ΑΠΟΨΕΙΣ

Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας (διάκριση από συγγενείς έννοιες & η προστασία της επιχείρησης)

 08/07/2020 09:00

Η έννοια της (σύμβασης) εργασίας στο πλαίσιο του Εργατικού Δικαίου προϋποθέτει εξάρτηση. Η προστασία που παρέχει το Εργατικό Δίκαιο, προϋποθέτει παροχή υπηρεσιών υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Πότε όμως έχουμε εξάρτηση και πότε όχι; Πότε εξαρτημένη εργασία και πότε «κάτι άλλο»; Υπάρχουν, άραγε, ασφαλή όρια ανάμεσα στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, τη σύμβαση έργου ή/και τη σύμβαση εντολής; Και ποια, εν τέλει, η προστασία της επιχείρησης;

Περί της εξάρτησης και της εξαρτημένης εργασίας

Είναι γνωστό πως η εξάρτηση αποτελεί έννοια θεμελιώδους σημασίας για το Εργατικό Δίκαιο. Ο νομοθέτης επέλεξε, ωστόσο, να μην προβεί σε νομοθετικό προσδιορισμό της. Τούτο σαν αποτέλεσμα είχε την ανάπτυξη διαφόρων απόψεων και θεωριών σχετικά με το περιεχόμενό της. Κοινός τους στόχος; Ο εντοπισμός των (ασφαλών) κριτηρίων για το χαρακτηρισμό (ή μη) μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας.

Τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μας απασχόλησαν σε προηγούμενη αρθρογραφία μας (:Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας-Ποια, επιτέλους, αυτή η άγνωστη;)

Οι συγγενείς συμβάσεις

Η διάκριση από τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών

Πρόκειται για τη δυσχερέστερη, ίσως, διάκριση μεταξύ των συγγενών συμβάσεων. Δε μοιάζει περίεργη η αιτία: οι συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών και εργασίας έχουν πληθώρα κοινών χαρακτηριστικών. Αντικείμενο, εξάλλου, αμφοτέρων αποτελεί η παροχή εργασίας-έναντι αμοιβής.

Μοναδικό κριτήριο για την διάκριση των δύο συμβατικών μορφών, αποτελεί η έννοια της εξάρτησης. Η έλλειψη, εξάλλου, της εξάρτησης είναι εκείνη που ευθέως παραπέμπει σε σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

Κατά τη νομολογία, «…σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών…υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του».

Ωστόσο, όπως επίσης επισημαίνεται στη νομολογία, και στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει κάποιας μορφής δέσμευση και εξάρτηση. Όπως συμβαίνει, άλλωστε, σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται (συμβατικά) υποχρεώσεις. Για το λόγο αυτό, η συμμόρφωση του εργαζομένου με όσα συμβατικά έχουν συμφωνηθεί (αναφορικά, μεταξύ άλλων, με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας του) δεν υποδηλώνουν, το δίχως άλλο, εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα (ιδίως όμως της ασάφειας της έννοιας της εξάρτησης), προκύπτει ως αυταπόδεικτη η δυσχέρεια διάκρισης ανάμεσα στις δύο μορφές συμβάσεων. Σε αρκετές, μάλιστα, περιπτώσεις, η διάκριση αποδεικνύεται οριακή. 

Η διάκριση από τη σύμβαση έργου

Εκ πρώτης όψεως, η διάκριση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση έργου μοιάζει εύκολη. Διαφορετικός, εξάλλου, ο σκοπός των δύο, συγκεκριμένων, συμβάσεων.

Συγκεκριμένα, με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, καθεαυτή, η οποία θα παρέχεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Αντίθετα, με τη σύμβαση μίσθωσης έργου (681 ΑΚ), οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου, τελικού, αποτελέσματος. Η πραγμάτωση του ορισμένου αυτού αποτελέσματος συνεπάγεται την αυτόματη λύση της συμβατικής σχέσης των συμβαλλομένων.

Ωστόσο, κατά τη νομολογία «…όταν η παροχή της εργασίας αποσκοπεί σε ορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο όμως βρίσκεται έξω από την εξουσία του εργαζόμενου, που αναλαμβάνει όχι να παράγει τούτο, αλλ` απλώς να κάνει ότι του είναι δυνατό για να παραχθεί αυτό, τότε υπάρχει σύμβαση εργασίας και όχι σύμβαση έργου, έστω και αν μεταξύ των μερών έχει συμφωνηθεί ότι ο μισθός θα καταβάλλεται μόνο εφόσον επέλθει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».

Τα ρευστά όρια της έννοιας της εξάρτησης, σαφώς και δυσχεραίνουν τον ορθό χαρακτηρισμό μιας μεμονωμένης σύμβασης (:εξαρτημένης εργασίας ή έργου. Ιδιαίτερη δυσχέρεια διάκρισης, όμως, εντοπίζεται στις περιπτώσεις των διαδοχικών συμβάσεων έργου. Πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργολάβος αναλαμβάνει, διαδοχικά, τη διεκπεραίωση όμοιων έργων, για τον ίδιο εργοδότη, με τους ίδιους συμβατικούς όρους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διαδοχικές συμβάσεις έργου είναι πιθανό να καλύπτουν διαρκείς και πάγιες ανάγκες του εργοδότη.

Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός

Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστής είναι εκείνος που κυριαρχικά αξιολογεί οποιαδήποτε περίπτωση αμφισβήτησης του χαρακτηρισμού μιας σύμβασης, η οποία φέρεται ενώπιόν του.

Είναι εξάλλου γνωστό πως ο χαρακτηρισμός (από τους συμβαλλόμενους ή/και το νομοθέτη) μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου ή εντολής δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ακόμα και ο νομοθέτης.

Αντίθετα-κατά την κρατούσα νομολογία: «…ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση.».

Και ποια η ενδεδειγμένη στάση της επιχείρησης;

Υπό το πρίσμα όλων όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο επιχειρηματίας (ή/και ο νομικός του παραστάτης): «κι εγώ, τώρα, τι πρέπει να κάνω;»

Ευκταία θα ήταν η αποφυγή της επιβάρυνσης του επιχειρείν με νομικούς και λοιπούς, μη υπολογίσιμους, κινδύνους.

Περί του πρακτέου:

(α) Επιλογή του νομικά ορθού συμβατικού τύπου που συνδέει την επιχείρηση με τον εργαζόμενο ή συνεργάτη της-πριν την έναρξη μάλιστα της συνεργασίας.

(β) Σαφής τεκμηρίωση της νομικής βασιμότητας του συμβατικού τύπου που θα επιλεγεί. Ενσωμάτωση στο σχετικό, συνταγησόμενο, συμβατικό κείμενο των ουσιαστικών εκείνων παραμέτρων που την υποστηρίζουν.

Είναι σημαντικό, εξάλλου, τούτο ανεξαιρέτως να έχουμε κατά νου: Κάποια στιγμή στο μέλλον η οποιαδήποτε συμβατική σχέση, η οποιαδήποτε σύμβαση, η οποιαδήποτε υπόθεση στην οποία εμπλεκόμαστε είναι ενδεχόμενο να τεθεί, προς αξιολόγηση, ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου. 

Ας μην αφεθούμε τότε να σχηματίσουμε το σχετικό υποστηρικτικό φάκελο και επιχειρηματολογία μας. Γιατί, ως γνωστόν, «κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν».

Ο Σταύρος Κουμεντάκης είναι Managing Partner της Koumentakis and Associates Law Firm

Σημ.: Το παρόν άρθρο σε πλήρη μορφή