Το αβέβαιο πεδίο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων
Του Γιάννη Μαγκριώτη
Η σημερινή κυβέρνηση της χώρας μας έχει αναπτύξει μια πυκνή διπλωματική κινητικότητα και, έχει υπογράψει πολλές διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες, άλλες σημαντικές και άλλες μόνο συμβολικού επικοινωνιακού χαρακτήρα. Ο βασικός λόγος είναι η επιθετική αναθεωρητική στρατηγική και πρακτική της Τουρκίας, τελευταία και οι γενικότερες γεωστρατηγικές εξελίξεις.
Τις συμφωνίες που έχει υπογράψει και προβλέπεται να υπογράψει η χώρα μας, μπορούμε να τις διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες:
α) Συμφωνίες οριοθέτησης της ΑΟΖ, με την Ιταλία και την Αίγυπτο και, συμφωνία παραπομπής στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης, με την Αλβανία. Τις συμφωνίες αυτές της υπέγραψε, όπως δήλωσε η κυβέρνηση, για να δείξει ότι εφαρμόζει το διεθνές δίκαιο, σε αντίθεση με την Τουρκία. Ουσιαστικά όμως, ειδικά την συμφωνία με την Αίγυπτο την υπέγραψε για να ακυρώσει το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο. Δυστυχώς και στις δυο αναγκάστηκε για να πάρει τις υπογραφές των άλλων χωρών να κάνει μεγάλες υποχωρήσεις, ουσιαστικά αποδέχτηκε ότι τα νησιά δεν έχουν πλήρη επήρεια στη διαμόρφωση της ΑΟΖ, θέση που υποστηρίζει η Τουρκία και που η χώρα μας θα το βρει μπροστά της, είτε με την διαπραγμάτευση με την Λιβύη είτε με την Τουρκία είτε στην Χάγη με τη Αλβανία.
β) Μνημόνια διμερούς ή πολυμερούς συνεργασίας με χώρες της Μέσης Ανατολής και την Κύπρο, για την συνεργασία σε διάφορους τομείς, κυρίως στην ενέργεια, με συμβολική και όχι ιδιαίτερα πρακτική σημασία, αφού και για τον αγωγό EstMed, ακόμη και η χώρα μας συζητά άλλες λύσεις, αν κάποτε έρθει η στιγμή της εξόρυξης των υδρογονανθράκων σε Κύπρο και Ελλάδα. Από πέρσι ουσιαστικά τα ερευνητικά προγράμματα της Κύπρου και της χώρας μας σταμάτησαν, με πρόσχημα την πανδημία. Η αλήθεια θα φανεί τον Νοέμβριο, που είναι προγραμματισμένες να ξαναρχίσουν οι έρευνες στην Κύπρο.
γ) Οι στρατιωτικές συμμαχίες, μέρος και βάση των οποίων είναι το έκτακτο εξοπλιστικό πρόγραμμα, περίπου 10 δις ευρώ, που το μεγαλύτερο μέρος του εκτελείται με την Γαλλία.
Πρώτα ήταν η αμυντική συμφωνία με τα Εμιράτα, με ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής, που δύσκολα μπορείς να καταλάβεις πως και γιατί θα υλοποιηθεί. Ακολούθησε η Αμυντική συμφωνία με την Γαλλία, η οποία έχει επίσης ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής, αλλά όπως είναι διατυπωμένη, τόσο στο άρθρο 2, όσο και σε επόμενα άρθρα,δημιουργεί πολλά ερωτήματα, για την αποτελεσματικότητά της, αλλά και ποια πλευρά θα ωφεληθεί περισσότερο, πέρα από τις αγορές του στρατιωτικού εξοπλισμού. Ακολουθεί η συμφωνία με τις ΗΠΑ, όπου έχει συμφωνηθεί η ανάπτυξη Αμερικανικών βάσεων και σε άλλες περιοχές της χώρας, η διεύρυνση της παρουσίας στη Σούδα και η διάρκειά της, από μονοετής που ήταν μέχρι τώρα, σε πενταετή, όπως και η συμφωνία με την Γαλλία. Υπάρχουν όμως δυο ερωτήματα, γιατί το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, σχολιάζοντας την αγορά φρεγατών της Ελλάδας από τη Γαλλία ανέφερε ότι, η συμφωνία θα είναι αορίστου διάρκειας και το ερώτημα, αν αυτή η συμφωνία θα έχει ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής και, τι θα σημαίνει, αν δεν έχει;
Ελπίζω με πιστικό τρόπο να εξηγηθούν από την κυβέρνηση, τις επόμενες ημέρες, και κυρίως από την Γαλλική πλευρά, η οποία πρέπει να έχει και γραπτή μορφή στην τελική μορφή, γιατί με τρομάζει λίγο η απάντηση του Έλληνα υπουργού σε ανάλογη ερώτηση δημοσιογράφου, την επόμενη ημέρα, της υπογραφής της συμφωνίας στο Παρίσι. Είπε χαρακτηριστικά: «Δεν έχει σημασία το γράμμα της συμφωνίας, σημασία έχει το πνεύμα». Αυτό πέραν του ότι δεν ευσταθεί, για τέτοιες ειδικά συμφωνίες, συνήθως η ερμηνεία με βάση το πνεύμα είναι με την ισχυρή πλευρά και οι λόγοι εύκολα κατανοητοί.
Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου η Τουρκία, αφού ρύθμισε την ασφάλεια των Νοτιοανατολικών συνόρων της με επεμβάσεις στο Βόρειο Ιράκ και την Βόρεια Συρία, στράφηκε από τις αρχές του 2018 στα δυτικά. Ξεκίνησε με μια δήλωση του Ερντογάν, αναφερόμενος στις έρευνες που ξεκίνησε η Κυπριακή Δημοκρατία για τον εντοπισμό και την εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, σε θαλάσσια οικόπεδα που είχε καθορίσει, μετά την υπογραφή συμφωνιών καθορισμού της ΑΟΖ της,με το Ισραήλ,τον Λίβανο και την Αίγυπτο, την υπογραφή μνημονίου για τον αγωγό EstMed, και τον σχεδιασμό της χώρας μας να ξεκινήσει και αυτή τις δικές της έρευνες, ότι: «Καμία συμφωνία δεν μπορεί να υπογραφεί και να έχει ισχύ, χωρίς την συμφωνία της Τουρκίας».
Ακολούθησαν οι παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, σε περιοχές της καθορισμένης από διεθνείς συμφωνίες της ΑΟΖ, σύντομα οι παραβιάσεις μεταφέρθηκαν και στην δυνητική ΑΟΖ της Ελλάδας. Ακολούθησε το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο καθορισμού της ΑΟΖ μεταξύ των δυο χωρών, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και του δίκαιου της θάλασσας.
Ακολούθησαν πολλά Συμβούλια κορυφής της ΕΕ με λεκτικές καταδίκες της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η Τουρκία να σταματήσει της άμεσες παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και της Ελλάδας, να διαπραγματεύεται την θετική ατζέντα, αλλά χωρίς να μετακινηθεί από τις θέσεις της. Έτσι ξεκίνησε και ο διάλογος με την Ελλάδα, που ήθελαν οι σύμμαχοι,επισήμως για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας, ανεπισήμως, για όποιο θέμα έβαζε η κάθε χώρα, όμως, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Αντιθέτως, η Άγκυρα, για πρώτη φορά έθεσε δημόσια το ανεφάρμοστο των ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού, απαιτώντας να ξεκινήσει ο διάλογος με βάση την ύπαρξη δυο κρατών. Μάλιστα για να δείξει και την αποφασιστικότητα της νέας στρατηγικής της, μαζί με τον νέο επικεφαλής της Τουρκοκυπριακή κοινότητας, που ουσιαστικά επέβαλε, έκανε το πρώτο βήμα για ανοίξει τα Βαρώσια, παραβιάζοντας την θέση του ΣΑ του ΟΗΕ.
Η Τουρκία ταυτόχρονα, στα πλαίσια του νεοθωμανικού δόγματος, που θεωρεί ότι της δίνει την δυνατότητα να έχει δικαιώματα, στις περιοχές που κάποτε είχε υπό κατοχή η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όποτε θέλει να επεμβαίνει, ακόμη και στρατιωτικά, έτσι βρίσκεται σε εφτά χώρες της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και του Βόρειου Καυκάσου, ενισχύοντας την γεωπολιτική της θέση
Τώρα πλέον, το πεδίο της αντιπαράθεσης με την Τουρκία, πρέπει να το δούμε κάτω από το πρίσμα τριών σημαντικών εξελίξεων, που θα καθορίσουν και τις γεωστρατηγικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή μας, και φυσικά τις ισορροπίες ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Η πρώτη είναι, η οριστική απόφαση των ΗΠΑ, να περιορίσουν ουσιαστικά την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, και να ρίξουν και το στρατιωτικό ενδιαφέρον τους στον Ειρηνικό και την Κίνα, όπως καταδείχτηκε σε σαφή τρόπο, από την συμφωνία τεχνολογικής και αμυντικής συνεργασίας ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας-Αυστραλίας και την αγορά της Αυστραλίας από τις ΗΠΑ των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων. Το αρχικό κενό της αποχώρησης των ΗΠΑ επί Τράμπ, το επωφελήθηκε η Τουρκία και η Ρωσία, τις οριστικές αποφάσεις ποιος θα τις καρπωθεί; Σίγουρα θα επωφεληθούν η Τουρκία και η Ρωσία. Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία, τι θα κάνουν; Οι χώρες μέλη της ΕΕ θα κινηθούν μέσα από την ΕΕ ή θα κινηθούν ξεχωριστά, αναπτύσσοντας και μεταξύ τους ανταγωνιστικές σχέσεις.
Η δεύτερη είναι η αμυντική συνεργασία των χωρών μελών της ΕΕ, όπως το θέλει πολύ η Γαλλία, για να έχει το πρώτο λόγο, συμφέρει την Ελλάδα, αλλά ερωτηματικό είναι η στάση των άλλων σημαντικών χωρών, με πρώτη την Γερμανία, γιατί μια τέτοια στρατηγική κοστίζει πολύ και, θα της δημιουργήσει προβλήματα με ΗΠΑ, Ρωσία και Τουρκία. Επίσης είναι βέβαιο ότι, θα είναι απολύτως αντίθετες οι χώρες μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Η τρίτη είναι η προσέγγιση και η συνεργασία σε στρατηγικούς τομείς, αλλά και στην άμυνα της Τουρκίας με την Ρωσία και την Κίνα. Πως θα ήταν το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος, αν όλα αυτά εξελιχθούν ταυτόχρονα και πολύ γρήγορα, κάτι που είναι πολύ πιθανό;
Πόσο θα αλλάξει ο κόσμος και οι σταθερές που ξέραμε, με βάση τις οποίες έχουμε χτίσει, δεκαετίες τώρα, την εθνική μας στρατηγική;
Τι σημαίνει αυτό για τα εθνικά μας συμφέροντα και γενικότερα την πορεία της χώρας και της οικονομίας, αν ένας άτυπος δεύτερος ψυχρός πόλεμος, έχει ένα από τα επίκεντράτου, την περιοχή μας;