Οι κρίσεις και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας

 25/05/2020 13:00

Κάθε εποχή έχει και τις αγαπημένες της λέξεις. Στην κορύφωση της υγειονομικής κρίσης όλοι μιλούσαμε για αλληλεγγύη και ενδοσκόπηση. Τώρα που ξεκινά η περίοδος της αναπόφευκτης οικονομικής δυσπραγίας, από πολλές πλευρές ακούγεται η ανάγκη αλλαγής του «στρεβλού παραγωγικού μοντέλου» της χώρας. Ανάλογες προσεγγίσεις υπήρχαν μετά τα πρώτα δύο χρόνια της οικονομικής κρίσης, αλλά πέρασε μια δεκαετία και η όποια μετατόπιση του κέντρου βάρους της ελληνικής παραγωγής έγινε μόνον με τον αυτόματο πιλότο της ιδιωτικής αυτενέργειας. Χωρίς κανέναν επανασχεδιασμό. 

Άλλωστε, δεν είμαι καν σίγουρη εάν η έκφραση «στρεβλό παραγωγικό μοντέλο» μεταφράζεται ίδια από όσους κατά καιρούς την προτιμούν, οι οποίοι, κοινωνικοί εταίροι όλοι, δεν κάθισαν ποτέ στο τραπέζι για να συνεννοηθούν. Θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του 90 στρεβλή ανάπτυξη θεωρούνταν το υψηλό ποσοστό των αγροτών. Με τις επιδοματικές, κοντόθωρες και αντιπαραγωγικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της περιβόητης ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα συρρικνώθηκε, κάτι που από πολλούς εκτιμήθηκε ως εκσυγχρονισμός της οικονομίας.

Το ποσοστό συμμετοχής της αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ μειώθηκε από το 18% που ήταν τη δεκαετία του 70 στο 4% περίπου που είναι σήμερα και ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 1,2%. Καλύπτει περίπου το 14% της απασχόλησης στη χώρα ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 5%. Το θέμα ωστόσο δεν είναι και ποτέ δεν ήταν η σύγκριση με τη βιομηχανική Ευρώπη αλλά η προσήλωση σε εθνικούς στόχους που πατούν στην άλλη αγαπημένη και δυστυχώς κενή νοήματος έκφραση που είναι «τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα». Γιατί σημασία δεν έχουν οι συγκρίσεις των ποσοστών αλλά οι απόλυτοι αριθμοί που προκύπτουν από αυτά. Με τον αυτόματο λοιπόν της ΚΑΠ συρρικνώσαμε την αγροτική παραγωγή, καταστρέφοντας, επιδοτούμενοι, αμπέλια και παραδοσιακά σκαριά, αγνοήσαμε κάθε υποψία αύξησης της βιομηχανίας και συγκεντρωθήκαμε στον τριτογενή τομέα με, αυτονόητη αιχμή, τον ευαίσθητο σε γεωπολιτικές και απ ό,τι ζούμε υγειονομικές ευαισθησίες, τουρισμό. Η ανάπτυξή του τα τελευταία χρόνια συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση της χώρας, καθώς ενίσχυσε το εισόδημα όχι μόνον των επαγγελματιών αλλά και χιλιάδων μικρών ιδιοκτητών εξοχικής και αστικής κατοικίας. Μπορεί ωστόσο να μην μπορούσαμε να προβλέψουμε τον κορονοϊό αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι οι γεωπολιτικές αναταράξεις είναι οι πρώτες που επηρεάζουν καθοριστικά τον τουρισμό και τις ρυμουλκούμενες από αυτόν άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες.

Στα στοιχεία που παρουσίασε η ΕΛΣΤΑΤ τον Φεβρουάριο 2020, ο γενικός δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής παρουσίασε μείωση 3,4% σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Στην ανάλυση των επιμέρους στοιχείων εντοπίζεται, μεταξύ των άλλων, μείωση της μεταποίησης. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τα επιμέρους στοιχεία. Είναι ωστόσο προφανής η καχεκτική μας εθνική ταλάντευση και στον δευτερογενή τομέα. Υπάρχει πάντα ο αντίλογος της «ελεύθερης οικονομίας»: το κράτος δεν μπορεί να είναι ρυθμιστής των τομέων ανάπτυξης της οικονομίας γιατί δεν έχουμε κομμουνισμό. ΛΑΘΟΣ. Το κράτος, δηλαδή όλοι οι φορολογούμενοι νυν και επόμενοι (αν συμπεριλάβουμε και τις αποπληρωμές των εθνικών δανείων) καλούνται να διασώσουν τους κλάδους της οικονομίας, κάθε φορά που παρουσιάζεται πρόβλημα. Δηλαδή πάντα. Τα κράτη σώζουν πάντα τις Τράπεζες, τώρα τις αερομεταφορές, τις μικρές και μεγάλες βιομηχανίες, τους εργαζόμενους στον τριτογενή τομέα και βέβαια τους αγρότες από κάθε θεομηνία. Στην εποχή της μεγάλης κρίσης, το 2011, η Ιρλανδία κρατικοποίησε Τράπεζες, η Γερμανία πριν από έναν χρόνο κινήθηκε προς την εξαγορά στρατηγικών μεριδίων εταιρειών, προκειμένου να αποφύγει ανεπιθύμητους επενδυτές, ενώ είναι γνωστό ότι ο Τραμπ έχει κηρύξει τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, με απρόβλεπτες συνέπειες. Γυρνώντας στα δικά μας, κάποτε πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά, με χρήσιμους απολογισμούς για το πώς επενδύθηκαν οι εθνικοί αλλά και οι κοινοτικοί πόροι, τι απέδωσαν, ποιους τομείς της οικονομίας πρέπει να καθοδηγήσουμε και με ποιες διασταυρούμενες πολιτικές.

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ…

arapogloy1.jpg

Ας πάρουμε για παράδειγμα τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης), τα θεωρούμενα «διαμάντια» της ελληνικής γης.

Είναι άραγε η προστιθέμενη αξία που κέρδισαν από τη διάκριση αντίστοιχη της φήμης τους; Ενώ είμαστε πέμπτη χώρα στην Ευρώπη σε αναγνώριση προϊόντων ΠΟΠ, η ελληνική συμμετοχή στην ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα είναι ελάχιστη. Είναι προφανές ότι η ετικέτα ΠΟΠ προσδίδει αυτόματα σφραγίδα ποιότητας και βοηθά στην προώθηση στις διεθνείς αγορές αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζονται συνέργιες, οργανωμένη καθοδήγηση και ενίσχυση για άνοιγμα στις μεγάλες αγορές καθώς και εγγυήσεις συνέχειας παραγωγής.

…ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΣΟΒΑΡΟΥΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΣ

arapoglou2.jpg

Στην έλλειψη άλλωστε σχεδιασμού οφείλονται και τα παράδοξα να ζητούν οι ίδιοι οι παραγωγοί ΠΟΠ/ΠΓΕ να βγουν από την λίστα της διάκρισης, είτε πρόκειται για τα φασόλια ελέφαντες της Καστοριάς είτε για το μετσοβόνε που μειώνει την παραγωγή του, καθώς δεν υπάρχει πλέον στην περιοχή αρκετό αγελαδινό γάλα, όρος που τέθηκε στην αρχική έγκριση του φακέλου πιστοποίησης. Σε ό,τι δε αφορά τη διατήρηση αυτοχθόνων φυλών αγροτικών ζώων αλλά και ντόπιων ποικιλιών φυτών, όλα επαφίενται στην καλή διάθεση κάποιων ελαχίστων εραστών της καταπληκτικής ελληνικής βιοποικιλότητας, που δεν έχει καταλάβει ακόμα η ελληνική διοίκηση ότι μπορεί να μεταφραστεί σε υψηλή οικονομική απόδοση.

ΟΡΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Στα εξαιρετικά αγροτικά προϊόντα, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια και με σπουδαίες συσκευασίες, συγκαταλέγονται και εκατοντάδες άλλα που δεν είναι ΠΟΠ. Χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις νέων της υπαίθρου αλλά και της πόλης υλοποιούν, με τα ελάχιστα χρήματα που διαθέτουν, τις ωραίες ιδέες τους, που τις περισσότερες φορές τις εγκαταλείπουν μετά τα δύο, τρία χρόνια προσπάθειας. Γιατί στο διεθνές εμπόριο όπου όλοι στοχεύουν, δεν αρκεί η ιδέα. Για να φθάσεις στο ράφι μιας αλυσίδας της Σιγκαπούρης ή του Σίδνεϊ, απαιτούνται ενέργειες που κανένας μόνος του δεν μπορεί να ολοκληρώσει. Όπως άλλωστε και στον τομέα των νεοφυών επιχειρήσεων, όπου δεν λείπει η έμπνευση ή το ανθρώπινο δυναμικό αλλά το περιβάλλον συνεργασίας και υποστήριξης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24 Μαΐου 2020

Κάθε εποχή έχει και τις αγαπημένες της λέξεις. Στην κορύφωση της υγειονομικής κρίσης όλοι μιλούσαμε για αλληλεγγύη και ενδοσκόπηση. Τώρα που ξεκινά η περίοδος της αναπόφευκτης οικονομικής δυσπραγίας, από πολλές πλευρές ακούγεται η ανάγκη αλλαγής του «στρεβλού παραγωγικού μοντέλου» της χώρας. Ανάλογες προσεγγίσεις υπήρχαν μετά τα πρώτα δύο χρόνια της οικονομικής κρίσης, αλλά πέρασε μια δεκαετία και η όποια μετατόπιση του κέντρου βάρους της ελληνικής παραγωγής έγινε μόνον με τον αυτόματο πιλότο της ιδιωτικής αυτενέργειας. Χωρίς κανέναν επανασχεδιασμό. 

Άλλωστε, δεν είμαι καν σίγουρη εάν η έκφραση «στρεβλό παραγωγικό μοντέλο» μεταφράζεται ίδια από όσους κατά καιρούς την προτιμούν, οι οποίοι, κοινωνικοί εταίροι όλοι, δεν κάθισαν ποτέ στο τραπέζι για να συνεννοηθούν. Θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του 90 στρεβλή ανάπτυξη θεωρούνταν το υψηλό ποσοστό των αγροτών. Με τις επιδοματικές, κοντόθωρες και αντιπαραγωγικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της περιβόητης ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα συρρικνώθηκε, κάτι που από πολλούς εκτιμήθηκε ως εκσυγχρονισμός της οικονομίας.

Το ποσοστό συμμετοχής της αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ μειώθηκε από το 18% που ήταν τη δεκαετία του 70 στο 4% περίπου που είναι σήμερα και ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 1,2%. Καλύπτει περίπου το 14% της απασχόλησης στη χώρα ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 5%. Το θέμα ωστόσο δεν είναι και ποτέ δεν ήταν η σύγκριση με τη βιομηχανική Ευρώπη αλλά η προσήλωση σε εθνικούς στόχους που πατούν στην άλλη αγαπημένη και δυστυχώς κενή νοήματος έκφραση που είναι «τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα». Γιατί σημασία δεν έχουν οι συγκρίσεις των ποσοστών αλλά οι απόλυτοι αριθμοί που προκύπτουν από αυτά. Με τον αυτόματο λοιπόν της ΚΑΠ συρρικνώσαμε την αγροτική παραγωγή, καταστρέφοντας, επιδοτούμενοι, αμπέλια και παραδοσιακά σκαριά, αγνοήσαμε κάθε υποψία αύξησης της βιομηχανίας και συγκεντρωθήκαμε στον τριτογενή τομέα με, αυτονόητη αιχμή, τον ευαίσθητο σε γεωπολιτικές και απ ό,τι ζούμε υγειονομικές ευαισθησίες, τουρισμό. Η ανάπτυξή του τα τελευταία χρόνια συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση της χώρας, καθώς ενίσχυσε το εισόδημα όχι μόνον των επαγγελματιών αλλά και χιλιάδων μικρών ιδιοκτητών εξοχικής και αστικής κατοικίας. Μπορεί ωστόσο να μην μπορούσαμε να προβλέψουμε τον κορονοϊό αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι οι γεωπολιτικές αναταράξεις είναι οι πρώτες που επηρεάζουν καθοριστικά τον τουρισμό και τις ρυμουλκούμενες από αυτόν άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες.

Στα στοιχεία που παρουσίασε η ΕΛΣΤΑΤ τον Φεβρουάριο 2020, ο γενικός δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής παρουσίασε μείωση 3,4% σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Στην ανάλυση των επιμέρους στοιχείων εντοπίζεται, μεταξύ των άλλων, μείωση της μεταποίησης. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τα επιμέρους στοιχεία. Είναι ωστόσο προφανής η καχεκτική μας εθνική ταλάντευση και στον δευτερογενή τομέα. Υπάρχει πάντα ο αντίλογος της «ελεύθερης οικονομίας»: το κράτος δεν μπορεί να είναι ρυθμιστής των τομέων ανάπτυξης της οικονομίας γιατί δεν έχουμε κομμουνισμό. ΛΑΘΟΣ. Το κράτος, δηλαδή όλοι οι φορολογούμενοι νυν και επόμενοι (αν συμπεριλάβουμε και τις αποπληρωμές των εθνικών δανείων) καλούνται να διασώσουν τους κλάδους της οικονομίας, κάθε φορά που παρουσιάζεται πρόβλημα. Δηλαδή πάντα. Τα κράτη σώζουν πάντα τις Τράπεζες, τώρα τις αερομεταφορές, τις μικρές και μεγάλες βιομηχανίες, τους εργαζόμενους στον τριτογενή τομέα και βέβαια τους αγρότες από κάθε θεομηνία. Στην εποχή της μεγάλης κρίσης, το 2011, η Ιρλανδία κρατικοποίησε Τράπεζες, η Γερμανία πριν από έναν χρόνο κινήθηκε προς την εξαγορά στρατηγικών μεριδίων εταιρειών, προκειμένου να αποφύγει ανεπιθύμητους επενδυτές, ενώ είναι γνωστό ότι ο Τραμπ έχει κηρύξει τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, με απρόβλεπτες συνέπειες. Γυρνώντας στα δικά μας, κάποτε πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά, με χρήσιμους απολογισμούς για το πώς επενδύθηκαν οι εθνικοί αλλά και οι κοινοτικοί πόροι, τι απέδωσαν, ποιους τομείς της οικονομίας πρέπει να καθοδηγήσουμε και με ποιες διασταυρούμενες πολιτικές.

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ…

arapogloy1.jpg

Ας πάρουμε για παράδειγμα τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης), τα θεωρούμενα «διαμάντια» της ελληνικής γης.

Είναι άραγε η προστιθέμενη αξία που κέρδισαν από τη διάκριση αντίστοιχη της φήμης τους; Ενώ είμαστε πέμπτη χώρα στην Ευρώπη σε αναγνώριση προϊόντων ΠΟΠ, η ελληνική συμμετοχή στην ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα είναι ελάχιστη. Είναι προφανές ότι η ετικέτα ΠΟΠ προσδίδει αυτόματα σφραγίδα ποιότητας και βοηθά στην προώθηση στις διεθνείς αγορές αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζονται συνέργιες, οργανωμένη καθοδήγηση και ενίσχυση για άνοιγμα στις μεγάλες αγορές καθώς και εγγυήσεις συνέχειας παραγωγής.

…ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΣΟΒΑΡΟΥΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΣ

arapoglou2.jpg

Στην έλλειψη άλλωστε σχεδιασμού οφείλονται και τα παράδοξα να ζητούν οι ίδιοι οι παραγωγοί ΠΟΠ/ΠΓΕ να βγουν από την λίστα της διάκρισης, είτε πρόκειται για τα φασόλια ελέφαντες της Καστοριάς είτε για το μετσοβόνε που μειώνει την παραγωγή του, καθώς δεν υπάρχει πλέον στην περιοχή αρκετό αγελαδινό γάλα, όρος που τέθηκε στην αρχική έγκριση του φακέλου πιστοποίησης. Σε ό,τι δε αφορά τη διατήρηση αυτοχθόνων φυλών αγροτικών ζώων αλλά και ντόπιων ποικιλιών φυτών, όλα επαφίενται στην καλή διάθεση κάποιων ελαχίστων εραστών της καταπληκτικής ελληνικής βιοποικιλότητας, που δεν έχει καταλάβει ακόμα η ελληνική διοίκηση ότι μπορεί να μεταφραστεί σε υψηλή οικονομική απόδοση.

ΟΡΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Στα εξαιρετικά αγροτικά προϊόντα, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια και με σπουδαίες συσκευασίες, συγκαταλέγονται και εκατοντάδες άλλα που δεν είναι ΠΟΠ. Χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις νέων της υπαίθρου αλλά και της πόλης υλοποιούν, με τα ελάχιστα χρήματα που διαθέτουν, τις ωραίες ιδέες τους, που τις περισσότερες φορές τις εγκαταλείπουν μετά τα δύο, τρία χρόνια προσπάθειας. Γιατί στο διεθνές εμπόριο όπου όλοι στοχεύουν, δεν αρκεί η ιδέα. Για να φθάσεις στο ράφι μιας αλυσίδας της Σιγκαπούρης ή του Σίδνεϊ, απαιτούνται ενέργειες που κανένας μόνος του δεν μπορεί να ολοκληρώσει. Όπως άλλωστε και στον τομέα των νεοφυών επιχειρήσεων, όπου δεν λείπει η έμπνευση ή το ανθρώπινο δυναμικό αλλά το περιβάλλον συνεργασίας και υποστήριξης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24 Μαΐου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία