Ο άλλος λαβύρινθος του υπουργού Δικαιοσύνης
Ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν χρειάζεται να είναι δικηγόρος. Για τον ίδιο λόγο που ο υπουργός Παιδείας δεν χρειάζεται να είναι δάσκαλος και ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εφοπλιστής ή ναυτεργάτης. Αν το παρελθόν έχει να επιδείξει έναν εξαιρετικό υπουργό Δικαιοσύνης στο πρόσωπο του Ευάγγελου Γιαννόπουλου, έχει να επιδείξει περισσότερες περιπτώσεις δικηγόρων που πέρασαν και δεν ακούμπησαν ή - ακόμη χειρότερα - τα θαλάσσωσαν. Η επαγγελματική σχέση με τον χώρο της δικαιοσύνης είναι κατ΄ αρχήν προσόν αλλά αυτό προϋποθέτει ότι ο υπουργός γνωρίζει τα πεπερασμένα όριά της. Ακόμη και οι δικηγόροι της καθημερινότητας κατέχουν μόνο μικρό μέρος του αντικειμένου που o υπουργός Δικαιοσύνης καλείται να διαχειρισθεί. Οι της αφ΄ υψηλού δικηγορίας, ακόμη μικρότερο.
Ο κρίσιμος παράγων είναι η ομάδα. Κυρίως οι ειδικοί συνεργάτες, υπό την προϋπόθεση ότι είναι πράγματι ειδικοί στους επιμέρους τομείς, όχι υποπροϊόντα του κομματικού σωλήνα που κάπου πρέπει να βολευτούν, όπως συνήθως συμβαίνει. Και εξίσου, κρίσιμος παράγων είναι η ικανότητά του υπουργού να διαλέγει ποιους θα ακούει εκτός υπουργείου. Περισσότερα θα αντιληφθεί εάν συνομιλεί ατύπως με δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους παρά με συνδικαλιστές. Ο δικαστής ξέρει τι χρειάζεται να αλλάξει στην πολιτική δικονομία γιατί με αυτήν κοιμάται και ξυπνάει. Ο εισαγγελέας μπορεί να του δώσει ιδέες για την ποινική δικαιοσύνη. Και ο δικηγόρος να του εξηγήσει ποιο μαύρο χάλι επικρατεί κάτω από την χρυσόσκονη του Κτηματολογίου (εικοσιτέσσερις μήνες για ένα πιστοποιητικό καταχώρησης στο Κτηματολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης και ουρές από τις έξι το πρωί στη Νεάπολη). Οι συνδικαλιστές για να συντάξουν ένα υπόμνημα χρειάζεται να το αλέσουν στις μυλόπετρες των ισορροπιών και δεσμεύσεών τους.
Ο νέος υπουργός δικαιοσύνης υπήρξε καλός υπουργός στις κυβερνήσεις Σημίτη και όσοι έχουν αθλητική μνήμη δεν λησμονούν ότι είχε κότσια να συγκρουσθεί με το πολιτικά και οικονομικά πανίσχυρο σύστημα της «παράγκας». Η μάχη έληξε με ισοπαλία, η «παράγκα» μισοδιαλύθηκε («ο Ολυμπιακός και το Αιγάλεω να κερδάνε και οι άλλοι να πάνε να …), οι πρωταγωνιστές της δεν έδωσαν λογαριασμό στη Δικαιοσύνη ως αποτέλεσμα του συμβιβασμού σε επίπεδο κορυφής, ο Φλωρίδης μετατέθηκε μετ΄ επαίνων στο υπέρτερο υπουργείο Ανάπτυξης και το υφυπουργείο Αθλητισμού ανατέθηκε στον Λιάνη με τον οποίο επέστρεψε στον συνηθισμένο ρόλο του, δηλαδή επιχορηγήσεις, υποδοχές και ταξίδια αναψυχής.
Ως υπουργός Δικαιοσύνης θα χρειαστεί να μπει σε έναν άλλο λαβύρινθο, αυτόν του φιλεγκληματικού δικαιωματισμού. Οι πρώτες δηλώσεις του, ότι η ποινική νομοθεσία χρειάζεται να γίνει αυστηρότερη ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά, προκάλεσαν τις αναμενόμενες αντιδράσεις από τους γνωστούς κύκλους της «προόδου». Δεκαετίες «φιλελεύθερης» διδασκαλίας του ποινικού δικαίου και αλλεπάλληλων τροποποιήσεων της ποινικής νομοθεσίας είχαν καταστήσει την αρχή της επιείκειας συνώνυμη με την ατιμωρησία. Στο πλημμελειοδικείο οι δικαστές παρίσταναν ότι δίκαζαν και οι κατηγορούμενοι παρίσταναν ότι δικάζονταν αφού η υψηλότερη ποινή, δηλαδή η φυλάκιση πέντε ετών, μετατρεπόταν σε χρήμα ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Είναι η απάντηση σε όσους απορούν πως γίνεται να έχεις πενήντα καταδίκες για κλοπές και να κυκλοφορείς ελεύθερος. Αυτό ράγισε πολύ διακριτικά μόλις το 2019, φυσικά όχι χωρίς γκρίνια των «ευαίσθητων» που ενδιαφέρονται μόνο για τους κακοποιούς και ποτέ για τα θύματά τους. Αλλά ο νέος υπουργός πηγαίνει και ένα βήμα παραπέρα. Η σκέψη ότι οι ποινές για την υποτιθέμενη «χαμηλή εγκληματικότητα», δηλαδή κλοπές, απάτες, καταστροφή δημόσιας περιουσίας, πρέπει να εκτελούνται κατά ένα μέρος ώστε πραγματικά να υπάρχει ο φόβος της κύρωσης, ακούγεται πολύ λογική. Και όποιος ετοιμάζεται να πατήσει το play στο δικαιωματικό κασετόφωνο, ας έρθει να το ξαναπεί τη μέρα που μια συμμορία θα μπουκάρει στο σπίτι των γονιών του και θα το κάνει θερινό…
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 23.07.2023