«Λιγναδιάδα» και Δικαιοσύνη
Η έντονη ενασχόληση της κοινής γνώμης με δίκες που έχουν ιδιαίτερο κοινωνικό ενδιαφέρον δεν είναι κάτι καινούριο. Άλλωστε, δεν συμβαίνει μόνον στη χώρα μας, αλλά στα περισσότερα φιλελεύθερα κράτη του κόσμου. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ειδικά στην Ελλάδα, η κατάσταση τείνει να εκτραχυνθεί. Πολιτικά κόμματα, μέσα ενημέρωσης, τηλεπερσόνες πρωινής ή μεσημεριανής ζώνης όχι μόνον έχουν άποψη για ζητήματα που δεν γνωρίζουν, αλλά διεκδικούν και το παπικό αλάθητο. Τα όσα συμβαίνουν στην σκοτεινή υπόθεση Λιγνάδη, από την πρώτη στιγμή της καταγγελίας συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων με τον ίδιο φερόμενο ως θύτη, θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο προβληματισμού για όλους μας.
Πρώτα πρώτα σε καμία χώρα του κόσμου η αξιωματική αντιπολίτευση δεν βγάζει δελτία Τύπου ούτε ο εκπρόσωπος του κόμματος κάνει δηλώσεις για μία δίκη που στερείται πολιτικού ενδιαφέροντος. Ο Λιγνάδης κατηγορείται για βιασμό ανηλίκων και ήδη καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό. Δεν κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Η δίκη του δεν μπορεί να είναι αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποτελεί αφορμή για επαίσχυντη λασπολογία. Μην λησμονούμε ότι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δημόσια υποστήριζε επί λέξει ότι «από ΜΚΟ που φέρεται να συνδέεται με το πρωθυπουργικό περιβάλλον ‘ψώνιζε’ προσφυγόπουλα ο Λιγνάδης» . Η ανωτέρω δήλωση -μία από τις πολλές της περιόδου- όχι μόνον πολιτικοποιεί μία ποινική υπόθεση πετώντας λάσπη, αλλά δίνει και το «άλλοθι» στον ίδιο τον κατηγορούμενο (και ήδη πρωτοδίκως καταδικασθέντα) να υποστηρίξει ότι η δίκη του δεν ήταν «δίκαια». Και τούτο διότι στις δηλώσεις αυτές απάντησαν όχι μόνον κομματικά αλλά και κρατικά - κυβερνητικά στελέχη ενδίδοντας σε ένα αδιέξοδο κύκλο αλληλοκατηγοριών. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οι δηλώσεις των κρατικών αρχών δεν πρέπει ούτε να παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του κατηγορούμενου, ούτε να προδικάζουν την δικαστική κρίση (Allenet de Ribemont, c. France, 10.2.1995, §35, série A no 308, §41). Επίσης, στις υποθέσεις που τα εθνικά δικαστήρια δεν απεφάνθησαν επί της ενοχής κατά τρόπο οριστικό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει να γίνεται σεβαστή μέχρι την νόμιμη τελεσίδικη καταδίκη του ενδιαφερομένου (Englert c. Allemagne, no 10282/83, Έκθεση της Επιτροπής, 9.10.1985, DR 31, σ. 11, §49 και Nölkenbockhoff c. Allemagne, no 10300/83, Έκθεση της Επιτροπής, 9.10.1985, DR 31, σ. 12, §45).
Παρατήρηση δεύτερη. Ο Λιγνάδης καταδικάστηκε -έστω και με εύθραυστη πλειοψηφία- για μέρος των αποδιδόμενων κατηγοριών. Η χορήγηση αναστέλλουσας δύναμης στην έφεσή του δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο ούτε αποτελεί προϊόν ευνοϊκής μεταχείρισής του. Επίσης, το άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν τροποποιήθηκε προς το επιεικέστερο -όπως αναληθώς διατυπώθηκε δημοσίως, από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ- αλλά παραμένει ίδιο εδώ και δεκαετίες. Ο νόμος, λοιπόν, προβλέπει πως η έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την έκτιση της επιβληθείσας ποινής μόνον όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Αυτό που θα έπρεπε να προβληματίσει όλους όσοι απέκτησαν οψίμως ενδιαφέρον για τα νομικά είναι άλλο. Οι όροι προφυλάκισης (άρθρο 286 ΚΠΔ) είναι σχεδόν ταυτόσημοι με εκείνους που επιβάλλουν μία έφεση καταδικασθέντος πρωτόδικα να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την έκτιση της ποινής (άρθρο 497 ΚΠΔ). Το ερώτημα που γεννάται είναι πώς γίνεται εντός χρονικού διαστήματος ολίγων μηνών, στην αυτή περίπτωση, για το ίδιο πρόσωπο η Δικαιοσύνη να κρίνει διαφορετικά. Στην μία να προφυλακίζει και στην άλλη να αποφυλακίζει. Μία από τις δύο αποφάσεις ήταν εσφαλμένη.
Τα ζητήματα ποιοτικού ελέγχου των δικαστικών αποφάσεων είναι υπαρκτά. Ο έλεγχος αυτός, όμως, προϋποθέτει στοιχειώδη γνώση των νομικών κανόνων, διϋποκειμενικότητα, χρονική αποστασιοποίηση και πρωτίστως υπερκέραση μικροπολιτικών ή προσωπικών σκοπιμοτήτων. Ειδάλλως υπονομεύουμε θεσμούς που αναπόδραστα χρειαζόμαστε για να ζούμε ειρηνικά σε οργανωμένες κοινωνίες.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.07.2022