Μία ανθοδέσμη κι ένας οίκος ευγηρίας
Δεν πήγαμε για πουρνάρια, πήγαμε στον γάμο! Στον γάμο του καλύτερού μου φίλου… Κι όσο κι αν η προηγούμενη φράση θυμίζει τη γνωστή χολιγουντιανή ταινία, εγώ, η φίλη του ευρωπαϊκού και ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, έχω να γράψω ότι το ξέρω πολύ καλά το σενάριο και ότι αυτή τη φορά ουδεμία σχέση είχε με την Τζούλια, τον Ντέρμοτ και την Κάμερον, αλλά ήταν μία προετοιμασία χαράς, μία μέρα ευτυχίας και αγάπης πολλής! Ως εδώ όλα καλά.
Μέχρι που… έπιασα την ανθοδέσμη.
Τώρα, την έριξε η νύφη επίτηδες κατά πάνω μου; Θυμήθηκα τα παλιά μπασκετικά μου και κινήθηκα αποφασιστικά για να πιάσω το… τζάμπολ; Ήταν το ένα ποτηράκι κρασί που ήπιαμε παραπάνω; Ήταν και ο μειωμένος ύπνος λόγω μελέτης σε συνδυασμό; Έρχεται τώρα η μνήμη και με προδίδει και θα σας γελάσω…
Πάντως, ο σκοπός επετεύχθη: το χαβαλέ που θέλαμε το κάναμε και ξεκαρδιστήκαμε, τόσο πολύ, που λες κι έφυγε από πάνω μου μέσα σε μια στιγμή όλος ο φόρτος και η κόπωση των περασμένων ημερών, των στιγματισμένων απ’ τη δημιουργική (ευτυχώς) φούρια και κινητικότητα. Θα αναρωτηθείτε τότε, και δικαίως, πού το πρόβλημα…
Θα σας απαντήσω ευθέως και ευθύς: Ε, από τη στιγμή που ήρθε κατά πάνω μου αυτό το πολυπόθητο «δώρο» για τα περισσότερα ελεύθερα κορίτσια που στέκονται πίσω από την πλάτη της νύφης και περιμένουν με λαχτάρα κάθε φορά να τους χαριστεί, εγώ, η, κατά τη γιαγιά μου, μεγαλοκοπέλα, δεν βρήκα ησυχία! «Το ήξερα ότι θα την έπιανες εσύ την ανθοδέσμη. Να το πεις στη μαμά σου», φώναζε στο σφιχταγκάλιασμά μας (διότι ένεκα η στιγμή δεν μπορέσαμε ούτε λόγω κορονοϊού να το αποφύγουμε) η νύφη, «περιμένω να δω αποτελέσματα», άρχισε η μάνα του γαμπρού, «κοίτα το δώρο που σου χαρίσαμε να μην πάει στράφι», είπε μετά στο πάρτι στο beach bar η κουνιάδα, «Τυχερή… τι σκοπεύεις τώρα να την κάνεις την τύχη που σου δώσαμε;» ρώτησε ο γαμπρός με πονηρό χαμόγελο και πραγματική έγνοια, «Ε ρεεε ναι. Με το καλό», έγραψε η μητέρα μόλις είδε τις φωτογραφίες που ανέβασε στο facebook η Μαρία (μη χάσει κι αυτή, λες και δεν ήξερε απ’ το δικό της το παράδειγμα τι θα ακολουθούσε).
Με πάντρεψαν όλοι με τη μια δηλαδή κι ήρθα και… βομβαρδίστηκα και μπούχτισα να ακούω: «και στα δικά σου τώρα!». Επιτακτικά, σαν να θεσπίστηκε ολόκληρος νόμος. Ώσπου άνθρωπος από παλιά αγαπημένος κατά τα άλλα, μου είπε το εξής αμίμητο, παροιμιώδες και, για μένα, εντελώς παλιομοδίτικο: «Έφτασε πια η ώρα να αποκατασταθείς!».
Κι εκεί δεν άντεξα άλλη ευγένεια και απάντησα: «Ε, τότε να πάω στο ‘Ευεξία’!». Και θυμήθηκα τη Σοφία που έλεγε ότι δεν θέλει στα γεράματα να επιβαρύνει κανέναν με γιατροπορέματα, πόσο μάλλον το βλαστάρι της και βαφτιστήρι μου, κι έτσι βρήκε έναν υπέροχο οίκο ευγηρίας στο Νέο Ρίσιο, για να μαζευτούμε εκεί στο μέλλον, αισίως γεροντάκια, όλες οι φίλες που το θέλουμε, και να κάνουμε κάθε τρις και λίγο πάρτι. Και τότε ήρθε και αγαλλίασε η ψυχούλα μου και τα ξέχασα όλα.
Και την άλλη μέρα πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου και έδωσα εξετάσεις για μεταπτυχιακό!
Πάντως, την ανθοδέσμη την αποξηραίνω…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Σεπτεμβρίου 2021