The Carnabians
Την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές αρμενίζω κάπου μεσοπέλαγα… Καλώς εχόντων των πραγμάτων επιστρέφω από το ανατολικό Αιγαίο και είμαι κάπου σε κάποιο καράβι που βλέπω μόνο ουρανό και θάλασσα.
Επιτέλους! Μετά από δύο δύσκολους χειμώνες και ένα εξίσου δύσκολο καλοκαίρι (το περυσινό), στη διάρκεια του οποίου η μάσκα έγινε το μόνιμο αξεσουάρ μας, με τα πρόσωπα να μην αναπνέουν, με κοκκινάδια και εξανθήματα από τον ιδρώτα του θέρους και την πολλή χρήση, με χιλιάδες περιορισμούς και ωράρια, ήρθε αυτή η ευλογημένη ώρα των διακοπών, ημερών που όλα τεμπελιάζουν, όλα παύουν…
Κι αν εγώ είμαι πάνω από ένα λάπτοπ είναι επειδή το τραβάει ο οργανισμός μου το άτιμο το μαζοχιστικό και δεν μπορώ να μην μεταφέρω τις εικόνες μου στο έγγραφο αριθμός 5.895 που έχω στα αποθηκευμένα μου, που άμα είχανε φωνή θα με διαολόστελναν έτσι όπως τα έχω όλα μαζί στοιβαγμένα!
Και επειδή διακοπές χωρίς ένα πέρασμα από τα πάτρια είναι το απόλυτο un-must (για να λαβώσω κι εγώ μια άλλη γλώσσα -τι μόνο οι ξένοι θα «πυροβολούν» τη δικιά μας;) θα σας πω μια ιστορία που ξέθαψε το μυαλό μου αυτές τις μέρες που πέρασα από τον δικό μου τόπο κι από μέρη που πάντα έχουν κάτι να σου θυμίσουν.
Ήμουν δεν ήμουν 16 χρονών τότε που η μόδα της εποχής ήταν οι ντισκοτέκ. Θυμάστε, εκείνους τους μεγάλους χώρους που ήταν σε κάτι τεράστια χωράφια, συνήθως έξω από τα χωριά και αποτελούσαν κάτι σαν τα σημερινά κλαμπς;
Εκείνοι οι χώροι που ήταν κλειστοί, τσιμενταρισμένοι, διέθεταν μπαρ, μια μεγάλη πίστα όπου ανεβαίναμε όλοι για να μας βλέπουν που χορεύουμε (όχι έτσι όπως ψευτο-χορεύουν τώρα όλοι απ’ τα τραπέζια τους), κιτσάτα φωτορυθμικά, που έπεφταν στα μάτια και μας τύφλωναν, ενώ συνήθως το δάπεδό τους ήταν το ίδιο το χωράφι, δηλαδή ένα καλά στρωμένο χωμάτινο έδαφος.
Θέλοντας λοιπόν να ξεπληρώσω ένα χρέος και αναζητώντας το καινούριο μαγαζί ενός επαγγελματία φίλου, το οποίο βρίσκεται στον περιφερειακό του χωριού, έπεσα πάνω στη ντισκοτέκ των εφηβικών μου χρόνων, την Carnaby ή μάλλον στο «κουφάρι» της, αφού έχει πια δεκαετίες να λειτουργήσει.
Και θυμήθηκα πως κάποτε για την παρέα μου, εκεί γύρω στα 14-15 χρόνια μας, αυτός ο χώρος ήταν από τους γονείς μας ένα είδος απαγορευμένο και δεν τολμούσαμε να κάνουμε καν κουβέντα ούτε για να περάσουμε απ’ έξω.
Και πως όταν έφτασε η ώρα να κάνουμε τον χορό της τελευταίας τάξης του Λυκείου και μου επέτρεψε πια η μάνα μου να πάω, δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλο το προηγούμενο βράδυ από την ταραχή και το καρδιοχτύπι και το περίμενα πώς και πώς και το φανταζόμουν στο μυαλό μου σαν ένα παλάτι έμπλεο μουσικής και διασκέδασης.
Και μπορεί όταν το πρωτοαντίκρισα να κατάλαβα τελικά πως η φαντασία μου οργίαζε πολύ, αλλά αργότερα δεν αποφύγαμε όλοι να γίνουμε… Carnabians (όπως αυτοαποκαλούμασταν), αφού αυτή ήταν και η μόνη ντισκοτέκ που μπορούσαμε να πάμε στην περιοχή.
Κι εμείς ελεύθεροι και «μεγάλοι» πια βγάζαμε το άχτι του απαγορευμένου τόσων ετών και την επισκεπτόμασταν πολύ συχνά -συχνότερα πεθαίνεις!
Εκεί τα πρώτα τσιγάρα, εκεί τα πρώτα ποτά, εκεί και οι πρώτοι έρωτες.
Τώρα πια ούτε καπνίζουμε, ούτε πίνουμε, αλλά ερωτευόμαστε ακόμα.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 1 Αυγούστου 2021