Μέχρι πότε θα «απέχουμε»;
Το αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής ήταν ελπιδοφόρο για τη Θεσσαλονίκη. Προσβλέπουμε η νίκη της κοινωνίας των πολιτών να επιβεβαιωθεί και σήμερα στην κάλπη εκλέγοντας ως νέο δήμαρχο της πόλης τον Στέλιο Αγγελούδη. Μπορούμε, όμως, να πανηγυρίζουμε εάν εξετάσουμε το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών συνολικά; Νίκησε η αυτοδιοίκηση, η ΝΔ ή η αποχή;
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι ειδικά οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Ψηφίζεις το γείτονα, το φίλο, το συγγενή το γνωστό. Μην λησμονούμε ότι σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών περισσότεροι από 151.000 πολίτες (περίπου το 2% των εχόντων δικαίωμα ψήφου!) διεκδίκησαν την εκλογή τους στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές. Το αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από τα προσωπικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων και λιγότερο από την εγγύτητα ή μη, σε συγκεκριμένους κομματικούς σχηματισμούς. Τούτο, όμως, ουδόλως συνεπάγεται ότι δεν υπάρχουν μηνύματα επεξεργάσιμα και αξιοποιήσιμα για τη συνεκτίμηση της συνολικής πολιτικής εικόνας.
Ας δούμε τα πράγματα ξεχωριστά. Στο σύνηθες πολιτικό-κομματικό παίγνιο, μεγάλος νικητής για άλλη μία φορά αναδείχθηκε η ΝΔ. Σε περιφερειακό επίπεδο όχι μόνον συγκράτησε τις δυνάμεις της, αλλά σε κάποιες περιοχές γνώρισε αύξηση αυτών. Μετά από ένα εφιαλτικό καλοκαίρι, η κυβέρνηση δεν αντιμετώπισε κάποια αμφισβήτηση ή κατακραυγή στις κάλπες. Δεν «τραυματίστηκε» καν, με εξαίρεση τους δύο μεγάλους δήμους της χώρας (στη Θεσσαλονίκη καταποντίστηκε και στην Αθήνα το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου ουδόλως χαροποίησε τους οπαδούς της ΝΔ). Οι λόγοι πολλοί. Όσο δεν υπάρχει όχι μόνον εναλλακτική πρόταση για όσα πράττει ή παραλείπει να πράξει η κυβέρνηση, αλλά ούτε καν στοιχειωδώς συγκροτημένος αντιπολιτευτικός λόγος από οργανωμένα συλλογικά υποκείμενα είναι πρόδηλο ότι η ΝΔ θα πορεύεται με όρους πολιτικής ηγεμονίας.
Πράγματι, λοιπόν, στο πολιτικό-κομματικό πεδίο η ΝΔ ήταν νικήτρια. Συνέβη το ίδιο σε κοινωνικό επίπεδο; Μήπως το φαινόμενο της αποχής για άλλη μια φορά καταδεικνύει τάσεις «κοινωνικού αναχωρητισμού»; Το ερώτημα είναι ρητορικό από άποψη ζώσας πολιτικής πραγματικότητας. Κυβερνούν, πάντα, όσοι συμμετέχουν. Οι τελευταίοι παίρνουν τις τύχες ενός τόπου στα χέρια τους. Μάλιστα, όσο λιγότεροι ψηφίζουν τόσο πιο ισχυροί γίνονται εκείνοι που συμμετέχουν στο πολιτικό παίγνιο. Οι λίγοι κινητοποιούν ευκολότερα τους ελάχιστους που ψηφίζουν εδραιώνοντας τη δική τους θέση στην πολιτική κονίστρα.
Την περασμένη Κυριακή προσήλθαν στις κάλπες 750.000 λιγότεροι ψηφοφόροι σε σχέση με τις αντίστοιχες αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019. Εάν συνεξετάσουμε και τους περίπου 2.000.000 ψηφοφόρους που εξαφανίστηκαν από το εκλογικό παραβάν από τις εθνικές εκλογές του 2004 μέχρι σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι ο μεγάλος νικητής δεν ήταν η αυτοδιοίκηση, αλλά η αποχή. Ειδικά η αποχή της περασμένης Κυριακής (ανήλθε περίπου στο 60%) φαντάζει παράδοξο και δυσεξήγητο γεγονός εάν σκεφτούμε ότι ο αρνητικός αντίκτυπος των πρόσφατων φυσικών καταστροφών μεγεθύνθηκε από πράξεις και παραλείψεις στελεχών της αυτοδιοίκησης. Τι άλλο πρέπει να μας συμβεί για να καταλάβουμε ότι η ενασχόληση με τα κοινά δεν αποτελεί πολυτέλεια; Αποτελεί αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την ίδια μας την επιβίωση. Το «ευ ζειν» στους αστικούς ιστούς, η ασφάλεια, η ποιότητα ζωής, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η συμμετοχή στη συλλογική ανάπτυξη της χώρας περνούν και μέσα από το θεσμό της αυτοδιοίκησης. Για ποιο λόγο κρίνουμε -κατά πλειοψηφία- ότι δεν μας αφορούν; Για ποιο λόγο και μέχρι πότε θα «απέχουμε» αφήνοντας άλλους να διαμορφώνουν το δικό μας μέλλον;
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.10.2023