Το δώρον και το άδωρον

 23/12/2019 15:10

Περισσότερο το βιώνεις μέσα σου, έλεγε τις προάλλες ένας φίλος που έβλεπε «σπάταλο» χριστουγεννιάτικο στολισμό των δημάρχων της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, και τις «ονειρεμένες» γιορτές και συναυλίες στις ιστορικές πλατείες. Νιώθω ότι θα μπορούσαν να λείπουν όλα αυτά, συμπλήρωνε…

Λέω στερεότυπο, διότι δεν υπάρχει ηγέτης, μηδέ του πάπα της Ρώμης εξαιρουμένου, που να μην καλεί τον κόσμο και τους πιστούς στον ανεπτυγμένο κόσμο να επιδιώξουν έναν απλούστερο -λιγότερο προκλητικό και χωρίς άκρατο καταναλωτισμό- τρόπο ζωής, ενώ στηλιτεύει και σωστά το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών.

Λέει ο πάπας:

«...Ας αναρωτηθούμε: Πραγματικά χρειαζόμαστε όλα αυτά τα υλικά αντικείμενα και τους περίπλοκους τρόπους, για να ζούμε; Μπορούμε να αντέξουμε χωρίς όλα αυτά τα άχρηστα επιπλέον πράγματα και να ζούμε μια πολύ απλούστερη ζωή;».

Έλα ντε…

Βέβαια η προσφορά δώρων είναι γνωστή σε πανάρχαιους μύθους ως γνώρισμα των ανθρώπων. Στους αρχαίους πολιτισμούς συχνά οι αρχηγοί αντάλλασσαν δώρα μεταξύ τους, για να εξασφαλίσουν την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους, για να κερδίσουν την εύνοια κάποιου ξένου εισβολέα ή ακόμα και για να αποδείξουν τη διάθεσή τους για συνεργασία.

Βρήκα στο διαδίκτυο μία έκκληση μιας ομάδας φίλων, που με βρήκε σύμφωνο και γι’ αυτό την αναδημοσιεύω:

«Μία υπενθύμιση απλώς για όλους τους γονείς, ώστε να είναι ταπεινοί σχετικά με τα δώρα του Αϊ-Βασίλη».

Δεν έχουν όλοι οι γονείς πλεόνασμα χρημάτων, ώστε να μπορέσουν να προσφέρουν στα παιδιά τους «ονειρεμένα Χριστούγεννα».

Οπότε δεν έχει νόημα να «βάζεις» τον Αϊ-Βασίλη να φέρνει στο δικό σου παιδί ένα ακριβό δώρο, ένα τάμπλετ, ένα ακριβό ποδήλατο, την ώρα που άλλοι γονείς μετά βίας «βάζουν» τον Αϊ-Βασίλη να φέρει ένα βιβλίο, ένα ζευγάρι γάντια ή φτηνά παπούτσια.

Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να παρουσιάσεις ένα φτηνό δώρο ως δώρο Αϊ-Βασίλη και αν θέλεις μετά πάρε και ένα ακριβό -που δεν σου το συνιστώ- ως δώρο «του μπαμπά και της μαμάς».

Τούτο γίνεται διότι το παιδάκι μπορεί να καταλάβει την αξία των χρημάτων και να αντιληφθεί της κοινωνίας τη «διαφορά», τους πλούσιους και τους φτωχούς. Αυτό όμως που πληγώνει την παιδική ψυχή είναι το να φανεί ο Αϊ-Βασίλης μεροληπτικός. Ότι κάνει διακρίσεις.

Μαζί με τα «Χρόνια Πολλά» της στήλης θέλω να σας μεταφέρω μία διήγηση του αξέχαστου θεσσαλονικιού συνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή, μια παιδική του μνήμη από τα κάλαντα της Κατοχής και το παιδάκι που κάποτε υπήρξε.

Το χαρτονόμισμα της μαυροφορεμένης κυρίας…

Παραμονή Χριστουγέννων 1942 στη Θεσσαλονίκη. Το κρύο έκανε ακόμα μεγαλύτερη τη μοναξιά του φτωχού, δεκάχρονου Σταύρου Κουγιουμτζή, που βρέθηκε μ’ ένα κοντό παντελονάκι και μ’ ένα φθαρμένο σακάκι να λέει μόνος του τα κάλαντα εκείνο τον παγωμένο Δεκέμβρη της Κατοχής, αφού οι φίλοι του δεν είχαν έρθει.

Έβλεπε τα μέγαρα, όπως λεγόταν τότε οι πολυκατοικίες. Στο δρόμο άλλα παιδιά, συνήθως δύο δύο, τρία τρία τραγουδούσαν χαρούμενα…

Η συνέχεια με τα λόγια του:

«Έτσι πέρασα την Ακρόπολη και το Κουλέ - Καφέ, χωρίς να κάνω σεφτέ. Στη συνέχεια πήρα την Αγίου Δημητρίου, από τα δεξιά, και βρέθηκα κοντά στο Διοικητήριο. Εκεί αποφάσισα να μπω σ’ ένα μεγάλο μέγαρο και να τα πω. Στάθηκα σε μία πόρτα, χτύπησα το κουδούνι και άρχισα: Καλήν εσπέρα άρχοντες κι αν είν’ ο ορισμός σας, Χριστού την Θεία Γέννηση… δεν πρόλαβα να πω παρακάτω. Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ένας συνομήλικός μου. Ήταν και αυτός σαν εμένα, αδύνατος και χλωμός. Δεν είναι εδώ η μαμά μου, μου είπε και ξανάκλεισε κάπως διακριτικά την πόρτα. Ήμουν που ήμουν χάλια, ήρθε και αυτό και με αποτέλειωσε. Από το Διοικητήριο πήρα το δρόμο για το Βαρδάρη. Περνούσα τα μέγαρα χωρίς καμιά διάθεση πια να ξαναπώ κάλαντα. Αλλά ούτε και να γυρίσω πίσω. Ο δρόμος εκείνη την ώρα, περίπου δύο το μεσημέρι, ήταν έρημος. Κάποια στιγμή είδα μία κυρία να ανεβαίνει από το ίδιο πεζοδρόμιο που εγώ κατέβαινα. Φορούσε μαύρα ρούχα, μαύρο καπέλο και ένα βέλο που έκρυβε το πρόσωπό της.

Σε λίγο πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον και καθώς την προσπερνούσα, μια ριπή ανέμου μισάνοιξε την τσάντα της και παρέσυρε ένα χαρτονόμισμα. Η κυρία δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, κι εγώ έτρεξα να το προλάβω, για να της το δώσω. Αυτό με παίδεψε λιγάκι, γιατί καθώς το έσπρωχνε ο αέρας, έκανε ζικ ζακ και μου ξέφευγε. Μια από εδώ, μια απ’ εκεί. Ωστόσο το κυνηγητό δεν κράτησε πάνω από ένα λεπτό. Όμως σ’ αυτό το διάστημα μέσα μου γινόταν μια φοβερή πάλη. Να δώσω το χαρτονόμισμα ή να το κρατήσω; Μια σκεφτόμουν την κυρία και μια τη μητέρα μου. Τελικά αποφάσισα να το επιστρέψω στην κυρία. Γύρισα προς τα πίσω και ήμουν έτοιμος να τρέξω για να την προλάβω. Όμως με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε καμιά κυρία. Κοίταξα προς τα πάνω, κοίταξα δεξιά, αριστερά, τίποτα. Η κυρία άφαντη. Τι να ’κανα. Θέλοντας και μη, κράτησα το χαρτονόμισμα. Όταν πήγα στο σπίτι ή μητέρα μου μ’ αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει. «Εγώ είδα το όνειρο» έλεγε και ξανάλεγε κι έκαμνε το σταυρό της. Την άλλη μέρα Χριστούγεννα και εμείς είχαμε φαγητό και κάρβουνα για το μαγκάλι. Καθισμένος κοντά στη φωτιά, απολάμβανα τη ζέστη και σκεφτόμουν τα χθεσινά. Θα ’ταν η Παναγία, έλεγα από μέσα μου, συμφωνώντας με τη μητέρα μου. Όμως το μυαλό μου με κορόιδευε, με περιέπαιζε: αν η κυρία μπήκε σε κανένα από κείνα τα μέγαρα; Αυτή η σκέψη ήταν λογική. Όμως εμένα με πίκραινε. Δεν την ήθελα, την έδιωχνα. Εγώ ήθελα το θαύμα… Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, και κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνο το περιστατικό με το χαρτονόμισμα, αναρωτιέμαι. Γιατί η λογική δεν πιστεύει στα θαύματα. Αφού κι αυτή, ένα θαύμα είναι…».

* Δώρον άδωρον: προσφορά χωρίς αξία ή και επιζήμια

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Δεκεμβρίου 2019

Περισσότερο το βιώνεις μέσα σου, έλεγε τις προάλλες ένας φίλος που έβλεπε «σπάταλο» χριστουγεννιάτικο στολισμό των δημάρχων της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, και τις «ονειρεμένες» γιορτές και συναυλίες στις ιστορικές πλατείες. Νιώθω ότι θα μπορούσαν να λείπουν όλα αυτά, συμπλήρωνε…

Λέω στερεότυπο, διότι δεν υπάρχει ηγέτης, μηδέ του πάπα της Ρώμης εξαιρουμένου, που να μην καλεί τον κόσμο και τους πιστούς στον ανεπτυγμένο κόσμο να επιδιώξουν έναν απλούστερο -λιγότερο προκλητικό και χωρίς άκρατο καταναλωτισμό- τρόπο ζωής, ενώ στηλιτεύει και σωστά το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών.

Λέει ο πάπας:

«...Ας αναρωτηθούμε: Πραγματικά χρειαζόμαστε όλα αυτά τα υλικά αντικείμενα και τους περίπλοκους τρόπους, για να ζούμε; Μπορούμε να αντέξουμε χωρίς όλα αυτά τα άχρηστα επιπλέον πράγματα και να ζούμε μια πολύ απλούστερη ζωή;».

Έλα ντε…

Βέβαια η προσφορά δώρων είναι γνωστή σε πανάρχαιους μύθους ως γνώρισμα των ανθρώπων. Στους αρχαίους πολιτισμούς συχνά οι αρχηγοί αντάλλασσαν δώρα μεταξύ τους, για να εξασφαλίσουν την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους, για να κερδίσουν την εύνοια κάποιου ξένου εισβολέα ή ακόμα και για να αποδείξουν τη διάθεσή τους για συνεργασία.

Βρήκα στο διαδίκτυο μία έκκληση μιας ομάδας φίλων, που με βρήκε σύμφωνο και γι’ αυτό την αναδημοσιεύω:

«Μία υπενθύμιση απλώς για όλους τους γονείς, ώστε να είναι ταπεινοί σχετικά με τα δώρα του Αϊ-Βασίλη».

Δεν έχουν όλοι οι γονείς πλεόνασμα χρημάτων, ώστε να μπορέσουν να προσφέρουν στα παιδιά τους «ονειρεμένα Χριστούγεννα».

Οπότε δεν έχει νόημα να «βάζεις» τον Αϊ-Βασίλη να φέρνει στο δικό σου παιδί ένα ακριβό δώρο, ένα τάμπλετ, ένα ακριβό ποδήλατο, την ώρα που άλλοι γονείς μετά βίας «βάζουν» τον Αϊ-Βασίλη να φέρει ένα βιβλίο, ένα ζευγάρι γάντια ή φτηνά παπούτσια.

Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να παρουσιάσεις ένα φτηνό δώρο ως δώρο Αϊ-Βασίλη και αν θέλεις μετά πάρε και ένα ακριβό -που δεν σου το συνιστώ- ως δώρο «του μπαμπά και της μαμάς».

Τούτο γίνεται διότι το παιδάκι μπορεί να καταλάβει την αξία των χρημάτων και να αντιληφθεί της κοινωνίας τη «διαφορά», τους πλούσιους και τους φτωχούς. Αυτό όμως που πληγώνει την παιδική ψυχή είναι το να φανεί ο Αϊ-Βασίλης μεροληπτικός. Ότι κάνει διακρίσεις.

Μαζί με τα «Χρόνια Πολλά» της στήλης θέλω να σας μεταφέρω μία διήγηση του αξέχαστου θεσσαλονικιού συνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή, μια παιδική του μνήμη από τα κάλαντα της Κατοχής και το παιδάκι που κάποτε υπήρξε.

Το χαρτονόμισμα της μαυροφορεμένης κυρίας…

Παραμονή Χριστουγέννων 1942 στη Θεσσαλονίκη. Το κρύο έκανε ακόμα μεγαλύτερη τη μοναξιά του φτωχού, δεκάχρονου Σταύρου Κουγιουμτζή, που βρέθηκε μ’ ένα κοντό παντελονάκι και μ’ ένα φθαρμένο σακάκι να λέει μόνος του τα κάλαντα εκείνο τον παγωμένο Δεκέμβρη της Κατοχής, αφού οι φίλοι του δεν είχαν έρθει.

Έβλεπε τα μέγαρα, όπως λεγόταν τότε οι πολυκατοικίες. Στο δρόμο άλλα παιδιά, συνήθως δύο δύο, τρία τρία τραγουδούσαν χαρούμενα…

Η συνέχεια με τα λόγια του:

«Έτσι πέρασα την Ακρόπολη και το Κουλέ - Καφέ, χωρίς να κάνω σεφτέ. Στη συνέχεια πήρα την Αγίου Δημητρίου, από τα δεξιά, και βρέθηκα κοντά στο Διοικητήριο. Εκεί αποφάσισα να μπω σ’ ένα μεγάλο μέγαρο και να τα πω. Στάθηκα σε μία πόρτα, χτύπησα το κουδούνι και άρχισα: Καλήν εσπέρα άρχοντες κι αν είν’ ο ορισμός σας, Χριστού την Θεία Γέννηση… δεν πρόλαβα να πω παρακάτω. Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ένας συνομήλικός μου. Ήταν και αυτός σαν εμένα, αδύνατος και χλωμός. Δεν είναι εδώ η μαμά μου, μου είπε και ξανάκλεισε κάπως διακριτικά την πόρτα. Ήμουν που ήμουν χάλια, ήρθε και αυτό και με αποτέλειωσε. Από το Διοικητήριο πήρα το δρόμο για το Βαρδάρη. Περνούσα τα μέγαρα χωρίς καμιά διάθεση πια να ξαναπώ κάλαντα. Αλλά ούτε και να γυρίσω πίσω. Ο δρόμος εκείνη την ώρα, περίπου δύο το μεσημέρι, ήταν έρημος. Κάποια στιγμή είδα μία κυρία να ανεβαίνει από το ίδιο πεζοδρόμιο που εγώ κατέβαινα. Φορούσε μαύρα ρούχα, μαύρο καπέλο και ένα βέλο που έκρυβε το πρόσωπό της.

Σε λίγο πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον και καθώς την προσπερνούσα, μια ριπή ανέμου μισάνοιξε την τσάντα της και παρέσυρε ένα χαρτονόμισμα. Η κυρία δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, κι εγώ έτρεξα να το προλάβω, για να της το δώσω. Αυτό με παίδεψε λιγάκι, γιατί καθώς το έσπρωχνε ο αέρας, έκανε ζικ ζακ και μου ξέφευγε. Μια από εδώ, μια απ’ εκεί. Ωστόσο το κυνηγητό δεν κράτησε πάνω από ένα λεπτό. Όμως σ’ αυτό το διάστημα μέσα μου γινόταν μια φοβερή πάλη. Να δώσω το χαρτονόμισμα ή να το κρατήσω; Μια σκεφτόμουν την κυρία και μια τη μητέρα μου. Τελικά αποφάσισα να το επιστρέψω στην κυρία. Γύρισα προς τα πίσω και ήμουν έτοιμος να τρέξω για να την προλάβω. Όμως με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε καμιά κυρία. Κοίταξα προς τα πάνω, κοίταξα δεξιά, αριστερά, τίποτα. Η κυρία άφαντη. Τι να ’κανα. Θέλοντας και μη, κράτησα το χαρτονόμισμα. Όταν πήγα στο σπίτι ή μητέρα μου μ’ αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει. «Εγώ είδα το όνειρο» έλεγε και ξανάλεγε κι έκαμνε το σταυρό της. Την άλλη μέρα Χριστούγεννα και εμείς είχαμε φαγητό και κάρβουνα για το μαγκάλι. Καθισμένος κοντά στη φωτιά, απολάμβανα τη ζέστη και σκεφτόμουν τα χθεσινά. Θα ’ταν η Παναγία, έλεγα από μέσα μου, συμφωνώντας με τη μητέρα μου. Όμως το μυαλό μου με κορόιδευε, με περιέπαιζε: αν η κυρία μπήκε σε κανένα από κείνα τα μέγαρα; Αυτή η σκέψη ήταν λογική. Όμως εμένα με πίκραινε. Δεν την ήθελα, την έδιωχνα. Εγώ ήθελα το θαύμα… Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, και κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνο το περιστατικό με το χαρτονόμισμα, αναρωτιέμαι. Γιατί η λογική δεν πιστεύει στα θαύματα. Αφού κι αυτή, ένα θαύμα είναι…».

* Δώρον άδωρον: προσφορά χωρίς αξία ή και επιζήμια

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Δεκεμβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία