Σπύρος Βούγιας: Η ευθύνη για τη διάλυση της «Πρωτοβουλίας» και η νέα «Ομάδα για τη Θεσσαλονίκη»
Του Σπύρου Βούγια
Συγκοινωνιολόγου, καθηγητή ΑΠΘ
Την «Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη» (όπως ονομάστηκε αργότερα) την οραματίστηκα το 2005, όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσε πλέον να μετουσιωθεί η ανεπανάληπτη πολιτική και πολιτισμική εμπειρία του ’98 σε νικηφόρα προσπάθεια για τον δήμο.
Γνώριζα όμως καλά τη μαγική συνταγή και τα μυστικά της: στον κεντρικό δήμο της Θεσσαλονίκης, όπου κυριαρχεί συντριπτικά η ΝΔ, μόνο ένας πραγματικά υπερκομματικός συνδυασμός με έναν χαρισματικό επικεφαλής θα μπορούσε να κατακτήσει την ηγεσία.
Η συνέχεια είναι γνωστή: πείθοντας τρία πρόσωπα από τρεις διαφορετικές δημοτικές παρατάξεις της αντιπολίτευσης (Γιάννη Μπουτάρη, Πάνο Αβραμόπουλο, Ανδρέα Κουράκη) να συνομιλήσουν αρχικά μεταξύ τους και στη συνέχεια να συνεργαστούν, έγινε δυνατή η ευρεία συμμαχία των ενεργών δημοκρατικών πολιτών, όπως ακριβώς είχε γίνει το 1998. Έτσι, η «Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη», μετά από μία ενθαρρυντική πρώτη απόπειρα το 2006, κατάφερε (όταν και ο Γ. Παπανδρέου πείστηκε για την ανάγκη στήριξης της προσπάθειας από το ΠΑΣΟΚ), να εκλέξει δήμαρχο το 2010 τον Γιάννη Μπουτάρη και να αλλάξει θεαματικά την πορεία, την αισθητική της καθημερινότητας και την αυτοπεποίθηση της πανέμορφης αλλά τόσο ταλαιπωρημένης πόλης μας.
Το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Μετά από μία πρώτη επιτυχημένη θητεία και μια πίο δύσκολη δεύτερη, ο Γιάννης Μπουτάρης (που είχε, στο μεταξύ αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της παράταξης και κατάργησε τον συλλογικό και κινηματικό χαρακτήρα της), αποφάσισε να μην είναι ξανά υποψήφιος, επικαλούμενος λόγους υγείας σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες δυσκολίες της απλής αναλογικής. Και, ενώ κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για την επιλογή του αυτή, διέπραξε ένα μεγάλο πολιτικό ατόπημα που η πόλη το πλήρωσε ήδη πολύ ακριβά: κατέστρεψε με διάφορους τρόπους κάθε πιθανότητα φυσικής εξέλιξης και συνέχειας της «Πρωτοβουλίας», με αποτέλεσμα την σταδιακή διάλυση της υποδειγματικής αυτής παράταξης και την εκλογή του Κωνσταντίνου Ζέρβα ως δημάρχου στις εκλογές του 2019.
Για να τεκμηριώσω την εκτίμησή μου αυτή, ενδεικτικά μόνο μπορώ να αναφέρω (με χρονική σειρά): την υπεροπτική και μνησίκακη άρνησή του να με συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιο ως υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο στις ενδιάμεσες εκλογές του 2014, τη μεθοδική υποβάθμιση των δύο άλλων ιδρυτικών μελών της αρχικής «τρόϊκας» και, το κυριότερο, την επίμονη άρνησή του να στηρίξει στοιχειωδώς κάποιον από τους στενότερους συνεργάτες του (όπως, για παράδειγμα, ο Σπ. Πέγκας, η Καλυψώ Γούλα, ο Γιώργος Δημαρέλος, η Έλλη Χρυσίδου) ακυρώνοντας τη δυνατότητα που είχαν να διεκδικήσουν με περισσότερες πιθανότητες τη δημαρχία μέσα στις ευκαιρίες που δημιουργούσε το αναλογικά κατακερματισμένο εκλογικό τοπίο του 2019.
Και έτσι φτάσαμε στο κρίσιμο παρόν: ένας από αυτούς, ο Σπύρος Πέγκας, επιχειρεί σήμερα ως υποψήφιος δήμαρχος να ανασυνθέσει τα απομεινάρια μίας παράταξης που δεν υπάρχει πια. Στη σοβαρή και καλόγουστη καμπάνια του συνομιλεί Αμλετικά και επικαλείται συχνά το φάντασμα του πατέρα/πρώην αρχηγού, που, όμως, όχι μόνο δεν μπορεί τώρα αλλά και δεν θέλησε ποτέ να επιτρέψει οποιαδήποτε θετική εξέλιξη που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την προσωπική του υστεροφημία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ποιοτική και ηρωική προσπάθεια που καταβάλλει ο Σπύρος Πέγκας, δεν μπορεί, κατά την εκτίμησή μου, να αποβεί νικηφόρα, κριτήριο που αποτελεί το κυρίαρχο διακύβευμα αυτών των δημοτικών εκλογών, μετά την τραυματική εμπειρία της πόλης τη χαμένη τελευταία τετραετία.
Ταυτόχρονα όμως, προέκυψε απρόβλεπτα η συγκρότηση μίας νέας δημοτικής κίνησης, της «Ομάδας για τη Θεσσαλονίκη» που παρουσιάζει μέχρι τώρα μία πολύ ενδιαφέρουσα και ανοδική πορεία, τόσο από οργανωτική όσο και από δημοσκοπική άποψη. Ο επικεφαλής και υποψήφιος δήμαρχος, νομικός Στέλιος Αγγελούδης, με πλούσιο πολιτικό και κοινωνικό βιογραφικό, είναι αντιπρόεδρος της Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και έχει διατελέσει πρόεδρος του ΟΛΘ, παρουσιάζοντας καλές διαχειριστικές επιδόσεις αλλά και την έξοχη ανάπλαση της Α’ προβλήτας του λιμανιού, την οποία στη συνέχεια απέδωσε στον δήμο Θεσσαλονίκης, δηλαδή στην πόλη, αλλάζοντας την εικόνα της σ’ αυτή την περιοχή.
Σίγουρα, δεν πρόκειται για έναν πασίγνωστο, χαρισματικό ηγέτη που θα συναρπάσει τους ψηφοφόρους με γλαφυρές υποσχέσεις για ένα ανέφελο μέλλον. Πρόκειται μάλλον για έναν ικανότατο, πολύ εργατικό, συγκροτημένο και επίμονο μαχητή, που διαθέτει μία φυσική αμεσότητα και μία γνήσια λαϊκότητα, ενώ παράλληλα έχει τη δυνατότητα, να ολοκληρώσει αποτελεσματικά ένα έργο, αξιοποιώντας τους καλύτερους και τους ειδικούς σε κάθε επιμέρους τομέα.
Γνωρίζει ότι δεν είναι παντογνώστης και γι’ αυτό ρωτάει διαρκώς και κυρίως ακούει και καταγράφει, προσπαθώντας να προετοιμαστεί κατάλληλα για την θέση τη ύψιστης ευθύνης την οποία διεκδικεί. Παραμένοντας ένας απλός «άνθρωπος της διπλανής πόρτας», έχει καταφέρει ως τώρα να συγκεντρώσει γύρω του πολλούς αξιόλογους επιστήμονες και τοπικούς παράγοντες της εργασίας, του αθλητισμού και της οικονομίας καθώς και ικανά διοικητικά στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Έτσι, οι δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου απέκτησαν ξαφνικά μεγαλύτερο ενδιαφέρον και η προοπτική των πιθανών συμμαχιών του δεύτερου γύρου μπορούν, πιστεύω, να οδηγήσουν στη λυτρωτική αλλαγή στη διοίκηση του δήμου που τόσο επιθυμεί και έχει ανάγκη η Θεσσαλονίκη.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 16.07.2023