ΑΠΟΨΕΙΣ

Τουρισμός: Ξενοδόχοι VS Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)

 10/05/2021 15:09

Μετά από ένα καταστροφικό (και για τον ελληνικό τουρισμό) 2020, προσβλέπουμε με περίσσεια ελπίδα (και συγκρατημένες προσδοκίες) στο 2021. Στόχος; Η μερική αποκατάσταση των (δραματικών) συνεπειών της πανδημίας. Λόγω του μεγέθους του συγκεκριμένου κλάδου στη χώρα μας αλλά και της συνακόλουθης συμβολής του στην ελληνική οικονομία, θα αναμέναμε επαρκείς ρυθμίσεις όσον αφορά (και) τις κρίσιμες σχέσεις μεταξύ των ξενοδόχων και των τουριστικών πρακτόρων.

Είναι, όμως, έτσι;

Η συμβολή του τουρισμού στην Ελληνική Οικονομία

Αν κάποιος αναζητούσε στοιχεία για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία θα έπρεπε μάλλον να ανατρέξει στο τελευταίο (ομαλό) έτος: το 2019.

Με βάση, λοιπόν, σχετική μελέτη του ΣΕΤΕ, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας εκτιμάται για το 2019 σε € 23,4 δισ.-μέγεθος που αντιστοιχεί στο 12,5% του ΑΕΠ. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας μας για το 2019 εκτιμάται μεταξύ € 51,6 και € 62,1 δισ. (:27,5% έως 33,1% του ΑΕΠ).

Τα μεγέθη αυτά είναι, αλήθεια, συγκλονιστικά. Αντίστοιχη και η σημασία του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.

Το «πάθος» μας για την πολυνομία και την υπερρύθμιση

Είναι γνωστό πως η χώρα μας πάσχει από πολυνομία και υπερρύθμιση. Βρισκόμαστε απέναντι σε απίστευτο αριθμό νομοθετικών ρυθμίσεων. Με εντυπωσιακές, μάλιστα, λεπτομέρειες. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στην ΚΥΑ που εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την σε εξέλιξη πανδημία, προκειμένου να αντιληφθεί του λόγου το αληθές.

Τι συμβαίνει όμως με τα θέματα που αναφύονται στη συγκεκριμένη «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας; Τι συμβαίνει με τα θέματα που αναφύονται από τη σχέση των ξενοδόχων και τους πράκτορες;

«Ξενοδοχειακή σύμβαση» vs σύμβαση «ξενίας»

Οι σχέσεις του ξενοδόχου με τον ξενοδοχειακό πράκτορα (ή το τουριστικό γραφείο) διέπονται από μια ιδιαίτερη σύμβαση: αυτή που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ξενοδοχειακή σύμβαση».

Με τον συγκεκριμένο όρο (:«ξενοδοχειακή σύμβαση»-μεταφορά του διεθνώς χρησιμοποιούμενου όρου «Hotel Contract») αναφερόμαστε στη γραπτή (συνήθως) σύμβαση, με την οποία ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του ξενοδοχειακού πράκτορα (ή τουριστικού γραφείου) να παράσχει ξενοδοχειακές υπηρεσίες. Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες είναι δυνατό να αναφέρονται σε μια ή περισσότερες τουριστικές περιόδους. Είναι επίσης δυνατό να αναφέρονται είτε σε συγκεκριμένο είτε σε προσδιορισμένο (κατ’ ανώτατο ή/και κατώτατο) αριθμό/ποσοστό εναλλασσόμενων πελατών του πράκτορα.

Οι σχέσεις, αντίθετα, του ξενοδόχου με τον πελάτη του διέπονται από μια διαφορετικού είδους σύμβαση. Όταν, με άλλα λόγια, συμφωνούμε, ως πελάτες, τη μίσθωση ενός ή περισσοτέρων δωματίων σε ένα ξενοδοχείο, μιλάμε για σύμβαση «ξενίας». Θα περιοριστούμε, στο παρόν, στα θέματα και αντιμετώπιση της ξενοδοχειακής σύμβασης.

Η ξενοδοχειακή σύμβαση

Δύο είναι, κατά βάση, οι μορφές της συγκεκριμένης σύμβασης, ανάλογα με τον αντικείμενο της: η σύμβαση εγγυημένης κράτησης και η σύμβαση «allotment».

Η σύμβαση εγγυημένης κράτησης

Είναι μια οριστική και «ξεκάθαρη», θα λέγαμε, συμφωνία ανάμεσα στον πράκτορα και τον ξενοδόχο. Ο τελευταίος (:ξενοδόχος) στην περίπτωση αυτή, αποδέχεται να παραχωρήσει, αντί συγκεκριμένου τιμήματος, συγκεκριμένο αριθμό καταλυμάτων και ξενοδοχειακές υπηρεσίες στους πελάτες του πράκτορα. Η χρονική περίοδος της μεταξύ τους συμφωνίας είναι, κατά κανόνα, ορισμένη.

Ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης, μεταφέρεται από τον ξενοδόχο στον πράκτορα. Ο πράκτορας οφείλει να καταβάλει το τίμημα που συμφωνήθηκε ανεξάρτητα να θα καταφέρει (ή όχι) να αξιοποιήσει τα καταλύματα που συμφώνησε. Λογικά απομειωμένο και το οφειλόμενο αντάλλαγμα από μέρους του πράκτορα.

Η σύμβαση «allotment»

Με τη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης τα πράγματι μοιάζουν λιγότερο «βέβαια». Ο ξενοδόχος και ο πράκτορας δεν αναλαμβάνουν οριστικές υποχρεώσεις όσον αφορά το συμφωνημένο αριθμό καταλυμάτων. Συμφωνούν, αντίθετα, σε προσδιορισμό δύο ακραίων ποσοτικών ορίων (ανώτατο-κατώτατο), μέσα σε μια ή περισσότερες χρονικές περιόδους αναφοράς.

Ο ξενοδόχος, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να διατηρεί δεσμευμένο για τον πράκτορα το ανώτατο όριο κλινών που έχει συμφωνηθεί. Ο πράκτορας, από την άλλη, υποχρεούται να καλύψει το κατώτατο όριο κλινών και να καταβάλει το αντίστοιχο μίσθωμα. Αν καλύψει λιγότερες κλίνες το οφειλόμενο, από μέρους του, ποσό θα είναι εκείνο που αντιστοιχεί στο κατώτερο όριο των συμφωνημένων κλινών. Αν καλύψει παραπάνω κλίνες από το κατώτερο όριο θα υποχρεούται να καταβάλει το, αντίστοιχο, υπερβάλλον.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό, επομένως, πως ο επιχειρηματικός κίνδυνος στη σύμβαση allotment μεταφέρεται στον ξενοδόχο. Ο τελευταίος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την πιθανότητα της μη πλήρωσης των κλινών του ξενοδοχείου του, σε περίπτωση που ο τουριστικός πράκτορας δεν μπορέσει να καλύψει το (προσδοκώμενο) ανώτατο όριο.

Οι υφιστάμενες (ελλείπουσες ή ανεπαρκείς) ρυθμίσεις

Προκύπτει, από τα παραπάνω, ως προφανής η ξεχωριστή σημασία της ξενοδοχειακής σύμβασης για τον κλάδο του τουρισμού, για τα αμέσως και εμμέσως εμπλεκόμενα πρόσωπα αλλά και, εν τέλει, για την εθνική οικονομία.

Παρά την ξεχωριστή, όμως, αυτή σημασία, η ξενοδοχειακή σύμβαση δεν απολαμβάνει αυτοτελή ρύθμιση στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα. Αποσπασματικές (και πάντως ατελείς και ατελέσφορες) είναι οι ρυθμίσεις της και οι σχετικές προσπάθειες. Με την υπ’ αριθμ. 503007/1976 κανονιστική διοικητική πράξη του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ (:«Κανονισμός») επιχειρήθηκε η διαχείριση του συγκεκριμένου θέματος. Απέκτησε εκ των υστέρων, και αναδρομικά, ισχύ νόμου (:άρθρο 8 ν. 1652/1986). Ο εν λόγω Κανονισμός, ωστόσο, δεν παρουσιάζει ούτε νομοτεχνική αρτιότητά ούτε και λεκτική ακρίβεια. Επιπρόσθετα: δεν περιέχει ρητή αναφορά στη σύμβαση εγγυημένης κράτησης ενώ ελλιπώς διαχειρίζεται τη σύμβαση allotment.

Καθώς ελλείπουν, κατά τα προαναφερθέντα, ασφαλείς ρυθμίσεις για την ξενοδοχειακή σύμβαση, αναγκαζόμαστε να προστρέξουμε στις εξαιρετικά περιορισμένες και, δυστυχώς, ατελείς ρυθμίσεις του Κανονισμού και, συμπληρωματικά, στις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα καθώς και σε μια δικαστική απόφαση (39/97 ΟλΑΠ).

Οι νομοθετικές ρυθμίσεις των σχέσεων ξενοδόχου-ξενοδοχειακού πράκτορα είναι εντυπωσιακά ελλιπείς και, σε σημαντικό βαθμό, προβληματικές˙ αντιστρόφως ανάλογης, πάντως, αξίας με τη σημασία του τουρισμού για τη χώρα μας και την εθνική της οικονομία. Αντιστρόφως ανάλογες, επίσης, με το μέγεθος (και εύρος) των προβλημάτων που καλούνται να διαχειριστούν τόσο οι ξενοδόχοι όσο και οι ξενοδοχειακοί πράκτορες.

Ευκταίο θα ήταν να μην αναγκαζόμασταν να προστρέξουμε σε ένα προβληματικό, αόριστο και ελλιπές νομοθέτημα, στις γενικής φύσεως ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα, στη νομολογία του Αρείου Πάγου ή/και στις απόψεις της θεωρίας.

Ευκταίο θα ήταν να μπορούσαμε να προστρέξουμε σε σαφείς νομοθετικές ρυθμίσεις ικανές να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των θεμάτων που αναφύονται στο σημαντικότερο (καλώς ή κακώς) κομμάτι της ελληνικής οικονομίας.

Ας αντιμετωπίσουμε την τρέχουσα προβληματική (και για τον τουρισμό) περίοδο ως ευκαιρία να διαχειριστούμε τέτοιας φύσης και σημασίας προβλήματα. Να θεσπίσουμε τα αναγκαία (και πολύτιμα) νομοθετήματα.

Ευκταίο, εν τέλει, και για την εθνική μας οικονομία.

Μέχρι τότε: Αναγκαίο το βάρος της διαχείρισης των σημαντικών (και, συχνά, ιδιαίτερα σημαντικής οικονομικής αξίας) θεμάτων να αναλαμβάνουν συμβάσεις που με λεπτολόγο διάθεση θα τα προσεγγίζουν.