίκιασε το καλοκαίρι του 2021 μία γκαρσονιέρα 35 τ.μ. στην περιοχή της Ροτόντας για 420 ευρώ. Όταν συμπληρώθηκε η τριετία ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ζήτησε αύξηση 40 ευρώ- δηλαδή πάνω από 13 ευρώ το τετραγωνικό.

Η Φανή Δεμερίδου πρόσφατα χρειάστηκε να ψάξει σπίτι. «Για να νοικιάσεις μία γκαρσονιέρα του 1960 χρειάζεσαι μισό μισθό, με το επιχείρημα ότι είναι ανακαινισμένη- μία πρόχειρη ανακαίνιση δηλαδή με υλικά διαλογής. Πολλά διαμερίσματα στο κέντρο έχουν μετατραπεί σε AirBNB και αν είσαι τυχερός να βρεις διαπιστώνεις ότι το ενοίκιο είναι απαγορευτικό. Στο μεσιτικό γραφείο κλήθηκα να απαντήσω ερωτήσεις για το ύψος του εισοδήματός μου, την προσωπική μου ζωή, τις συναναστροφές μου, τα σχέδια μου για το μέλλον... Το να νοικιάσεις ένα αξιοπρεπές σπίτι σε λογική τιμή είναι άθλος, ακατόρθωτος για τους περισσότερους». Τελικά βρήκε σπίτι μέσω γνωστών, σε περιφερειακό δήμο και σε σχετικά λογική τιμή, γιατί μέτρησε στα υπέρ της ότι είναι οδοντίατρος.

Δύσκολα μπήκαν στο «Σπίτι τους»

Την άνοιξη του 2023 η κυβέρνηση ανακοίνωσε το πρόγραμμα χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων «Σπίτι μου» για να αποκτήσουν σπίτι σε προσιτή τιμή νέοι ηλικίας 25 έως 39 ετών. Μέχρι σήμερα έχουν εκταμιευτεί δάνεια σε περίπου 6.500 δικαιούχους. Προφανώς το πρόβλημα της προσιτής στέγης αφορά πολλούς περισσότερους, όπως φανερώνει το μεγάλο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε αρχικά. Όμως όροι που έθετε το πρόγραμμα ήταν αποτρεπτικοί και οι ασφυκτικές προθεσμίες οδήγησαν πολλούς να τα παρατήσουν.

Μια από αυτούς ήταν η Θάλεια Αβραμίδου, που ζει με την οικογένεια της σε κοινότητα του δήμου Ωραιοκάστρου. Έψαχνε μονοκατοικία σε χωριό, οπουδήποτε σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη. «Νομίζαμε ότι είναι καλή ευκαιρία. Κάναμε τα χαρτιά και εγκρίθηκε δάνειο 150.000 ευρώ σχετικά γρήγορα. Όμως τότε διαπιστώσαμε ότι ούτε οι τράπεζες, ούτε οι μεσίτες ήξεραν λεπτομέρειες. Για παράδειγμα μετρούν οι βοηθητικοί χώροι στα 150 τ.μ. που καλύπτει το πρόγραμμα; Είναι για μεικτά ή καθαρά; Πολλά από τα σπίτια που βλέπαμε είχαν αυθαιρεσίες και δεν προλάβαινε να γίνει τακτοποίηση... Αφήστε που πολλοί ιδιοκτήτες όταν έλεγα ότι ψάχνω να αγοράσω με το πρόγραμμα ‘Σπίτι μου’ κατευθείαν μου έκλειναν το τηλέφωνο γιατί πίστευαν ότι θα αργήσουν να πάρουν τα λεφτά. Έψαχνα περίπου τέσσερις μήνες, στο τέλος πέρασε η προθεσμία και δεν εκταμιεύσαμε το δάνειο» λέει στη «ΜτΚ». Τώρα θα περιμένει την προκήρυξη του νέου προγράμματος για να ξανακάνει αίτηση με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα είναι πιο τυχερή.

Χιλιάδες άνθρωποι όπως η Θάλεια ρωτούσαν ο ένας τον άλλον στην ομάδα του Facebook «Πρόγραμμα Σπίτι μου- Πληροφορίες και νέα», αναζητώντας πληροφορίες και βοήθεια. Ο διαχειριστής της ομάδας Μάκης Κλαουδάτος σχολιάζει ότι «το πρόγραμμα γενικά δεν ευνοεί αυτούς που έχουν ανάγκη, παρά μόνο όσους είχαν καταθέσεις πάνω από 20.000 ευρώ και με εισοδηματικά κριτήρια άνω των 25.000 ευρώ. Όλα έχουν να κάνουν με τον τραπεζικό υπάλληλο που πέφτει ο καθένας. Ο κάθε υπάλληλος έλεγε διαφορετικά πράγματα από ότι έλεγαν οι άλλοι και πολλοί έχασαν το πρόγραμμα επειδή ο τραπεζικός είτε ήταν ανίδεος είτε αδιάφορος» λέει. 

Ο ίδιος τελείωσε τη διαδικασία στους έξι μήνες, «με πολύ άγχος και τύχη. Βρήκα σπίτι σε τιμή ευκαιρίας, αρκετά πιο κάτω από την εκτίμηση της τράπεζας, αλλιώς με τα οικονομικά μου δεδομένα δεν έβρισκα σπίτι». Μεσίτες με τους οποίους μίλησε η «ΜτΚ» υπό τον όρο ανωνυμίας, σημείωναν ότι «πολλοί ιδιοκτήτες "τσίμπησαν" τις τιμές έως και 50.000 ευρώ για να φτάσουν στα όρια του προγράμματος. Έτσι, ό,τι γλίτωναν οι δικαιούχοι από το επιτόκιο το πλήρωναν ‘καπέλο’ στην τιμή του ακινήτου».

«Διαφήμιζαν ότι με 10.000 ετήσιο εισόδημα έπαιρνες σπίτι και με τόσα λεφτά ‘έτρωγες πόρτα’ από όλες τις τράπεζες. Αν πηγαίναμε κανονικό δάνειο, η τράπεζα θα μου κάλυπτε όλο το ποσό όμως λόγω προγράμματος έπρεπε να βάλω το 10% αναγκαστικά από τη τσέπη μου και αυτό με ζόρισε παρά πολύ, γιατί κανείς δε σου βγάζει το πραγματικό κόστος για να υπολογίσεις τι έξοδα έχεις μέχρι το τέλος. Αρκετός κόσμος έπρεπε να δανειστεί από συγγενείς για να καταφέρει είτε να ολοκληρώσει τη διαδικασία είτε για να ανακαίνιση του σπιτιού» αναφέρει ο κ. Κλαουδάτος. Όπως λέει, λίγοι είναι αυτοί που δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα, είναι που είχαν αρκετά λεφτά στην άκρη, που είχαν ήδη βρει το σπίτι που ήθελα, το οποίο δεν είχε νομικά προβλήματα και ολοκλήρωσαν τη διαδικασία στους τρεις μήνες. 

«Για τις διορθώσεις που έκανε ο μηχανικός χρειάστηκε ενάμισης μήνα περίπου. Κάθε φορά που πίστευα ότι έκανα ένα βήμα μπροστά το σύστημα με πήγαινε δύο πίσω. Θυμάμαι να είμαι στη δουλειά και να διαβάζω mail από τη συμβολαιογράφο και να με πιάνει πανικός επειδή έπρεπε να τρέξω να συγκεντρώσω έγγραφα για να προλάβω προθεσμίες».

Ζητείται στεγαστική πολιτική

«Δυστυχώς στην Ελλάδα είχαμε τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας αλλά δεν είχαμε στεγαστική πολιτική. Τώρα δεν έχουμε ούτε τον ΟΕΚ ούτε στεγαστική πολιτική. Η μεγαλύτερη απόδειξη αυτής της έλλειψης πολιτικής είναι ο αριθμός των κενών διαμερισμάτων που προσεγγίζουν τις 750.000 εξαιτίας της φορολογίας, εκκρεμοτήτων με κληρονομιές, αυθαιρεσιών, υψηλού κόστους ανακαίνισης» σχολιάζει η η Μαρία Καραγιάννη, διδάσκουσα στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας ΑΠΘ η οποία συμμετείχε στο πιλοτικό πρόγραμμα για την κοινωνική κατοικία του δήμου Θεσσαλονίκης αλλά και στην πρωτοβουλία για την συνεταιριστική κατοικία Co Hab Athens.

Κατά την ίδια η στεγαστική πολιτική δεν πρέπει να ταυτίζεται με την απόκτηση ιδιόκτητου σπιτιού, αλλά με παρεμβάσεις και για την ενοικιαζόμενη κατοικία, με φορολογικά και άλλα κίνητρα, αλλά και για τη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας π.χ. μέσω εταιρειών κοινωνικής μίσθωσης από τους δήμους ή το κράτος. 

Όπως λέει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι δήμοι έχουν πόρους και αρμοδιότητα να ασκούν προνοιακή πολιτική στον τομέα της στέγασης. Επίσης υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει εναλλακτικούς τρόπους πρόσβασης στην προσιτή κατοικία, όπως η συνεταιριστική κατοικία. 

«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν το θεσμικό πλαίσιο, που θα έδινε έναυσμα να αναπτυχθούν τα αντίστοιχα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως συμβαίνει παντού στην Ευρώπη. Στη Γλασκώβη, τη Βιέννη, το Βερολίνο έχουν παράδοση στη συνεταιριστική κατοικία. Στη Βαρκελώνη ο δήμος στηρίζει ενεργά τη συνεταιριστική κατοικία παρέχοντας οικόπεδα του δήμου για την ανέγερση συνεταιριστικών κατοικιών. Ένας συνεταιρισμός αγοράζει είτε ένα υφιστάμενο κτίριο, είτε ένα οικόπεδο για να χτίσει και τα μέλη έχουν δικαίωμα χρήσης των σπιτιών. Έτσι δίνεται η δυνατότητα πρόβασης σε καλής ποιότητας κατοικίες, με χαμηλότερο κόστος και πολλές παροχές».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.07.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία