Τέμπη: Οι πέντε βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στην τραγωδία. Του Νίκου Ηλιάδη
19/03/2023 08:00
19/03/2023 08:00
Από τη μια είναι ο απόηχος της πλατείας. Ο θυμός, η οργή, η απαίτηση για Δικαιοσύνη. Κι από την άλλη ο θόρυβος των τηλεπαραθύρων με την αγωνιώδη προσπάθεια κομματικών και υπηρεσιακών στελεχών να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, προσπαθώντας ο ένας να τις φορτώσει στον άλλον. Μέσα σ' αυτό το κλίμα και με την κοινωνία σοκαρισμένη ακόμη από το τραγικό τέλος 57 συνανθρώπων μας, είναι πολύ δύσκολο να ενσκήψει κανείς στις βαθύτερες αιτίες οι οποίες οδήγησαν στη μοιραία νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου. Πέρα από τα προφανή. Πέρα από τα λάθη του σταθμάρχη και των υπολοίπων συναδέλφων του, πέρα από την απουσία τηλεδιοίκησης και τις εν γένει καθυστερήσεις των έργων για την ολοκλήρωση των ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας σε όλο το μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου.
Όλα αυτά, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των βαθύτερων παθογενειών που μαστίζουν το ελληνικό κράτος εδώ και δεκαετίες, όπως εύγλωττα αποτυπώθηκε στο σύνθημα “Φταίει η κακιά η (Χ)ώρα”. Ποιες όμως είναι αυτές οι παθογένειες;
1. Ρουσφέτι. Πως αλήθεια βρέθηκε ο μοιραίος σταθμάρχης σε αυτό το τόσο κρίσιμο πόστο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ανάγεται σε δεκαετίες πίσω, στον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες κυβερνήσεις, κυρίως αυτές του Ανδρέα Παπανδρέου, βόλεψαν στον ΟΣΕ χιλιάδες ψηφοφόρους τους. Στην πλειονότητά τους χωρίς κανένα προσόν, απόφοιτους γυμνασίου ή λυκείου στην καλύτερη περίπτωση. Μάλιστα εκατοντάδες απ' αυτούς ήταν αργόμισθοι, δεν ήξεραν καν που βρίσκονταν οι σταθμοί και τα τρένα, απλώς πληρώνονταν. Είναι κοινό μυστικό ότι ΟΣΕ και ΕΛΤΑ ήταν οι δύο μεγάλοι οργανισμοί στους οποίους τακτοποιούσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ την εκλογική πελατεία τους.
2. Αξιολόγηση. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και προσοντολόγιο του στελεχιακού δυναμικού του ΟΣΕ θα μπορούσε να μετριαστεί εν μέρει μέσα από μια διαδικασία διαρκούς εκπαίδευσης και συνεχούς αυστηρής αξιολόγησης. Όμως, οι έννοιες αυτές, πρωτίστως η δεύτερη, είναι άγνωστες, αν όχι απαγορευτικές για το ελληνικό δημόσιο. Και κάπως έτσι φτάσαμε στον μοιραίο σταθμάρχη, έναν άνθρωπο χωρίς τα στοιχειώδη προσόντα, να βρίσκεται σε μια τόσο νευραλγική θέση, που από τις αποφάσεις του κρέμονται ζωές ανθρώπων.
3. Κομματικοποίηση. Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι κάπως καλύτερη εάν τα ηγετικά στελέχη των κρίσιμων Οργανισμών επιλέγονταν με αξιολογικά κριτήρια. Όμως, κοινή πρακτική όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων είναι στα κρίσιμα αυτά πόστα να τοποθετούν “δικούς τους”, συνήθως αποτυχημένους πολιτευτές, πρώην στρατιωτικούς κ.ο.κ. Ανθρώπους δηλαδή παντελώς άσχετους με το αντικείμενο. Αυτό γινόταν και εξακολουθεί ως και σήμερα να γίνεται στον ΟΣΕ. Αυτό έγινε δυστυχώς και στην νεοσύστατη το 2017, κρίσιμη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων στην οποία τοποθετήθηκε πρόεδρος στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος στέλεχος των ΑΝΕΛ, χωρίς κανείς από τους δύο να γνωρίζει το παραμικρό για τους σιδηροδρόμους.
4. Διαπλοκή. Το γεγονός ότι η περιβόητη σύμβαση “717” η οποία υπογράφηκε το 2014 με ορίζοντα ολοκλήρωσης του έργου της τηλεδιοίκησης το 2016, εννέα χρόνια μετά, δεν έχει ακόμη τελειώσει, είναι αποτέλεσμα και της διαχρονικής διαπλοκής της πολιτικής εξουσίας με τους εργολάβους. Διαπλοκή η οποία εξασφαλίζει συνεχείς παρατάσεις στην παράδοση των έργων, στα όρια της νομιμότητας ή και πέραν αυτών. Σε ένα άλλο επίπεδο, η υποβάθμιση του σιδηρόδρομου στην Ελλάδα δεν είναι άσχετη με τη διαπλοκή η οποία προέτασε ως πρώτη προτεραιότητα την κατασκευή των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων και μόνον όταν αυτοί εξαντλήθηκαν έστρεψε το ενδιαφέρον της και στα σιδηροδρομικά έργα.
5. Δικαιοσύνη. Η πορεία πολλών δημοσίων έργων, μεταξύ αυτών και των σιδηροδρομικών, θα μπορούσε να ήταν διαφορετική εάν η Δικαιοσύνη λειτουργούσε όπως θα έπρεπε. Διαφορετική θα ήταν και η αντίδρασή της στις φωνές και τις καταγγελίες ότι “κάτι δεν πήγαινε καλά” στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Δυστυχώς όμως, η Δικαιοσύνη παραμένει δέσμια των τεράστιων γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, καθώς και των άνομων σχέσεών της με την πολιτική εξουσία. Δεν νοείται σε μια χώρα η οποία θέλει να λογίζεται ως ευρωπαϊκή η ηγεσία της Δικαιοσύνης να επιλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Εάν όλες αυτές οι παθογένειες δεν θεραπευτούν, εάν το βαθύ κομματικό κράτος εξακολουθήσει να κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχό του τους αρμούς της εξουσίας, να ενδιαφέρεται μόνο για τη διαιώνισή του, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Ιδού, λοιπόν, πεδίο δόξης λαμπρό για τις πολιτικές δυνάμεις ενόψει και των επικείμενων εκλογών.
05/03/2023 08:25
Από τη μια είναι ο απόηχος της πλατείας. Ο θυμός, η οργή, η απαίτηση για Δικαιοσύνη. Κι από την άλλη ο θόρυβος των τηλεπαραθύρων με την αγωνιώδη προσπάθεια κομματικών και υπηρεσιακών στελεχών να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, προσπαθώντας ο ένας να τις φορτώσει στον άλλον. Μέσα σ' αυτό το κλίμα και με την κοινωνία σοκαρισμένη ακόμη από το τραγικό τέλος 57 συνανθρώπων μας, είναι πολύ δύσκολο να ενσκήψει κανείς στις βαθύτερες αιτίες οι οποίες οδήγησαν στη μοιραία νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου. Πέρα από τα προφανή. Πέρα από τα λάθη του σταθμάρχη και των υπολοίπων συναδέλφων του, πέρα από την απουσία τηλεδιοίκησης και τις εν γένει καθυστερήσεις των έργων για την ολοκλήρωση των ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας σε όλο το μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου.
Όλα αυτά, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των βαθύτερων παθογενειών που μαστίζουν το ελληνικό κράτος εδώ και δεκαετίες, όπως εύγλωττα αποτυπώθηκε στο σύνθημα “Φταίει η κακιά η (Χ)ώρα”. Ποιες όμως είναι αυτές οι παθογένειες;
1. Ρουσφέτι. Πως αλήθεια βρέθηκε ο μοιραίος σταθμάρχης σε αυτό το τόσο κρίσιμο πόστο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ανάγεται σε δεκαετίες πίσω, στον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες κυβερνήσεις, κυρίως αυτές του Ανδρέα Παπανδρέου, βόλεψαν στον ΟΣΕ χιλιάδες ψηφοφόρους τους. Στην πλειονότητά τους χωρίς κανένα προσόν, απόφοιτους γυμνασίου ή λυκείου στην καλύτερη περίπτωση. Μάλιστα εκατοντάδες απ' αυτούς ήταν αργόμισθοι, δεν ήξεραν καν που βρίσκονταν οι σταθμοί και τα τρένα, απλώς πληρώνονταν. Είναι κοινό μυστικό ότι ΟΣΕ και ΕΛΤΑ ήταν οι δύο μεγάλοι οργανισμοί στους οποίους τακτοποιούσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ την εκλογική πελατεία τους.
2. Αξιολόγηση. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και προσοντολόγιο του στελεχιακού δυναμικού του ΟΣΕ θα μπορούσε να μετριαστεί εν μέρει μέσα από μια διαδικασία διαρκούς εκπαίδευσης και συνεχούς αυστηρής αξιολόγησης. Όμως, οι έννοιες αυτές, πρωτίστως η δεύτερη, είναι άγνωστες, αν όχι απαγορευτικές για το ελληνικό δημόσιο. Και κάπως έτσι φτάσαμε στον μοιραίο σταθμάρχη, έναν άνθρωπο χωρίς τα στοιχειώδη προσόντα, να βρίσκεται σε μια τόσο νευραλγική θέση, που από τις αποφάσεις του κρέμονται ζωές ανθρώπων.
3. Κομματικοποίηση. Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι κάπως καλύτερη εάν τα ηγετικά στελέχη των κρίσιμων Οργανισμών επιλέγονταν με αξιολογικά κριτήρια. Όμως, κοινή πρακτική όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων είναι στα κρίσιμα αυτά πόστα να τοποθετούν “δικούς τους”, συνήθως αποτυχημένους πολιτευτές, πρώην στρατιωτικούς κ.ο.κ. Ανθρώπους δηλαδή παντελώς άσχετους με το αντικείμενο. Αυτό γινόταν και εξακολουθεί ως και σήμερα να γίνεται στον ΟΣΕ. Αυτό έγινε δυστυχώς και στην νεοσύστατη το 2017, κρίσιμη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων στην οποία τοποθετήθηκε πρόεδρος στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος στέλεχος των ΑΝΕΛ, χωρίς κανείς από τους δύο να γνωρίζει το παραμικρό για τους σιδηροδρόμους.
4. Διαπλοκή. Το γεγονός ότι η περιβόητη σύμβαση “717” η οποία υπογράφηκε το 2014 με ορίζοντα ολοκλήρωσης του έργου της τηλεδιοίκησης το 2016, εννέα χρόνια μετά, δεν έχει ακόμη τελειώσει, είναι αποτέλεσμα και της διαχρονικής διαπλοκής της πολιτικής εξουσίας με τους εργολάβους. Διαπλοκή η οποία εξασφαλίζει συνεχείς παρατάσεις στην παράδοση των έργων, στα όρια της νομιμότητας ή και πέραν αυτών. Σε ένα άλλο επίπεδο, η υποβάθμιση του σιδηρόδρομου στην Ελλάδα δεν είναι άσχετη με τη διαπλοκή η οποία προέτασε ως πρώτη προτεραιότητα την κατασκευή των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων και μόνον όταν αυτοί εξαντλήθηκαν έστρεψε το ενδιαφέρον της και στα σιδηροδρομικά έργα.
5. Δικαιοσύνη. Η πορεία πολλών δημοσίων έργων, μεταξύ αυτών και των σιδηροδρομικών, θα μπορούσε να ήταν διαφορετική εάν η Δικαιοσύνη λειτουργούσε όπως θα έπρεπε. Διαφορετική θα ήταν και η αντίδρασή της στις φωνές και τις καταγγελίες ότι “κάτι δεν πήγαινε καλά” στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Δυστυχώς όμως, η Δικαιοσύνη παραμένει δέσμια των τεράστιων γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, καθώς και των άνομων σχέσεών της με την πολιτική εξουσία. Δεν νοείται σε μια χώρα η οποία θέλει να λογίζεται ως ευρωπαϊκή η ηγεσία της Δικαιοσύνης να επιλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Εάν όλες αυτές οι παθογένειες δεν θεραπευτούν, εάν το βαθύ κομματικό κράτος εξακολουθήσει να κρατά υπό τον ασφυκτικό έλεγχό του τους αρμούς της εξουσίας, να ενδιαφέρεται μόνο για τη διαιώνισή του, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Ιδού, λοιπόν, πεδίο δόξης λαμπρό για τις πολιτικές δυνάμεις ενόψει και των επικείμενων εκλογών.
ΣΧΟΛΙΑ