Ο επαίτης που θα μπορούσε να είναι κομμώτρια
Ήταν και οι δυο τους σαν φωτογραφία. Καθισμένες απέναντι στο κεντρικό καφέ συζητούσαν νωχελικά και κάπου - κάπου φαινόταν η κουβέντα να παίρνει φωτιά, να ανταλλάσσουν πληροφορίες, να μιλούν με ένταση, όχι όμως με θυμό για διάφορα θέματα που εναλλάσσονταν.
Δύο ωραίες καλοντυμένες κοπέλες τετ α τετ και… χωρίς να γνωρίζονται πολύ καλά αν έκρινε κανείς από τη γλώσσα του σώματος, είχαν καθίσει στα εξωτερικά καθίσματα του μπαρ μάλλον προς αποφυγή του κορονοϊού, πίνοντας μη αλκοολούχο αναψυκτικό, πιθανώς γιατί το ραντεβού ήταν επαγγελματικό και συνέπεσε με απογευματινή ώρα. Φεγγαροπρόσωπες και οι δυο με μάτια στραφταλιζέ που πρόδιδαν εξυπνάδα και σπιρτάδα μιλούσαν και κάπου - κάπου διέκοπταν με βροντερά γέλια που σημαίνει ότι η συνάντηση μάλλον πήγαινε καλά, σαν να είχαν πολλά και κοινά να πουν.
Ώσπου… τη ροή της όλο ζωής συζήτηση διέκοψε ένας επαίτης. Ένας μελαχρινός μικροκαμωμένος, ισχνός άντρας που πλησίασε πολύ κοντά στο τραπέζι και μουρμούριζε κλαψουρίζοντας: «κορίτσια, τη βοήθειά σας, τη βοήθειά σας κορίτσια», προτάσσοντας μια τη μία λέξη και μία την άλλη. «Όχι αγάπη μου, σε παρακαλώ», του είπε η μία ευγενικά προσπαθώντας να τον απομακρύνει, αλλά εκείνος επέμενε. «Δώσε, καλέ κυρία, καλέ κυρία δώσε», ξανά μανά.
Ώσπου, όταν πια κατάλαβαν και οι δύο πως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, διότι ως γνωστόν ο επιμένων νικά, η μία άρχισε να ψάχνει στην τσάντα της για ψιλά και η άλλη στο πορτοφόλι. Στο τέλος του έδωσαν από ένα ευρώ εκάστη κι εκείνος τα άρπαξε και τα δύο, όπως το πεινασμένο νεογέννητο το μητρικό στήθος, μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και, έφυγε τρέχοντας, καθώς ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού που, εντωμεταξύ τον είχε πάρει χαμπάρι, τον κυνηγούσε από πίσω και τις μάλωνε και τις δύο: «Τι του δώσατε λεφτά καλέ, αυτός είναι γνωστό βαποράκι!».
Έστησα αυτί όταν το περιστατικό τελείωσε. «Κατάλαβες τι σου είπε;», ρώτησε η μελαχρινή μακρομαλλούσσα την ξανθιά με τη φράντζα και το κοντό καρέ. «Όχι», απάντησε εκείνη. «Το είπε μέσα από τα δόντια του αλλά ακούστηκε καθαρά», πρόσθεσε. «Τι καλέ;», ρώτησε η άλλη. «Τι μαλλί έχεις…», ανταπάντησε η πρώτη και έσκασαν ξανά και οι δυο στα γέλια. «Πρώτη φορά βλέπω επαίτη που θα ήθελε να ήταν κομμώτρια», συμπλήρωσε.
«Μωρέ τόση ώρα είμαστε εδώ και μιλάμε στον πληθυντικό, μήπως να το αλλάξουμε; Άλλωστε σου ρίχνω και κάτι χρόνια», πέρασε σε άλλο θέμα αυτή με το ξανθό καρέ. «Ναι, αλλά… τι μαλλί έχεις…», έκανε η μελαχρινή με την υπέροχη κώμη και με γέλια ξανά.
Κι έτσι, όπως φάνηκε, μια οικειότητα γεννήθηκε μεταξύ τους, ωραία, ξαφνικά κι ευπρόσδεκτα…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21 Νοεμβρίου 2021