Ο επιδοματισμός δεν χορταίνει ποτέ
Αν πίστευαν στα «λεφτόδενδρα» όλοι οι φαρμακοποιοί που μετέτρεψαν τα φαρμακεία τους σε εκλογικά κέντρα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε απειλήσει ο πρόεδρος Λουράντος, δεν θα έπρεπε να τους εμπιστευόμαστε ούτε για να αγοράσουμε ασπιρίνη. Θα την αγοράζαμε από το ebay. Προφανώς δεν πίστευαν. Ο κλάδος που ευθυγραμμίστηκε τόσο πρόθυμα με τον «αντιμνημονιακό αγώνα» και διαδήλωνε μέρα παρά μέρα στην Τσιμισκή για τα πάντα, από το ωράριο μέχρι το εγγυημένο ποσοστό κέρδους και από τις μεταβιβάσεις των αδειών μέχρι τα γενόσημα φάρμακα, υπήρξε χαρακτηριστικός της νοοτροπίας που δέσποσε στην χώρα κατά την περίοδο 2010-15: Ας κόψουν οι άλλοι το λαιμό τους, εμείς δεν παραχωρούμε τίποτε από τα «κεκτημένα». Ούτε, βεβαίως, πίστευαν στα «λεφτόδενδρα» όσοι ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα του 2015. Αν πίστευαν, έπρεπε έξι στους δέκα Έλληνες να τεθούν σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαραστάσεως. Όπως συμβαίνει με εκείνους που έχουν δείκτη νοημοσύνης κάτω από 30%, πάσχουν από άνοια και γενικώς αδυνατούν να μεριμνήσουν για τις υποθέσεις τους. Δεν είμαστε χώρα διανοητικά καθυστερημένων. Χώρα συμφεροντολόγων, είμαστε! Η τυπική του είδους, παγκοσμίως.
Επειδή ισχύει το «ουδέν κακόν, αμιγές καλού», το όφελος που αποκόμισε η χώρα από την επιδρομή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι ότι εμπεδώθηκε σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας το άφευκτο της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ούτε μπορούμε να καταργήσουμε τους κανόνες της οικονομίας ούτε να αποτελέσουμε εξαίρεσή τους. Και έτσι, με πολύ υψηλό κόστος, βρεθήκαμε στο σημείο όπου έπρεπε να βρεθούμε ήδη από την αρχή της κρίσης. Δηλαδή, εκεί όπου επίσης βρέθηκαν η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος αλλά προτίμησαν, αντί για τζάμπα μαγκιές, να προσαρμοσθούν στην πραγματικότητα ώστε να βγάλουν γρήγορα το κεφάλι πάνω από το νερό.
Δυστυχώς, η διαπίστωση ότι στο τέλος έρχεται ένας λογαριασμός που πρέπει να πληρωθεί, άρχισε πάλι να κλονίζεται. Η κυβέρνηση θυμίζει τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά. Στήνεται το ίδιο σκηνικό. Το πρωί οι «φίλοι του λαού» διεκτραγωδούν από την τηλεόραση τα «βάσανα του κοσμάκη» και το μεσημέρι βγαίνει ο υπουργός και μοιράζει ένα ακόμη επίδομα. Στην κυβέρνηση λησμονούν πράγματα που κάποτε υπερασπίζονταν. Πρώτον, ότι πέραν του απολύτως αναγκαίου σημείου, η πολιτική των επιδομάτων διαμορφώνει άτομα και οικογένειες που μαθαίνουν να ζουν με απλωμένο χέρι προς το Κράτος. Δεν ήταν έτσι οι παππούδες και οι πατεράδες μας, και ας έζησαν πολύ δυσκολότερα. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν τα επιδόματα απ’ έξω κι ανακατωτά, με τους κωδικούς τους. Δεύτερον, ότι σε μία χώρα με τα ποσοστά φοροδιαφυγής της Ελλάδας, πολλά επιδόματα καταλήγουν στον γάμο του Καραγκιόζη. Και τα πληρώνουν φορολογούμενοι που δεν είναι απαραιτήτως πλουσιότεροι. Όλοι έχουμε γύρω μας τέτοιες περιπτώσεις. Και τέλος, ότι ο «επιδοματισμός» δεν χορταίνει ποτέ. Συνεχώς πεινάει περισσότερο. Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να υποστηρίζει εκείνους που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Δεν έχει καμία υποχρέωση να μοιράζει «επίδομα βενζίνης». Που πολλοί το χλεύασαν αλλά όλοι το τσέπωσαν.
Ακόμη και η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ότι ήταν αντισυνταγματικές οι περικοπές μισθών των νοσοκομειακών γιατρών, αυτήν ακριβώς τη νοοτροπία της δημοσιονομικής χαλαρότητας αποτυπώνει. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν οι ίδιοι δικαστές θα έκριναν με τον ίδιο τρόπο την ίδια υπόθεση πριν τρία - τέσσερα χρόνια. Οι αμοιβές των νοσοκομειακών γιατρών κανονικά θα έπρεπε να είναι οι υψηλότερες στον δημόσιο τομέα γιατί ανάλογα υψηλές είναι οι σπουδές, οι συνθήκες δουλειάς και η ευθύνη. Αλλά αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας να το ρυθμίσει. Το να κάνουν τα δικαστήρια οικονομική ή δημοσιονομική πολιτική είναι προβληματικό και μάλλον πρέπει να τεθεί σε συζήτηση ενόψει της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.05.2022