Οι ροδοπρόσωποι
«Είναι πολύ καλό παιδί, του μιλάς και κοκκινίζει», έλεγε ο πατέρας μου όταν ήθελε να εξάρει τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά κάποιου.
Εγώ πάλι που από παιδί κοκκίνιζα με το παραμικρό δεν μπορούσα να συμμεριστώ την άποψή του. Με έφερνε σε φοβερά αμήχανη θέση το γεγονός ότι μπορούσε να με προδώσει το χρώμα μου: όταν ντρεπόμουν, όταν ερχόμουν σε δύσκολη θέση, όταν θύμωνα λες κι ανέβαινε όλο το αίμα στο κεφάλι μου και γινόμουν παπαρούνα.
Κάποτε κάποιος μου είχε χαρίσει «Το άρωμα του ονείρου» του γνωστού Τομ Ρόμπινς. «Θα καταλάβεις γιατί…», μου είπε.
Δεν κατάλαβα…
Όταν ξανασυναντηθήκαμε μου αποκάλυψε ότι το παντζάρι που περιγράφει με τόση λεπτομέρεια μέσα στο μυθιστόρημά του το «κακό παιδί» της αμερικανικής λογοτεχνίας του θύμισε εμένα γι’ αυτό και το δώρο.
Όπως καταλαβαίνετε εκείνος το έλεγε για καλό, αλλά εγώ δεν κολακεύτηκα καθόλου, αφού επί χρόνια προσπαθούσα να κρύψω αυτή την κοκκινίλα που με βασάνιζε: Μου έκαναν παρατήρηση κοκκίνιζα, μάλωνα κοκκίνιζα, με μάλωναν πάλι κοκκίνιζα, μου έκαναν κομπλιμέντο τα ίδια…
Είχε γίνει ο μεγάλος μου εφιάλτης αυτή η κοκκινίλα. Βαθιές αναπνοές, γουλιές νερού ή άλλα γιατροσόφια που σύστηναν σε διάφορα κείμενα τα οποία κατά καιρούς διάβαζα μπας και με βοηθήσουν να αποβάλω το κατ’ εμέ κουσούρι μου, αποδείχθηκαν μάταια.
Ώσπου ένας κατά γενική ομολογία ευφυέστατος και μάλλον ευαίσθητος άνθρωπος, πολλά χρόνια πριν, με κοίταξε μια φορά που είχα πάρει χρώμα ντομάτας μετά από ένα κολακευτικό σχόλιο και είπε στην ομήγυρη: «Αυτό που παθαίνει το βρίσκω καταπληκτικό!».
Και έκτοτε έπαψα να το παθαίνω. Δεν ξέρω αν έγινα ξαφνικά κακό παιδί, κατά τις εκτιμήσεις του πατέρα μου. Ούτε αν μ’ εκείνη την κουβέντα εκείνου του ανθρώπου το απενοχοποίησα τόσο μέσα μου ώστε έπαψε να με απασχολεί και να το σκέφτομαι. Πάντως όσο περνούν τα χρόνια διαπιστώνω ότι σπάνια πια κοκκινίζω, σχεδόν δεν μου συμβαίνει καθόλου.
Και θα το πιστέψετε; Τώρα πια μου λείπει, μου λείπει πολύ…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 6 Ιουνίου 2021